«Αναπτυξιακα κινητρα ανα ζωνες για συγκεκριμενα προιοντα»

Μια ευρεία συζήτηση γύρω από τα τρόφιμα, τους ελέγχους που γίνονται από τους αρμόδιους οργανισμούς, τις χημικές ουσίες που υπάρχουν στα προϊόντα, τους κινδύνους από τα φυτοφάρμακα φιλοξένησε το «Παράθυρο με θέα το διάλογο» του ραδιοφωνικού ΠτΘ. Καλεσμένος ο Δάνος Σεργκελίδης, διδάκτωρ της Κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον Τομέα της Υγιεινής των Τροφίμων και επιθεωρητής τροφίμων στη Διεύθυνση Κτηνιατρικής Ροδόπης.

Ο κ. Σεργκελίδης υποβάλλει την πρόταση να δημιουργηθούν ζώνες προϊόντων με συγκεκριμένα κίνητρα για να μπορέσουν ν’ αναπτυχθούν στην περιοχή μονάδες που σχετίζονται με τη βιομηχανία τροφίμων.

Μια φορά κι έναν καιρό ο άνθρωπος

Για τους ρυθμούς εργασίας που προσδιορίζουν εν πολλοίς το είδος της διατροφής που κάνουμε ο κ. Σεργκελίδης κάνει μια αναδρομή στις διατροφικές συνήθειες του ανθρώπινου είδους. «Ανάλογο με τα ωράρια εργασίας είναι και το είδος της διατροφής μας. Ο άνθρωπος στην εξέλιξη της δημιουργίας δούλευε αποκλειστικά για να παράγει την τροφή του, κυνηγώντας και καλλιεργώντας τη γη. Συν τω χρόνω όμως άρχισε να αναπτύσσεται, να δημιουργεί πολιτισμό, να κάνει εμπόριο. Έτσι, αρχίζει να επιμερίζεται η κοινωνία σε διάφορες τάξεις και επαγγέλματα. Αυτοί που τα ασκούν δουλεύουν για να βγάλουν το φαγητό τους χωρίς να είναι κτηνοτρόφοι ή κυνηγοί ή αγρότες. Αρχίζει επομένως μια διαφοροποίηση στον τρόπο της παραγωγής και της διατροφής.

Στη σημερινή εποχή, οι λίγοι ασχολούνται με την αγροτική οικονομία για να παράγουν τα τρόφιμα για τους περισσότερους, που ασχολούνται με διάφορες άλλες δουλειές. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε ν’ αυξηθεί η συντηρησιμότητα του τροφίμου, ώστε να μπορούν να μεταφερθούν από τη μια περιοχή στην άλλη. Η κατάσταση για την οποία συζητούμε σήμερα είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Σίγουρα γίνονται προσπάθειες βελτίωσης αλλά δε θα πρέπει να παραβλέπουμε κάποια πράγματα. Δε μπορεί να απαιτούμε να τρώμε μπανάνες στην Κομοτηνή και μάλιστα σε χαμηλή τιμή. Δεν είναι δυνατόν ν’ απαιτούμε να τρώμε πορτοκάλια στον Καναδά ή σολομό στην Ελλάδα.

Από τη στιγμή που δε μπορούμε ν’ αλλάξουμε αυτό το καθεστώς πρέπει να δούμε ποιους συμβιβασμούς μπορούμε να κάνουμε και μέχρι ποιο βαθμό αυτοί οι συμβιβασμοί είναι δυνατόν να γίνουν χωρίς να διαταραχθεί η δυνατότητα της μετακίνησης των προϊόντων».

Για τον κ. Σεργκελίδη η επιλογή μας δεν έγκειται μόνο στο τι τρώμε αλλά και στο πώς θα το συντηρήσουμε. Φέρνει ως παράδειγμα τα αλλαντικά για να δείξει για ποιο λόγο στο παρελθόν αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία. «Τα αλλαντικά αέρος γίνονταν εδώ και χρόνια αλλά πέθαιναν οι άνθρωποι, μέχρι να διαπιστώσουν ότι υπήρχε ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος από ένα σπορογόνο, αναερόβιο, παθογόνο βακτήριο, το οποίο παράγει μια ισχυρότατη τοξίνη που σκότωνε.

Με την πρόοδο της επιστήμης διαπιστώθηκε ότι τα νιτρικά και τα νιτρώδη άλατα μπορούν ν’ αναστείλουν την ανάπτυξη αυτού του μικροοργανισμού κι έτσι η προσθήκη του σε κάποιες ποσότητες που είναι μικρότερες του 0,150 ppm σώζουν από αυτό τον κίνδυνο. Θα έμπαινε κάποιος στον πειρασμό αυτή τη στιγμή να δεχθεί να καταργηθεί η προσθήκη των νιτρωδών και των νιτρικών στα αλλαντικά αέρος και ν’ αποφασίσει όσοι πεθάνουν πέθαναν ή ότι δε θα ξαναφάμε τέτοια αλλαντικά;»

Ποιότητα κι αισθητική

Η επιστήμη είναι αρωγός στους ελέγχους ποιότητας των τροφίμων που καταναλώνουμε κι αυτή είναι ίσως η μοναδική διασφάλιση του καταναλωτή που τον βάλλει ένα πλήθος από ετικέτες. «Η παραγωγή των τροφίμων είναι πολύ πιο αυστηρή στα σημερινά χρόνια. Είναι πολύ πιο διαφορετικός ο σημερινός τρόπος παραγωγής των γαλακτοκομικών και των τυροκομικών προϊόντων από αυτόν των περασμένων ετών. Κάποτε παρήγαγαν αυτά τα προϊόντα χωρίς την παστερίωση, χωρίς τη δυνατότητα ψύξης, χωρίς να γνωρίζουν τους κανόνες της ορθής υγιεινής πρακτικής που εφαρμόζονται σήμερα. Αρχίζει πλέον να μειώνεται η περίπτωση των κρουσμάτων βουρκέλωσης, βασική αιτία πρόκλησης της οποίας ήταν η κατανάλωση ανώριμων τυριών και ακατάλληλα παρασκευασμένων. Μικροβιολογικά, οι κίνδυνοι από βακτήρια περιορίζονται σε πολύ σημαντικό βαθμό».

Ο κ. Σεργκελίδης ενημερώνει, όμως, ότι δημιουργούνται νέοι παθογόνοι μικροοργανισμοί, τους οποίους διαρκώς η επιστήμη επιχειρεί ν’ αντιμετωπίσει.

Θεωρεί μεγαλύτερο πρόβλημα το γεγονός ότι σαν καταναλωτές ψωνίζουμε βιαστικά από τα ράφια των μάρκετ, με κριτήρια αισθητικής και όχι ανάγκης. Δίνει ένα παράδειγμα όπου η «αισθητική» προσκρούει στην υγιεινή. «Δε θ’ αγοράζατε ποτέ μια μαρμελάδα την οποία θα βλέπατε να μοιάζει με τη σπιτική, δηλαδή μια μαρμελάδα φράουλα να γίνεται καφέ και μαύρη. Ενώ όμως αν τη βλέπατε σ’ ένα ράφι δε θα την αγοράζατε, θα πρέπει να ξέρετε ότι δεν περιέχει καμία χρωστική. Το ότι γίνεται σκούρη οφείλεται στο γεγονός ότι καραμελοποιούνται τα σάκχαρα, όπως ακριβώς στη σπιτική. Το αντίθετο σημαίνει ότι υπάρχουν πρόσθετα αντιοξειδωτικά, πηκτικά, χρωστικές, μέσα οξίνησης».

Αντιβιοτικά στα ζώα

Το δημοσίευμα του «Βήματος» της Κυριακής για τα «τρόφιμα – δολοφόνους» έκανε λόγο για επικίνδυνα αντιβιοτικά για τη δημόσια υγεία, τα οποία ανιχνεύθηκαν σε χοιρινό κρέας στην Ελλάδα. Ο Δάνος Σεργκελίδης εξηγεί ότι «τα αντιβιοτικά χορηγούνται με σκοπό αφενός μεν σε κάποια στάδια της ζωής των ζώων ν’ αποτελέσουν ένα επιπλέον όπλο παθητικής ανοσίας, αφετέρου δε αποτελούν αυξητικούς παράγοντες». Η χρήση των αντιβιοτικών για τη διατροφή των ζώων έχει συγκεκριμένο λόγο. «Χορηγούνται μόνο για την καταπολέμηση ασθενειών. Φαρμακευτικές ουσίες δε δίνονται παρά μόνο με συνταγή γιατρού, ο οποίας σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο πρέπει να είναι ο επίσημος κτηνίατρος της κάθε μονάδας. Η κτηνοτροφική μονάδα δε μπορεί να έχει αποθέματα φαρμάκων παρά μόνο για ένα – δύο ζώα. Επίσης, πρέπει να τηρείται κι ένα βιβλίο όπου θα καταγράφεται σε ποιο ζώο χορηγήθηκε το φάρμακο, πότε και αν πριν πάει στη σφαγή έχουν τηρηθεί οι χρόνοι αναμονής για να μεταβολιστεί το φάρμακο».

Έλεγχοι

Μια κτηνοτροφική μονάδα με μικρό αριθμό ζώων έχει την υποχρέωση να τηρεί τις παραπάνω προϋποθέσεις, αλλά δεν είναι πάντα τόσο εύκολο αν αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τις αποστάσεις κάποιων ορεινών χωριών της Ροδόπης από την Κομοτηνή και τις δύσκολες συνθήκες πρόσβασης. Ο κ. Σεργκελίδης παραπέμπει και στους κατά τόπους ελεγκτικούς μηχανισμούς που πραγματοποιούν ελέγχους με τη λήψη ιστών από τα ζώα. Με την ιδιότητα του κτηνιάτρου – επιθεωρητή τροφίμων στη Διεύθυνση Κτηνιατρικής Ροδόπης γνωρίζει ότι οι έλεγχοι δε γίνονται όπως θα έπρεπε, γιατί: «Στοιχίζουν πάρα πολύ οι εξετάσεις και θα επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό τον κρατικό προϋπολογισμό έλεγχοι μεγαλύτερης εμβέλειας από τους τωρινούς κι επιπλέον απαιτείται περισσότερο προσωπικό για να γίνουν».

Η διαφορά ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την ελληνική κτηνοτροφία έγκειται μεταξύ άλλων και στο μέγεθος των μονάδων, το οποίο μπορεί ν’ αποτελέσει και συγκριτικό πλεονέκτημα με την προϋπόθεση να δίναμε μια συντονισμένη φροντίδα. «Η επιστημονική υποστήριξη είναι άκρως απαραίτητη αλλά είναι ανεπαρκής. Οι έλεγχοι γίνονται αλλά δεν έχουμε σαφέστατη εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα γι’ αυτό και βρισκόμαστε πολλές φορές σε αδυναμία ν’ αποδείξουμε ότι η κτηνοτροφία μας ή τα προϊόντα που παράγουμε είναι υγιεινά. Για παράδειγμα, ενώ δεν είχαμε κανένα κρούσμα της νόσου των τρελών αγελάδων στην Ελλάδα αυτό δεν αρκούσε στις ευρωπαϊκές επιτροπές, γιατί δεν κάναμε ελέγχους των εγκεφάλων, του παθολογικού υλικού των επικίνδυνων ιστών. Το επιχείρημα των ευρωπαίων ήταν ότι εισάγουμε από αυτούς ζωντανά ζώα τα οποία σφάζουμε. Πολλά ζώα προήλθαν από εκτροφές που έπασχαν από αυτή την ασθένεια».

Ελληνοποίηση ζώων

Κατά καιρούς γίνεται λόγος για τις εισαγωγές κρεάτων από τη Ρουμανία. Πρόκειται για εισαγωγή ζωντανών ζώων τα οποία παχύνονται στην Ελλάδα ή σφάζονται άμεσα. «Υπάρχει ένα καθεστώς ελέγχου. Έρχονται με συνοδευτικά πιστοποιητικά τα οποία απαιτούνται από την ελληνική νομοθεσία. Όσον αφορά τις ασθένειες που φέρουν και τη διατροφή τους είμαστε καλυμμένοι με πιστοποιητικά. Υπόκεινται στους ίδιους ελέγχους με τα ζώα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα. Το πρόβλημα δεν εστιάζεται επομένως στην υγιεινή τους αλλά στην εξαπάτηση του καταναλωτικού κοινού. Γιατί αγοράζονται σε πολύ χαμηλές τιμές και η ελληνοποίησή τους τα κάνει να έρχονται σε τιμή ανταγωνιστική με τα ελληνικά προϊόντα, να μένουν τα δικά μας απούλητα, να έχουμε φοροδιαφυγή και όλα τα παραλειπόμενα.

Επομένως το ζήτημα είναι η εξαπάτηση του ελληνικού κοινού και η πρόκληση προβλημάτων στην αιγοπροβατοτροφία, γιατί στη βοοτροφία ούτως ή άλλως είμαστε ελλιπέστατοι». Στην περιοχή γνωρίζουμε ποια ζώα έρχονται και ποια είναι η προέλευσή τους, διαβεβαιώνει ο κ. Σεργκελίδης. «Έχουν σφραγιστεί όλα όπως έπρεπε. Έχει ελεγχθεί μέχρι και το τελευταίο τιμολόγιο σφαγείων από ζώα που ήρθαν σφαγμένα».

Ο καταναλωτής βέβαια δε γνωρίζει την προέλευση του ζώου. «Είναι ένα προϊόν μη συσκευασμένο κι επισημασμένο. Όταν ένα σφάγιο 300 κιλών φέρει επάνω του 5 – 6 σφραγίδες κι ένα καρτελάκι που μπορεί να αφαιρεθεί μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Το σοβαρό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τα ελληνικά είναι υγιεινότερα ή γευστικότερα από τα ξένα».

Για τον κ. Σεργκελίδη είναι σαφές ότι «αν δε γίνει ανταγωνιστική η ελληνική κτηνοτροφία δεν υπάρχει περίπτωση ο καταναλωτής να μην εξαπατάται. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να προωθεί οτιδήποτε με την ελληνική τιμή. Αν το ελληνικό γίνει ανταγωνιστικό στην τιμή δε θα τίθεται τέτοιο ζήτημα».

Οι συνθήκες μεταφοράς των ζώων είναι διασφαλισμένες, σύμφωνα με το Δάνο Σεργκελίδη, λόγω της ποιότητας του κρέατος. «Το να ταξιδέψει ένα ζώο 20 – 24 ώρες χωρίς να πιει νερό, να διατραφεί και να ξεκουραστεί σημαίνει ότι η ποιότητα του κρέατος που θα παράγει θα είναι υποβαθμισμένη αλλά από την άλλη θα έχουμε και απώλειες, με την έννοια ότι πολλά από αυτά θα πεθάνουν. Τα φροντίζουν στο βαθμό που είναι εκπαιδευμένοι και στο βαθμό που τα οχήματα μεταφοράς καλύπτουν αυτές τις προδιαγραφές. Μέρα με τη μέρα οι συνθήκες βελτιώνονται».

DDT και διοξίνες

Το διάσημο στο παρελθόν φυτοφάρμακο DDT βάσει ερευνών έχει βρεθεί σε υπολείμματα στον οργανισμό διαφόρων αγροτών παρά το ότι έχει απαγορευθεί από το 1970 στη χώρα μας. Ο Δάνος Σεργκελίδης ανοίγει το ζήτημα των τοξικών καταλοίπων και του πώς μεταβολίζονται στο περιβάλλον. «Είναι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται είτε άμεσα είτε έμμεσα στην παραγωγή των τροφίμων. Μάς ενδιαφέρει η δυνατότητα του περιβάλλοντος να τις αφομοιώσει, να τις αλλάξει, να τις αποσυνθέσει. Σε ορισμένες περιοχές όπου ήταν έντονο το πρόβλημα της ελονοσίας χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα, αν και ήταν γνωστό ότι ήταν καρκινογόνο. Είχε τεθεί το ερώτημα ‘ελονοσία που οδηγεί στο θάνατο σε νεαρές ηλικίες κάποιους πληθυσμούς ή απαλλαγή άπαξ και δια παντός με κάποιες συνέπειες;’ Όλα είναι θέμα συμβιβασμών» παρατηρεί ο κ. Σεργκελίδης σε σχέση με το DDT. Παρά την απαγόρευσή του υπήρξαν και άλλα φυτοφάρμακα τα οποία θεωρούνται λιγότερο επικίνδυνα. «Αν και απαγορεύτηκε από το 1970 και η απαγόρευση ίσχυσε σίγουρα από το 1980 κι έπειτα αυτά τα κατάλοιπα υπάρχουν. Έχει περάσει στο έδαφος και δύσκολα αποδομείται» σημειώνει ο κ. Σεργκελίδης.

Μιλώντας για τις διοξίνες, με αφορμή τον πρόσφατο εντοπισμό τους σε κάποια προϊόντα, παρατηρεί ότι ορισμένες φορές γίνεται μεγέθυνση του προβλήματος. «Η παρουσία διοξίνης σ’ ένα τρόφιμο δε σημαίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος. Ο αποκλεισμός αυτών των τροφίμων από την παραγωγή επιβάλλεται. Όταν όμως φτάσουμε σ’ ένα βαθμό ισοπέδωσης των πάντων που οδηγεί σε μείωση της παραγωγής των τροφίμων προχωρούμε σε άλλες καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να είναι και χειρότερες».

Ζώνες προϊόντων με κίνητρα

Αν και ζούμε σε αγροτική περιοχή πολλά από τα γαλακτοκομικά προϊόντα που παράγουμε προέρχονται από την Κεντρική και τη Νότια Ελλάδα. Η προοπτική να δημιουργηθούν μεγάλες μονάδες παραγωγής προϊόντων, αντίστοιχες της ΕΒΡΟΦΑΡΜΑ, είναι ελκυστική και ταυτόχρονα απαντά στα προβλήματα απασχόλησης μεγάλης μερίδας του πληθυσμού που δεν έχει τίτλους σπουδών αλλά έχει εμπειρία από την κτηνοτροφία και αγάπη για το περιβάλλον και την παράδοση. Για το Δάνο Σεργκελίδη είναι ένα καλό ζήτημα – πρόκληση για να το προσεγγίσουν τα εδώ επιμελητήρια. «Το μεγαλύτερο ποσοστό των παραγομένων τροφίμων στον πρωτογενή τομέα βρίσκεται στη Βόρεια Ελλάδα, οι μεγαλύτερες βιομηχανίες παραγωγής τροφίμων βρίσκονται στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Αυτό σημαίνει ότι τα αναπτυξιακά κίνητρα που δόθηκαν σ’ αυτές τις επιχειρήσεις για να εγκατασταθούν στη δική μας περιοχή δεν ήταν αρκετά για να τούς πείσουμε να κάνουν εδώ τα εργοστάσιά τους. Ίσως σ’ ένα επόμενο αναπτυξιακό νόμο θα πρέπει να εξετάσουμε αναπτυξιακά κίνητρα ανά ζώνες που ν’ αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να δοθούν επιπρόσθετες μονάδες στις βιομηχανίες τροφίμων που θα εγκατασταθούν από το Στρυμόνα και βορειότερα. Με την ανάλογη ανάπτυξη οδικού δικτύου θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τον πυρήνα ανάπτυξης μιας κτηνοτροφίας που φθίνει στην περιοχή. Όταν το παραγόμενο στην Ελλάδα γάλα δε μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της χώρας και τις τουριστικές μία ανάπτυξη ακόμη και στο διπλάσιο στην παραγωγή του κρέατος δε θα προκαλούσε τους ευρωπαίους ενώ ταυτόχρονα θα διπλασίαζε το εισόδημα των ανθρώπων που ασχολούνται με την κτηνοτροφία».

Ειδικά για τα ορεινά της Ροδόπης όπου παρατηρείται έντονο πρόβλημα ανεργίας και μετακίνησης των πληθυσμών είναι μια ευκαιρία να αρθούν οι κοινωνικοί αποκλεισμοί με κινήσεις ουσιαστικές κι όχι με κινήσεις πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Για τον κ. Σεργκελίδη η βασικότερη υποδομή που απαιτείται στην παραγωγή των τροφίμων είναι η μεταφορά τους, όπου εστιάζεται και το κόστος. Ένας παραγωγός βιολογικού προϊόντος, το οποίο έχει μικρό χρόνο ζωής έχει πρόβλημα με την έγκαιρη διάθεσή του, επομένως δύσκολα αποφασίζει να το επιλέξει. «Η Βοιωτία, η Αττική, η Φωκίδα, η Αργολίδα, η Πάτρα, περιοχές που είναι κοντά στα αστικά κέντρα, έχουν αναπτυχθεί σ’ αυτόν τον τομέα αν και είναι επιβαρημένες περιβαλλοντικά. Βρίσκονται όμως κοντά στις αγορές των προϊόντων. Επομένως θα πρέπει να αναζητήσουμε κίνητρα, ώστε να υπάρχει ένα φορτηγό που θα ξεκινά από την Ορεστιάδα και θα κατεβαίνει να πουληθεί σε αγορές της Βόρειας Ελλάδας. Απαιτούνται διαφορετικά κίνητρα για την ανάπτυξη βιομηχανιών τροφίμων, οι οποίες βοηθούν και στην αειφορία».

Προς αυτή την κατεύθυνση κάνει λόγο για την απουσία ινστιτούτων. «Θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να υπάρχει ένα ινστιτούτο γάλακτος γιατί αντιμετωπίζουμε συνεχώς τις προκλήσεις αν η φέτα είναι ελληνική ή δανέζικη. Να γίνουν ινστιτούτα κρέατος τα οποία να αποδεικνύουν ότι τα ελληνικά κρέατα είναι ασφαλή. Πλησιάζει το 2005 και είμαστε ουραγοί. Έχω δει στο εξωτερικό εξαιρετικά ινστιτούτα τα οποία προβάλουν τη δική τους παραγωγή, τη βελτιώνουν, τη θωρακίζουν».

Μαρία Αμπατζή

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.