Για πρωτη φορα στα ελληνικα «Ο γερο-Συναγριδας» του κορυφαιου Τουρκου διηγηματογραφου Σαιτ Φαικ Αμπασιγιανικ

Σε μετάφραση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του ΔΠΘ κ. Γιώργου Σαλακίδη

Ι. Η Θράκη ως γέφυρα ανταλλαγής των καλλίστων του λόγου και των τεχνών

Τελικά είναι πολύ καλύτερο που δεν είμαστε μόνοι στη γη αλλά  δεν είμαστε και ο περιούσιος λαός του Κυρίου. Τον τίτλο του περιούσιου ας τον κρατήσουν εξάλλου όσοι τον διεκδίκησαν στην ιστορία.

Όλα αυτά για να δικαιολογήσουμε την επιλογή του σημερινού πρώτου θέματος, αφού είναι  μεγάλη η χαρά που αισθανόμαστε και μεγάλη η τιμή  για τον «Παρατηρητή της Θράκης», που κλείνει τον Σεπτέμβρη τα τριάντα του χρόνια, να φιλοξενεί για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα το διήγημα του κορυφαίου τούρκου διηγηματογράφου Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ, σε μετάφραση του αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων χωρών κ. Γιώργου Σαλακίδη. Μια μετάφραση για πρώτη φορά από την τουρκική που ακούγεται και ομιλείται στην περιοχή μας, στη Θράκη, χωρίς μέχρι τώρα να ανθίσει και να δέσει καρπούς στα μείζονα του ανθρώπινου πολιτισμού, στα έργα του νου και της καρδιάς των  ανθρώπων, λειτουργώντας ως γέφυρα ανταλλαγής των καλλίστων του λόγου και των τεχνών.

Για τα καλά, τα πολλά όμως περισσεύουν. Και τι άραγε έχουμε να πούμε εμείς, μαθημένοι στα δικά μας, τα γραμμένα στην ελληνική, κορυφαία διηγήματα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, που γράφει με τα καλύτερα για τους θαλασσοδαρμένους, τα καΐκια, τους καπετάνιους, τους μούτσους και τα σκαριά, και κάπου εκεί στην αντίπερα, ίδια τότε ακτή, για χριστιανούς και μουσουλμάνους, τον Χασάν ή τον Νικολή, έρχεται ο  Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ για να δώσει τον λόγο στον γερο-Συναγρίδα, που εξετάζει κατά τύπο ανθρώπου την πετονιά όπου θα ενδώσει για να πιαστεί και να τελειώσει τον ψαρίσιο βίο του, παραγγέλοντάς  μας  «ότι τίποτε δεν μπορεί να διευθετηθεί με τον νου ενός μόνο ατόμου, είτε στη θάλασσα, είτε στη στεριά, είτε στον αέρα, είτε στο κενό, στον κόσμο των ζώων ή των φυτών».

 

Τελικά, στις γέφυρες πάντοτε είναι ο πλούτος και στους ανθρώπους που ξέρουν να τις διαβαίνουν…

Παρατηρητής της Θράκης

 

Ο λόγος για τον μεταφραστή μας, κ. Γιώργο Σαλακίδη εν αρχή όμως…

 

ΙΙ. Ο μεταφραστής, αναπληρωτής καθηγητής του ΔΠΘ κ. Γιώργος Σαλακίδης

Ο Γιώργος Σαλακίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τουρκικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του ΔΠΘ, είναι χρόνιος μελετητής των οθωμανικών σπουδών. Είναι επίσης κάτοχος ΜΑ στις Οθωμανικές Σπουδές του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου και Διδάκτορας του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Το ερευνητικό του ενδιαφέρον εκτείνεται σε διάφορους τομείς, με σημαντικότερους την έρευνα οθωμανικών και σουλτανικών εγγράφων, αλλά και την ιστορική εξέταση περιοχών επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με βάση τις διασωζόμενες οθωμανικές πηγές. Ενδεικτικά, έπειτα από τη μελέτη των ιεροδικαστικών πρακτικών του οθωμανικού δικαστηρίου της Λάρισας των ετών 1650-1652, εξέδωσε το 2004 τη μελέτη του με τίτλο «Η Λάρισα (Yenişehir) στα μέσα του 17ου αιώνα» (εκδ. Σταμούλης Αντ.), ενώ το 2005 εξέδωσε τη μελέτη του «Τα σουλτανικά έγγραφα της βιβλιοθήκης 1721-1729» (εκδ. Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης). Επίσης, έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει σε διεθνή και εγχώρια συνέδρια, ενώ ένας ακόμη σημαντικός κλάδος ενασχόλησής του είναι οι μεταφράσεις.

Ο κ. Σαλακίδης, κατανοώντας τη σημασία του άυλου πολιτισμού και δη των λογοτεχνικών κειμένων  –που δεν αναγνωρίζουν σύνορα– βαίνει συνεχώς σε προσπάθειες επικοινωνίας πολιτισμών, και δη των δύο γειτονικών, δηλαδή του τουρκικού και του ελληνικού, προβαίνοντας έτσι σε έναν γόνιμο πολιτιστικό διάλογο που επιτρέπει τη διακίνηση μηνυμάτων, ανεξαρτήτως χρόνου και τόπου, και ανοίγει τον δρόμο για την εισδοχή της ετερότητας και της διαφορετικότητας. Ενδεικτικά, ως μεταφραστής, έχει μεταφράσει από τα τουρκικά «Το λευκό κάστρο» (εκδ. Ωκεανίδα, 2005) (“Beyaz kale”) του Τούρκου συγγραφέα Orhan Pamuk και από τα γερμανικά το «Ισλάμ, μια εισαγωγή στην ιστορία του» (εκδ. Μεσόγειος, 2004) (“Der Islam, eine einfeuhrung in seine Geschichte”) του Αραβολόγου Καθηγητή Gerhard Endress.

Σεβόμενος πάντοτε τα υπό μετάφραση κείμενα, τον συγγραφέα που τα δημιούργησε καθώς και τον πολιτισμό που τα «γέννησε», καθιστά προσιτά στον διαπολιτισμικό τόπο μας, κυρίως μέσω των μαθημάτων του, έργα «γειτόνων» λογοτεχνών που για ποικίλους λόγους παρέμεναν στην αφάνεια, προσπαθώντας ο ίδιος και οι φοιτητές του να εισέλθουν στις σκέψεις των «απέναντι».

Κόντρα σε ανθρώπους που εμποδίζουν τη λογοτεχνία να «περάσει» τους φράχτες και τα ανθρώπινα συρματοπλέγματα, θεωρήσαμε σημαντικό να εφαρμόσουμε στην πράξη το δικαίωμα της πολυφωνίας και του γόνιμου πολιτιστικού διαλόγου, καθιστώντας τέτοιου είδους κείμενα κτήματα όλων μας, χάρη στη σημαντική συμβολή του κ. Σαλακίδη, τα μεταφράσματα του οποίου θα ξεπεράσουν τα όρια της ακαδημαϊκής τάξης και θα δημοσιεύονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην εφημερίδα μας.

Η αρχή  γίνεται σήμερα  με το διήγημα του Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ με τίτλο «Ο γερο-Συναγρίδας», που προέρχεται από τη συλλογή “Mahalle Kahvesi”, 1950.

Γερο-Συναγρίδας λοιπόν…

 

 

ΙΙΙ. Sait Faik Abasıyanık

Ο γερο-Συναγρίδας *

 

Μετάφραση από τα τουρκικά: Γιώργος Σαλακίδης

Ήμασταν πέντε βάρκες στον ψαρότοπο «Σημάδι της Κόλασης». Ένα όμορφο βράδυ του Ιανουαρίου. Νοτιάς. Η θάλασσα είχε γεμίσει από διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου. Κοντόχοντρα, φαρδιά, ψόφια κύματα στο χρώμα του παραβρασμένου φλαμουριού. Οι βάρκες αργοσαλεύουν, οι πετονιές περιμένουν, οι άνθρωποι σιωπούν…

Να, το πιο σκούρο από τα εφτά χρώματα μπαίνει τώρα στη βαθιά σιωπή των τριάντα οκτώ οργιών κάτω από το νερό, ανάμεσα στα περίπλοκα βράχια του βυθού. Ιδού, ο γερο-Συναγρίδας επιστρέφει από το κυνήγι. Να, με τα λαμπερά λέπια του στο χρώμα του ουράνιου τόξου περιφέρεται αργά, με μεγαλοπρέπεια, με τον πλούσιο, ευγενή και τυραννικό χιτώνα ενός αρχαίου βασιλιά. Μοιάζει να πεθύμησε το θαλασσί παλάτι του πάνω στο οποίο αναβοσβήνουν τα χρυσάφια, τα σμαράγδια, τα μαργαριτάρια, τα κοράλλια και τα σεντέφια του.

Ο γερο-Συναγρίδας δεν μίλησε ποτέ στη ζωή του, δεν παντρεύτηκε ποτέ στη ζωή του, έζησε μόνος όλη τη ζωή του. Από το σμαραγδένιο παράθυρο της τρύπας του πόσες τραγωδίες δεν παρακολούθησε ο γερο-Συναγρίδας, πόσες πετονιές δεν έκοψε!

Απόψε ποιανού την πετονιά πρέπει να διαλέξει και να βάλει πια τέλος σε αυτή την κουραστική ζωή; Πρέπει να βάλει τέλος σ’ αυτή τη ζωή ενόσω ακόμη τα λέπια του λάμπουν, ενόσω φορά τον χιτώνα του, ενόσω το κρέας του ταιριάζει με τη μαγιονέζα. Έπειτα πρέπει να υπολογίζει κανείς ότι μια μέρα μπορεί να πέσει στα δόντια κανενός βρόμικου «βάτου», ενός γλοιώδους και παρασιτικού θεριού με άχρωμη πλάτη. Καλύτερα να πάρει τη θέση του σ’ ένα μεγαλοπρεπές τραπέζι, να παραδώσει το τέλος της γεμάτης θριάμβους ζωής του, να παραδοθεί σε ένα νοήμον πλάσμα που ζει σε άλλο κόσμο πάνω από τα νερά, συνοδεία λευκού κρασιού.

Ο γερο-Συναγρίδας μύρισε τη μια από τις πετονιές. Είναι ο ψαράς Χρήστος· άνθρωπος με κουσούρια. Είναι αχόρταγος. Είναι μουλωχτός. Ναι, είναι φτωχός, αλλά δεν έχει περηφάνια. Ο γερο-Συναγρίδας αγαπά την περήφανη φτώχια. Προχώρησε στην άλλη πετονιά. Τη μύρισε. Είναι ο ψαράς Χασάν. Προσπέρασέ την. Μην κοιτάς που λέει μεγάλα λόγια! Είναι φοβητσιάρης. Στον γερο-Συναγρίδα αρέσουν οι θαρραλέοι άνθρωποι. Δοκίμασε μιαν άλλη πετονιά. Ο ψαράς Γιακούπ είναι καλός, ευχάριστος, συμπαθητικός, αθυρόστομος, μάγκας. Είναι, όμως, ζηλιάρης. Ο γερο-Συναγρίδας δεν αγαπά τους ζηλιάρηδες. Προσπέρασέ τον.

 

Αυτή την πετονιά την κρατά ο σφιχτοχέρης. Στον γερο-Συναγρίδα αρέσουν οι ανοιχτοχέρηδες. Η πετονιά αυτή αξίζει ένα τσίμπημα. Τσίμπησε μια φορά. Τέζαρε την πετονιά του σφιχτοχέρη. Ο γερο-Συναγρίδας κατάπιε αμάσητο τον μισό κολιό που απέσπασε από το αγκίστρι. Ο σφιχτοχέρης μάζεψε γρήγορα την πετονιά του.

—Τη μάνα του, ρε Νικολή, είπε, έκανε ένα τεζάρισμα η πετονιά!

 Ο γερο-Συναγρίδας με την ουρά του κουνούσε το δόλωμα της πετονιάς του Νικολή και έψαχνε κανένα κουσούρι του. Είχε τα κουσούρια του ο Νικολής. Πρώτα πρώτα ήταν μπεκρής. Έπειτα ήταν ανήθικος, σκεφτόταν τον εαυτό του· αλλά, ήταν γενναίος, ανοιχτοχέρης και καθόλου ζηλιάρης. Ήταν φτωχός. Και πολύ περήφανος. Ο γερο-Συναγρίδας αγαπούσε τους περήφανους φτωχούς, αλλά η περηφάνια του Νικολή δεν του άρεσε. Έψαχνε κάτι άλλο στον άνθρωπο, κάτι που έμοιαζε πολύ στην περηφάνια, μια περηφάνια σωστή, στην ώρα της· ούτε κι αυτό· μια περηφάνια που φανερωνόταν από την ανθρωπιά του ανθρώπου, από τις ρίζες των μαλλιών του, από τον τρόπο που κρατούσε την πετονιά· μια περηφάνια ούτε σκόπιμη, αλλά ούτε και πολύ αυθόρμητη. Την πετονιά ενός τέτοιου χεριού δεν μπορούσε να την τεζάρει, δεν μπορούσε να την κόψει, δεν μπορούσε να πάρει το σώμα του από το στριφτάρι της και να φύγει.

 

Μύρισε και τις πέντε βάρκες· δεν του άρεσαν. Ο γερο-Συναγρίδας είχε σταθεί στην άκρη του βράχου του και παρατηρούσε το παλάτι του που μέσα στον θαλασσί κόσμο φωτιζόταν από τις ελαφρές μαρμαρυγές των πετονιών και τα γυαλισμένα με υδράργυρο αγκίστρια. Οι πετονιές συνεχώς αυξάνονταν. Μέσα στην αποικία των συναγρίδων και των λυθρινιών λικνίζονταν τώρα γλυκά δεκαπέντε φανάρια. Από τις άλλες τρύπες έβγαιναν τα λυθρίνια, ορμούσαν σε κάποιο φανάρι και πιάνονταν σαν μπουνταλάδες. Καθώς ανέβαιναν προς τα πάνω με γουρλωμένα τα μάτια, γυρνούσαν και κατέβαιναν πάλι προς τα κάτω, μη μπορώντας με τίποτε να το πάρουν απόφαση να δουν τον επάνω κόσμο. Με τα γουρλωμένα μάτια τους κοίταζαν τον γερο-Συναγρίδα σαν να του έλεγαν «Σώσε μας από αυτά τα καταραμένα». Ο γερο-Συναγρίδας σκεφτόταν. Αρκούσε να πάει και να δαγκώσει το νήμα που δημιουργούσε τη μαρμαρυγή. Δεν έσωζε όμως κανέναν, καθόταν ακίνητος.

Ο γερο-Συναγρίδας ήξερε ότι ήταν τόσο εύκολο να τους σώσει, ήξερε όμως και κάτι άλλο· κι αυτό ήταν ότι τίποτε δεν μπορούσε να διευθετηθεί με τον νου ενός μόνο ατόμου, είτε στη θάλασσα, είτε στη στεριά, είτε στον αέρα, είτε στο κενό, στον κόσμο των ζώων ή των φυτών. Μόνο όταν όλα τα ψάρια σκέφτονταν ότι ο μόνος τρόπος για να σώσουν τους ομοειδείς τους που είχαν πιαστεί στην πετονιά, ήταν να τρέξουν και να κόψουν εκείνο το νήμα που έκανε μαρμαρυγή, μόνο τότε μια τέτοια κίνηση θα είχε αποτέλεσμα και ωφέλεια. Διότι, αν πήγαινε ο γερο-Συναγρίδας κι έκοβε την πετονιά κι ύστερα από λίγο πιανόταν ο ίδιος, ποιος θα την έκοβε τότε; Ποιος θα σκεφτόταν να δαγκώσει τη μαρμαρυγή;

  

 

Την ώρα εκείνη κατέβηκε μια πετονιά σκορπώντας γύρω της πολύ φως. Ο γερο-Συναγρίδας έτρεξε γεμάτος ελπίδα. Μύρισε κι αυτή τη πετονιά. Δεν ήταν κάποιος γνωστός του. Όταν έβαλε το δόλωμα στο στόμα του, για μια στιγμή νόμισε ότι ο ιδιοκτήτης της πετονιάς ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που έψαχνε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πιάστηκε. Όταν από την απόχη έπεσε στη βάρκα, ο γερο-Συναγρίδας με τα μεγάλα μάτια του κοίταξε χαρούμενος αυτόν που τον έπιασε. Ο γερο-Συναγρίδας κοίταξε και ξανακοίταξε με τα μαύρα μάτια του που γύρω γύρω ήταν κόκκινα και στη μέση φωτεινά. Ξαφνικά αναρίγησε. Χτύπησε τον πάτο της βάρκας σαν τη νεαρή κοπέλα που από την οργή της χτυπά τα πόδια της καταγής. Στον κάτοχο της πετονιάς που τον έπιασε ίσως να είδε κάποιο σημάδι που ούτε εμείς γνωρίζουμε: Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ μέχρι τώρα. Σε όλη τη ζωή του είχε ζήσει θαρραλέα, ανοιχτόχερα, αγέρωχα, κατά πως το εννοούσε ο γερο-Συναγρίδας. Όμως ο γερο-Συναγρίδας, από κάποιο σημάδι που εμείς δεν μπορούμε να δούμε, αμέσως κατάλαβε τι διπρόσωπο σκυλί ήταν αυτός ο άνθρωπος. Ο κάτοχος της πετονιάς που τον έπιασε, ποτέ στα τόσα και τόσα χρόνια δεν είχε δοκιμαστεί στο θάρρος, την ανοιχτοχεριά, την περηφάνια του· πάντα είχε την τύχη με το μέρος του. Ποιος ήταν; Τι μέρος του λόγου ήταν; Ούτε ο γερο-Συναγρίδας δεν ήξερε. Είχε καταλάβει όμως ότι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος ίσως μέχρι να πεθάνει θα ζούσε θαρραλέα, ανοιχτόχερα και αγέρωχα, μέχρι τη στιγμή αυτή δεν είχε δοκιμαστεί ούτε μια φορά. Ίσως και να μην δοκιμαζόταν μέχρι τέλους. Ο γερο-Συναγρίδας δεν είχε συναντήσει άλλον τέτοιον. Πριν πεθάνει, κοίταξε τον άνθρωπο για μια ακόμη φορά. Στο μέτωπό του διάβαζε ότι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος θα πέθαινε έντιμος, θαρραλέος κι ανοιχτοχέρης, ήταν στην πραγματικότητα ο πιο δειλός από όλους τους δειλούς κι ο πιο άτιμος από όλους τους άτιμους. Είχε υπάρξει τόσο τυχερός, ώστε δεν του είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να νιώσει πόσο διπρόσωπος ήταν. Αλλιώς θα πιανόταν ο γερο-Συναγρίδας;

Ο γερο-Συναγρίδας σπαρτάρισε ξανά από τον θυμό του. Άνοιξε το στόμα του λες και ήθελε να φωνάξει. Το έκλεισε. Μετανοιωμένος και ηττημένος ο γερο-Συναγρίδας άφησε έτσι την τελευταία του πνοή στη βάρκα κάποιου που δεν πέρασε τη δοκιμασία της ανθρωπιάς.

 

 

ΙΙΙ.  Ο «θαλασσοπόρος» Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ, ο «Καρκαβίτσας» της ανατολής

Ο Σαΐτ Φαΐκ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Τούρκους συγγραφείς. Γεννήθηκε τον Νοέμβρη του 1906 και έχασε τη ζωή του από φυσικά αίτια τον Μάιο του 1954. Παρά τις αρχικές του σπουδές στα οικονομικά, την ενασχόλησή του με τη διδασκαλία τουρκικών και την αποτυχημένη καριέρα του ως επαγγελματίας, καλλιέργησε το φυσικό του τάλαντο και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή από το 1934. Έκτοτε, έδωσε μία νέα πνοή στην πεζογραφία και, συγκεκριμένα στη διηγηματογραφία, συμπεριλαμβάνοντας στις συγγραφικές του αποτυπώσεις σκληρές ανθρωπολογικές εικόνες, όπως τις τραχιές προσωπογραφίες εργατών, παιδιών, ανέργων, φτωχών κλπ. Επιπλέον, σημαντική θέση στα λογοτεχνικά του έργα κατέχει η θάλασσα και το θαλασσινό τοπίο, απότοκο ίσως της συχνής παραμονής του στο Μπουργάζ Αντά, ένα από τα Πριγκιπόνησα. Ο Σαΐτ Φαΐκ με τον θάνατό του, το 1954, κληροδότησε την περιουσία του στο Σχολείο Darüşşafaka, το οποίο διατηρεί το σπίτι του στο Μπουργάζ ως Μουσείο Σαΐτ Φαΐκ και από το 1954 απονέμει το ετήσιο Λογοτεχνικό Βραβείο Σαΐτ Φαΐκ για την καλύτερη συλλογή διηγημάτων.

Ορισμένα από τα λογοτεχνικά του έργα, ήταν τα διηγήματα: “Semaver” 1936, “Sarnıç” 1939, “Şahmerdan” 1940, “Alemdağ'da Var Bir Yılan” 1953, “Az Şekerli” 1954 κ.ά., καθώς και τα μυθιστορήματα “Bir Takım Insanlar” 1944, “Kayıp Aranıyor” 1953 κ.ά.

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.