Η Αποκρια στη Λαογραφια της Θρακης

«Ενώ εις τας πόλεις ο κόσμος διασκεδάζει την Αποκριάν εις τας κατ΄ οίκον συγκεντρώσεις είτε εις δημοσίους χορούς…εις τα χωριά ο αγρότης και μέσα εις τα γέλια και τα φαγοπότια της Αποκριάς έχει την αίσθησιν της μεταβολής που επέρχεται την εποχήν αυτήν εις την φύσιν»

Γ.Μέγας

Με την αναφορά του αυτή ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας συνδέει την παράδοση των αποκριάτικων εθίμων με τα δρώμενα της αρχαιότητας, που σχετίζονται με τη γονιμότητα. Για τη δικαιολόγηση της προέλευσης των αποκριάτικων εκδηλώσεων διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες. Κάποιοι υποστηρίζουν την καταγωγή των εθίμων στην αρχαιότατη ρωμαϊκή γιορτή των Σατουρναλίων, προς τιμή του Κρόνου, άλλοι λαογράφοι υποστηρίζουν ότι τα δρώμενα θυμίζουν τους Γεφυρισμούς των αρχαίων Αθηναίων, που είχαν σχέση με την ευφορία της γης. Ο Κ. Σάθας θεωρεί ότι οι ρίζες τους φτάνουν στις ρωμαϊκές Καλένδες, ενώ ο Ν. Πολίτης τα συνδέει με την ποιμενική γιορτή Λουπερκάλια προς τιμήν του ποιμενικού θεού Φαύνου, που άρχιζαν στις 15 Φεβρουάριου, αφιερωμένα στη γονιμότητα της γης και των ζώων. Περιελάμβαναν θυσία τράγου και χτύπημα της πλάτης και των χεριών των πανηγυριστών, ιδιαίτερα των γυναικών, με δερμάτινες λουρίδες.

Στο Βυζάντιο αναφέρονται, τον 8ο αιώνα από τον Θ. Στουδίτη στους «Κατηχητικούς Λόγους» διασκεδάσεις, τραγούδια και παιχνίδια στη διάρκεια των Απόκρεω. Επίσης ο Ι. Χούμνος κατά τον 13ο αιώνα ομιλεί καθαρά για αποκριάτικα τραγούδια, θεατρικές παραστάσεις και άλλες αποκριάτικες συνήθειες.

Πολλά από τα σύγχρονα αποκριάτικα αγροτικά έθιμα, που έχουν σχέση με την προαγωγή της βλάστησης, αναβιώνουν αρχαίες συνήθειες, όπως το έθιμο των «Καλογήρων» της Βιζύης με την εικονική αροτρίαση του οποίου τα στοιχεία θυμίζουν τη διονυσιακή λατρεία με προγενέστερες της λατρείας του Διονύσου αναφορές.

“Μπουμπούνες”

Στη Θράκη οι μέρες της Αποκριάς γιορτάζονταν με χορούς και τραγούδια, με συγκεντρώσεις, όπου αθώα και πιπεράτα αστεία και «βρετά» (αινίγματα) συναλλάσσονταν με γλωσσοδέτες, που το μπέρδεμα της γλώσσας έφερνε άλλα νοήματα. Τα παιδιά γίνονταν «μουτσούνες» (μασκαράδες) και οι χοροί κρατούσαν ως αργά το βράδυ.

Το «χάσκα» ήταν ένα είδος παιχνιδιού των ημερών. Κρεμούσαν με ένα σπάγκο ένα αυγό ή ένα κομμάτι χαλβά από την οροφή κι όλοι στην παρέα, με πηδήματα και γέλια, προσπαθούσαν να το δαγκώσουν. Μετά άναβαν το σπάγκο και αν καιγόταν όλος σήμαινε ευτυχία για το σπίτι.

Με αυγό στο τέλος της γιορτής «βούλωναν το στόμα» που θα το «άνοιγε η Πασχαλιά με το κόκκινο τ΄ αυγό». Στο Σιναπλί και το Καβακλί της Βόρειας Θράκης στο αποκριάτικο γλέντι συνηθίζονταν και οι πυροβολισμοί.

Τα πιο πολλά έθιμα γίνονταν την Κυριακή της Τυροφάγου, «Τρανή Αποκριά». Καθώς έπεφτε το σκοτάδι στα περισσότερα χωριά άναβαν «οι μπουμπούνες» ή «κλαδαριές».

Οι φωτιές είναι γενικά διαβατήρια και καθαρτήρια συνήθεια με την οποία γλιτώνει ο άνθρωπος του λαού από τα δαιμονικά και του εξασφαλίζουν καλή τύχη. Το λιγότερο που ζητούσε ο αγρότης της Θράκης, πηδώντας μέσα από τις «μπουμπούνες», ήταν να απαλλαγεί από τα ενοχλητικά έντομα «ψύλλοι, κόρζες στον καλόγερο». Τραγούδια σατυρικά, και «ξιανέντροπα» ακούγονταν και οι χοροί αποκτούσαν μεταφυσική ιδιότητα για την καρποφορία της γης, την οποία χτυπούσαν με τα πόδια τους.

“Μπέης”, ένα λαϊκό έθιμο στα χωριά του Έβρου

Ο κ. Δημήτρης Βραχιόλογλου, εκπαιδευτικός και μελετητής της παράδοσης, δίνει πολύτιμο υλικό για το έθιμο του Μπέη ή Κιοπέκ Μπέη που επέζησε στα χωριά του Βόρειου Έβρου Σουφλί, Διδυμότειχο και Ορεστιάδα. «Το έθιμο, με θαυμάσια λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας και διασώζεται μέχρι τις μέρες μας ως δρώμενο γονικής μαγείας. Βασικό του στοιχείο η σάτιρα, κύρια του κατακτητή, με σημαντικά δείγματα αντίστασης.

Μέχρι το 1940 οι κάτοικοι των χωριών έκαμναν το έθιμο του «Μπέη» χωρίς προσθήκες, έτσι ακριβώς όπως το βρήκαν. Μετά το 1940, καθώς μεσολάβησαν η κατοχή και ο εμφύλιος, το έθιμο ατόνησε μέχρι το 1951. Από το 1975 και μετά παρατηρήθηκαν σημαντικές παραλείψεις, αλλά και προσθέσεις στη διαδικασία του εθίμου με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί. Σήμερα μάλιστα δεν απέχει και πολύ από το καρναβάλι.

Όλα τα αγροτοχώρια του νομού Έβρου και κυρίως αυτά που βρίσκονται στις όχθες των ποταμών Ερυθροποτάμου και Άρδα αναβιώνουν το έθιμο την Δευτέρα της Τυρινής, ορισμένα όμως, για καθαρά πρακτικούς λόγους, μετέθεσαν την αναβίωση του εθίμου την Καθαρή Δευτέρα».

Κύρια πρόσωπα του εθίμου οι αραπάδες-αυγατζήδες. Δέκα με δεκαπέντε νέοι, αφού μαυρίζανε τα πρόσωπά τους με καπνιά από τους φούρνους, ξεχύνονταν στα σπίτια και μάζευαν αυγά από τις φωλιές για τον Μπέη. Οι νοικοκυραίοι όχι μόνο δεν τους απέτρεπαν αλλά τους παρακαλούσαν, μόνο να μη πάρουν τα «προσφώλια». Οι αράπηδες φρουρούν τον Μπέη κατ΄ αναλογία των ευνούχων που είχαν οι αξιωματούχοι τούρκοι αγάδες, σε όλη τη διαδρομή του μέχρι το τέλος του δρωμένου.

Μετά τις διαβουλεύσεις για την κατανομή των ρόλων της ακολουθίας, ο Μπέης έβγαινε από το σπίτι του δύο αράπηδες τον ανέβαζαν στο άλογο ή το δίτροχο αμάξι και του έδιναν την πανοπλία του δηλαδή μια «μπούκλα» με κρασί, ένα τορβά γεμάτο βαμβακόσπορο, μια στενόμακρη πετσέτα ένδειξη της εξουσίας και της δύναμή του, την «αλτόκα», κρανίσια βέργα, ένα τεφτέρι που το έβαζε στο ζωνάρι του, ένα κόκκινο καυτερό πιπέρι «λοβίδι» για μολύβι δεμένο με σχοινί.

Αφού όλα ετοιμάζονταν ο Μπέης διάβαζε την «αναχώρηση» και ο γκαϊτατζής έπαιζε τον «εναρκτήριο χαβά». Μπροστά πήγαινε η γκάιντα ακολουθούσε ο υπασπιστής που έσερνε το γαϊδουράκι και οι δύο σωματοφύλακες αραπάδες οπλισμένοι με το αντί του αργαλειού ή χοντρά ρόπαλα.

Στην αυλή έριχνε βαμβακόσπορο με ευχές «καλή βαμβακιά», «καλά αρνούδια», «καλά κατσικούδια», «καλά στάρια», «καλές χαρές». Όση ώρα έλεγε «χωρατά χασμέρικα» (αστεία) καλοπαινούσε ή έριχνε «πρόστιμα», έκοβε «εντάλματα» και υπόγραφε τις «τιμωρίες», χρησιμοποιώντας για μελανοδοχείο τον πισινό του γαϊδάρου, ο νοικοκύρης κερνούσε τον Μπέη και έδινε «χαράτσι»: ένα μαντήλι ή μια πετσέτα που τα σκάλωνε στο καπίστρι, τρόφιμα (αλεύρι, κρασί, φασόλια, αυγά, ψωμί) που τα συγκέντρωναν οι Σουμήδες (φοροεισπράκτορες) σε κοφίνια και τσουβάλια.

Στη διαδρομή, από τα παλικάρια του χωριού γινόταν μεγάλος αγώνας για να αφαιρέσουν από τους ώμους του Μπέη το σύμβολο της εξουσίας του, την υφαντή πετσέτα. Όταν το κατόρθωναν ο Μπέης «κοκάλωνε», έχανε την εξουσία του, μέχρι να του τη ξαναφέρουν πίσω οι αραπάδες. Στον κλέφτη επιβάλλονταν τιμωρία έξι άλτι (χτυπήματα) στα τακούνια (εξού και αλτόκα), τρία στο ένα πόδι και τρία στο άλλο. Η ίδια τιμωρία επιβάλλονταν και στους αραπάδες αν δεν κατόρθωναν να συλλάβουν τον άρπαγα.

Έτσι ο Μπέης γινόταν φιγούρα αντίστασης των ραγιάδων (παλικαριών), που έφταναν μέχρι και την αρπαγή της αλτόκας, των παπουτσιών του, ακόμη και του ίδιου του Μπέη και τότε τη θέση του έπαιρνε ένα παλικάρι του χωριού που ζητωκραυγάζονταν από το πλήθος, ένδειξη λυτρωτισμού. Οι δυσκολίες του Μπέη συνεχίζονταν, βρίσκοντας και τις πόρτες των αυλών κλειστές. Τότε οι αραπάδες –αυγατζήδες αναλάμβαναν να δώσουν μάχη με τους νοικοκυραίους, για να ακολουθήσει η τιμωρία τους με την αλτόκα.

“Θίασος”

Τον Μπέη συνόδευε ολόκληρος θίασος (διονυσιακός;) μαιμούδες, αρκούδες, μαμές, μάγισσες και χαρτορίχτρες, που σκοπός τους ήταν να διασκεδάζουν τον κόσμο που ακολουθούσε την πορεία του Μπέη στις γειτονιές. Όλοι τους ήταν «κασμέρηδες», «χωρατατζήδες» και έλεγαν πολλά «ξυκά» (χοντρά αστεία).

Τον πιο σημαντικό ρόλο, από όλο το θίασο, είχε το ζευγάρι του Χατζή και της Καντίνας που προπορεύονταν για να αναγγείλουν τον ερχομό του και βέβαια ήταν πολλά τα ευτράπελα που συνέβαιναν και στο ζευγάρι αυτό.

Και οι δυο τους είχαν δικούς τους παρατρεχάμενους για να μαζεύουν «χαράτσια». Ο Χατζής κρατούσε ένα βοδινό κέρατο και απευθύνονταν στους άνδρες και τους ζητούσε «τον παρά για τον Μπέη». Όποιος αποτολμούσε να του αρνηθεί του «τζιτζίκωναν» τον πισινό. Η Καντίνα πάλι με μια πατσαβούρα μαύριζε το πρόσωπο όποιας γυναίκας δεν της έδινε το χαράτσι. Το δρώμενο κορυφωνόταν το απόγευμα. Με επισημότητα οι αραπάδες κατέβαζαν τον Μπέη από το ζώο ή το αμάξι και ο υπασπιστής τον οδηγούσε στο αλέτρι για την άροση, δίνοντάς του την «ξιάλη», με την οποία κεντούσε τους ζεμένους σαν υποζύγια αραπάδες. Κι εκείνοι κλωτσούσαν, μούγκριζαν, έπεφταν καταγής, ενώ συχνά τη θέση τους έπαιρνε ο Χατζής. Πίσω έσπερνε η Καντίνα.

Συνώνυμο της ευγονίας της Γης το «αγκάστρωμα» της Καντίνας από τον Χατζή. «Δουλειά» ζόρικη κι επίπονη για τον Χατζή. Όταν στο τέλος τα …κατέφερνε, ακολουθούσε το κωμικό δρώμενο της γέννας της Καντίνας, βοηθούμενη από όλο το «ιατρικό επιτελείο» του θιάσου.

Ο επίλογος γραφόταν με το μεγάλο γλέντι, όπου ο Μπέης έπρεπε να παραδώσει το «μπεαλίκι του» στο μελλοντικό του διάδοχο, δωρίζοντας την πετσέτα του στην ακολουθία του και προσφέροντας μια μπουγάτσα κεντημένη και πασπαλισμένη με σάμι (σουσάμι) στον μελλοντικό Μπέη, ο οποίος τα αποδεχόταν, κερνούσε τους προξένους και ένα δεύτερο γλέντι ακολουθούσε.

«Η Αποκριά είναι γνωστό ότι δεν ξεκίνησε από την πόλη» σημειώνει ο κ. Βραχιόλογλου . Δεν είναι καν αστική εκδήλωση.

Το Καρναβάλι έχει άμεση σχέση με τη φύση, το γεωργό, το χωριό και όχι με τον πολύβουο «καρναβαλισμό» της πόλης. Οι ζωόμορφες μεταμφιέσεις, τα μεγάλα κουδούνια ζώων που κρέμονται στη μέση των μεταμφιεσμένων, οι ονομασίες, τουλάχιστον για τη Θράκη του πλέον διαδεδομένου εθίμου του «Μπέη», οι μιμητικές αροτριάσεις και σπορές, μόνο στοιχεία της υπαίθρου μπορούν να χαρακτηριστούν.

Το παραδοσιακό καρναβάλι εξακολουθεί να ζει και σήμερα παρά τα εμπόδια, τις διώξεις, απαγορεύσεις ακόμη και αφορισμούς που συνάντησε.

Με το πέρασμα του χρόνου όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά διανθίστηκε με νέα στοιχεία προκειμένου να διατηρηθεί και να μην εξαφανιστεί όπως τόσα άλλα έθιμα».

Έφη Μωραΐτου

Σ.Σ. Η αναφορά στο έθιμο του “Μπέη” προέρχεται από τη λαογραφική μελέτη του κ. Δημήτρη Βραχιόλογλου «ο Μπέης στα Βρυσικά Διδυμοτείχου», τον οποίο ευχαριστούμε για την πολύτιμη βοήθειά του. Οι φωτογραφίες είναι από παλαιότερη εκδήλωση του «Κέντρου Λαογραφικών Δρωμένων Δήμου Κομοτηνής» και το φυλλάδιο του Λαογραφικού Συλλόγου «Μπέης Διδυμοτείχου».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.