«Ειμαστε υποχρεωμενοι να τροποποιησουμε και να επικαιροποιησουμε το νομικο μας πλαισιο για τους μεταναστες»

Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας το θέμα των μεταναστών απασχολεί διαρκώς την επικαιρότητα. Ειδικότερα τον τελευταίο καιρό, μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης μέτρων που αφορούν στο θέμα αυτό, υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις. «Το θέμα της λαθρομετανάστευσης είναι τεράστιο και έχει πτυχές οι οποίες παραπέμπουν σε ένα μέγιστο ζητούμενο, δηλαδή την διαμόρφωση μιας πολύπλευρης μακροχρόνιας μεταναστευτικής πολιτικής» υποστηρίζει ο καθηγητής Ποινικής Δικονομίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Θεοχάρης Δαλακούρας, μιλώντας στον ΠτΘ και τονίζοντας ότι «τα δικαιώματα δεν πρέπει να αποξενώνονται και αυτό είναι και το συμπέρασμα και το στοίχημα της πολιτισμένης Ευρώπης. Δεν μπορεί να αναγνωρίζονται και να κατατέμνονται ανάλογα με την εθνικότητα του κάθε ανθρώπου».

Η ενδυνάμωση της αστυνόμευσης δεν λύνει το πρόβλημα εις βάθος χρόνου

ΠτΘ: κ. Δαλακούρα, μέχρι σήμερα το θέμα της λαθρομετανάστευσης ως χώρα το αντιμετωπίσαμε τελείως επιφανειακά και κυρίως η αντιμετώπισή του αφορούσε την καταστολή του φαινομένου. Η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε κάποια μέτρα περί του θέματος. Ποια είναι η άποψή σας;
Θ.Δ.: Το θέμα της λαθρομετανάστευσης είναι τεράστιο και έχει πτυχές οι οποίες παραπέμπουν σε ένα μέγιστο ζητούμενο, δηλαδή την διαμόρφωση μιας πολύπλευρης μακροχρόνιας μεταναστευτικής πολιτικής. Αυτό ήταν το βασικό μέλημα όλα τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα και φοβούμαι ότι, αν δεν ληφθούν σοβαρά μέτρα, θα συνεχίσει να είναι καίριο πρόβλημα. Η έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής έχει επιπτώσεις σε δύο τομείς. Ο ένας αφορά στην εισροή χιλιάδων λαθρομεταναστών και ο δεύτερος στην αντιμετώπιση των ήδη εντός της χώρας νομίμως διαβιούντων μεταναστών (εκπαίδευση, δικαιώματα, υπηκοότητα).

 

Η εισροή παράνομων μεταναστών συνδέεται τόσο με ζητήματα αστυνόμευσης, όσο όμως και με την ανάγκη διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Διότι μόνον η ενδυνάμωση στον τομέα της αστυνόμευσης δεν επιλύει το ζήτημα σε βάθος χρόνου, αφού βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολύπλοκο φαινόμενο που δεν είναι μονόπλευρα ή μονοσήμαντα αντιμετωπίσιμο. Είναι τόσο μεγάλη η έκταση των θαλάσσιων συνόρων της χώρας μας προς ανατολάς και προς νότο και τόσο καταλυτικό το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ασία και την Αφρική, ώστε ακόμη κι αν διαθέταμε εξ ολοκλήρου την αστυνομική δύναμη της χώρας για τον σκοπό αυτό δεν θα είχαμε απόλυτα αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το ίδιο πρόβλημα ανακύπτει με ορατές αντιστοιχίες τόσο στην Ιταλία, όσο και στην Ισπανία, λόγω των μεγάλων θαλασσίων συνόρων τους. Για τους λόγους αυτούς υποστηρίζεται εύστοχα ότι, για να μπορέσουμε να ελέγξουμε τη λαθρομετανάστευση, χρειαζόμαστε μια συγκεκριμένη ευρωπαϊκή πολιτική, γιατί αλλιώς «βράζουμε στο ζουμί μας». Όσες επιτυχίες κι αν έχουμε κατά την αστυνομική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, δεν μπορούμε να επιλύσουμε συνολικά το πρόβλημα. Κι αυτό γιατί όσοι λαθρομετανάστες περνούν τα σύνορα της Ελλάδος με κατεύθυνση προς ευρωπαϊκές χώρες λογίζονται ως παράνομοι αλλοδαποί εισερχόμενοι στην ΕΕ δια της Ελλάδος και άρα χρεώνονται στη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι, κατ’ εφαρμογή του Συμφώνου του Δουβλίνου, όσοι συλληφθούν ως λαθραία διαμένοντες σε κάποια από τις χώρες της Ε. Ένωσης, εάν έχουν εισέλθει στην Ένωση από τα σύνορα της Ελλάδας, δεν θα αποσταλούν στις χώρες καταγωγής τους, αλλά στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σώρευση λαθρομεταναστών στη χώρα μας σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με την ΕΕ.

Δίκαιος και αναλογικός καταμερισμός των λαθρομεταναστών στις χώρες της ΕΕ και ενδυνάμωση των συνόρων

ΠτΘ: Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η λύση του ζητήματος;
Θ.Δ.: Προτεινόμενες λύσεις επί του θέματος είναι η διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, ώστε να καταμερίζει το ποσοστό αυτό σε όλες τις χώρες της ΕΕ κατά τρόπο δίκαιο και αναλογικό. Διότι δεν είναι δίκαιο, οι νότιες χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα και η Ισπανία, να επιβαρύνονται με τη εφαρμογή του Συμφώνου του Δουβλίνου σε μεγαλύτερο βαθμό από τις βόρειες χώρες, από τις οποίες δεν εισέρχονται σε τέτοια κλίμακα λαθρομετανάστες στην Ευρώπη. Η κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική θα έχει ως αποτέλεσμα να μπορέσουν να καταμερίσουν το ποσοστό ανάλογα και με τις ανάγκες εργασίας και τις δυνατότητες ενσωμάτωσης νέων πληθυσμών. Διότι και αυτή η παράμετρος έρχεται στην επιφάνεια και διαδραματίζει το ρόλο της. Η Ευρώπη έχει ανάγκη εργατικών χεριών και νέου δυναμικού, αλλά πρέπει να εφαρμοστεί μια συγκεκριμένη πολιτική. Αυτή είναι η πρώτη λύση. Η δεύτερη αφορά στην ενδυνάμωση των συνόρων με περαιτέρω χρηματοδότηση από την Ε.Ε., έτσι ώστε να έχουμε αποτροπή μιας αθρόας εισροής λαθρομεταναστών.

ΠτΘ: Η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική που αναφέρετε πού θα πρέπει να εστιάζει;
Θ.Δ.: Αφενός σε κατασταλτικό πεδίο με την επέκταση εφαρμογής του προγράμματος FRONTEX, που θα επιτρέπει την ενδυνάμωση των ειδικών φρουρών και των διαθέσιμων μέσων υλικοτεχνικής υποδομής. Και αφετέρου στο πεδίο της διαχείρισης του ανθρώπινου αυτού δυναμικού των λαθρομεταναστών και της διαδικασίας επιλεκτικής ενσωμάτωσής τους στις επιμέρους κοινωνίες της Ένωσης. Αυτό είναι το σημαντικότερο κομμάτι και αυτό χρήζει αλλαγών, τις οποίες αρνείται εν τοις πράγμασι σήμερα η ΕΕ, καλυπτόμενη πίσω από σκοπιμότητες ή αδυναμίες ή ανάγκες άλλης μορφής. Για παράδειγμα, η Γερμανία θα μπορούσε να απορροφήσει έναν μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών, όπως και η Γαλλία ή η Μεγάλη Βρετανία, δεν το πράττουν όμως γιατί προφανώς προτάσσουν την ανάγκη «διαχείρισης» των ήδη υπαρχόντων μεταναστών, με αποτέλεσμα να υψώνουν τείχη και απαγορεύσεις που καταλήγουν ουσιαστικά σε επιβάρυνση των χωρών εισόδου, δηλαδή της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.

 

Η Ιταλία έχει διαμορφώσει μια αντεγκληματική πολιτική ιδιαίτερα αυστηρή, την πλέον αυστηρή σε Ευρωπαϊκό πεδίο, η οποία όμως δεν αποφεύγει την καταπάτηση ευρωπαϊκών συνθηκών και συμφωνιών και ακόμη και αυτής της συμφωνίας για το άσυλο. Σε αυτό το τελευταίο σημείο είναι μάλιστα προβληματική η ιταλική αντιμετώπιση, αφού θα πρέπει να διακρίνουμε την εφαρμογή της διαδικασίας των λαθρομεταναστών από αυτήν της διαδικασίας των προσφύγων. Αντίθετα, η Ισπανία έχει αναπτύξει και εφαρμόσει ένα ενδιάμεσο προωθημένο μοντέλο, που συνδυάζει από τη μια μεριά την αστυνομική πρακτική και από την άλλη την οικειοθελή πριμοδοτούμενη αποχώρηση των μεταναστών από τη χώρα, που λειτουργεί μεσοπρόθεσμα καθώς επιδοτεί την παραμονή των μεταναστών για κάποια χρόνια στη χώρα καταγωγής τους.

Η μη τήρηση από την Τουρκία του πρωτοκόλλου επανεισδοχής σημείο εκτροπής της λαθρομετανάστευσης

ΠτΘ: Πριν φθάσουμε στο στάδιο της διαχείρισης θα ήθελα να σταθούμε στο θέμα της Τουρκίας και στο πρόβλημα που δημιουργεί διότι παρά το ότι υπέγραψε το πρωτόκολλο της επανεισδοχής δεν το εφαρμόζει.
Θ.Δ.: Είναι ένα από τα πιο καίρια σημεία εκτροπής του φαινομένου της λαθρομετανάστευσης στη χώρα μας. Το πρωτόκολλο επανεισδοχής του 2001 εκινείτο στην ορθή κατεύθυνση, ακριβώς διότι προέβλεπε ότι η χώρα από την οποία θα επιχειρούσαν να εισέλθουν οι λαθρομετανάστες στο έδαφος της Ε.Ε., θα ήταν η χώρα επανεισδοχής τους σε περίπτωση σύλληψής τους. Σύμφωνα με αυτό, η Τουρκία οφείλει να δέχεται να επανεισέρχονται στα σύνορά της, όσοι εισήλθαν από αυτήν παράνομα στην Ελλάδα και από εκεί να προωθούνται στις χώρες τους. Το πρόβλημα ουσιαστικά υφίσταται και με άλλες χώρες (λ.χ. Αίγυπτο και Λιβύη), ιδίως όμως στην περίπτωση της Τουρκίας έχει ξεπεράσει τα ανεκτά όρια εφαρμογής, αφού τα ποσοστά επανεισδοχής δεν ξεπερνούν κατ’ έτος περίπου το 1/6 του οφειλόμενου αριθμού. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η μη τήρηση πρωτοκόλλου αυτού συνδέεται στην περίπτωση της Τουρκίας και με ζητήματα εθνικής πολιτικής ή με διάφορα άλλα σενάρια «κατακλυσμού της χριστιανικής Ελλάδας με μουσουλμανικό πληθυσμό». Δυστυχώς η Τουρκία δίνει λαβή για την ανάπτυξη τέτοιων σεναρίων, όπως φαίνεται και από τα πρόσφατα αποκαλυφθέντα σχέδια του στρατιωτικού της κατεστημένου. Πάντως, συνεχίζω να πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή πολιτική μπορεί να δώσει λύσεις ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις δυσλειτουργίας του Πρωτοκόλλου, επιτάσσοντας με το κύρος της ευρωπαϊκής απόφασης την πληρέστερη εφαρμογή του στην πράξη.


Η αποτελεσματικότητα στα Κέντρα κράτησης είναι μηδενική

ΠτΘ: Ένα επίσης μεγάλο θέμα είναι αυτό της φιλοξενίας των λαθρομετανστών, το οποίο βεβαίως άπτεται και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες κρατούνται είναι άθλιες…
Θ.Δ.: Χαίρομαι που το θέτετε ως ζήτημα, αφού αυτό συνδέεται με τις κρατούσες στη χώρα μας πολιτισμικές και δημοκρατικές αντιλήψεις. Προσωπικά πιστεύω ότι, αν είχαμε μια διαφορετική ευρωπαϊκή πολιτική, δεν θα χρειαζόμασταν στην ίδια έκταση και για την ίδια χρονική διάρκεια τα κέντρα αυτά. Και εδώ πρέπει να κοιτάμε σε βάθος χρόνου. Οι άνθρωποι αυτοί, συμπληρώνοντας ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τριών μηνών, αφήνονται ελεύθεροι, χωρίς να επαναπροωθούνται ουσιαστικά, με αποτέλεσμα η διαχείριση του προβλήματος να είναι μηδενική. Το ζήτημα είναι να αποθαρρυνθούν στη διαδικασία εισροής τους, γιατί θα παραμείνουν ένα τρίμηνο εντός φυλακής με την ευρεία του όρου έννοια, δηλαδή έγκλειστοι; Αυτός είναι ο λόγος αποτροπής; Για κάποιον απελπισμένο αυτός ο λόγος δεν μετρά. Όχι τρεις μήνες δύο χρόνια θα μπορούσε να μείνει για να ξεφύγει από τη μιζέρια μιας απελπισίας.

 

Προσωπικά είμαι αντίθετος με την έννοια της κράτησης σε αυτού του είδους τα λεγόμενα κέντρα. Όσο ανθρώπινες και αν είναι οι συνθήκες, όποιες κι αν είναι οι διαδικασίες, η αποτελεσματικότητα του μέτρου είναι ελάχιστη. Πρέπει σε ευρωπαϊκό επίπεδο να ανευρεθούν άλλου είδους μέτρα, που δεν θα προκαλούν τέτοιου είδους επιβαρύνσεις στη χώρα μας, όπως από τη μια η κριτική για «απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων» και από την άλλη η έλλειψη πρακτικού αποτελέσματος της κράτησης. Τέτοια μέτρα μπορεί να είναι η προώθηση κατά αναλογικό τρόπο στις διάφορες χώρες της Ε.Ε. για χρονικά περιορισμένη απασχόληση, η πριμοδότηση της διαδικασίας επιστροφής τους στις χώρες καταγωγής κ.λ.π. Δεν είναι λύση ούτε η μεμονωμένη σκλήρυνση των μέτρων, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας, ούτε η χρονική μετάθεση εμφάνισης του προβλήματος. Τέτοιας έκτασης μετακινήσεις πληθυσμών λόγω οικονομικών ή κλιματικών συνθηκών ή λόγω υπερπληθυσμού δεν αντιμετωπίζονται στα στενά όρια ενός κράτους, αλλά απαιτούν την προώθηση μέτρων υπερεθνικού χαρακτήρα και μακράς διάρκειας.

Η έννοια των δικαιωμάτων δεν πρέπει να αποξενώνεται από τους μετανάστες

ΠτΘ: Η παροχή δικαιωμάτων σε μετανάστες που ζουν στη χώρα μας δεν βοηθά και στην ενσωμάτωσή τους;
Θ.Δ.: Εξαιρετικά ενδιαφέρον το ερώτημά σας. Ξεχνάμε τις περισσότερες φορές στη δίνη της καθημερινότητας και των περιστάσεων, ότι τα δικαιώματα με τη σύγχρονη μορφή τους δημιουργήθηκαν από μετανάστες. Η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ δεν είναι τίποτα άλλο, παρά διακήρυξη για την προστασία των δικαιωμάτων των νέων κατοίκων της Αμερικής. Τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα δεν έπαψαν ποτέ να διακινούνται στον κόσμο και είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με τις συνθήκες διαβίωσης, την επάρκεια αγαθών, αλλά και με τα φυσικά φαινόμενα. Η ένδεια ή οι καταστροφές σε κάποιες χώρες, οι διαδικασίες πολιτικών διαφοροποιήσεων σε κάποιες άλλες χώρες, οδηγεί σε μεταναστευτικά ρεύματα. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τα μεταναστευτικά ρεύματα είναι από Αφρική και την Ασία. Ήδη σε περιοχές της Ασίας έχουμε τεράστιο ζήτημα επιβίωσης. Μέσω του ΟΗΕ λέγεται ότι θα έχουμε διακίνηση τουλάχιστον εκατό εκατομμυρίων στα επόμενα τριάντα χρόνια από την Ασία και τουλάχιστον πενήντα εκατομμυρίων από την Αφρική. Επομένως, η έννοια των δικαιωμάτων δεν μπορεί να αποξενώνεται από τους μετανάστες, ούτε να διαχειριζόμαστε το ανθρώπινο αυτό δυναμικό σαν να ήταν δεύτερης κατηγορίας.

 

Τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν υπερεθνικό χαρακτήρα, έχουν ουμανιστικό υπόβαθρο, ακριβώς γιατί θέτουν στο κέντρο τον άνθρωπο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται σήμερα σε μια αντινομία με την έννοια του κράτους, αφού η αυτόματη αναγνώριση των παναθρώπινων δικαιωμάτων στους μετανάστες δείχνει να αντιστρατεύεται την κρατική υπόσταση κάθε χώρας υποδοχής μεταναστών. Αυτή η αντινομία αποτυπώνεται καθημερινά σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι στις Η.Π.Α., την κατ’ εξοχήν χώρα μεταναστών, τίθενται οι αυστηρότεροι περιορισμοί στην έκφραση συγκεκριμένων δικαιωμάτων εκ μέρους των παράνομα εισερχόμενων στη χώρα. Το δίλλημα «ελεύθερη διακίνηση πληθυσμών ή κρατική υπόσταση» το αντιμετώπισε πρώτη η Αμερική με τα τεράστια μεταναστευτικά κομμάτια από τις λεγόμενες ισπανόφωνες περιοχές της Λατινικής Αμερικής και εσχάτως την τελευταία εικοσαετία το αντιμετωπίζει η Ευρώπη, αρχικά με τους μετανάστες από τις πάλαι ποτέ αποικίες, κυρίως στην Ολλανδία, στην Μεγάλη Βρετανία και στην Γαλλία, εσχάτως όμως και σε όλη την Ευρώπη. Επομένως τα δικαιώματα δεν πρέπει να αποξενώνονται και αυτό είναι και το συμπέρασμα και το στοίχημα της πολιτισμένης Ευρώπης. Δεν μπορεί να αναγνωρίζονται και να κατατέμνονται ανάλογα με την εθνικότητα του κάθε ανθρώπου. Τα δικαιώματα έχουν κοινή αναφορά στον άνθρωπο και πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον κάθε μετανάστη ως άνθρωπο. Τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποβαθμίζουμε την ανάγκη προστασίας της κρατικής οντότητας. Σημαίνει, ότι τα δυο αυτά μεγέθη δεν είναι ασύμβατα και άρα ότι μπορούν να εναρμονίζονται στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να μην δημιουργήσει νομικό πλαίσιο για τους μετανάστες

ΠτΘ: Στο τελευταίο διάστημα στη χώρα μας με όσα έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση περί των μεταναστών βλέπουμε να έχει αναπτυχθεί μια αντίδραση. Βεβαίως η Ελλάδα στην ιστορία της πάντα δεχόταν μετανάστες. Πώς κατά την άποψή σας θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το θέμα των δικαιωμάτων των μεταναστών;
Θ.Δ.: Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα περίπλοκο ζήτημα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να μην δημιουργήσει νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιπτώσεων, διότι έχουμε μετανάστες δεύτερης γενιάς. Άρα είμαστε υποχρεωμένοι να τροποποιήσουμε και να επικαιροποιήσουμε το νομικό μας πλαίσιο. Τα κριτήρια που πρέπει να υπεισέλθουν εδώ και να εφαρμοστούν χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, γιατί συνδέονται και με ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Δεν χρειάζεται όμως δαιμονοποίηση. Η Ελλάδα πάντα απορροφούσε, λόγω κυρίως πολιτισμού, μεγάλα πληθυσμιακά στοιχεία. Το βασικό κριτήριο πρέπει να είναι η «αποδοχή της ελληνικής παιδείας», ο ίδιος ο ελληνικός πολιτισμός, αυτό που λέμε να νοιώθει κανείς ως Έλληνας με την ιστορικότητα της έννοιας. Σε αυτό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και το κριτήριο που εισφέρει ο Γερμανός νομικός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, δηλαδή το κριτήριο του «συνταγματικού πατριωτισμού» που εκφράζεται ύστερα από αναστοχασμό για την ηθική αξία και τη δεσμευτική της σημασία για την ατομική αυτοτέλεια, ευρύτερα δε με την αποδοχή της κάθε συγκεκριμένης κρατικής οντότητας, των συνταγματικών αξιώσεών της και των εθνικών προτεραιοτήτων της. Έτσι, υπήκοος μπορεί να γίνεται, όποιος ενσωματώνει τέτοιες αρχές και αντιλήψεις σε βάθος χρόνου και όχι καιροσκοπικά ή υστερόβουλα επιδερμικά. Όποιος βιώνει τις αξίες και την ιστορικότητα της χώρας. Εάν έχει αυτά τα στοιχεία, δεν είναι απαραίτητο να προβαίνουμε σε αυτόματους ή απόλυτους αποκλεισμούς, ούτε να δαιμονοποιούμε το φαινόμενο. Ούτε όμως από την άλλη να αποδεχόμαστε μια διαδικασία τυχαιότητας, με την έννοια ότι, όποιος τυχαίνει να κάνει αίτηση, αποκτά την ελληνική ιθαγένεια. Υπάρχουν ευρωπαϊκές έννομες τάξεις που πριν από εμάς αντιμετώπισαν το πρόβλημα αυτό.

 

Να θυμίσω ότι στην προηγούμενη δεκαετία είχαμε πολλαπλασιασμό του πληθυσμού στην πλειοψηφία των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, σε ποσοστά 10 % και πάνω, δηλαδή είχαμε αυξήσεις πληθυσμού μέσω της χορήγησης της υπηκοότητας είτε σε κατοίκους παλιών αποικιών, είτε στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας πολιτικής με τους λεγόμενους δεύτερης ή τρίτης γενιάς μετανάστες. Έτσι και εδώ στη χώρα μας, με βάση τις εμπειρίες αυτές των ευρωπαϊκών χωρών, πρέπει να διαχωρίσουμε στο νομικό πλαίσιο την απαίτηση χορήγησης υπηκοότητας σε αυτούς που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, σπούδασαν και εργάζονται στην Ελλάδα, ως παιδιά μεταναστών, τα οποία πρέπει να έχουν μια διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με τους πρωτοεισερχόμενους μετανάστες. Στους τελευταίους θα έπρεπε να ενδυναμωθεί το κριτήριο της νομιμότητας, θα προϋποτίθεται δηλαδή να έχουν εισέλθει νόμιμα.

 

Νοητή θα πρέπει να είναι η χορήγηση υπηκοότητας με πρόσθετα κριτήρια και στις περιπτώσεις των μεταναστών, οι οποίοι εισήλθαν μεν παράνομα ή αδυνατούσαν να εισέλθουν νόμιμα λόγω δυσκαμψίας ή αυστηρότητας του τότε ισχύοντος νομικού καθεστώτος και νομιμοποιήθηκαν εκ των υστέρων.

 

Πάντως, κατά την προσωπική μου άποψη, πρέπει να έχουμε κριτήρια διαφορετικών ταχυτήτων, για να επιφυλάξουμε στη χώρα μας το δικαίωμα χορήγησης υπηκοότητας υπό συνθήκες και όρους που δεν θα αλλοιώσουν την έννοια της ελληνικής εθνικής αντίληψης, όπως διαμορφώνεται ιστορικά με αναφορά στην κλασσική αντίληψη των «μετεχόντων της ελληνικής παιδείας».

ΠτΘ: κ. Δαλακούρα, σας ευχαριστούμε πολύ.
Θ.Δ.: Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Σαφέστερες στοχεύσεις και σε ποινικό επίπεδο

ΠτΘ: Σε επίπεδο ποινικό ποια θα πρέπει να είναι η αντιμετώπισή τους;
Θ.Δ.: Πρέπει να έχουμε σαφέστερες στοχεύσεις και σε αυτό το επίπεδο. Εσχάτως, με τον νόμο 3972/2009 που ψηφίστηκε μέσα στο Καλοκαίρι διαμορφώσαμε ένα πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο για την ποινική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης. Ένα πλαίσιο, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η κακουργιοποίηση των μέχρι τότε πλημμεληματικών πράξεων. Αυτό σε πρώτη ανάγνωση μας οδηγεί στην σκλήρυνση μιας αντεγκληματικής πολιτικής, δηλαδή λέμε είναι σοβαρό το αδίκημα και έχει και εθνική χροιά, άρα το εξυψώνουμε σε κακούργημα και έτσι δείχνουμε στο φαίνεσθαι της νομοθετικής πολιτικής ότι σκληραίνει η στάση μας και ότι αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα το συγκεκριμένο αντικείμενο. Όμως μια δεύτερη ανάγνωση αποδεικνύει ότι είναι λάθος η γενομένη κακουργιοποίηση. Πρώτον, γιατί το φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης δεν έχει αποκλειστικά ποινική απαξία, δεν αντιμετωπίζεται δηλαδή αποκλειστικά με το όχημα του ποινικού δικαίου. Το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να λύσει τέτοιου είδους μαζικά κοινωνικά ζητήματα, δεν είναι δηλαδή οδοστρωτήρας και ούτε μπορούμε να του φορτώνουμε αποστολές, οι οποίες έχουν άλλου είδους χαρακτηριστικά. Δεύτερον, γιατί σε πρακτικό επίπεδο αυτή η κακουργιοποίηση έχει οδηγήσει σε πολλές δυσλειτουργίες : Όσο τα εγκλήματα αυτά ήταν πλημμελήματα, δικάζονταν με την αυτόφωρη διαδικασία και μέσα σε τρεις έως πέντε μέρες είχε τελειώσει η διαδικασία των συγκεκριμένων ανθρώπων και είχαμε ορατά αποτελέσματα.

 

Ταυτόχρονα αποφεύγαμε και την επιβολή προσωρινής κράτησης. Σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό προσωρινά κρατουμένων είναι όλοι αυτοί που λόγω των κακουργημάτων της λαθρομετανάστευσης οδηγούνται στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων μέσα σε διάστημα έξι έως δεκαοκτώ μηνών και άρα έχουμε σώρευση στις φυλακές τέτοιων προσωρινά κρατουμένων. Ύστερα, με την αυτόφωρη διαδικασία η επιβάρυνση ήταν μικρότερη και δεν οδηγούνταν στα τριμελή εφετεία κακουργημάτων, όπου η σώρευση των υποθέσεων είναι τεράστια πλέον και δημιουργεί μια αγχώδη προσπάθεια αποτροπής της αρνησιδικίας. Δεν είναι δυνατόν οι εφέτες δικαστές να αντιμετωπίζουν τη σωρεία των υποθέσεων αυτών. Με την νομοθετική επιλογή του καλοκαιριού αυξήσαμε την ύλη του εφετείου. Το ερώτημα είναι αν αυτό είναι αποτελεσματικό σε βάθος χρόνου. Η πράξη αποδεικνύει ότι με την αυτόφωρη διαδικασία, όσο ήταν πλημμελήματα, οι ποινές ήταν ίδιες ή και αυστηρότερες. Διότι ο κάθε μεταφερόμενος αλλοδαπός επέσυρε και μία ποινή στον μεταφορέα, δηλαδή αν κάποιος μετέφερε τριάντα άτομα επιβαλλόταν σε βάρος του μια ποινή βάσης και προστίθονταν σε αυτή άλλες 29 ποινές για να έχουμε μια συνολική ποινή που έφτανε συνήθως τα οκτώ ή δέκα ή και παραπάνω χρόνια.

 

Με τα κακουργήματα βάλαμε το πλαίσιο είτε από πέντε έως δέκα χρόνια, είτε από δέκα έως είκοσι χρόνια και κατ’ αποτέλεσμα – με ένα ελαφρυντικό – έχουμε τις ίδιες ποινές. Τέλος, στην αυτόφωρη διαδικασία λυνόντουσαν πιο γρήγορα πολλά επιμέρους ζητήματα, όπως η απόδοση των κατασχεθέντων, η τύχη του αυτοκινήτου ή άλλου κ.λ.π. Όλα τα ζητήματα της διαχείρισης αυτών των παράπλευρων ζητημάτων σήμερα φορτώνονται στα δικαστικά συμβούλια, επιβαρύνοντας έτσι περισσότερους φορείς. Συνεπώς, η κακουργιοποίηση των πράξεων αυτών αποτελεί δείγμα μιας νομοθέτησης «του φαίνεσθαι» με πρόσκαιρα χαρακτηριστικά. Πρέπει να βλέπουμε όλες τις επιμέρους πτυχές για να μην έχουμε εν τέλει επιβάρυνση και δυσχέρανση της απονομής της δικαιοσύνης.

ΠτΘ: Λαμβάνονται μέτρα ώστε αυτός ο νόμος να αλλάξει;

Θ.Δ.: Ο νόμος συνεχίζει να ισχύει. Τα ζητήματα είναι εντελώς ανοιχτά. Το τι θα γίνει στις νέες Επιτροπές και τι θα αποφασισθεί, θα ανακοινωθεί από το υπουργείο και θα φανεί κατά πόσο θα υπάρχουν και σε αυτά τα ζητήματα λύσεις. Αυτή την περίοδο προτάσσονται θέματα ενός ειδικότερου εξορθολογισμού της ποινικής δικαιοσύνης μέσα από νέους θεσμούς ή μέσα από την αναμόρφωση γνωστών διαδικασιών και τη συμπλήρωση διατάξεων.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.