Επανεκδοθηκε η νουβελα «Εκεινη η Πολη…» της Ελενης Σκαβδη

Η πρώτη εκδήλωση υποδοχής της το Σάββατο στο βιβλιοπωλείο ΚΑΦΚΑ της Αλεξανδρούπολης

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια επανεκδόθηκε τον Ιούνιο που μας πέρασε η έξοχη νουβέλα της Ελένης Σκάβδη «Εκείνη η Πόλη…» σε νέα εντελώς μορφή. Γιατί είναι πολλά τα χρόνια που πέρασαν από το 1996, την χρονιά της πρώτης έκδοσής της από τις πρωτοεμφανιζόμενες τότε εκδόσεις «Πρόκνη» —της χελιδόνας και της αηδόνας μαζί, με τους τσαλαπετεινούς πάντοτε παρόντες— ηλεκτρονικά αρχεία και φιλμς είχαν καταστραφεί, κι όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή.
 
Και έγιναν παρά τις αιτιάσεις της συγγραφέως, που όπως κάθε συγγραφέας θεωρεί ότι η δική της σχέση με τη συγκεκριμένη νουβέλα έχει από πολλού χρόνου τελειώσει, από τη στιγμή της γέννησής της, με την παρότρυνση των φίλων κυρίως της γραφής της, αν και πρόκειται για μια επανέκδοση που έπρεπε  να είχε γίνει χρόνια πριν.
 
Για πολλούς λόγους, ο πρώτος εκ των οποίων είναι ότι πρόκειται για μια νουβέλα πλέον κλασική. Για την πόλη της Ελπίδας, τις πόλεις όλων των γυναικών που έζησαν και ανέστησαν τις οικογένειές τους και τις ζωές τους, στο όριο του 1922, αλλά και μετά, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.  Και μετά για όλα τα όρια που η μεθόριος γραφή της Ελένης γεφυρώνει: τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, ορατών και αοράτων, ανθρώπων και σκιών, ανθρώπων και φύσης…
Για όλα τα όρια που μόνον η λογοτεχνία γεφυρώνει, και  η τέχνη του λόγου μιας γυναίκας που ακόνισε τη γραφίδα της στην υπέρβασή τους…
 
Η νουβέλα της Ελένης Σκάβδη «Εκείνη η Πόλη…» ευτύχησε παρών στη γέννησή της να είναι ο ες αεί μεντοράς μας ποιητής Θανάσης Τζούλης, που την πήρε από το χέρι και παρουσίασε την Ελπίδα στις εκδηλώσεις του ΕΚΕΒΙ, το 1997, για τη λογοτεχνία της Θράκης. Τον ίδιο καιρό την Ελπίδα αγκάλιασε με σπάνια τρυφερότητα και εξαιρετική οξυδέρκεια —ήταν το πάγιο χαρακτηριστικό των αναγνώσεών της— η αείμνηστη Μάρη Θεοδοσοπούλου της «Εποχής» στη στήλη της “Εx libris”, διαισθανόμενη από τότε λες τη μακρά σιωπή που θα την ακολουθούσε.
 
Αργότερα έγραψαν πολλοί για την Ελπίδα και την Πόλη της, μεταξύ των οποίων και η συγγραφέας Σωτηρία Μαραγκοζάκη, η οποία ήταν μεταξύ των ομιλητών στην παρουσίαση της νουβέλας στην Κομοτηνή, το 2000, δημάρχου όντος του Γιώργου Παπαδριέλλη.
 
Η Ελπίδα της νουβέλας  «Εκείνη η Πόλη…» είναι όμως ξανά μαζί μας, με την πρώτη επίσημη επανεμφάνισή της το Σάββατο το βράδυ, στο βιβλιοπωλείο Κάφκα, της Κούλας και του Ανδρέα Καφετζή, στην Αλεξανδρούπολη.
 
Καλώς τηνε, καλώς ήρθες ξανά Ελπίδα μας!!! 

Μάρη Θεοδοσοπούλου, βιβλιοκριτικός «Τα μυστικά τοπία των γυναικών» 

Στη μακρινή Aλεξανδρούπολη, το βιβλίο της Ε. Σκάβδη πρωτεύει στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού, στην Αθήνα, προς στιγμήν, μάλλον το αγνοούμε. Αναμενόμενο για πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα και μάλιστα, από εκδοτικό οίκο της περιφέρειας, τις εκδόσεις Πρόκνη, της επίσης μακρινής Κομοτηνής. Ταλαίπωρη, η μοίρα των εκδοτικών οίκων της περιφέρειας. Όσο η πρωτεύουσα αγνοεί τα βιβλία τους, κατορθώνουν να διατηρούν τους συγγραφείς τους; Όταν, όμως, παρ’ ελπίδα, εντοπιστούν και κριθούν άξιοι, τότε έρχεται η μεταγραφή στις αθηναϊκές ομάδες σταδιακά και με τάξη, από τις μικρότερες στις μεγαλύτερες. Δεδομένης αυτής της πρακτικής, δεν είναι ποτέ δυνατόν ένας τοπικός εκδοτικός οίκος να στήσει σειρά πεζογραφίας, τη στιγμή που αρχίζουν να δυσκολεύουν τα πράγματα και για τους μικρότερους της Αθήνας.
 
Σε κάθε περίπτωση, οι εκδόσεις Πρόκνη εγκαινιάζουν σειρά πεζογραφίας με τη νουβέλα της Ε. Σκάβδη. Ο καιρός θα δείξει, αν αυτή η αηδών, σε πείσμα των τσαλαπετεινών (για να θυμηθούμε και τον πλήρη πάθους μύθο της Πρόκνης), θα φτάσει στην Αθήνα. Η έκδοση είναι επιμελημένη και, κατά κάποιο τρόπο, με το εξώφυλλο του ζωγράφου Π. Αγγελίδη και το μόττο του ποιητή Θ. Τζούλη, προδιαθέτει. Μία ακέφαλη, αναδυομένη Αφροδίτη, θραύσμα αγάλματος, περιτυλιγμένη με μία κόκκινη ταινία που αρχίζει να χαλαρώνει.
 
Ενώ, ο στίχος αποδίδει στον έρωτα το πρόδηλο της αναπαραγωγής στη φύση.
 
Δημοσιογράφος το επάγγελμα η συγγραφέας, σύμφωνα με το αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα που παρατίθεται στα αυτάκια του βιβλίου. (Αλήθεια, γιατί οι συγγραφείς διαλύουν το μύθο τους, καταθέτοντας βιογραφικό δημοσίου υπαλλήλου; Πάντως, η Ε. Σκάβδη, αποφεύγει την τυπική φωτογραφία, που υποτίθεται πως σαγηνεύει εκ προοιμίου τον αναγνώστη). Καθώς δηλώνεται, η θητεία της στην πεζογραφία, τουλάχιστον η δημοσιοποιημένη, περιορίζεται σε μόλις τέσσερα διηγήματα κι αυτά σε περιοδικά της περιφέρειας. Παρ’ όλα αυτά, η νουβέλα δεν είναι πρωτόλειο.
 
Θέμα της νουβέλας, μία οικογένεια προσφύγων από το Κάραγατς και την Αδριανούπολη, που βρίσκεται εγκατεστημένη στην Αλεξανδρούπολη.
 
Μία φαμίλια που το ’22 ξεκληρίστηκε, αφού έξι γιοι χάθηκαν κι έμειναν μόνες, μάνα και κόρη. Η Ελπίδα θα κάνει με τη σειρά της οικογένεια και θα αποκτήσει τρεις θυγατέρες. Όλοι αυτοί, στη μυθολογία που στήνει η συγγραφέας, θα παραμείνουν η φαμίλια των Ελπιδαίων. Κι όμως, καθόλου μητριαρχικός αυτός ο μικρόκοσμος, αφού η μοίρα για όλα τα θηλυκά του βιβλίου –όπως και ολόκληρου του κόσμου, άλλοτε– είναι «προδιαγεγραμμένη και σιωπηλή».
 
Βρισκόμαστε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν η ζωή στην ελληνική επαρχία δεν είναι εύκολη, ούτε για τους άντρες ούτε για τις γυναίκες. Τραχιές οι συνθήκες διαβίωσης και στην Αλεξανδρούπολη και μάλιστα, στο σπίτι ενός εργάτη στα τραίνα. Οι μπουγάδες στην αυλή με τους πρωτόγονους τρόπους αποχέτευσης, ο ύπνος ομαδόν στο μοναδικό δωμάτιο και η τουαλέτα, μάλλον ο απόπατος, χωρίς πόρτα να κλείνει με κουρτίνα. Διασκέδαση τους καλοκαιρινούς μήνες, τα μπάνια με σωσίβια, τις μαύρες σαμπρέλες από τα λάστιχα του βόλβο και μετά το φαγητό, λίγη κουβέντα, αραδιασμένοι στη σειρά στα σκαλοπάτια της εισόδου. 

«Η αφήγηση ζωντανεύει γωνιές και συνοικίες της αλλοτινής Αλεξανδρούπολης και χρωματίζει τα ήθη περασμένων δεκαετιών» 

Η νουβέλα αγκαλιάζει τους πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Αυτούς που βρέθηκαν στην απ’ εδώ πλευρά του ποταμού και είχαν τη Μαρίτσα (που γι’ αυτούς ποτέ δεν έγινε Έβρος), ως φράγμα νοσταλγίας στις αναμνήσεις τους.
 
Παρακολουθώντας τη ζωή τους, η αφήγηση ζωντανεύει γωνιές και συνοικίες της αλλοτινής Αλεξανδρούπολης και χρωματίζει τα ήθη περασμένων δεκαετιών.
 
Εκ πρώτης όψεως, πρόσφορο υλικό για ηθογραφία, με τον κίνδυνο του νατουραλισμού στις περιγραφές να ελλοχεύει.
 

Όμως ο σκόπελος εν πολλοίς παρακάμπτεται, γιατί την ουσία στη λογοτεχνία δεν τη καθορίζει το λιγότερο ή περισσότερο ευρηματικό θέμα, αλλά τα τερτίπια της αφήγησης.
 
Αντί μιας πρωτοπρόσωπης και χρονικά γραμμικής ανιστόρησης, η συγγραφέας υιοθετεί τριτοπρόσωπη αφήγηση, χρονικά άναρχη. Λες και ο χρόνος της ζωής της Ελπίδας είναι ένα ρευστό, μέσα στο οποίο η μνήμη κολυμπά, μπρος πίσω, αναζητώντας. Σκληρή και συνάμα ευαίσθητη η διήγηση, παρακολουθεί από τη γωνία της Ελπίδας και αδιάκοπα πάλλεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το εσωτερικό τοπίο, όπου φουντώνουν οι πόθοι και το στρώνει η φαντασίωση.
 
Μπορεί και υπερβαλλόντως ωμή στο ρεαλισμό της, η περιγραφή δείχνει τους ανθρώπους καταπονημένους ήδη από τη νεότητά τους. Κι όμως, αυτός ο συχνά ακραίος ρεαλισμός χρησιμεύει στη συγγραφέα, για να δημιουργήσει την αντίθεση, με την τρυφερότητα και το ευάλωτο επιθυμιών και αισθημάτων. 

«Υπάρχει μία διάσταση μυθική στις γυναίκες του βιβλίου» 

Υπάρχει μία διάσταση μυθική στις γυναίκες του βιβλίου, που φαίνεται να πηγάζει από κάποιες χθόνιες θεότητες. Στο δικό τους κόσμο, δίπλα στους ζωντανούς, σαλεύουν οι νεκροί. Γι’ αυτές, οι δοξασίες γίνονται κομμάτι της πραγματικότητας.
 
Έχουν οικειότητα με τον θάνατο και ατελείωτη δίψα για έρωτα. Όμως, βρισκόμαστε στους σκοτεινούς καιρούς, που και μόνο η επιθυμία για ένα χάδι ή ένα φιλί, πλημμύριζε τις γυναίκες ντροπή. Γιατί, κουβαλούσαν την αίσθηση πως το σώμα τους ήταν ένα βρώμικο πράγμα.
 
Βρώμικο και στερημένο, σε αναζήτηση, έστω κι ενός ίσκιου ερωτικού. Η δήθεν ερωτική ζωή τους άρχιζε την πρώτη νύχτα του γάμου, που ξημέρωνε με το ανέμισμα του ματωμένου εσώρουχου και τελείωνε τη νύχτα, που η γυναίκα θα σαβάνωνε το νεκρό σύζυγο, καθώς, τότε όπως και τώρα, το συχνότερο μακροημερεύει. Στο σαβάνωμα θα τον δει, για πρώτη φορά, ολόγυμνο και μπορεί να τον ψηλαφήσει και να τον φιλήσει. Στα ενδιάμεσα χρόνια, η ερωτική συνομιλία γινόταν, με τη φαμίλια να κοιμάται παραδίπλα. Έπρεπε να είναι ενίοτε καρποφόρα, όμως πάντα βουβή και καλυμμένη. Με αυτήν την περιγραφή, κάποιος πρέπει και να θορυβηθεί, πως πρόκειται για βιβλίο της γυναικείας λογοτεχνίας, ακόμη χειρότερα, για βιβλίο φεμινιστικού περιεχομένου.
 
Κι όμως όχι, η Ελένη Σκάβδη κατορθώνει να συλλάβει αυτό το μυστικό τοπίο των γυναικών. Ηρωίδες της, οι γυναίκες που είχαν τη δύναμη να μετουσιώνουν σε τελετή και θέατρο ζωής, την αρρώστια, την κατάρα, αλλά και τον ερωτικό πόθο.
 
Σε 100 σελίδες και σε μια σειρά σύντομων κεφαλαίων, με ζωντανές στιχομυθίες, η Ελπίδα, μαζί με τη θηλυκιά γάτα της, μας γίνεται οικεία. Μια μακρινή πρόγονος, που πέθανε οριστικά, όταν ήρθε και στην Αλεξανδρούπολη η πρόοδος. Στη δεκαετία του ’70, όταν εκείνη η Πόλη… μεταμορφώθηκε και έχτισε πολυκατοικίες με διαμερίσματα, εξαφανίζοντας τις αυλές και τα προσφυγικά.
 
Σε αυτήν την Πόλη δεν υπάρχει πια χώρος, ούτε για μια συκιά. Ούτε και για τη μνήμη». 

Σωτηρία Μαραγκοζάκη, συγγραφέας «Η Ελένη βρήκε το μυστικό εκείνο νήμα, το μίτο του παραμυθιού, κι έφτασε ως το τέρμα στους σκοτεινούς πυλώνες της ζωής και του θανάτου» 

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη που αυλάκωναν οι ράγες το κορμί της, μετρούσαν οι άνθρωποι το γύρισμα της μέρας με το αγκομαχητό του τραίνου κι όταν περίσσευαν κούραση και ιδρώτας, ξαπόσταιναν τα μουσκεμένα μέλη σε σκιερές αυλές, με τον αχό της θάλασσας να κανακεύει τους καημούς τους. Πόλη της Οικουμένης και της Θράκης, που δέχτηκε σαν αγκαλιά τους πρόσφυγες απ’ την αντίπερα μεριά του ποταμού, τη μακρινή Ανατολή, τον πολύπαθο Πόντο και τις αρχαίες πολιτείες της Μικράς Ασίας.
 
Εκείνη η πόλη η Αλεξανδρούπολη που λιάζονταν τα καλοκαίρια στα Σίδερα και το Φλοίσβο, σήμερα εν έτει 1997 περίπου δεν υπάρχει πια. Έμεινε όμως να πυρώνει μνήμες και αφηγήσεις στις γκρίζες συστοιχίες των πολυκατοικιών και να πλανιέται το άρωμά της στις γειτονιές του ονείρου όπου πια έχουν πρόσβαση μόνο όσοι αληθινά τη νοσταλγούν. Όπως αξιώθηκε να τη διαβεί η συγγραφέας Ελένη Σκάβδη με τη νουβέλα της «Εκείνη η Πόλη…» και αξιωθήκαμε κι εμείς με τη σειρά μας διαβάζοντάς τη, να σεργιανίσουμε τις μοίρες των ανθρώπων τότε που τόσο αξεδιάλυτα δένονταν με τις ρίζες και τον τόπο τους, ίσως γιατί ήταν κι αυτοί μέρος του «τοπίου» και βάζαν τη σφραγίδα τους στο κάθε τι. Ώσπου η «εξέλιξη» αναπόφευκτα έσβησε αυτό το θείο χνάρι.
 

Βιβλίο «γυναικείο» που αφορά συνάμα όλους καθώς φέρνουμε πάνω μας –όλοι ανεξαιρέτως – σημάδι ανεξίτηλο το χάδι μιας μητέρας, μιας γιαγιάς, την ιερή σιωπή τους, το λαγαρό νανούρισμα, την τρυφερή αιδημοσύνη τους, την ανιδιοτελή φροντίδα τους. Στήνει χορό ο νους και αρμενίζει πίσω στα μικράτα μας, έτσι όπως γάργαρα κυλά ο λόγος και οι λέξεις ανασύρουν συνειρμούς. Διάχυτος ερωτισμός, μοναδική ατμόσφαιρα, άψογα δουλεμένοι χαρακτήρες, χιούμορ κι ευαισθησία συνθέτουν ένα σύνολο εκπληκτικό, ένα βιβλίο που μαγεύει, συγκινεί και συναρπάζει.
 
Πλημμυρισμένο ίσκιους και χυμούς, με εντυπωσιακές σε δύναμη σκηνές, πριν το νεκροστόλισμα του άντρα της, η ηρωίδα (του βιβλίου) η Ελπίδα στηρίζει τα βαριά και κρύα χέρια του γύρω στο λαιμό της: «Έτσι αγκαλιάζουν Δημητρόοοο! Έσκουξε». Ή αλλού, όταν ενσαρκώνονται πόθοι ανολοκλήρωτοι κι επιθυμίες μιας ζωής που πέρασε με ένοχα μυστικά, κοφτές ανάσες και πνιχτά βογγητά, δίχως χάδι. Όλα όσα στοίχειωναν τη γυναικεία ύπαρξη, στερούσαν το κορμί απ’ τα λυτρωτικά υγρά του, την ευλογία του έρωτα απ’ το ζευγάρι. Κοινή η μοίρα των γυναικών σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, απέραντα τραγική μες στην (αυτό)επιβαλλόμενη σιωπή, βρίσκει διέξοδο κι απαντοχή στους «ίσκιους», την αλληλεγγύη, το ακαταλόγιστο των γηρατειών, το σαλεμένο νου.
 
Η Ελένη Σκάβδη με τη νουβέλα «Εκείνη η Πόλη…» βρήκε το μυστικό εκείνο νήμα, το μίτο του παραμυθιού, κι έφτασε ως το τέρμα στους σκοτεινούς πυλώνες της ζωής και του θανάτου. Στα έγκατα της γυναικείας ύπαρξης που επιβίωνε έως πρόσφατα με όνειρα και «φαντάσματα διατηρώντας έτσι αλώβητη τη νιότη της ψυχής της. Τώρα «νε ζωή, νε σκιές…» μαζί με τα στενά σοκάκια, τις πλακόστρωτες αυλές, τα δέντρα και το χώμα, χάθηκε δια παντός και η μαγεία των περασμένων και των ανεξήγητων, ίσως μόνο το θαύμα της ζωής που τρέφει εννέα μήνες στην κοιλιά της η γυναίκα να έμεινε να συνδέει σαν άλλος ομφάλιος λώρος, το παρελθόν, με το παρόν και το μέλλον».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.