Γιαννης Καλαβριανος «Θελω το θεατρο να ειναι μια εντεχνη αποπειρα, οσο το δυνατον υψηλοτερης αισθητικης μεσα στην οποια ο αλλος μπορει να βρει τον εαυτο του»

«Οι ακραίες περιπτώσεις είναι ελκυστικές μυθιστορηματικά»

Την Κομοτηνή επέλεξε ως πρώτο σταθμό της περιοδείας του εκτός Αθηνών, για τη νέα του παράσταση με τίτλο «Γρανάδα» ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός.
 
Επιλογή διόλου τυχαία μιας και διατηρεί άριστες σχέσεις με την πόλη μας, στην οποία «πρωτοσυστήθηκε» δια μέσου του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, Θοδωρή Γκόνη, με τη συμπαραγωγή του έργου «Γιοι και κόρες» και έκτοτε φιλοξενεί πάντα τις παραστάσεις που φέρνουν την υπογραφή του.
 
Η «Γρανάδα» ανέβηκε στη σκηνή του Πολιτιστικού Κυττάρου ΡΕΞ το διήμερο 14 και 15 Απριλίου, συγκεντρώνοντας το θερμότερο χειροκρότημα του πολυπληθούς κοινού, που γέμισε το θέατρο και στις δύο παραστάσεις.
 
Μία παράσταση, πέραν όλων των υπολοίπων, που στάθηκε αφορμή της νέας μας ραδιοφωνικής «συνάντησης» με τον Γιάννη Καλαβριανό, ο οποίος μίλησε στην εκπομπή «Με το Ν και με το Β» τόσο για το περιεχόμενο αυτής, όσο και για τη γενικότερη πορεία του στο θεατρικό γίγνεσθαι της Ελλάδας και όχι μόνο.
 
Ο λόγος στον ίδιο…  
 
ΠτΘ: Έχετε σκηνοθετήσει το «Γιοι και κόρες», που ήταν μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής με καλλιτεχνική διεύθυνση του κ. Γκόνη, σας έχουμε δει επίσης στο «Αβελάρδος και Ελοϊζα» και τώρα επιστρέφετε με την «Γρανάδα». Μία παράσταση που πραγματεύεται το ζήτημα της απώλειας, μεταξύ άλλων. Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση και από πού εμπνευστήκατε το περιεχόμενό της.
Γ.Κ.:
Η «Γρανάδα» είναι μια παράσταση από τη μία για την απώλεια, και από την άλλη για την προσπάθεια να προχωρήσουμε, γιατί η απώλεια δημιουργεί μια κατάσταση στασιμότητας, αν όχι πισωγυρίσματος, αλλά κάποια στιγμή δεν αντέχεται και οι άνθρωποι θέλουμε να κάνουμε κάτι. Είναι μια παράσταση με χαρακτήρες οι οποίοι θέλουν να προχωρήσουν τη ζωή τους, παρακολουθούμε την ιστορία μιας σύγχρονης οικογένειας και ταυτόχρονα την ιστορία μιας ισπανίδας βασίλισσας που έζησε γύρω στο 1500 και λεγόταν Ιωάννα της Καστίλλης, ή Ιωάννα η Τρελή. Η Ιωάννα έχασε τον σύζυγό της τον Φίλιππο τον Ωραίο, των Αψβούργων και πέρασε τα υπόλοιπα 46 χρόνια της ζωής της πενθώντας τον. Έχουμε μια αντιπαραβολή ενός ακραίου πένθους μιας γυναίκας που δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει, με μια σύγχρονη οικογένεια, η οποία έχει τα δικά της ζητήματα και βρίσκεται σε μια στιγμή που θέλει να κάνει κάτι στη ζωή της.
 
ΠτΘ: Γιατί «Γρανάδα» ο τίτλος της παράστασης;
Γ.Κ.:
Για πολλούς λόγους. Κατ' αρχάς είναι ένα μέρος το οποίο έχει παίξει ρόλο στη ζωή των χαρακτήρων. Είναι η πόλη που έχει πραγματοποιηθεί ένα ταξίδι στα φοιτητικά τους χρόνια. Επίσης είναι η τελευταία πόλη από την οποία διώχθηκαν οι Άραβες, έχει παίξει ρόλο και στην ιστορία της Ιωάννας, και επίσης η Γρανάδα είναι και ένα μικρό αστέρι το οποίο γυρίζει πολύ πολύ αργά γύρω από τον εαυτό του και έτσι ποιητικά, μεταφέροντάς το έγραψα ότι δεν του αρέσουν οι αλλαγές. Προσπαθεί να κρατηθεί ως έχει.

«Στόχος μου ως προς την επιλογή των ηθοποιών, να μιλούν την ίδια γλώσσα» 

ΠτΘ: Στην παράσταση αυτή επιστρατεύονται δυο πολύ σημαντικές ηθοποιοί της Θεσσαλονίκης, η Έφη Σταμούλη και η Φιλαρέτη Κομνηνού. Πώς είναι να συνεργάζεστε που έχουν διαγράψει την πορεία τους στο θέατρο; Ποια ήταν η εμπειρία της συνεργασίας μαζί σας;
Γ.Κ.:
Γνωριζόμασταν κοινωνικά εδώ και πολλά χρόνια και με τις δύο. Η κ. Σταμούλη ήταν και καθηγήτριά μου στο πανεπιστήμιο. Και οι δύο τυγχάνει να είναι και πολύ στενές φίλες. Μαζί με την τρίτη μεγαλύτερη σε ηλικία ηθοποιό, η οποία εμφανίζεται στην παράσταση σε βίντεο, την Λυδία Φωτοπούλου. Αυτές οι τρεις πολύ σημαντικές ηθοποιοί είναι κολλητές φίλες από το σχολείο και δεν είχε τύχει ποτέ να δουλέψουν μαζί, οπότε ήταν χαρά για μένα όταν είδα ότι ήταν κάποιοι ρόλοι που θα μπορούσαν να τους κάνουν. Μαζί και με τους νεότερους, τον Γιώργο Γλάστρα που ήρθαμε με τον «Αβελάρδο και την Λουίζα», μαζί με την Αλεξία Μπεζίκη, την Στέφη Πουλοπούλου που ήμασταν μαζί στο «Γιοι και κόρες», και με τον Διαμαντή Αδαμαντίδη, τον νεότερο ηθοποιό, φτιάξαμε έναν θίασο έξι ανθρώπων που ο στόχος μου, και ελπίζω να επετεύχθη, ήταν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα, δηλαδή να μην υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους μεγαλύτερους και τους νεότερους ηθοποιούς. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει και τα δύο μέρη να είναι συνεργάσιμα, ανοιχτά, δοτικά, και ευτυχώς έγινε. Είναι πολύ ωραίο όταν μεγαλύτεροι σε ηλικία ηθοποιοί και πολύ πιο έμπειροι δίνουν τον τόνο, δηλαδή βάζουν τον πήχη εκεί που πρέπει να είναι.  Μέσα από αυτό καταλαβαίνεις βέβαια ότι τίποτα σε αυτή τη δουλειά δεν είναι τυχαίο και γιατί κάποιοι άνθρωποι παρέμειναν και συνέχισαν να δουλεύουν μέσα στα χρόνια.
 

ΠτΘ: Πώς μπήκατε στη διαδικασία από την ιατρική να ασχοληθείτε με το θέατρο;
Γ.Κ.:
Όλα τα πράγματα ενέχουν ρίσκο. Η αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού, θεωρητικά μιλώντας και κοιτώντας το απ' έξω, είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα.  Στη δική μου περίπτωση έγινε σχεδόν φυσιολογικά, πολύ ομαλά. Δεν αισθάνθηκα δηλαδή ότι κάνω κάποιο τεράστιο άλμα, δεν αισθάνθηκα ότι στρίβω, ούτε ασφυκτιούσα στην ιατρική. Τα πράγματα έγιναν λίγο πολύ όπως γίνονται και στην ζωή, δηλαδή καταπιάνεσαι με κάτι, μετά σου τραβάει το ενδιαφέρον κάτι άλλο, και σιγά σιγά, χωρίς να το έχεις καταλάβει έχεις μεταφερθεί στο καινούργιο. Δούλευα για δυο χρόνια ως γιατρός, ταυτόχρονα είχα ξεκινήσει να παρακολουθώ ένα εργαστήρι υποκριτικής για να εκτονώνω την πίεση της κλινικής και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως περνούσα περισσότερες ώρες στη σκηνή, απ' ό,τι στην κλινική. Τα πράγματα ήρθαν πολύ απλά. Αποφάσισα να ξαναδώσω εξετάσεις και μπήκα στο τμήμα Θεάτρου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά τα πράγματα πήραν την πορεία τους, αλλά με πολλή δουλειά. Κάθε καινούργια κίνηση προϋποθέτει κάποιες βάσεις, προϋποθέτει μια επένδυση, με όποιο τρόπο, οικονομική, εργατοώρες, επένδυση ανθρώπου, και οι συγκυρίες να κουμπώσουν και να προχωρήσει σωστά. 

«Στο “Γιοί και κόρες” συντονιστήκαμε με το κοινό σε έναν πόνο λόγω συνθήκης» 

ΠτΘ: Από την πρώτη σας παρουσία, το «Γιοι και Κόρες», εισαγάγατε νεωτερικά πράγματα. Η Θεσσαλονίκη είχε μια παράδοση στο θέατρο, είχε πολύ καλές σκηνές. Ξαφνιάζεστε που το κείμενό σας βρήκε διεθνή ανταπόκριση; Το περιμένατε ή όχι;
Γ.Κ.:
Ποτέ δεν ξέρεις τι ανταπόκριση θα βρει οποιαδήποτε δουλειά και ειδικά δουλειές όπως η συγγραφή που είναι πολύ μοναχικές. Έχεις μια ιδέα, προσπαθείς να την αναπτύξεις, κάθεσαι μόνος σου και δημιουργείται κάτι που εσένα μπορεί να σε ικανοποιεί, αλλά δεν ξέρεις αν τελικά θα βρει συνοδοιπόρους, αν θα βρει ανθρώπους να συντονιστούν. Αυτή ήταν μια παράσταση που λειτούργησε εξ αρχής. Από τις πρώτες παραστάσεις που κάναμε στην Κομοτηνή, καταλάβαμε ότι κάτι γίνεται με αυτό το έργο. Ίσως το ότι κάναμε focus στη «μικρή ιστορία», δηλαδή στους καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι παράλληλα με τη μεγάλη ιστορία, την επίσημη, φτιάχνουμε τη ζωή μας, προχωράμε, κάνουμε λάθη.  Αυτό μάλλον ήταν κάτι που συγκίνησε τον κόσμο, τον συνεπήρε, διότι ήταν  σαν να έβλεπαν ένα κομμάτι και της δικής τους οικογένειας και της δικής τους ζωής. Αυτός μάλλον ήταν και ο λόγος που πολύ συχνά μετά τις παραστάσεις έρχονταν θεατές και μας έλεγαν «αν το ήξερα πιο πριν θα έλεγα κι εγώ τη δική μου ιστορία». Γι' αυτό και το κείμενο συνέχισε να γράφεται. Είχαμε πέντε εκδοχές του κειμένου, ακριβώς γιατί μετά από διάφορες στάσεις βρίσκαμε καινούργιες ιστορίες κι αποφάσισε αυτές να ανανεώνονται. Αυτό έγινε και στην Κομοτηνή. Όταν τελείωσαν οι παραστάσεις ήρθαν άνθρωποι, στήσαμε ξανά τις κάμερές μας και τους βιντεοσκοπήσαμε να μας λένε τις δικές τους ιστορίες. Κάποια από αυτά τα πράγματα μπήκαν αργότερα και στο Φεστιβάλ Αθηνών, μπήκαν στις παραστάσεις που κάναμε στο εξωτερικό. Η ανταπόκριση στο εξωτερικό με ξάφνιασε περισσότερο, γιατί δεν πίστευα ποτέ ότι ενδιαφέρει κάποιον εκτός Ελλάδας, τα όσα γίνονται σε αυτή τη χώρα. Σιγά σιγά καταλάβαμε το γιατί. Δεν ήταν γεωγραφικό το ζήτημα. Ήταν ότι οι άνθρωποι βρίσκουμε αντιστοιχίες. Στην Ιταλία παίξαμε και είχαμε ιστορίες από την Κατοχή και από τον πόλεμο. Μας είπαν ότι από εκείνη την περιοχή ξεκίνησε η πρώτη μεραρχία η οποία επιτέθηκε κατά της Ελλάδας. Λέγαμε λοιπόν μια ιστορία. Εμείς ήμασταν από τη μια μεριά και οι θεατές ήταν από την άλλη. Και εκείνοι με θύματα και εκείνοι με διαλυμένες οικογένειες. Συντονιστήκαμε σε έναν πόνο, όχι λόγω περιοχής, αλλά λόγω συνθήκης. 

«Εικόνες που είναι πολύ ωραίες στην τέχνη, στη ζωή είναι δυσβάσταχτες» 

ΠτΘ: Στην Γρανάδα, εστιάζετε στην Ιωάννα την Τρελή, της Καστίλλης, η οποία είναι έγκλειστη 46 χρόνια.  Σας ελκύει για την απόλυτη αφοσίωσή της στον θάνατο, στο πένθος ή την αντιμετωπίζετε ως θετικό πρόσωπο, έναν μυθικό έρωτα, ολοκληρωτικό έρωτα;
Γ.Κ.:
Αυτές οι ακραίες περιπτώσεις, είναι ελκυστικές μυθιστορηματικά. Κατ' αρχάς τη γνώρισα μέσα από έναν πίνακα. Είδα ένα πίνακα σε ένα μουσείο στην Ισπανία και είδα ένα πρόσωπο πολύ ταραγμένο. Από την άλλη εικόνες που είναι πολύ ωραίες στην τέχνη, στη ζωή είναι δυσβάσταχτες. Δηλαδή δεν είναι εύκολο να κουβαλήσεις το βάρος ενός έρωτα για μια ζωή ή μιας απώλειας για τόσες πολλές δεκαετίες, ενός χωρισμού, μια αδικίας. Η ζωή είναι πιο πρακτική. Δεν παίρνουμε θέση αν έκανε καλά ή όχι. Ο καθένας λειτουργεί με τον ψυχισμό του και την ευαισθησία του εκείνη τη στιγμή. Εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα σε μια αντίστοιχη περίπτωση. Είναι ωραίο παράδειγμα για να παίξουμε με μια οικογένεια, η οποία περνάει κάτι αντίστοιχο, χωρίς να έχει αυτή τη δημοσιότητα της οικογένειας της Ιωάννας, και θέλει όμως να βγει από αυτό. Χρησιμοποιεί την Ιωάννα μάλλον ως ένα παράδειγμα που κάτι δεν πήγε καλά. 

«Επιθυμώ να δώσουμε θέατρο υψηλού επιπέδου κατανοητό σε όλους» 

ΠτΘ: Με ποιο στόχο μεταφέρετε αυτές τις ιστορίες στο θεατρικό σανίδι;
Γ.Κ.:
Αυτό που εγώ θέλω είναι να μπορούμε να δώσουμε θέατρο υψηλού επιπέδου, κατανοητό σε όλους. Να είναι μια έντεχνη απόπειρα, όσον το δυνατόν υψηλότερης αισθητικής, μέσα στην οποία όμως ταυτόχρονα μπορεί κι ο άλλος να βρει πράγματα από τον εαυτό του, να υπάρχει δηλαδή μια εγρήγορση, μια συμμετοχή του θεατή. Δεν είναι παραστάσεις που να έρθει ο άλλος να ξαπλώσει και να αποκοιμηθεί σε μια καρέκλα. Είναι παραστάσεις που πρέπει να λειτουργήσει το μυαλό σου, το συναίσθημά σου. Οι θεατές γελάνε, κλαίνε, είναι δηλαδή παραστάσεις μετά το τέλος των οποίων θέλω ο θεατής να βγαίνει γεμάτος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.