Χειροκροτηθηκε θερμα η «Φαυστα» στην πρεμιερα

Θερμή ήταν προχθές το βράδυ η παρουσία και η συμμετοχή του κοινού στην πρεμιέρα της παράστασης «Φαύστα» που ανεβάζει στη θερινή του παραγωγή το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής.

Το γνωστό έργο του Μποστ – γράφτηκε σε στιγμή κεφιού όπως ομολόγησε ο συγγραφέας το 1964, ένα χρόνο μετά τη συγγραφή – είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο με αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό που είχε εκτυλιχθεί στο Κερατσίνι.
Ένα αξιόλογο επιτελείο ηθοποιών κι ένα πολύ καλό κλίμα συνεργασίας, όπως αποτυπώθηκε στην πρεμιέρα, έφεραν στο κοινό της Κομοτηνής μια δροσερή παράσταση με το ιδιαίτερο χιούμορ και το σαρκαστικό ύφος του Μποστ, που αντάμωσε την επινοητικότητα της ομάδας, δηλαδή των συντελεστών της παράστασης που επέλεξαν να παρεμβάλουν γεγονότα της επικαιρότητας με αναφορές στους παλαιστινίους, τη Ναμπλούζ, τα πυρηνικά απόβλητα, τον Ειρηναίο.

Οι πληροφορίες για την πολιτική επικαιρότητα έρχονται στους θεατές μέσα από το δωδεκαετές ταξίδι που κάνει το Ριτσάκι, η κόρη της Φαύστας και του Γιάννη, η οποία μέσα από την κοιλιά ενός κήτους πραγματοποιεί μια διαδρομή στο χώρο και το χρόνο, τα ιστορικά γεγονότα και αντιλαμβάνεται τις εξελίξεις και τα πολιτικά παιχνίδια ανά τον πλανήτη. Το κήτος που φιλοξενεί το Ριτσάκι θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένα μοναστήρι ή ένα ιδιωτικό κλειστό εκπαιδευτήριο του εξωτερικού όπου το κορίτσι κλείνεται για να «εκπαιδευτεί», μόνο που μαθαίνει πολύ περισσότερα από ό,τι σ’ ένα σχολείο. Η εκπαίδευση πάνω στην «αρετή του σώματος», την οποία θα επιθυμούσε η Φαύστα για την κόρη της, όπως ομολογεί, μετατράπηκε σε εκπαίδευση με πολιτικό περιεχόμενο μια και το Ριτσάκι έμαθε τη βασική αρχή του κοινωνικού συστήματος που είναι ότι «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», το οποίο ενίοτε το τρώνε και οι γάτοι, όπως συνέβη με τη Ρίτσα που εξελίχθηκε σε μεζέ διαρκείας. Η Χαρούλα Σμύρου πλησιάζει πολύ καλά τη νεαρά απολεσθείσα κόρη, χάρη και στην ευκινησία που διαθέτει και απαιτείται για το ρόλο. Στην πρώτη της εμφάνιση θυμίζει την Αλίκη Βουγιουκλάκη να τραγουδάει το «Τράβα μπρος», αν και ο Κολλιόπουλος δεν χρειάζεται μυωπικά γυαλιά όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (πατέρες και οι δυο για τις ανάγκες του ρόλου) αλλά πατρική συνείδηση.

Η Ελένη Κρίτα είναι μια πετυχημένη Φαύστα με το ανάλογο ύφος, που συγκλονίζεται μόνο από υποθετικά γεγονότα, όπως η πιθανότητα ένας αλβανός να χτυπάει την πόρτα της και να απειλεί τη ζωή της.

Το σκηνικό ανοίγει στους θεατές μια ενδιαφέρουσα πύλη στο παραμύθι που δημιούργησε ο Μποστ με την ευφάνταστη ιδέα του σκηνογράφου Ανδρέα Σαραντόπουλου να δημιουργήσει ένα ενυδρείο – σπίτι. Το ενυδρείο που είναι ένας άλλος κόσμος παραπέμπει στο νερό, κομμάτι του εαυτού μας, του σώματός μας, πηγή ζωής. Ταυτόχρονα λειτουργεί ως ένας καθρέφτης που είτε αντανακλά τη ζωή μιας οικογένειας στο κοινό είτε όσοι περικλείονται στο σκηνικό του καθρέφτη βλέπουν μέσα από αυτόν τη ζωή όπως τη θέλουν. Παράδειγμα, η απίστευτα αδιάφορη στάση της Φαύστας όταν συνειδητοποιεί ότι χάνεται το παιδί της και κάνει σαν να μη συνέβη τίποτε.

Ο Αλέκος Κολλιόπουλος είναι έξοχος στο ρόλο του Γιάννη (σύζυγος της Φαύστας) από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται με μια απόχη στη σκηνή δηλώνοντας ότι επιστρέφει από το ψάρεμα, έχοντας χάσει την κόρη του! Αναζητώντας το Ριτσάκι, θυμίζει αυτούς που καθαρίζουν με απόχη τις οργανωμένες ακτές από τις γόπες και τα σκουπιδάκια.

Ενδιαφέρουσα και λειτουργική η παρουσία της κούνιας στη σκηνή, η οποία παραπέμπει στον κήπο μιας αστικής ή μεσοαστικής οικογένειας του ’60, αλλά και θυμίζει τη γνωστή έκφραση «κούνια που μάς κούναγε».

Πολύ καλή η μουσική του Γιώργου Μπουντουβή που παραπέμπει άλλοτε σε οπερέτα, άλλοτε σε μιούζικαλ με κομμάτια σουίνγκ και ροκ, περιλαμβάνει τη τζαζ αλλά και την κλασική στο σύντομο «ρέκβιεμ» για το Ριτσάκι.

Η υπηρέτρια Μαριάνθη (Άννα Σιταρίδου) ενσαρκώνει τη φωνή της λογικής καθώς οι παρατηρήσεις της, αν και ανόητες στο πρώτο άκουσμα, είναι χρήσιμες. Συμβουλεύει, για παράδειγμα, το Ριτσάκι να πλυθεί, να κάνει απολέπιση, να κάνει μάσκα, να βάλει χένα, μετά από 12 χρόνια στο κήτος, δηλαδή να προσαρμοστεί στο παρόν, συμβουλή που θα αποδεικνυόταν πολύτιμη αν την είχε ακούσει το Ριτσάκι γιατί τότε δε θα την έτρωγαν οι γάτοι, καθότι είχε «ποτίσει το δέρμα της επί δεκαετία» ψαρίλα. Το Ριτσάκι βέβαια επιλέγει την ψαρίλα, δηλαδή τον δικό της κόσμο των ανοιχτών οριζόντων, ίσως γι’ αυτό δεν μπορεί να ενταχθεί στο σύστημα της «καθαρής» κοινωνίας.

Εύστοχα οι συντελεστές της παράστασης ενσωματώνουν και στοιχεία από την τοπική επικαιρότητα στην παράσταση, όπως το «οι τοπικοί μας άρχοντες ψαρεύουν στη Μαρώνεια»… ψάρια, ψήφους, κάτι άλλο ίσως;

Ενδιαφέρουσα και γοητευτική η παρουσία του Φιλοποίμην Ανδρεάδη στο ρόλο του κ. Ιατρού, ο οποίος με την πρώτη εμφάνιση θυμίζει λίγο τον Χορν στο «Αλίμονο στους νέους» για να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τύπο μιας άλλης εποχής που ασκεί – σαρκαστικά – κριτική σε συντηρητικά άτομα με απολυταρχικό ταμπεραμέντο. Μαζί με τη σύζυγό του (Μαρία Μπενάκη) έρχονται να ζητήσουν σε γάμο το Ριτσάκι για λογαριασμό του γιου τους. Αποτέλεσμα της ψυχοσύνθεσης του πατέρα ο γιος (Γεράσιμος Ντάβαρης), ο οποίος έχει επίσης ανατραφεί μέσα σε κήτος, μόνο που είναι αρκετά διαφορετικός από το Ριτσάκι. Με ένα laptop στην αγκαλιά ενημερώνει για τα τρέχοντα γεγονότα, από διαφορετική οπτική γωνία από τη Ρίτσα, γι’ αυτό κι επιβιώνει.

Η Μαρία Παπαδοπούλου στο ρόλο της αφηγήτριας μαζί με τον έτερο αφηγητή Γεράσιμο Ντάβαρη περιγράφουν εύστοχα την ανεργία, τα ΜΜΕ, την αστυνομία, την ακρίβεια, την παιδεία, ακόμη και την κρίση που περνά το επάγγελμα του ηθοποιού.

Η ανορθόγραφη γραφή του Μποστ αντάμωσε εύστοχα με το χιούμορ του σκηνοθέτη Δημήτρη Παπασταμάτη που κατάφερε να κινηθεί αξιοπρεπώς και με ενδιαφέροντα τρόπο στον τομέα της ψυχαγωγίας και του πολιτικού λόγου.

Μαρία Αμπατζή

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.