Επιδομα παιδιου: Μια σοβαρη προσπαθεια ενισχυσης της οικογενειας, οχι ομως κινητρο για την δημιουργια της

Κων/νος Ζαφείρης, Επίκουρος Καθηγητής δημογραφίας ΔΠΘ «Για την επίλυση του δημογραφικού πρέπει να συμφωνήσουμε σε μία πολιτική και να την τηρήσουμε ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνάει» - «Υπάρχει έλλειψη δημογραφικής παιδείας»

Στον προϋπολογισμό του 2020 θα εγγραφεί η δαπάνη για την παροχή του εφάπαξ ποσού των 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται από την 1η Ιανουαρίου του ίδιου έτους στο πλαίσιο στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής που καταρτίζει η κυβέρνηση για το δημογραφικό πρόβλημα.
 
Την ανακοίνωση αυτή έκανε από το βήμα της Βουλής η υφυπουργός Εργασίας κ. Δόμνα Μιχαηλίδου , σε εφαρμογή της προ ολίγων μηνών εξαγγελίας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, διαβεβαιώνοντας επίσης πως κανένα επίδομα δεν θα κοπεί αλλά θα ενισχυθούν και θα επεκταθούν στο πλαίσιο της άσκησης «δίκαιης και αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής».
 
Ταυτόχρονα όμως, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, το ποσοστό γεννητικότητας στην Ελλάδα συγκαταλέγεται στα χαμηλότερα στην Ευρώπη, γεγονός που επιβεβαίωσε ο επίκουρος καθηγητής Δημογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Κωνσταντίνος Ζαφείρης μιλώντας στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm». Οκ. Ζαφείρης «τοποθέτησε» το ποσοστό γεννητικότητας στην Ελλάδα στις 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα, χαρακτηρίζοντάς το ως ένα πολύ χαμηλό σε σχέση με το 2,1 ποσοστό, που θεωρείται σήμερα απαραίτητο για τη σταθεροποίηση του πληθυσμού, χωρίς να υπολογίζεται η μετανάστευση.
 
Δεδομένων των κυβερνητικών ανακοινώσεων ως προς τα μέτρα ενίσχυσης της οικογένειας και κατ’ επέκταση καταπολέμησης της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα ο κ. Ζαφείρης απάντησε στο ερώτημα για το αν μία επιδοματική πολιτική μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τα νεαρά κυρίως ζευγάρια προς τη δημιουργία οικογένειας, ενώ πρότεινε και μία σειρά μέτρων τα οποία σύμφωνα με τον ίδιο θα πρέπει να αποτελέσουν μέρος ενός διακομματικού και συλλογικού σχεδίου καταπολέμησης της υπογεννητικότητας.
 
Ο λόγος στον ίδιο… 

«Η οικογένεια χρειάζεται πια στήριξη σε όλες τις μορφές της» 

ΠτΘ: Με το ποσοστό υπογεννητικότητας στην χωρά μας να παραμένει ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, όπως αποτιμάται από έρευνες που έγιναν τον περασμένο Ιούλιο, πιστεύετε ότι η επιδοματική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση θα λειτουργήσει ως κίνητρο για να αυξήσει τα μέλη της η Ελληνική οικογένεια;
Κ.Ζ.: 
Βρισκόμαστε σε ένα πολύ δύσκολο σημείο, το οποίο είναι ότι οι γυναίκες δεν γεννάνε. Αντιστοιχούν περίπου 1,4 παιδιά σε κάθε Ελληνίδα, ένα πολύ χαμηλό ποσοστό. Η οικονομική κρίση σαφώς είναι ένας σημαντικός παράγοντας, με την μεγάλη ανεργία στις ηλικιακές ομάδες 20-30 ετών και τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει ένα ζευγάρι για να ανοίξει σπίτι. Δεν είναι όμως το μοναδικό πρόβλημα. Σίγουρα η επιδοματική πολιτική βρίσκεται στην σωστή κατεύθυνση με την έννοια ότι η οικογένεια πρέπει να στηρίζεται από το πρώτο παιδί. Ωστόσο είναι δύσκολο να δω το επίδομα ως κίνητρο για να αποκτήσει κανείς παιδιά. Αντίθετα μπορώ να το δω ως μια σοβαρή προσπάθεια ενίσχυσης, γιατί έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που ενίσχυση δεν χρειάζονται πια μόνο οι πολύτεκνες οικογένειες.
 
Άλλωστε οι περισσότερες γεννήσεις στην Ελλάδα είναι πρώτες γεννήσεις. Οι δεύτερες γεννήσεις βρίσκονται περίπου στο 30-40%. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι θα κάνουν ένα μόνο παιδί και δεν είναι εγγυημένο ότι θα κάνουν και δεύτερο. Η οικογένεια χρειάζεται πια στήριξη σε όλες τις μορφές της. Αυτό μας κάνει να αναθεωρήσουμε την αποκλειστική ευεργεσία για την πολύτεκνη οικογένεια. 

«Δεν υπάρχει κοινωνικό πλέγμα στήριξης της μητρότητας» 

ΠτΘ: Μετά την λεγόμενη σταδιακή έξοδο από τα μνημόνια, εκτιμάται ότι έχει επανέλθει εν μέρει ένα κλίμα αισιοδοξίας μετά από μια δεκαετία. Αυτό τουλάχιστον καταγράφεται από τα ΜΜΕ. Μιας και η δημιουργία οικογένειας βασίζεται και σε ψυχολογικούς παράγοντες θεωρείτε ότι αυτή η αισιοδοξία έχει οδηγήσει και στην αντιστροφή του κλίματος ως προς τη δημιουργία οικογένειας και δη πολυμελούς;
Κ.Ζ.:
Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Η απόφαση ενός ζευγαριού να κάνει παιδιά είναι πολύπλοκη και οι παράγοντες που την επηρεάζουν είναι πάρα πολλοί. Υπάρχει μια σχετική αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά αυτή δεν μπορεί να μετατραπεί σε λύση για την υπογεννητικότητα. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους.
 
Πρώτον, στο γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινωνικό πλέγμα στήριξης της μητρότητας, όπως διαθέτουν χώρες σαν την Γαλλία ή την Σουηδία. Στις χώρες αυτές αν μια μητέρα γεννήσει γνωρίζει ότι θα έχει τους κατάλληλους υποστηρικτικούς μηχανισμούς στο πλευρό της που θα την βοηθήσουν να αναθρέψει το παιδί της σε όλες τις ηλικιακές φάσεις του. Ως βρέφος, ως νήπιο και ακόμα και το σχολείο θα λειτουργεί διαφορετικά, χωρίς για παράδειγμα να υπάρχουν τόσα έξοδα για την παραπαιδεία.
 
Όλα αυτά τα λογαριάζει ένα ζευγάρι πριν προχωρήσει στην απόφαση να αποκτήσει παιδί. 

«Έχει πλέον παγιωθεί ότι το να έχει κανείς πολλά παιδιά είναι μάλλον λάθος» 

Το δεύτερο ζητούμενο είναι ότι έχει πλέον παγιωθεί στην ελληνική κοινωνία ότι το να έχει κανείς πολλά παιδιά είναι μάλλον λάθος. Σύμφωνα με μελέτες όλες οι γυναίκες λένε ότι θέλουν το πολύ 2 παιδιά. Το θέμα είναι πόσες από αυτές τις γυναίκες όντως θα κάνουν το δεύτερο παιδί. Τα ποσοστά των γυναικών που θα μείνουν άγαμες σε όλη τους τη ζωή, πλέον αυξάνονται. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα κάνουν παιδιά σε όλη τους τη ζωή, για τον απλούστατο λόγο ότι η ελληνική κοινωνία έχει ακόμη συντηρητικά χαρακτηριστικά. Είναι πολύ δύσκολο να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί χωρίς γάμο, λόγω του κοινωνικού ελέγχου.

Επιπρόσθετα, πέρα από την χαμηλή γονιμότητα υπάρχει και το ζήτημα της τεκνογονίας που μετατίθεται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Οι γυναίκες αυτή τη στιγμή κάνουν παιδιά κατά μέσο όρο στα 31 τους έτη. Αυτό σημαίνει ότι έχουν πολύ μικρό περιθώριο χρόνου για να γεννήσουν. Όσο μετατίθενται οι γεννήσεις σε μεγαλύτερες ηλικίες, τόσο θα πέφτουν οι δείκτες. 

«Θα χρειαστούν τουλάχιστον 30 χρόνια για τον περιορισμό της υπογεννητικότητας» 

ΠτΘ: Εφόσον λοιπόν μια επιδοματική πολιτική δεν οδηγεί στην λύση του προβλήματος, ποια κρίνετε ότι θα έπρεπε να είναι τα βήματα για την καταπολέμηση της υπογεννητικότητας;
Κ.Ζ.:
Το ζήτημα είναι πολύπλοκο. Πρέπει να αναπτυχθεί μια εθνική στρατηγική, η οποία θα διαρκέσει 30-40 χρόνια, για να προχωρήσουμε στη λύση. Το ζήτημα είναι οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό και πρέπει να έρθουμε σε συμφωνία για να δούμε πώς θα βγούμε από την δύσκολη κατάσταση. Ακόμη και αν λειτουργήσει οποιοδήποτε σύστημα, θα χρειαστούν τουλάχιστον 30 χρόνια για να περιορίσουμε το πρόβλημα.
 
Για τον απλούστατο λόγο ότι οι γυναίκες είναι πλέον λίγες στην Ελλάδα, διότι οι παλιότερες γενιές μετά το 1985 είχαν κατά μέσο όρο 1.6-1.7 παιδιά. Είμαστε κάτω από το επιθυμητό 2.1 για να λέμε ότι είμαστε καλά. Πρέπει όμως να έχουμε την διάθεση να συζητήσουμε και να διαμορφώσουμε μια στρατηγική επιβίωσης. 

«Δεν αρκεί μόνο να υιοθετήσουμε ένα σύστημα από το εξωτερικό, γιατί δεν πρόκειται να δουλέψει στην Ελλάδα» 

ΠτΘ: Εφόσον το πρόβλημα συζητείται ανοιχτά εδώ και πολλά χρονιά, το βλέπουμε άλλωστε στην ατζέντα όλων των νεότερων κυβερνήσεων και από την άλλη και από την επιστημονική κοινότητα, γιατί δεν γίνονται βήματα προς την σωστή κατεύθυνση;
Κ.Ζ.:
Επειδή από την μια υπάρχει το πρόβλημα της επίμονης γραφειοκρατικής στρέβλωσης των εγχειρημάτων και από την άλλη έχουμε την τάση να μην βλέπουμε το ζήτημα στη σωστή του διάσταση. Συνηθίζουμε να το βλέπουμε μέσα από ένα πολιτικό, κομματικό πλαίσιο και προσπαθούμε να παρέμβουμε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Για μένα το δημογραφικό πρόβλημα είναι όπως το πρόβλημα της παιδείας. Πρέπει να συμφωνήσουμε σε μια πολιτική και να την τηρήσουμε ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνάει. Αυτό το πράγμα είναι πολύ δύσκολο να γίνει στην Ελλάδα. Πρέπει να γίνει διακομματική συζήτηση. Διαφορετικά εθνική στρατηγική χωρίς συναινέσεις και συντονισμούς δεν μπορεί να γίνει.
 
Επιπλέον ένα μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει στην χάραξη πολιτικής και στρατηγικής, είναι ότι δεν γίνονται επιστημονικές δουλειές πριν την χάραξή τους. Δεν αρκεί μόνο να υιοθετήσουμε ένα σύστημα από το εξωτερικό, γιατί δεν πρόκειται να δουλέψει στην Ελλάδα. Έχουμε διαφορετική οικονομία, διαφορετικούς δείκτες, διαφορετικά τα πάντα. Πρέπει να ψάξουμε βαθύτερα για να βρούμε λύση στο παραγωγικό πρόβλημα. Να δούμε τι θέλουν οι νέοι, να τους παρέχουμε εργασία με τις απαραίτητές υποδομές και ανέσεις και να εξασφαλίσουμε ένα κοινωνικό σύστημα που θα προστατεύει τη μητρότητα.

«Αν δεν υπάρχουν πολίτες που να συζητούν πραγματικά δεν μπορεί να λυθεί το δημογραφικό πρόβλημα» 

ΠτΘ: Από ό,τι καταλαβαίνουμε απαιτείται μια σοβαρή μελέτη και έρευνα πάνω στα αίτια και πάνω στις λύσεις που θα βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, στις απόψεις των πολιτών. Υπάρχουν αυτές οι μελέτες;
Κ.Ζ.:
Δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να εδραιώσουμε αυτό που λέμε δημογραφική παιδεία. Θεωρώ ότι ως ειδικοί έχουμε αποτύχει, όχι στην επιστημονική δουλειά, αλλά στο να την επικοινωνήσουμε και να την καταλάβει ο κόσμος. Υπάρχει έλλειψη δημογραφικής παιδείας. Μελέτες υπάρχουν δεκάδες, αλλά δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη μελέτη που να πιάνει όλες τις παραμέτρους. Αυτό απαιτεί φυσικά τεράστια δουλειά και χρηματοδότηση που δεν υπάρχει. Γίνονται κάποιες πρώτες απόπειρες για τέτοιες μελέτες αλλά ακόμη βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο και ακόμη δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητά πώς θα προχωρήσουν.
 
Αναγνωρίζω την ευθύνη που έχει ο επιστημονικός κόσμος, όμως το σημαντικότερο είναι να υπάρχει μια κοινωνία πολιτών που να επιτρέπει αυτόν τον διάλογο. Αν δεν υπάρχουν πολίτες που να συζητούν πραγματικά και να ενδιαφέρονται, δεν μπορεί να λυθεί το δημογραφικό πρόβλημα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.