Γιωργος Σ. Γκοζης, «Μητερικο της Θρακης – Βιοι και Μαρτυρια Αγιων και Οσιων Γυναικων της Θρακης», Παρατηρητης της Θρακης, Κομοτηνη 2020

«Το βιβλίο αυτό δεν απευθύνεται μόνον σε όσους επιζητούν τη δρόσο του πνεύματος σε αγιολογικά βιβλία, αλλά και σ’ αυτούς που έλκονται από τη χάρη των διηγήσεων»*

Στο βιβλίο αυτό, τα κείμενα μάς φωταγωγούν, οδηγώντας μας στο φως της αλήθειας πραγμάτων που υπερβαίνουν την πεπερασμένη μας αντίληψη. «Πίστη», μας λέει ο Απόστολος Παύλος, «είναι η βεβαιότητα πως υπάρχουν όλα όσα φανερώνει η ελπίδα — ελπιζομένων υπόστασις» και είναι «πιο σίγουρα από αυτά που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις — πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Αυτό ισχύει και για αυτούς που θέλουν να εμβαθύνουν στις πολλαπλές όψεις αυτού του εγχειρήματος, που δεν απευθύνεται μόνον σε όσους επιζητούν τη δρόσο του πνεύματος σε αγιολογικά βιβλία, αλλά και σ’ αυτούς που έλκονται από τη χάρη των διηγήσεων –«εν ταύτα του λόγου το χαριέστατον», όπως αναγράφεται (σ. 216).
Η συλλογή αυτή συνιστά συγγραφικό άθλο, παραδίδοντάς μας κείμενα από τα χρόνια των διωγμών έως την Άλωση, μαζί με την εξαίρετη μετάφρασή τους, που ρέει αβίαστα, αποδίδοντας το βαθύτερο νόημα, με τη σύμμειξη στην καθομιλουμένη αμετάφραστων λέξεων, που αποδεικνύουν συνάμα και τη συνέχεια της ζώσης γλώσσας μας. Και αυτό ενισχύει τη μέθεξη του αναγνώστη με το πρωτότυπο.

«Ο τίτλος “Μητερικόν” φέρνει στον νου μας το “Γεροντικόν” με τα αποφθέγματα και τα ρητά ασκητών της ερήμου»

Η ύλη του βιβλίου διαχωρίζεται σε δύο ενότητες: στους Βίους και στα Μαρτύρια των Αγίων γυναικών της Θράκης. Ο τίτλος «Μητερικόν» φέρνει στον νου μας το «Γεροντικόν» με τα αποφθέγματα και τα ρητά ασκητών της ερήμου —όσα βεβαίως διεσώθησαν από την παλίρροια του χρόνου. Εξάλλου, και οι αβάδες εκείνοι, εραστές της αφάνειας και της ξενητείας, έκρυβαν τα ασκητικά τους παλαίσματα δια «της υψοποιού ταπεινώσεως», αποσιωπούσαν —για να μην πέσουν σε κενοδοξία— τις θεοδίδακτες εμπειρίες τους, τις πληροφορίες που ελάμβαναν κατά την αδιάλειπτη προσευχή.

Διαβάζοντας λοιπόν το «Μητερικόν της Θράκης» αισθανόμαστε πως θα υπάρχουν κι άλλες πτυχές που δεν καταγράφηκαν, κι άλλες πηγές που ανάβλυζαν το ζωντανό ύδωρ της Πίστης, της Ελπίδας, της Αγάπης, που απαρτίζουν τα «κρείττονα χαρίσματα» της εν Χριστώ ζωής, μα και πάλι νιώθουμε το λαμπύρισμα της αγίας μορφής των στο όρος των αρετών. Σε κάθε εποχή ο Θεός δεν αφήνει αμάρτυρη την παρουσία του και φανερώνει τους αγίους, που είναι το Ευαγγέλιό του στην πράξη.

Α. Μαρτύρια

Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε τα μαρτύρια της Σεβαστιανής, της Γλυκερίας και των σαράντα γυναικών μαζί με τον δάσκαλό τους Αμμών. Λέγοντας μαρτύρια δεν αναφερόμαστε μόνο στα βασανιστήρια που υπέστησαν, αλλά και στην ομολογία τους –μαρτυρία για τον Εσταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό. Αψηφούσαν τα φόβητρα και τα θέλγητρα του κόσμου, αφού πίστευαν πως «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» και πιστοποιούσαν με το γενναίο τους φρόνημα πως ο «Θεός δεν δίνει πνεύμα δειλίας αλλά δύναμης και αγάπης». Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε πως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε πως στις ψυχές των «πεπελεκισμένων» δόθηκε «εξουσία να κρίνουν και πως αυτοί είναι όσοι αποκεφαλίστηκαν για τη μαρτυρία που έδωσαν για τον Ιησού». Χρησιμοποιεί τη λέξη «πεπελεκισμένοι» δηλαδή όσοι πελεκίστηκαν με τσεκούρια —τόσο άγριο υπήρξε το μαρτύριό τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι σκοτώθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Όπως όταν λέμε «σφαγιάστηκαν» κάποιοι για την πατρίδα είναι για να δείξουμε τον βίαιο θάνατο που υπέστησαν. «Μπορεί να εξοντώθηκαν με άλλο τρόπο, που ασφαλώς δεν ήταν λιγότερο οδυνηρός», γράφει ο ο πατήρ Ευσέβιος Βίττης.

Ι. Αγία Σεβαστιανή

Η οσιομάρτυτας Σεβαστιανή με τους λέοντες του μαρτυρίου της (ταπισερί)

Με καταγωγή από πόλη της Προποντίδος, την Ηράκλεια, ηγουμένη μονής στην Μαρκιανούπολη, όταν ξέσπασε ο διωγμός του Δομιτιανού (81-96), μετά από φριχτά βασανιστήρια, φυλακίστηκε. Τότε της εμφανίστηκε ο Απόστολος Παύλος —ο οποίος την είχε βαπτίσει— ενθαρρύνοντάς την. Αργότερα την οδήγησαν στη γενέτειρά της, όπου την αποκεφάλισαν και αφού έβαλαν το σώμα της σε σακκί μαζί μέ βάρος 100 κιλών, την έριξαν στη θάλασσα. Το σκήνωμά της βρέθηκε στη Ραιδεστό, όπου ενταφιάστηκε. Η μνήμη της τιμάται στις 24 Οκτωβρίου.

ΙΙ. Αγία Γλυκερία

Αγιογραφία της Αγίας Γλυκερίας στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίων Θεοδώρων Ορεστιάδας

Επί βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίου (161-180), ζούσε στην Τραϊνούπολη και όταν ήρθε διαταγή να θυσιάσουν όλοι στον ναό του Δία, αυτή, σφραγίζοντας με το σημείο του Σταυρού το μέτωπό της, γκρέμισε προσευχόμενη το άγαλμά του. Τότε οι ειδωλολάτρες την έριξαν στη φυλακή, όμως Άγγελος Κυρίου την ελευθέρωσε. Ο δεσμοφύλακάς της Λαοδίκιος, βλέποντάς τη λυμένη, θέλησε να βάλει τέλος στη ζωή του. Παρόμοιο γεγονός περιγράφεται στις Πράξεις των  Αποστόλων, όταν μετά τη φυλάκιση του Παύλου και του Σίλα λύθηκαν θαυματουργικά οι αλυσίδες τους, και ο δεσμοφύλακας νόμιζε πως είχαν δραπετεύσει οπότε και η τιμωρία του θα ήταν θάνατος. Όμως ο Παύλος τον οδήγησε στην πίστη και «εβαπτίσθη αυτός και όλη η οικογένειά του παραχρήμα».

Με την ίδια δύναμη και η Γλυκερία προσκάλεσε στην πίστη τον δεσμοφύλακά της στην Ηράκλεια κι εκείνος —τι ωραία διατύπωση!— «περιθέμενος τα δεσμά αυτής ηκολούθει», «φορτώθηκε» δηλαδή τα δεσμά της προκειμένου να βρει την εν Χριστώ ελευθερία, διότι «όπου είναι το πνεύμα Κυρίου, εκεί και ελευθερία» (β’ Κορινθ. γ’ 17). Ο ηγεμόνας αυτόν τον αποκεφάλισε, τη δε Γλυκερία την έριξε στο στάδιο με τα θηρία, όπου παρέδωσε το πνεύμα της. Η μνήμη της τιμάται στις 13 Μαΐου.

ΙΙΙ. Σαράντα γυναίκες και διάκονος Αμμών

Εικόνα των Αγίων Σαράντα Παρθενομαρτύρων και του διδασκάλου τους Αμμών στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Διδυμοτείχου

Επί βασιλείας Λικινίου, το 313, οι γυναίκες αυτές, με καταγωγή την Αδριανούπολη, επειδή αρνήθηκαν να προσκυνήσουν τα είδωλα των εθνών που είναι «αργύριον και χρυσίον έργα χειρών ανθρώπων» υπέστησαν φοβερά μαρτύρια. Τις οδήγησαν στην Ηράκλεια, όπου άλλες αποκεφάλισαν μαζί με τον δάσκαλό τους διάκονο Αμμών, άλλες κατέκαυσαν, άλλες κατακρεούργησαν, κι έτσι έλαβαν με το μαρτύριό τους τον αμαράντινο στέφανο της αθανασίας. Η μνήμη των τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου (αρχή εκκλησιαστικού έτους, της Ινδίκτου).

Β. Βίοι

Σ’ αυτήν την ενότητα, διαζωγραφίζεται ο βίος και η πολιτεία δύο γυναικών που, αγωνιζόμενες στο στάδιο των αρετών, βρήκαν την πράξη «εις θεωρίας επίβασιν».

Ι. Η Μαρία η Νέα

Κοίμηση και ταφή της Αγίας Μαρίας της Νέας

Η Μαρία η Νέα, στερνοπαίδι αξιωματούχου στην Κωνσταντινούπολη, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο, δρουγγάριο (διοικητή επαρχιακού στρατού). Ήταν φιλακόλουθη, ελεήμων, εφαρμόζοντας τα λόγια του Χριστού: «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με» (Κατά Ματ. 25).

Μετά τον θάνατο των δυο παιδιών της, μετακόμισαν στη Βιζύη (Βίζα ή Βιζώ, η πατρίδα του  Γεωργίου Βιζυηνού), που είναι κοντά στον Εύξεινο Πόντο. Και στην πόλη αυτή, η Μαρία ήταν «το άλας της γης και το φως του κόσμου» και «λαμπάς της ελεημοσύνης», βοηθώντας τους αναγκεμένους και δίνοντας ακόμη και τα δικά της ιμάτια για να ντύνει ενδεείς. Εκεί, απέκτησε και δίδυμους γιους: ο ένας έγινε στρατιωτικός, ο άλλος μοναχός. Όμως, βλέποντας ο βύθιος δράκων την ένθεη πολιτεία της, με υποβολέα τον σατανά, άρχισε να βρυχάται «ως λέων ωρυομένος» εναντίον της σεμνής Μαρίας: Τα αδέλφια του άντρα της τη συκοφαντούσαν ότι σπαταλάει δήθεν την περιουσία τους και ακόμη —ω, της απονοίας!— ότι η αφοσιωμένη στην οικογένειά της Μαρία, έχει παράνομες σχέσεις μ’ έναν οικέτη, ονόματι Δημήτριο! Και ο Νικηφόρος παρασυρόμενος έτσι, κούφιος καθώς ήταν «καθάπερ τα κενά των αγγείων», κύλαγε δηλαδή σαν τα αδειανά δοχεία, τοποθέτησε και άλλο κατήγορο-φρουρό, για να ελέγχει την άμεμπτη σύζυγό του μαζί με μια θεραπαινίδα, στην οποία εμπιστεύτηκε το ταμείο, απαγορεύοντας οποιαδήποτε δραστηριότητα στη Μαρία, που βαθμιαία, μετά από οδυνηρή ασθένεια, βάδιζε προς το τέλος της επιγείου ζωής της. Πριν πεθάνει όμως, δείχνοντας το μεγαλείο τής ανεξικακίας της, είπε στον Νικηφόρο: «βγάλε από την καρδιά σου τη φαύλη υπόνοια και χαίρε και σώζου μετά των τέκνων».

Όταν ανοίχτηκε η λάρνακα, όπου είχε αποτεθεί το σώμα της, βρέθηκε σώο, ακέραιο και ανέδιδε οσμή ευωδίας, και πολλοί ασθενείς είδαν την ίασή τους. Δεν έλειψαν όμως κι αυτοί που, έχοντας «ζήλον Θεού, αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν», αμφισβητούσαν τη Μαρία, ισχυριζόμενοι πως ο γάμος και η κοσμική ζωή είναι κωλύματα του ύψους της αγιότητος. Όμως τους διέψευσαν τα θαύματα που γίνονταν σε όσους προσέτρεχαν με πίστη στο σεβάσμιο σκήνωμά της στον ναό της στην Βιζύη.
Έγγαμες αγίες της Εκκλησίας αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η Θεοφανώ, γυναίκα του Λέοντος Σοφού, η Θωμαΐς από τη Λέσβο, η Αθανασία, σύζυγος Ανδρονίκου, η Επιστήμη, σύζυγος Γαλακτίωνος, η μεγαλομάρτυς Μαύρα, Πολιούχος της Λευκάδος, σύζυγος του Τιμοθέου και άλλες πολλές στο βιβλίο του μοναχού Μωυσή Έγγαμοι Άγιοι της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος έγραφε πως είναι μεγάλο το μυστήριο του γάμου: «τίμιος ο γάμος εν πάσιν και η κοίτη αμίαντος», και ο Απόστολος Πέτρος πως οι έγγαμοι είναι «συγκληρονόμοι χάριτος ζωής».

ΙΙ. Αγία Παρασκευή η νέα η Επιβατηνή

Εικόνα από τον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Αβδήρων που ιδρύθηκε το 1845

Η Αγία Παρασκευή η νέα η Επιβατηνή γεννήθηκε στην κωμόπολη Επιβάτες, που βρίσκεται στη θάλασσα της Προποντίδος, μεταξύ Σηλυβρίας και Καλλικράτειας. Από τρυφερή ηλικία φαινόταν πως θα γίνει το σκεύος εκλογής της «ποικίλης χάριτος του πνεύματος». Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, ζούσε με «νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, ουράνια χαρίσματα λαμβάνουσα». Υπηρετούσε σε διάφορους ναούς, στην Κωνσταντινούπολη, στους Αγίους Tόπους, όπου έμεινε πάνω από τέσσερα χρόνια στην έρημο του Ιορδάνη. Σε ηλικία 25 ετών, στο ταξίδι της επιστροφής της από την Παλαιστίνη, ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία, και τότε, εμφανίστηκε ο αδελφός της, ο άγιος Ευθύμιος ο Μυροβλήτης, επίσκοπος Μαδύτου, και μετέτρεψε την «κυματόεσσαν» θάλασσα σε «λειοκύμονο», σε ακύμαντη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Ναό των Δώδεκα Αποστόλων στην Καλλικράτεια για δυο έτη, και βιώνοντας το «ζω δε ουκετι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», παρέδωσε το πνεύμα της. Το λείψανό της, που διατήρησε την αφθαρσία του, έγινε πηγή ιάσεων. Εδώ και 380 χρόνια, εναποτίθεται στον Ναό των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο της Ρουμανίας.

Το επίμετρο του βιβλίου αυτού κοσμούν:

  • Χάρτης της  Βυζαντινής Θράκης
  • Φωτογραφίες από Ναούς και Εικόνες αφιερωμένες στις αναφερόμενες Αγίες. Μεταξύ αυτών και η θαυματουργή εικόνα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα ή Ρευματοκράτειρα» που τη μετέφεραν από τη Ραιδεστό οι πρόσφυγες το 1922. Ονομάζεται έτσι, διότι όταν πλημμύρισε ένας χείμαρρος κοντά στον Ναό όπου φυλάσσονταν η εικόνα, το ρεύμα το άλλαξε πορεία. Το ίδιο συνέβη και όταν οι ξεριζωμένοι από τις εστίες τους Θρακιώτες περνούσαν τον Έβρο: το περιγράφει με συγκίνηση στο ομότιτλο κείμενό του από τη συλλογή «Η σαρκοφάγος» (1871)  o Γιώργος Ιωάννου:

«[…] κι όταν έφτασαν στον Έβρο, διάβηκαν σα λιτανεία το ρεύμα. Η ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε και πάλι το νερό. Είναι νέα και όμορφη και στο δέρμα κεραμιδιά, σα να βουτήχτηκε, πράγμα διόλου απίθανο, σε αιμάτινο ποτάμι».
Σήμερα η εικόνα αυτή βρίσκεται στον Ναό της Παναγίας της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη.

Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας ή Ρευματοκράτειρας ήταν το μεγαλύτερο προσκύνημα στην πόλη της Ραιδεστού και των περιχώρων

«Και να που ένα βιβλίο που απαριθμεί μαρτυρολόγια κοσμείται με μια εικόνα που έκαναν με πόσες δυσκολίες άραγε;»

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί γυναικεία μορφή που δέεται με χαμηλωμένα μάτια και χέρια σταυρωμένα: πρόκειται για μία από τις αγιογραφίες που ιστόρησαν εξόριστοι στη Λέρο κατά την εφτάχρονη τυραννική δικτατορία, στο εκκλησάκι της Αγίας Κιουράς (εκκλησιαστικώς Αγίας Ματρώνας), μιας αρχοντοπούλας Χιώτισσας, που έγινε μοναχή και αγίασε. Και να που ένα βιβλίο που απαριθμεί μαρτυρολόγια κοσμείται με μια εικόνα που έκαναν —με πόσες δυσκολίες άραγε;— κρατούμενοι σε τόπο βασανιστηρίων. Στο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα «Αναμνήσεις: 65 χρόνια Αριστερά» (εκδ. Νησίδες, 2019) του δικηγόρου Αλέκου Γρίμπα, διαβάζουμε, πως όταν εκείνος επισκέφθηκε το 2018 με μέλη της ΣΦΕΑ (Σύλλογος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών) τη Λέρο, όπου ήταν κι εκείνος κρατούμενος, προσκύνησε στο κάτασπρο εκείνο εκκλησάκι της Αγίας Κιουράς καρφωμένο στην άκρη του υψώματος του όρμου, πάνω από τον κόλπο Παρθενίου:

«μπαίνοντας στο εκκλησάκι μας, φορτωμένος με τη συγκίνηση της ιστορίας και του χώρου, νιώθεις εκείνη τη γαλήνη και τον σεβασμό. […] Ξεναγός ο παπάς δεν παραλείπει να αναφέρει και τα μοντέλα που χρησιμοποίησαν οι ζωγράφοι μας (Τσακίρης και Καραγιάννης), που ήταν συγκρατούμενοι. […] Εκείνο όμως που θα μου μείνει για πάντα είναι ο παπάς· χρωματίζοντας τη φωνή του με σοβαρότητα και δείχνοντας την εικόνα είπε: “Είναι ο Χριστός θυμωμένος!” Πώς να μην είναι, παππούλη μου; Το “Αγαπάτε αλλήλους” η δικτατορία το μετέτρεψε σε βασανιστήρια, φυλακές και εξορίες!».

Ο συγγραφέας της έκδοσης Γιώργος Γκόζης σπούδασε στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην ίδια σχολή, στον τομέα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Χριστιανικής Γραμματείας, Αρχαιολογίας και Τέχνης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου ειδίκευσης στην Αγιολογία. Η εργογραφία του στα ελληνικά Γράμματα, ως συγγραφέα έργων πεζού λόγου, περιλαμβάνει δημοσιεύσεις προσωπικών, αλλά και συλλογικών αφηγήσεων. 

*Η παρούσα βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα “diastixo.gr” την 1/11/2020.

**Ο Γιάννης Πατσώνης είναι ιατρός και συγγραφέας. Έχει εκδώσει τα εξής πεζά έργα: «Κυλιόμενες σκάλες» (Κάλβος, 1982), «Τα μάτια των περαστικών» (Κέδρος, 1999), «Σκεύος μετανοίας» (Εν πλω, 2017) και το πιο πρόσφατο «Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο» (Καστανιώτης, 2019), καθώς και ένα παραμύθι στον συλλογικό τόμο «17 ιστορίες που ξεχωρίζουν» (Γνώση, 1988).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.