Η Αλεξανδρουπολη στη λογοτεχνια

Γράφουν οι: Ελένη Σκάβδη, Χρήστος Βασματζίδης, Κωνσταντίνος Παπαγιάννης

Ολοκληρώνουμε σήμερα την αναφορά μας στην εκδήλωση με τίτλο  «Εκείνη η Πόλη» που διοργανώθηκε  λίγο καιρό πριν στην Αλεξανδρούπολη από το βιβλιοπωλείο ΚΑΦΚΑ της Κούλας και του Ανδρέα Καφετζή, κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάστηκαν θεωρητικά κείμενα για τη λογοτεχνία των πόλεων, από την Ελένη Σκάβδη, και τον Χρήστο Βασματζίδη που επέλεξε επίσης αντιπροσωπευτικά ποιήματα από την παγκόσμια λογοτεχνία για τις πόλεις, αλλά  διαβάστηκαν και σελίδες λογοτεχνίας της Ελένης Σκάβδη, του Φοίβου Μάλαμα, του Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, του Θανάση Τζούλη, του Γιώργου Σταυρίδη και  της  Ιωάννας Φιλιππίδου, με πρωταγωνίστρια την Αλεξανδρούπολη.
 
Στην ίδια εκδήλωση, όπως ανέφερε και το προηγηθέν  ρεπορτάζ, έγινε σύντομη παρουσίαση της νουβέλας της Ελένης Σκάβδη «Εκείνη η Πόλη» που επενεκδόθηκε.
 
Σήμερα  φιλοξενούμε τις δυο θεωρητικές εισηγήσεις για την πόλη στη λογοτεχνία, δυο από τα τέσσερα κείμενα της Ελένης Σκάβδη που διαβάστηκαν κατά τη διάρκειά της, και το ποίημα  «Τρία πεζά για τη σύνδεση της Πρέβεζας με την Αλεξανδρούπολη υπογείως και δια νυκτός» του Θ. Τζούλη, που διάβασε μαζί με το δικό του « Ο Τάλως του πάρκου Εγνατία»,  ο φιλόλογος και ποιητής   Κωνσταντίνος Παπαγιάννης.    

Ελένη Σκάβδη
 
Η Πόλη στη Λογοτεχνία… 

Ας πούμε ότι αναζητούμε αυτή τη σχέση σήμερα εδώ, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση…
 
Η Αλεξανδρούπολη είναι μια ορατή, μια υπαρκτή πόλη… Με διαδρομή στον ιστορικό χρόνο, με παρελθόν, και παρόν… Ζούμε σ’ αυτήν, ή ζήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν. Υπάρχουν βέβαια και πόλεις, «αόρατες», πόλεις που δεν εντοπίζονται στο χάρτη— υπάρχουν σε κάποιο χάρτη της φαντασίας και της μνήμης.  Υπάρχουν και πόλεις ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό… Πόλεις μια μέσα στην άλλη, μια γύρω απ’ την άλλη, μια παράλληλη στην άλλη…
 
Η δική μου πόλη είναι κάτι απ’ όλα αυτά… Όχι μόνο η πολεοδομία της, η γεωγραφία της, το στίγμα της στο χάρτη. Είναι και μια… στοίβα ανθρώπων που ξεχώρισαν στις ζωές μας, οι δρόμοι που περπατήσαμε τα σπίτια, οι φανοστάτες,, οι γραμμές του τρένου, σχολεία, ναοί, κοιμητήρια, υδραγωγεία, κήποι, οικόσιτα… Είναι οι δομές, οι αναπαραστάσεις, οι θεσμοί, οι ληξίαρχοι και οι μητροπολίτες, τα λιμάνια, νοσοκομεία, αστυνομία, αγορά, παγωτά, αλογάκια, αγόρια, κορίτσια, δάσκαλοι, στρατηγοί και στρατιώτες… Μια θητεία είναι η πόλη… Είναι μια κατάσταση του μυαλού, είναι εκεί που κατοικήσαμε, μισήσαμε, αγαπήσαμε, δεν είναι τεχνοκρατική κατασκευή, πόλη είναι οι άνθρωποι… Είναι η εμπειρία της κατοίκησης … Γέλια και κλάματα, οδύνη και ηδονή,
 
Η οικογένειά μου ήρθε στην Αλεξανδρούπολη από την Ικαρία. Το 1948 ο πατέρας μου που χειροτονήθηκε ιερέας, και το 1951 η μητέρα και οι αδερφές μου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Εγώ μονάχα γεννήθηκα εδώ. Ήμουν στην Αλεξανδρούπολη «αρχηγός», και όταν πηγαίναμε στην Ικαρία « υπαρχηγός»…
 
Πόλη και «πόλεις» ήταν εκείνα τα χρόνια η νοσταλγική επωδός των γονιών μου για τη δική τους πατρίδα, « το νησί» τους, που όπως μου έδειχνε η μητέρα μου κάθε φορά που βρισκόμαστε στην παραλία; ήταν «Εκεί, πίσω απ΄ τη Σαμοθράκη, αλλά δε φαινόταν…» Πόλη ήταν και η Αίνος, που τα φωτάκια της αχνόφεγγαν τη νύχτα πάλι από την παραλία, «αδερφή» της Αλεξανδρούπολης… Αργότερα πόλη έγινε και μέρος της πρωτευούσης, η Κομοτηνή, η Αμαλιάδα. Μια σύνθεση εικόνων και μνήμης που μετέφερα πάντα στο στίγμα της Αλεξανδρούπολης. Aπό εδώ ξεκινούσε ο μίτος των αφηγήσεών μου, εδώ βρισκόμουν κάθε φορά που αναφερόμουν στις διαδρομές μου. Εδώ με την ποικιλία των φορτίων της διαδρομής. Αισθανόμουν τον πλούτο αυτής της κληρονομιάς… μιλούσα την μελωδική ικαριακή, τα μουσικά θρακιώτικα, τη σκληρή γλώσσα των Ηλείων της ορεινής ενδοχώρας, έμαθα λέξεις  από το πατρινό ιδίωμα… Η γλώσσα αυτή, γραπτή έγινε «πατρίδα…».
 
Στα κείμενα που αποπειρώμαι η γλώσσα δεν καταργεί ούτε αφομοιώνει τις ταυτότητες των πόλεων… Αυτονομεί τη φυσιογνωμία, οι άνθρωποι είναι αλλιώτικοι κατά τόπους, αιτία οι διαδρομές και η κατηγοριοποίησή τους. Στον βορρά έχουμε προσφυγιά, αφηγούμαστε πάντα από το 1920 και μετά. Στο Μοριά από την Επανάσταση του 1821. Μικρή διαφορά, διακριτές συνέπειες…
 
Γι’ αυτή την πόλη- « πόλεις», εμπειρία, μ’ αρέσει να γράφω…
 
Υ.Γ.: Ακολουθούν δυο από τα κείμενα της Ελένης Σκάβδη που διαβάστηκαν στην εκδήλωση. Το πρώτο –«Τα σπίτια» – από την ίδια, και είναι αδημοσίευτο, και το δεύτερο – «Τα θλιβερά αντιστύλια» –  από την Νατάσα Χριστοπούλου. 
 

Ι. Τα σπίτια

 
Σκέπτομαι να γράψω την ιστορία των σπιτιών που κατοίκησα. Αυτών που αγάπησα κι ας μη τα έζησα πολύ. Εκείνων που ήταν γεμάτα σκιές και φαντάσματα, των κρύων σπιτιών, που με ανατρίχιαζαν ακόμα με ανατριχιάζουν όταν τα θυμάμαι ζεστών σπιτιών από γέλια ή μασίνες, υγρών σπιτιών που έμπαζαν βροχούλα από τρύπια κεραμίδια, σούρωσαν οι τοίχοι δάκρυα του φθινόπωρου και τα τζαμικλίκια, πρόχειρα φτιαγμένα, με θρυμματισμένο στόκο στα πλαϊνά και κάτι ψιλά καρφάκια να τα στελιώνουν μη σπάσουν… Σπίτια με μυρωδιές, γεύση, σπίτια απαλά, σπίτια σκληρά, σπίτια αλλονών που τα έχασαν και τα πήραμε εμείς… Σπίτια που μιλούσαν τρυφερούς ψιθύρους τα καλοκαίρια, σπίτια με φωνές από μεσοτοιχίες, σπίτια που κόμπιαζαν τα πατερά τους, σπίτια που ηχούσαν κουρασμένα τις νύχτες του Αυγούστου, σπίτια που χάιδευαν φυλλωσιές δένδρων κι εγώ νόμιζα πως κάποιος τ’ αγκαλιάζει τα βράδια να κοιμηθούν… Σπίτια που πάνω στη στέγη τους σέρνονταν ερπετά, χοροπηδούσαν τρωκτικά, φτεράκαγαν νυχτοπούλια, τσιμπολογούσαν αρπακτικά. Σπίτια που τ’ αγαπούσαν οι άλλοι κι έτσι τα λάτρεψα κι εγώ. Σπίτια της πρώτης φοράς, της πρώτης σαγήνης, της πρώτης …ελευθερίας. Σπίτια που ποτέ δεν ήταν δικά ούτε αλλότρια. Σπίτια κληρονομιές που άντεξαν στο χρόνο κι ούτε την κλειδωνιά γύρισα ποτέ. Σπίτια που μ’ άρεσαν, σπίτια που άλλοι διάλεξαν, σπίτια που άνοιξαν το πορτόνι τους για μένα. Σπίτια επιδέξιων μαστόρων κτητόρων. Σπίτια που δεν υπάρχουν πια, που γέρασαν και κουτσαίνουν, σπίτια γιαπιά που δεν πρόλαβαν να τελειώσουν σπίτια αποθηκάκια γεμάτα σκόνη και σκορπιούς, σπίτια που πέρασαν…
 
Να γράψω μια ωδή βρ' αδερφέ στη στεγαστική πανωλεθρία, στην αφήγηση που τώρα ανακαλύπτουμε… Σπίτια προσφύγων χαμένα, σπίτια εποίκων παινεμένα, σπίτια δανείων αλλοτριωμένα… Σπίτια, σπήλαια, αντίσκηνα, παγκάκια, χαρτόκουτα, ουρανοξύστες, διαμερίσματα, μεζονέτες, καλύβες, τραγάτες… Των οικιών το κλέος…
 
Και να γράψω για ένα μικρό δωματιάκι στην άκρη της θάλασσα, καρσί στο πέλαγο, πάνω στο βράχο κτισμένο από το 1864, που μπροστά του έδεναν καΐκια με κοντραμπάντα από τα 12άνησα… Θα γράψω και για κείνη τη χαβλού, προίκα της μάνας μου, αγορασμένη το 30 από τα κοντραμπάντα. Αντέχει ακόμα η άθλια, ξεφτισμένη κι απαλή, στην ντουλάπα… Τελευταία φορά που με τύλιξε ήταν το 1982 στο σπίτι της Αγίας Παρασκευής. Πάει πουλήθηκε εκείνο, έμεινε η χαβλού που συνδέει τις χρονολογίες σπιτιών με την αφή… Παρατείνει τα χρόνια μου σεντόνια μου…
 
ΙΙ. Θλιβερά αντιστύλια…
 
Μια σταλιά τόπος η Ελλαδίτσα κι ας μεγαλώσαμε με το ιδεολόγημα του «μεγαλείου» της κι ας νομίζαμε μικροί ότι το χωριό μας ήταν η πλάση ολόκληρη. Εμπέδωσα γι’άλλη μια φορά το «μέγεθος» από ένα βιαστικό ταξίδι, αller retour, από το Μοριά στη Θράκη. Ένα τσιγάρο δρόμος μου φάνηκε, που το μοίρασα σε λεωφορείο και αεροπλάνο, «άκαπνη», τσακισμένη… Μαθημένη σε αποστάσεις και αναδρομές, γεωγραφικές και …ιδεοληπτικές, μαθημένη σε ταξίδια αποχαιρετισμών.
 
Τέσσερις ώρες από το χωριό στο άστυ με το λεωφορείο κι άλλη μια από τον Κηφισό στο Ελευθέριος Βενιζέλος. 45 λεπτά μέχρι την Αλεξανδρούπολη, πετώντας. Ανάμεσα οι εναλλασσόμενες παραστάσεις που υπαινίσσονται μιαν ανύπαρκτη πια οικειότητα με τα τοπία… Έτσι όπως διασχίζαμε τα χωριά του ηλειακού κάμπου, «φόρτω-ξεφόρτω», που λέμε ’δώ χάμ’ αισθανόμουν σαν να πήγαινα μια ωραία εκδρομή που κανείς δεν βιαζόταν… ούτε καθυστερούσε. Όλα τα έχει αυτό το κομμάτι της διαδρομής μπόγους, μετανάστες, χωράφια, θερμοκήπια, καφενέδες. Όσο τραβούσαμε βορειανατολικά τόσο βολευόμουν στο κάθισμα αποστρέφοντας το βλέμμα από το τοπίο για να αφοσιωθώ στο βιβλιαράκι που κουβαλούσα παρέα. Στο ΚΤΕΛ μια μικρή Ελλάδα που τρέχει να προλάβει, σουβλάκι και νες καφέ. Στο αστικό κάθισα δίπλα σε ξένους που ταξίδευαν κι αυτοί προς αεροδρόμιο. Ήταν ωραίο το ταξίδι με το αεροπλάνο. Με βολ πλανέ πάνω από το Δέλτα, πετώντας αγκαλιά με την ακτή, αναγνώρισα το νέο λιμάνι, που σκεπάζει τη θάλασσα που κολυμπήσαμε… Ο τρούλος του Αη Νικόλα και το «πολεοδομικό συγκρότημα» φωτισμένο από τον ήλιο του Μάη, πίσω μου.
 
Το ξέρω αυτό το τοπίο, το απαγγέλω σαν τραγωδός με άρπες και αυλούς, κάθε φορά πετάω πάνω του… Και ξέρω τι να λέω πια στις σκιές που κατοικούν τριγύρω απ’ τις επιστροφές μου. Σε όλους εκείνους που μου έμαθαν να βλέπω την πόλη οριζοντίως, καθέτως, πλαγίως, διαγωνίως και μαζί να τέμνω εγκαρσίως τη γεωγραφία, τον καιρό, το Σχέδιον Πόλεως και τις Επεκτάσεις του, τους εποίκους και τους επήλιδες, να βγάζω φωτογραφία το «όλον», να ζουμάρω στο «μέρος» να καλλιεργώ τον παρόν, χωρίς υποκατάστατα, να διαβάζω τις απουσίες, να κλαίω να πλαντάζω γι’ αυτούς που έφυγαν και φεύγουν. Αυτό είναι η Πόλη άλλωστε, που «ενθάδε» ή «εκείθε» κείται, ζωντανή ή κοιμώμενη, χωρίς καντήλι, σμύρνα ή λιβάνι, ποτισμένη με τη χολή της λήθης…
 
Από τον Αη Στράτη και βόρεια με πιάνει πάντα χτυποκάρδι, αδημονώ να φτάσω, να τρέξω στο κλειστό σπίτι, να βουτήξω στα στρωσίδια και στις μυρωδιές, ν’ ανοίξω ντουλαπάκια όπου όλο και κάτι δικό μου θα βρω, να μπλέξω με κουζινικά, μαστραπάδες, πετσετάκια. Ένα άλλοθι αυτή η λαχτάρα που τρέφει την αυταπάτη… Αν τάχα μου βρεθώ εκεί ως δια μαγείας όλα θα γίνουν όπως όταν τ’ άφησα, θα παραστούν και οι απόντες να μ’ αγκαλιάσουν, να με φιλήσουν, να μου πουν «Λενάκι…». (Πες πώς έγιναν όλα με σειρά, πείθω τον εαυτό μου καθώς ντύνομαι με τα μαύρα…)
«Πρώτα οι νιοι σαν κληματαριές, σκαρφαλώνουν στα θλιβερά αντιστύλια των μεγαλύτερών τους που νοιώθουν τα δάκτυλά τους επάνω τους να γαντζώνουν μαλακά και τρυφερά. Ύστερα οι γέροι στηριγμένοι στα ωραία κορμιά των νέων κατεβαίνουν στους τάφους τους…» διάβαζα στη διαδρομή, στον Βαλτάσαρ, από το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», του Λ. Ντάρρελ.
 
Κι εκεί επάνω σκεπτόμουν πως παρά τα δάκρυα είναι όμορφο να βρίσκεις καταφυγές σε αγκαλιές που στερήθηκες όλα τα χρόνια της εξέγερσης! Να ψηλαφείς οικεία σχήματα, να ακούς τεριρέμ που έθρεψαν σε εποχές ανυποψίαστες το «εγώ». Είναι όμορφο, ακόμα κι όταν κλείνουν μια-μια οι πόρτες που σε όρισαν, αβάσταχτα όμορφο να «προσκυνάς» αργά και που τα… πάθη των… γονιδίων σου! Μεγαλείο να μετατρέπεις τις εξεγέρσεις και το πένθος σε «αλήθεια», παραδοχή, υποταγή…
 
« …Η πόλη μισοφανταστική (κι ωστόσο απόλυτα πραγματική), αρχίζει και τελειώνει μαζί μας, οι ρίζες της είναι χωμένες στη μνήμη μας…» γράφει ο Ντάρρελ.
Και οι απουσίες οι απόλυτα πραγματικές, που σωρεύονται τα τελευταία χρόνια, είναι η πόλη που με καλεί κάθε φορά, να τρέξω να συντρέξω…  

Χρήστος Βασματζίδης*
 
Περιπλάνηση στην πόλη** 

Ο όρος flâneur/πλάνης χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Μπωντλαίρ, για να περιγράψει τον περιπατητή της πόλης,  αυτόν  που περιπλανάται χωρίς σκοπό, παρατηρώντας ανθρώπους και καταστάσεις, ανακαλύπτοντας στην πόλη τις πολυδιάστατες πτυχές της.
 
Η φιγούρα αυτή παρουσιάζεται σε έργα προγενέστερα του Μπωντλαίρ, όπως «Ο άνθρωπος του πλήθους» του Έντκαρ Άλλαν Πόε. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, όμως, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν που έκανε μία ιδιαίτερη ανάλυση του φαινομένου του πλάνητα.  Από εκεί και πέρα η εξέλιξη της ταυτότητας του πλάνη συνδέεται με το πρωτοποριακό κίνημα των Καταστασιακών του Γκυ Ντεμπόρ και την ψυχογεωγραφία, την μελέτη, δηλαδή, των εξειδικευμένων επιπτώσεων του γεωγραφικού περιβάλλοντος (είτε είναι συνειδητά οργανωμένο είτε όχι) επί των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς των ατόμων.
 
Αρχικά, αντικείμενο της περιπλάνησης ήταν το  Παρίσι του 19ου αιώνα, που παρουσίαζε την εικόνα μιας σύγχρονης για την εποχή μοντέρνας πόλης. Ο χώρος του πλάνητα ήταν οι παρισινές στοές, μία εφεύρεση δηλαδή της βιομηχανικής εποχής.
 
Ποιος όμως είναι ο flâneur ή ο πλάνητας. Σύμφωνα με λεξικά της εποχής, ο flâneur ερμηνεύεται μεν ως ο περιπλανώμενος, αλλά και ως ο άεργος, ο τεμπέλης, ο ματαιόσχολος.  Για τον Μπωντλαίρ όμως, ο πλάνης είναι ο «ήρωας της μοντέρνας ζωής» είναι ο δανδής, ή όπως τον αποκαλεί «ο πρίγκιπας, ο εραστής της ζωής».  O δανδής/πλάνης είναι το τελευταίο «ψήγμα ηρωισμού σε μία εποχή παρακμής». Είναι ακριβώς αυτός που επιβιώνει της αφομοίωσης που συνεπάγεται η μοντέρνα ζωή, αυτός που μέσα στο πλήθος ξεχωρίζει.
 
Με την μέθοδο της περιπλάνησης και της παρατήρησης, ο πλάνης όχι μόνο ανιχνεύει τα αστικά κείμενα και περικείμενα και τα σχολιάζει, αλλά συμμετέχει και ο ίδιος στο αστικό γίγνεσθαι.
 
Στο δοκίμιο «Αλλόκοτος Ελληνισμός» (Περιπλάνηση Κυριάκος Αγκωνίτης), (Εκδόσεις Κίχλη), ο συγγραφέας Νικήτας Σινιόσογλου γράφει ότι,  ο Μπένγιαμιν θεωρεί ότι η άσκοπη περιπλάνηση προκαλεί μία ψυχική μεταβολή που την ονομάζει «μνημονική μέθη». Η πόλη ποτίζει τον πλάνητα με κάθε της σκαλοπάτι, πινακίδα ή μνημείο. Αποκαλύπτεται ολόγυμνη και ζώσα ενώπιόν του, όπως οφείλει να είναι κάθε πόλη ελεύθερη από τις «νεκρές χρονολογίες» της ιστορίας της ή το φορτίο σωρευμένων εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών και δεδομένων.
 
Και παρακάτω συνεχίζει ο συγγραφέας στην ωραία του ανάλυση, «το βλέμμα του πλάνητα δεν συναντά τα πράγματα· μάλλον συναντά το βλέμμα των πραγμάτων τη δεδομένη στιγμή. Αυτή είναι η βασική αρχή της φιλοσοφίας της περιπλάνησης  «Βλέπει κανείς μόνον ό,τι τον κοιτάζει ήδη».
 
Ο σύγχρονος πλάνης, που‒ κουβαλά όλες τις προηγούμενες εκδοχές, παρατηρεί τον κόσμο, τις οδούς, τα μνημεία, αλλά παρατηρεί και πράγματα εντελώς ασήμαντα άνευ χρηστικής αξίας. Κυρίως όμως παρατηρεί τις αλλαγές, τις ραγδαίες μετατοπίσεις του αστικού περιβάλλοντος, που τον κάνουν  να αισθάνεται εξόριστος ή ξένος στο αστικό τοπίο στο οποίο μεγαλώνει, καθώς η εξέλιξη της πόλης είναι τεχνολογικά ακαριαία και αναφομοίωτη·  αναζητά τα νήματα εκείνα που θα κάνουν το κάθε τόσο καινούριο παρελθόν της πόλης οικείο και κατοικήσιμο.
 
Τις πόλεις ‒όπως και τα βιβλία‒ μπορεί κάποιος να τις διαβάσει όπως λέει ο αρχιτέκτονας  Jan Gehl που φαίνεται να κατανοεί πλήρως τη γλώσσα τους. Ο δρόμος, το πεζοδρόμιο, η πλατεία και το πάρκο αποτελούν τη γραμματική τους. Η συνάντηση,  με το βλέμμα των πραγμάτων, σημαίνει για τον flâneur την αισθηματοποίηση των ψυχικών φορτίων που μεταφέρουν οι συσσωρευμένες πλέον παλιές εμπειρίες. Είναι η ξανα/γνωριμία με την πόλη και τον χρόνο που αυτή περικλείει.
 
Ο  Καβάφης το έλεγε πολύ όμορφα  στο ολιγόστιχο ποίημα «Στον ίδιο χώρο»
 
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
 
Ν. Καρούζος,  «Στους δρόμους»
 
Γυρίζει ο έφηβος με τα σφουγγάρια
της ψυχής πραμάτεια. Είναι μονάχα ένας γέρος τ’ ουρανού μας
και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα.
Όλοι πηγαίνουν έχοντας τη φτώχεια ή τον πλούτο
αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους
με στεφάνια κηδείας φορτωμένα
όμως
ο γέρος που τον περονιάζει σαν κρύο η νεότητα
με απούλητα σφουγγάρια ψάχνει το κακό
να τ’ αφανίσει θα ’λεγες
απ’ τα σφουγγάρια τραβηγμένο σαν υγρό.
 
(Από τον τόμο «ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’ (1961-1978)» 
 
Μιχάλης Πιερής, Γράμμα από το Ρέθυμνο σε φίλη
κατοικούσα εις Αλεξανδρούπολη
(ή αλλιώς: μονόλογος  Κ. Γ. Καρυωτάκη)
 
Τι να σου γράψω από το Ρέθυμνο
κακό που δεν παλεύεται η επαρχία
συγγράφω έργο θεατρικό
απ’ τη ζωή μου να εξορκίσω
το θέατρο του ασήμαντου
σ’ αυτή τη σκονισμένη πόλη
το παίζω περιηγητής
τάχα δεν είμαι εδώ δε ζω κανονικά
είμαι στο Ρέθυμνο περαστικός
κυκλοφορώ περιεργάζομαι βαριέμαι
δεν μ’ εμπνέει αυτή η θέα
και την αλλάζω
ορίστε: τα έχω όλα ετοιμάσει
ρούχα χαρτιά αισθήματα και ιδέες
όνειρα της ψυχής και του κορμιού
σ’ αυτό το σάκκο
και τώρα συσπειρούμαι
για το γενναίο σάλτο μου προς την ωραία Θράκη.
 
(Είτε εκεί που βρίσκεσαι είτε εδώ που είμαι
σ’ όλες τις cartes-postales η ίδια θέα).
 
(«Μεταμορφώσεις Πόλεων. Εκλογή ποιημάτων (1978–2008)»
 
 
Τίτος Πατρίκιος,  «Η πόλη που γεννήθηκα»
 
Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών
δεν αποκρίνεται κανείς.
Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Ψάχνω τον ουρανό να βρω το στίγμα της
και με τυφλώνουν ρεκλάμες.
Η πόλη που γεννήθηκα είχε δυο απλές συντεταγμένες.
Βόρειο πλάτος, αίμα.
Βόρειο μήκος, θάνατο.
 
(«Μαθητεία» 1952-1962)
 
Ρομπέρ Ντεσνός, «Μια πόλη»
 
“Μες στην πόλη που κρεμούν τον διάβολο από τα κέρατα
Μέσα στην πόλη την κλειστή και ανοιχτή
Μέσα στην πόλη που με μολύβι και χαρτί μετρούν όλους τους πόθους
Στην πόλη δίχως τόπο και φωτιά
Στην πόλη δίχως πίστη και νόμο
Στην πόλη που δεν έχει παλικάρια
Στην πόλη που ο καθένας διασκεδάζει
Στην πόλη που με παγωμένα δάκρυα κλαιν
Στην πόλη των έντεκα ωρών
Μη νομίσετε ότι ξέρω και πολύ καλά τι τρέχει-
Ακόμη δεν την έχω επισκεφτεί.”
 
(Μετ. Βερονίκη Δαλακούρα)
 
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Για τις πόλεις»
 
Από κάτω τους οχετοί.
Μέσα τους τίποτα, κι από πάνω καπνός.
Ζήσαμε εκεί μέσα. Τίποτα δε χαρήκαμε.
Φύγαμε κείθε γρήγορα. ΚΙ αργά φεύγουν κι αυτές.
 
(Μπ. Μπρεχτ, «Ποιήματα», μτφ. Μ. Πλωρίτης, Θεμέλιο)
 
*Ο Χρήστος Βασματζίδης είναι νομικός και κριτικός λογοτεχνίας.
 
**Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα artpress.sundaybloody.com, στη στήλη «Τα ποιήματα της Κυριακής». 
 

Κωνσταντίνος Παπαγιάννης*
 
Θανάσης Τζούλης, «ΤΡΙΑ ΠΕΖΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΥΠΟΓΕΙΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΝΥΚΤΟΣ»
Της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ 

α'
Εξηκονταρχία Πρεβέζης
 
Τo τελευταίο χειρόγραφο που βρέθηκε στα κατάλοιπα του Καρυωτάκη ήταν μια αίτηση σύνδεσης της Πρέβεζας με την Αλεξανδρούπολη και με τον μέσα Έβρο διά θαλάσσης ξηράς και αέρος και ιδίως υπογείως σε ορισμένη ώρα της νύχτας που περνάς εύκολα από τη μια πόλη στην άλλη- έκτοτε οι ταξιδιώτες του  Έβρου αποδημούν κατά εποχές και έχουν κατά νουν και ένα τρισάγιο που δεν το επέτρεψαν ακόμη οι περιστάσεις γιατί χάνονται όλοι στο δρόμο χωρίς να ανατρέπεται η εποχή της νέας αποδημίας επειδή δε γύρισε κανείς να μάθουμε τα νέα και να γίνουν τα δέοντα για την εξαφάνιση που δυσφημεί τις δυο αδελφές πόλεις και άρχισαν μάλιστα οι μεταξύ τους υποψίες με κίνδυνο να τιναχτεί στο αέρα ή βέβαιη ένωσή τους υπογείως και διά νυκτός
 
β'
Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη
Στην Πρέβεζα πουλούν ακόμη κολόνες πάγου που τις τυλίγουν με πανιά όπως τους λαβωμένους έτσι ο καθένας έχει το δικό του παγόσπιτο αλλά ο πρώτος χιονάνθρωπος μέσα από την πόλη δεν ήξερε να μου δείξει πού είναι το σπίτι του Καρυωτάκη κάτω από μια μετέωρη κίνηση που έπιανε όλο τον ορίζοντα της πόλης και έγνεψε μιλημένος ίσως από τον Οκτάβιο το γείτονα που αρνήθηκε να το γκρεμίσει εξαιτίας της θαυματουργής κάρας με το αίμα που δεν τελείωνε
συνηθίζεται άλλωστε να πληρώνει ένας
στα καφενεία τα εστιατόρια και σε άλλες χρείες
αλλά δέχτηκε εντέλει ο χιονάνθρωπος να γνέψει κατά τη Νικόπολη  −μια ήπειρο έξω από την Πρέβεζα−  που έριχναν τα νόθα ιδίως αυτά που φώναζαν και άλλα λύματα∙ καλύτερα έξω μου είπε∙  παίρνει ευκολότερα άδεια παραμονής κάτω από τα πλιθάρια της και δίνει το παρόν ενδιάμεσα ανάλογα με τον καιρό που του παίρνουν τα αποτυπώματα κι άλλα επικίνδυνα μελλοντικής αυτοχειρίας
άλλωστε συνηθίζουν να τούς αφήνουν απέξω
μόνο με το λάδι τους
Δεν ήξερε που άλλαξαν οι καιροί και δεν αφήνουν άλλο τα σκυλιά απέξω· κοπρίζουν από μέσα και λιπαίνουν το μουνί της κυρίας να γεννάει γερά παιδιά ΠΑΙΔΟΣΚΥΛΑ όχι όπως αυτός ό κακορίζικος ό ξένος και να χωρούν ίσα ίσα στο αίμα τους όπως ό καθένας χωράει στο βήχα του
που άκουα όλο τον καιρό μέσα από την Πρέβεζα
 
γ'
Όταν γυρίζω το κεφάλι μου ξέρω πώς θ'
 αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου
Παραμεθόριος της γλώσσας μια ζωή Κακαβιά Cargese της Κορσικής και Έβρος ως το 2500 μ.Χ. που πιστεύω θα ζω στην ίδια διεύθυνση απέναντι από το νεκροταφείο των ξένων ∙ τα πάω καλά με το μεγαλύτερο ποταμό των Βαλκανίων που με έτρωγε από παιδί μοιρασμένος στα δυο και μου λέει θα με αφήσει τελευταίο μετά από όλους τούς στρατιώτες που τους μαζεύει από μέσα του κι ας λένε παίρνουν απολυτήριο και φύλλο πορείας
τρώει και το φύλο τους
και σήμερα που με αφήνει και γράφω βλέπω τη βάρκα που βγαίνει από μέσα του ο ΠΙΤΥΟΚΑΜΠΤΗΣ και μαζεύει τα παιδιά από Αλεξανδρούπολη Διδυμότειχο και Πρέβεζα
και σκίζει στα δύο τη γλώσσα τους κάτω από τα νερά·
είναι ό παλιός Πιτυοκάμπτης που μου έπαιρνε γράμματα στο Cargese
και τη Μασσαλία κι εγώ έπρεπε να γράφω για νά 'χω κάτι να του δίνω από μέσα μου και το πρωί βρίσκουν τη ΣΚΙΣΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ Έλληνες και Τούρκοι και πέφτουν στο λάκκο μέσα τους που είναι τα απαγορευμένα να γλιτώσουν και τα παιδιά κοροϊδεύουν ναρκωμένα·
εδώ λένε σας έχουμε στη γυάλα που μας έχει
από μέσα της
κι έρχονται Έλληνες και Τούρκοι να τα ξεχωρίσουν από τη μεριά τους που βραδιάζει και μπερδεύονται οι ώρες τους κάτω από τα νερά αλλά σήμερα ο Πιτυοκάμπτης ο ίδιος με τα παραπάνω κεφαλαία ψάρεψε με μια σφαίρα στη γλώσσα τον κακορίζικο ποιητή που εξεμέτρησε το ζην στο γνωστό επίνειο της Ηπείρου∙ ώστε λοιπόν ήταν ψέματα για την τρύπα κάτω από τη φτελιά και δεν βγήκε σώος από τη θάλασσα όπως τώρα διά νυκτός στον Έβρο;
(Και γάμον Έβρου του ποταμού)
 
*Ο Κωνσταντίνος Παπαγιάννης είναι ποιητής και φιλόλογος της αγγλικής γλώσσας. 
 
Υ.Γ.: Για το καταληκτικό κείμενο της Ελένης Σκάβδη στην εκδήλωση

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.