«Αλεπου, αλεπου τι ωρα ειναι;» παρελθον, παρον η μελλον;

Ένα παιδί είναι η αλεπού και τα υπόλοιπα είναι σε  γραμμή εκκίνησης λίγο πιο μακριά. Κάθε φορά τα παιδιά ρωτάνε την αλεπού «αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;», και η αλεπού απαντά με έναν αριθμό. Τα παιδιά κάνουν τόσα βήματα μπροστά,  όσα ο αριθμός. Όταν πλησιάσουν αρκετά, τότε ένα από αυτά θα πρέπει να αγγίξει την αλεπού και να τρέξουν προς τη γραμμή εκκίνησης. Όποιο παιδί πιάσει η αλεπού, αυτό παίρνει και τη θέση της. Πρόκειται για το παιχνίδι κυνηγητού με το όνομα  «αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;», που έπαιζαν οι Μικρασιάτες στον τόπο τους και φαίνεται να υπάρχει μέχρι και σήμερα στην Τουρκία. Στην Ελλάδα συναντάται με τις παραλλαγές: «Βασιλιά, βασιλιά με τα κόκκινα σπαθιά τι ώρα είναι;» και Ρολογά, ρολογά, τι ώρα είναι;». Δίνοντας τον τίτλο αυτό από το ομώνυμο παιγνίδι η Τσελεπίδου στο δεύτερο βιβλίο της, αμέσως αμέσως καταλαβαίνουμε πως βρισκόμαστε μπροστά από ένα παρόμοιο σημείο εκκίνησης ενός αέναου κυνηγητού, δηλώνοντας πως κάτι συνέχεια θα διαφεύγει. Το μόνο σίγουρο πως η Αλεπού κάθε φορά αλλάζει, και ίσως να έχει μεγαλώσει και λίγο.
 
Η πρώτη αφιέρωση της συγγραφέως μας, στον Οδυσσέα, τον πολύτροπο Οδυσσέα που σαν βγήκε στον πηγαιμό για την Ιθάκη ήταν μακρύς ο δρόμος, και στην Ελένη, την ωραία Ελένη, πάνω από τη ραψωδία Α της «Ιλιάδας για όλους αυτούς που «έτσι το βάζουνε στα πόδια για να πιάσουν γλυκιά πατρίδα, πέφτοντας στα πολύκωπα καράβια, αφανισμένοι στα ξένα, μακριά από την πατρίδα τους», προϊδεάζει αναγνωστικά για το τι θα ακολουθήσει. Η Αναστασία μαζί με τον άντρα της τον Λουκά εγκαταλείπει την Καππαδοκία, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, και η εγγονή της  κακοποιείται σεξουαλικά από τον άντρας της τον Λευτέρη, δηλώνοντας  πως η ιστορία από ατομική γίνεται συλλογική μνήμη.
 
Το παρόν βιβλίο μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση ώθησης, μεταξύ πραγματικού και μυθοπλαστικού, παραμυθιακού και μυστικιστικού, αλήθειας και ψέματος, ζωής και θανάτου. Δυο ιστορίες με κοινό παρονομαστή διαγράφονται ταυτόχρονες, σε ένα χρόνο σταματημένο αλλά και ασταμάτητο: «Πέθανε πάνω στην αλλαγή της χειμερινής ώρας. Μια ώρα πίσω. Έτσι πέθανε δυο φορές. Πέρασαν οι δείκτες πάνω από την ώρα του θανάτου της μια φορά κι ύστερα από εξήντα λεπτά ξαναπέρασαν». Αλλά και σε μια διαρκή κίνηση κειμενικών ειδών που κάνουν την εμφάνισή τους και παρεισφρέουν στο μυθιστορήμα, όπως άρθρα από εφημερίδες, ηλεκτρονικές πηγές, τραγούδια, αιτήσεις διαζυγίου, επιστολές του Βενιζέλου, κείμενα από τις συνθήκες ανταλλαγής, δηλώνοντας πως οι ανάγκες της γραφής αλλάζουν, υποκινούμενες από την μετατόπιση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος σε διαφορετικές πηγές.
 
Ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα; Οι ρόλοι  κατά πόσο και πού αλλάζουν; Γίνεται κάποιος να συγκεντρώνει και τις δυο αυτές ιδιότητες ταυτοπροσωπίας; «Την ώρα που μετρούσα τα θύματα από έναν άλλο πόλεμο που  εγώ η ίδια είχα προκαλέσει –ανθρώπους δικούς μου στους οποίους βέβαια θα ήθελα να κάνω το χατίρι, αν γινόταν, πώς να γινόταν όμως, θα έπρεπε να κοροϊδέψω, να δώσω ενώπιον Θεού και ανθρώπων έναν λόγο που δεν θα μπορούσα να κρατήσω–, ένα άλλο θύμα μιας άλλης καταστροφής απευθύνονταν σε μένα για τη σωτηρία του», ή σε άλλο σημείο του κειμένου, «ο Λευτέρης δεν ήταν πάντα ο πιο μισητός άνθρωπος του πλανήτη. Υπήρχαν φορές που γινόταν μαλακός σαν βούτυρο, γινόταν εξομολογητικός» αναφέρει η πρωταγωνίστρια του έργου. Προσθέτοντας πως η βία σωματοποιείται, η κάθε είδους βία «όπως η πείνα, η δίψα, το κατούρημα, το περπάτημα, το μαγείρεμα, το σφουγγάρισμα –ζούσε χωρίς σαματά ανάμεσά μας, καθόταν τις καθημερινές στον καναπέ και δεν σου έκανε καμία εντύπωση η παρουσία της», γίνεται καθολικό βίωμα, τραύμα και αντικείμενο υποταγής, κάνοντας σε μια αμφίδρομη κατάσταση το υποκείμενο να χάσει την ανθρώπινη υπόστασή του στον χώρο «γινόμουνα νερό, ρευστή με κατεύθυνση την αποχέτευση, ένα με την προδιαγεγραμμένη πορεία του νερού, διάφανη».  Το θύμα τρέφει πάντα την ελπίδα ότι ο θύτης μπορεί ν’ αλλάξει, γι’ αυτό δεν φεύγει. Η ελπίδα αυτή κρατάει το θύμα παγιδευμένο, γίνεται με τον καιρό άβουλο, φοβισμένο και αδιάφορο. Φρούδες ελπίδες.
 
Η κάθε ιστορία της «Αλεπούς» ηχεί διαφορετικά, ζωντανά, έντονα, λειτουργεί  αυτόνομα και συνολικά, όπως και η ίδια η γλώσσα ως πρωτογενές σύστημα σημαινόντων και σημαινομένων, λέξεων-θραυσμάτων-ηχητικών νοημάτων : « Η λέξη «αιώρα» μοιάζει με τη λέξη «χώρα» που μοιάζει πολύ με τη λέξη «τώρα» που έχει μέσα τη λέξη «ώρα», κατάληξη ανορθόγραφη της λέξης «σύνορα». Και αποδώ και αποκεί, από το ένα σημείο στο άλλο, μετατοπίζεται (;) συνεχώς η αιώρα, η χώρα, η ώρα.
 
Και μέσα σ’ αυτούς τους χαμένους κύκλους η έννοια της πατρίδας παρουσιάζεται πολύπλευρη και ως η σημαντικότερη αναζήτηση.  Πατρίδα είναι το DNA, το παρελθόν που κουβαλάμε, η γενέθλια γη, ο δρόμος του προορισμού, καθώς βαδίζοντας κατακτάς πατρίδες, είναι ο «τόπος» ο ιδανικός που θες να φτάσεις, αυτό που κουβαλάς μες στο κεφάλι σου, το δέντρο το φανταστικό, καρπός του οποίου θα ήθελες να ήσουν. Σύμφωνα με το κεφάλαιο «Και τι σημασία έχει;», ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην τελευταία επιστολή του πριν πεθάνει, που προέρχεται από το βιβλίο «Ο Θάνατος του Ελευθέριου Βενιζέλου στον Αθηναϊκό τύπο», «απέθανε από την νοσταλγίαν του. Την νοσταλγίαν του σπιτιού του, του κήπου του, των ανθώνων του. Την νοσταλγίαν του Κρητικού ήλιου, που νοσταλγούσε μέσα στην ατμόσφαιρα της Γαλλικής πρωτεύουσας. Είναι γεγονός ότι η νοσταλγία αυτή ήταν φοβερή αρρώστια και που οδήγησε τον Βενιζέλο στον θάνατο».
 
Στο σημείο αυτό, η ιστορία επαναλαμβάνεται: η Αναστασία πέθανε από την  νοσταλγία για την πατρίδα, ένας άλλος Λευτέρης κακοποιεί την εγγονή Αναστασία, στις 6:30 το απόγευμα αναμένεται να αναχωρήσει από το λιμάνι του Πειραιά  για τη Μυτιλήνη το επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο «Ελευθέριος Βενιζέλος», προκειμένου να παραλάβει πρόσφυγες από τη Συρία. Στην ίδια ακριβώς σελίδα, σελίδα 358 του βιβλίου, που μια άλλη Βασιλική Τσελεπίδου από τον Τροχό Νίγδης γράφει:  «Μακάρι να μην ερχόταν, γιατί ταλαιπωρήθηκαν όλοι και πέθαναν πολλοί. Εδώ στην πρωτεύουσα δεν είναι κανένας εκτός από μένα». Δηλώνοντας πως έμεινε πίσω. Συγγραφικά τεχνάσματα, τραγική ειρωνεία ή τυχαιότητα;
 
Κύκλοι, μόνο κύκλοι, οι οποίοι θα μείνουν για πάντα ανοιχτοί καθώς «μόνη πατρίδα ο χρόνος», εκεί απ’ όπου ξεκινάει και εκεί που καταλήγει, η ανθρώπινη ύπαρξη. Το ερώτημα είναι:  «Αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;»  παρελθόν, παρόν ή μέλλον;
 

*Η Γεωργία Ντεμίρη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
 
Διαβάστε ολόκληρο το ένθετο αφιέρωμα από τη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.