Ελενη Σκαβδη «Η ζωη, οσο υπαρχει αγαπη και ομορφια, ανθρωποι τους οποιους πιστευουμε, παντα θα προχωραει και θα υποσχεται το καλυτερο»

«Ο συμβολισμός της έννοιας της πόλης, για μένα είναι η Αλεξανδρούπολη»

Ένας δικός μας, δίχως εισαγωγικά, άνθρωπος, η Ελένη Σκάβδη, η Ελένη του «ΠτΘ», του «Ελεύθερου Βήματος», της Τζένης, της Νατάσας, της Ηλείας, της Αλεξανδρούπολης, της Κομοτηνής…  επιστρέφει σήμερα στις σελίδες του μέσου που η ίδια για αρκετά χρόνια ως διευθύντρια σύνταξης υπηρέτησε.
 
Αυτή τη φορά, με την ιδιότητα της συγγραφέως, της νουβέλας «Εκείνη η Πόλη» που πρωτοκυκλοφόρησε το 1996 από τις εκδόσεις «Πρόκνη» και επανεκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης». Η Ελένη μας, επέστρεψε στις σελίδες του «ΠτΘ» αυτή τη φορά όχι με την ιδιότητα του συντάκτη, αλλά αυτή του συνεντευξιαζόμενου, να μας μιλήσει για την δική της «Πόλη», η οποία σήμερα, μέσα από τις σελίδες της νουβέλας της, θα παρουσιαστεί στην ιδιαίτερη πατρίδα της την Αλεξανδρούπολη.
 
Εκεί που θα συναντηθούμε εκ νέου, φίλοι αγαπημένοι, παλιοί και καινούργιοι, για να μιλήσουμε για τις «Πόλεις» μέσα μας, όπως αυτές που καταγράφει η Ελένη στο «Εκείνη η Πόλη».

Η Ελένη μας λοιπόν…
 
ΠτΘ: Επιστρέφετε στην ιδιαίτερη πατρίδα σας, απ’ όπου θα ξεκινήσουν οι παρουσιάσεις για τη νουβέλα «Εκείνη η Πόλη» η οποία επανεκδόθηκε. Μια νουβέλα – ύμνος στο γυναικείο φύλο. Πείτε μας λίγα λόγια σε σχέση με το περιεχόμενό της.
Ε.Σ.:
Είναι η ιστορία μιας πόλης, και μιας γυναίκας στην ελληνική επαρχία, με τα χαρακτηριστικά της επαρχίας τα μετεμφυλιακά χρόνια, μέχρι και τις αρχές του 1970. Μια γυναίκα που έχει συνείδηση του φύλου της μεν, που δεν τολμάει όμως να διεκδικήσει, να αναζητήσει κάτι πέρα απ΄τους ρόλους και τα στερεότυπα. Βρίσκει  λοιπόν μεταφυσικές διεξόδους μέσα από τις οποίες ισορροπεί και ισορροπεί μια χαρά –  ίσως είναι και ευτυχισμένη – αλλά ταυτόχρονα και απορημένη με τα θαύματα της ζωής, τη μαγεία της καθημερινότητας, τη θαλπωρή της οικογένειας, της γειτονιάς… Στο τέλος παραδίδεται στην αιωνιότητα, συνεχίζει όμως να κυκλοφορεί σαν σκιά εκεί που αγάπησε. Συνεχίζει να υπάρχει και μετά το θάνατό της, μέχρι που αντιλαμβάνεται πως ό,τι είχε σχεδιάσει και ονειρευτεί σαν πόλη στο μυαλό της, από ένα σημείο και μετά που αρχίζει η δημογραφική έκρηξη, αδειάζουν τα χωριά και εγκαθίστανται οι άνθρωποι σε πόλεις, που τα παλιά μικρά σπίτια γκρεμίζονται και γίνονται πολυκατοικίες, έχει καταστραφεί, έχει διαγραφεί από την εικόνα του τόπου της, έχει παραδοθεί στη λησμονιά. Και τότε αποφασίζει να πεθάνει οριστικά. Να βυθιστεί στη σιωπή οργισμένη! Αφήνει όμως κάτι «εφτάψυχο» πίσω της. Το γένος των γατιών που αγαπάει πολύ όπως τη γάτα της που την ακολουθεί σ’ ολόκληρη την επίγεια ζωή της. Είναι και ένα σύμβολο αυτό το ζωάκι και όλα τα οικόσιτα, τα οποία σήμερα δεν έχουμε τη δυνατότητα να μας συντροφεύουν όπως παλιά στις μεγάλες μονοκατοικίες με τις μεγάλες αυλές. Το βιβλίο δεν είναι ένα «φεμινιστικό» βιβλίο. Είναι μια ιστορία που έχει και ρεαλισμό και μεταφυσική, που μοιάζει παραμύθι. Αυτή η μεταφυσική προέκυψε μέσα από τη ροή της αφήγησης…

«Πόλη για μένα, ως σύμβολο,  είναι η Αλεξανδρούπολη»

ΠτΘ: Η πόλη στον τίτλο είναι η Αλεξανδρούπολη;
Ε.Σ.:
Το βιβλίο είναι μυθοπλασία. Η ιστορία στήθηκε πάνω στο σανίδι της γενέθλιας πόλης. Πάνω στις βιωματικές μνήμες της παιδικής μου ηλικίας και την αναπαράστασή τους, έως έναν βαθμό, κορμό της αφήγησης. Μέσα από το μύθο όμως  βγαίνει και ψυχή που μπορεί να έχει προέλευση κι άλλες γεωγραφίες. Δεν συνδέεται δηλαδή απαραίτητα με τη γεωγραφία ο μύθος. Όμως για μένα, αυτό που λέμε «πόλη», ο συμβολισμός της έννοιας της πόλης, είναι η Αλεξανδρούπολη. Όταν μιλώ για την  πόλη, εννοώ την Αλεξανδρούπολη. Εδώ όπου κατανόησα τι σημαίνει να συνοικείς, να μοιράζεσαι,  εδώ που κατάλαβα τι σημαίνει πόλη, γιατί εδώ γεννήθηκα, σε ένα μεσοαστικό και με προσφυγική ταυτότητα περιβάλλον, που υπήρξε πολύ λαμπερό, και πολύ ενδιαφέρον. Ήταν μια καινούργια πόλη με νέους κατοίκους που είχαν ένα τρομαχτικά κέφι και διάθεση να φτιάξουν όμορφα σπίτια, να προοδεύσουν, να υπάρξει προκοπή. Πάντα βέβαια στο πλαίσιο του σχεδιασμού των πόλεων, εκείνου του καιρού, που έχει να κάνει και με την οικονομία, την ιδεολογία και με την οργάνωση. Αυτό είναι ένα σπουδαίο μάθημα που μας έμαθε η Αλεξανδρούπολη.

 Η πόλη και η λογοτεχνία…

Πριν εκδοθεί το βιβλίο, κάναμε μια προδημοσίευση στο περιοδικό «Εξώπολις», με τίτλο «Νε ζωή, νε σκιές». Δηλαδή ούτε ζωή, ούτε σκιές. Ήταν μια φράση της ηρωίδας. Η Τζένη Κατσαρή όμως που το επιμελήθηκε, επέλεξε τον τίτλο «Εκείνη η Πόλη».  Πρόκειται για φράση μέσα από το βιβλίο, λίγο πριν τον επίλογο. Το σημαντικό στοιχείο ωστόσο είναι ότι η Τζένη επέλεξε, να βάλει την λέξη «πόλη» με κεφαλαίο «Π». Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να σημαίνει «εκείνη η γυναίκα» ή «εκείνη η γυναίκα που την έλεγαν Πόλη». Η δική μου ερμηνεία για τον τίτλο, μετά από τόσα χρόνια που έμεινε στις αποθήκες και ζυμώθηκε, παραπέμπει στο «εκείνη η γυναίκα που την έλεγαν Πόλη». 

«Ο άνθρωπος συνηθίζει και την κόλαση∙ Εκείνο που πρέπει να φροντίσουμε είναι να μην χάσουμε την ψυχή μας»

ΠτΘ: Οι γυναίκες τότε, για να καταφέρουν να σταθούν όρθιες, ως οφείλουν, δημιουργούσαν τους δικούς τους κόσμους. Όπως η ηρωίδα σας, μια διαφορετική πόλη μέσα της, με διαφορετικούς ανθρώπους και καταστάσεις. Θεωρείτε πως τα όσα καταγράφετε στο βιβλίο θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογή στη σημερινή εποχή και στις καταστάσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, τόσο ως γυναίκες όσο και ως άνθρωποι γενικότερα;
Ε.Σ.:
Μακάρι να το ήξερα. Νομίζω ότι η λογοτεχνία πρέπει να διαβάζεται μόνο για την ευχαρίστηση. Θα είμαι ευτυχής αν το βιβλίο διαβαστεί και κάποιοι από τους αναγνώστες περάσουν καλά. Η ηρωίδα είναι μια γυναίκα που επινοεί μια σκιά με την οποία συνομιλεί με μοναδικό μάρτυρα αυτών των συναντήσεων τη γάτα της, είναι μια σκιά, που χωρίς να το λέει ρητά, της υπόσχεται ότι θα την ελευθερώσει. Στο τα’έλος βέβαια σκιά και ηρωϊδα μαζί καταποντίζονται. Από την εποχή που η πόλη αλλάζει καταλυτικά, καταστρέφεται καικάθε μεταφυσική βεβαιότητα, κάθε μεταφυσική τόλμη, κάθε ουτοπία. Το βιβλίο σαν πρώτη ματιά μοιάζει απαισιόδοξο, καταθέτει όμως κατά την άποψή μου μια πολύ τρυφερή υπόσχεση, αυτή που δίνουν οι άνθρωποι συνήθως στους εαυτούς τους, ακόμα κι όταν έχουν σιωπήσει οριστικά: ότι η ζωή, όσο υπάρχει αγάπη και ομορφιά, όσο πιστεύουμε στον ά;νθρωπο, πάντα θα προχωράει και πάντα θα υπόσχεται το καλύτερο, που πρέπει να το κυνηγάμε έστω κι αν χρειαστεί να περάσουμε από τάρταρα. Αυτό πιστεύω κι εγώ και πολύς κόσμος σήμερα που ζει την αδυσώπητη κρίση που βιώνει η χώρα μας, η Ευρώπη, ο κόσμος, η Μέση Ανατολή. Το πώς αντέξαμε το περασμένο καλοκαίρι να  δούμε τα παιδιά μας πνιγμένα και καταποντισμένα, λιωμένα από τον πόλεμο, τις βόμβες, να βλέπουμε αυτό το τρομακτικό μίσος που εξαπολύεται από όλες τις κατευθύνσεις με θύματα τους αθωότερους όλων, είναι μια ιστορία που έχει εξήγηση.  Ο άνθρωπος συνηθίζει και την κόλαση. Εκείνο που πρέπει είναι να μην χάσουμε την ψυχή μας και να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι το καλό, η αγάπη και η ομορφιά θα νικήσουν, θα καταφέρουμε να φτιάξουμε αυτό που αξίζει στον άνθρωπο.

«Οφείλουμε κάποια στιγμή να βρούμε χώρο  για τα όλα εκείνα που δεν « φαίνονται»… Να βγάλουμε στην επιφάνεια την απλή καθημερινή ποίηση…» 

ΠτΘ: Το «Εκείνη η Πόλη» ήταν μια λογική συνέχεια της πορείας σας στον δημοσιογραφικό και γενικότερα στον συγγραφικό χώρο;
Ε.Σ.:
Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, στη δική μου διαδρομή, τουλάχιστον. Έχω σχέση με τη  γραφή λόγω επαγγέλματος. Από ένα σημείο και μετά, υπηρέτησα το μεγάλο κείμενο, το οποίο δεν ήταν ούτε επιφυλλίδα, ούτε θεωρητικό κείμενο, ούτε πολιτική αρθρογραφία. Ήταν μια πλάγια δοκιμιακή γραφή, η οποία χρησιμοποιούσε αυτό που οφείλει να κάνει η δημοσιογραφία. Τις μικρές ιστορίες τις έκανε θέματα και αφήγηση, σαν να ήθελε να δει τον το συλλογικό εαυτό μας σε καθρέφτη. Η ιστορία δεν είναι μόνο τα μεγάλα θέματα, οι μεγάλες μάχες, οι μεγάλες αναμετρήσεις. Είναι κι αυτό το μικρό και καθημερινό, το τρυφερό, που είναι κομμάτι του όλου. Αυτή η αντίληψη με έβαλε μέσα σε μια διαδρομή, στην οποία ερχόμουν καθημερινά αντιμέτωπη με μικρές καθημερινές ιστορίες. Μέσα από αυτή τη διαδρομή εξέλιξα τη γραφή μου και αφοσιώθηκα σε ένα είδος αφηγήσεων που έχουν ίσως κάποια σχέση με τη λογοτεχνία. Αυτό θα το πουν άλλοι, δεν θα το πω εγώ. Όμως νομίζω ότι μέσα από αυτή τη ματιά, μαθαίνουμε να βλέπουμε σωστά και οφείλουμε κάποια στιγμή να βρούμε τρόπο, να τα βγάλουμε στην επιφάνεια και να παραδώσουμε στο δημόσιο χώρο και τη μικρή εικόνα…

«Όταν έχεις όραμα δεν μετράει μόνο η διαδρομή, χρειάζεται και αποτέλεσμα»

ΠτΘ: Από εκεί και ύστερα, πως γράφτηκε το «Εκείνη η Πόλη»;
Ε.Σ.:
Την εποχή που ήρθα στην Κομοτηνή και ξεκίνησα να δουλεύω στον «ΠτΘ», υπήρχαν ήδη κάποιες παλιές σημειώσεις. Οι σημειώσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις παλιές μυρωδιές, τις παλιές εικόνες, τις παλιές φυσιογνωμίες και φιγούρες, ξαναμπήκαν μπροστά μου, και ήθελα να τις γράψω.  Ολοκλήρωσα αυτό το αφήγημα που βέβαια αρχικά ήταν πολύ μεγαλύτερο και μετά από επιμέλεια καταλήξαμε σε αυτές τις 150 σελίδες. Η δημοσιογραφία μου έμαθε « γράμματα» εμένα! Αναζητούσα πάντα τους καλύτερους κειμενογράφους και δημοσιογράφους, για να μάθω να γράφω, να σκέφτομαι και να ανακαλύπτω ποιο πράγμα κάνει ελκυστική και κυρίως κατανοητή την ανάγνωση. Από την άλλη μεριά η δημοσιογραφία μου έδωσε τη δυνατότητα των ελεύθερων ρεπορτάζ. Μέσα στα οδοιπορικά που έκανα ανακάλυπτα την καθημαγμένη ύπαιθρο και ό,τι σταθερές κρατούσε, ό,τι ιστορίες θυμόταν, μια πάρα πολύ σημαντική πτυχή του παρόντος μας, όσο κι αν θεωρούμε στην Ελλάδα ότι η παράδοση είναι οπισθοδρομικό πράγμα.
 
Αυτά ήταν μια χημεία. Ήμουν αναγκασμένη να είμαι στο παρόν λόγω δημοσιογραφίας και ταυτόχρονα έψαχνα και τα προηγούμενα με μεγαλύτερη αφοσίωση. Αυτό με βοήθησε να γνωρίσω ανθρώπους, να μάθω ιστορίες, να δω πρόσωπα ρικνά και σοφά, να ανακαλύψω ενδιαφέρουσες πτυχές της ειδησιογραφίας που δεν είχαν κανένα ρόλο τσα ΜΜΕ, δεν τις ενδιαφερόταν κανείς να τις γράψει. Να «φωτογραφίζω» αφωτογράφητους τόπους, παρατημένους, μικρούς παραδείσους, πού 'χε να πατήσει ανθρώπου πόδι δεκαετίες. Κάτι που συνεχίζει σήμερα η Νατάσα με τη φωτογραφία. Η δημοσιογραφία μου έδωσε τα πάντα, αλλά μαζί προσπάθησα πολύ, το πάλεψα. Μου άνοιξε τα μάτια και διέστειλε τον χρόνο που έζησα. Δεν έβγαλα λεφτά από αυτήν, μπορώ να πω ότι ενδεχομένως έχασα. Ο «Παρατηρητής» ήταν ένα κομμάτι από αυτή τη δική μου σπουδή. Ο Πέτρος και η Τζένη ήταν οι άνθρωποι που καινοτόμησαν στα εκδοτικά της Θράκης και όχι μόνο. Ποιός άλλος θα τολμούσε να βγάλει τρίγλωσσο φύλλο; Ανοίγανε παράθυρα το ένα μετά το άλλο. Το πλήρωσαν βέβαια, αλλά όταν έχεις όραμα δεν μετράει μόνο η η διαδρομή, που έχει πάρα πολλές δυσκολίες. Μετράει το αποτέλεσμα. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.