«Οι ραφες της διαχωριστικης γραμμης…»

Κάλλια Παπαδάκη, «Δενδρίτες», Αθήνα, Πόλις, 2015

«Τόση ομορφιά χάνεται χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω της…»
 
Το 2012, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ αμερικανός δημοσιογράφος Κρις Χέτζες και ο επίσης βραβευμένος με το βραβείο Άισνερ μαλτεζοαμερικανός κομίστας Joe Sacco, γνωστός μας από την εξαιρετική του δουλειά Παλαιστίνη, την οποία ο Έντουαρντ Σαΐντ χαρακτηρίζει στον πρόλογό του ως μια από τις καλύτερες καλλιτεχνικές αποτυπώσεις του παλαιστιανιακού προβλήματος, δημοσιεύουν τους καρπούς μιας μεγάλης περιοδείας τους στην Αμερική της φτώχειας και της εξαθλίωσης: Days of Destruction, Days of Revolt.
 
Το δεύτερο κεφάλαιο αρχίζει με ένα ποίημα του Ουόλτ Ουίτμαν και περιλαμβάνει την περιήγησή τους στο Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ, όπου έζησε στο τέλος της ζωής του και πέθανε ο μεγάλος ποιητής. Τίτλος του κεφαλαίου «Ημέρες πολιορκίας». Κλείνει με τον Νικ Βιρτζίλιο, τον ποιητή των χαϊκού που έκλεισε στους στίχους του, όπως λέει ο Χέτζες, την κατάρρευση της πόλης του.
 
Ο Χέτζες και ο Σάκκο θέλουν να δείξουν πώς μια χώρα καταρρέει λόγω του νεοφιλελευθερισμού και να καταγγείλουν την κυριαρχία του, συνδυάζοντας ρεπορτάζ, συνεντεύξεις και τις εικόνες του Σάκκο, που ζωγραφίζει τους συνεντευξιαζόμενους. Το αποβιομηχανοποιημένο Κάμντεν παρουσιάζεται ως μια από τις πιο φτωχές και εξαθλιωμένες πόλεις των ΗΠΑ, με τεράστια εγκληματικότητα. 

Αναπαράσταση: το κείμενο κι ο κόσμος

Όλα αυτά μου ήρθαν στον νου διαβάζοντας το «Σημείωμα» που προτάσσει η Κάλλια Παπαδάκη στο πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Δενδρίτες», όπου περιγράφει την ακμή και την παρακμή της πόλης, τη χρόνια κρίση που τη μαστίζει, τη θέση των μεταναστών σ’ αυτήν στις διάφορες περιόδους, την εγκληματικότητα και τη διαφθορά. Το σημείωμα κλείνει με την κλασική αποποίηση ευθύνης, «οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, ονόματα και καταστάσεις…». Φτάνω στην τελευταία σελίδα, όπου το παιχνίδι της αναπαράστασης κλείνει τον κύκλο του, με τις ευχαριστίες στην ελληνική ορθόδοξη κοινότητα και ιδιαίτερα στον ιερέα για το ιστορικό υλικό της ελληνικής κοινότητας.
 
Ένα βιβλίο με σαφώς προσδιορισμένη σχέση με τον κόσμο, τον οποίο αποδέχεται ότι αναπαριστά. Μέσα από την ιστορία δύο γενεών, οι οποίες, όπως αποδεικνύεται στο τέλος συνυπάρχουν ενίοτε ακόμη, περιγράφεται η άνοδος και η πτώση μιας πόλης, μέσα από τις ιστορίες των Ελλήνων μεταναστών που έζησαν εκεί, από επιλογή ή από απλή σύμπτωση, ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, ξένοι ανάμεσα σε ξένους, ως να ριζώσουν κάποιοι από αυτούς χωρίς ποτέ να φύγει η νοσταλγία. Στο μεταξύ, πόσες ζωές χαμένες, πόση ομορφιά χαραμισμένη, πόσα λόγια χωρίς νόημα και πόσο νόημα ανείπωτο, κρατημένο πεισματικά πίσω από σφιγμένα δόντια…
 
Υπερπόντια ελληνική μετανάστευση και μεσοπόλεμος, κρίση του ’29, πόλεμος, μεταπόλεμος, η ελληνική ιστορία ανάμεσα από τις γραμμές και τις ιστορίες, υπαινικτικά, χαμηλόφωνα, όπως εγγράφεται στη ζωή των ανθρώπων που νοσταλγούν και προσπαθούν να ενταχθούν. Ένας τόπος, νέες ρίζες -;-, καρτερία, ελπίδες, όνειρα, διαψεύσεις, διάβρωση εκ των έσω, μυρωδιές ανεξίτηλα χαραγμένες στον νου και την ψυχή , χωνευτήρι λαών και ψυχών, παραβατικότητα, μαφία, μικροεγκληματικότητα, αλκοολισμός, μοναξιά, φόβος, ζωή σε διαρκή και πολύτροπη εκκρεμότητα… 

Αντιαναπαράσταση: το κείμενο ως κόσμος

Μια από τις επικρίσεις που απηύθυναν στο έργο των Χέτζες και Σάκκο ειδικά όσον αφορά το Κάμντεν ήταν ότι παραγνώρισαν, στην καταγραφή τους, τα πρόσωπα καθαυτά και την πολυπλοκότητα των κινήτρων τους. Η Παπαδάκη, χωρίς να χάσει την επαφή με τον κόσμο, τον οποίο συχνά περιγράφει στις πιο μικρές του ρωγμές, που επαναλαμβάνονται με λογική αυτοομοιότητας όπως οι νιφάδες – ρυτίδα, σκάσιμο στον τοίχο, ψυχικό χάσμα, κοινωνική ρωγμή από την οποία προκύπτει, εντέλει, η έκρηξη – εστιάζει στα πρόσωπα, στις δυο γενιές μεταναστών και τους οικείους τους, στην καθημερινή τους ξενότητα, στην υβριδική τους υπόσταση μέσα σε μια υβριδική κοινωνία. Ο Αντώνης μπλέκει με τους Ιταλούς μικρομαφιόζους και δι’ αυτών με τους Ιρλανδούς μεγαλομαφιόζους, γίνεται μαύρο πρόβατο, γυρίζει στους Έλληνες, αυτούς που ξέρει εντέλει, γνωρίζει την πανέμορφη και πάμφτωχη Ραλλού, την παντρεύεται και κάνουν τον Βασίλη, κάνει δουλειές, πότε καλά πότε χειρότερα, η Ραλλού πίνει, για να ξεχάσει όσα δεν έγινε, για να ξεχάσει την ξενιτιά. Ο Βασίλης σιχαίνεται και τους Έλληνες και την Ελλάδα και τη δουλειά του πατέρα του (έτσι κι αλλιώς, τσουρούτικη όσο κι αν αποδίδει κατά περιόδους, μεταποιήσεις και μπαλώματα), γίνεται Μπέιζελ, θέλει να γράψει αλλά δεν έχει τα φόντα, ανοίγει εστιατόριο με τζάιρος και νερουλό τζατζίκι, που πάει καλά έως ότου αρχίσει να διαλύεται η πόλη. Κι εκεί πάνω, καθώς ένα σκουρόχρωμο κορίτσι, άλλης γραμμής μεταναστών, έχει εισβάλει στο σπίτι τους από ψυχοπονιά της γυναίκας του, καθώς η κόρη την οποία μεγαλώνει κι είναι άλλου αγριεύει στην εφηβεία όλο και περισσότερο, καθώς η θλίψη εγκαθίσταται σε ψυχές και πράγματα, επανέρχεται στην επιφάνεια ο νόστος για μια πατρίδα που δεν έχει ποτέ γνωρίσει.
 
Πρόσωπα αυθυπόστατα, ζωντανεμένα μέσα από μια αφήγηση εξαιρετικά ρυθμική, με φράσεις οργανωμένες μουσικά, μετατονίσεις, τριαδικές δομές… Κυρίαρχη η αντίστιξη, ως τρόπος δόμησης της πολυφωνίας του κειμένου, με τα ποιητικά μότο να συντονίζονται προς την ποιητικότητα του κειμένου – άλλωστε το δεύτερο βιβλίο της Παπαδάκη ήταν ποιητικό, «λεβάντα στο δεκέμβρη».
 
Αυτοομοιότητα σε δύο επίπεδα και οι νιφάδες του χιονιού πολλαπλά σημαίνουσες. Δενδρίτης είναι επίσης η αποφυάδα του νευρώνα που συγκεντρώνει και μεταβιβάζει τα σήματα του κόσμου προς το κύτταρο, τον νευρώνα: αυτοομοιότητα του εντός και του εκτός, σε μια αφήγηση για το ανάμεσα, το ξένο, την ξενιτιά, το εδώ και το εκεί, το τότε και το τώρα, με τη ζωή να τρέχει σαν τρελή και τον χρόνο να γίνεται χιόνι, ευάλωτη ομορφιά, δενδρίτες που τα πάντα σκεπάζουν και παγώνουν…
 
Δεύτερη αυτοομοιότητα: χώρες αποστολής και υποδοχής μεταναστών, κοινωνίες σε κρίση, οι Έλληνες τότε και οι Σύριοι και οι Αφρικανοί σήμερα, το κυνήγι του κέρδους, ο νεοφιλελευθερισμός και η ήττα της πολιτικής, η επέλασή τους στις ζωές των ανθρώπων, ο ξεριζωμός, ο πόνος, η ελπίδα, η νέα γλώσσα, τα διαχρονικά αισθήματα. Ροές, κύκλοι και όρια στην προσωπική και συλλογική ιστορία. Θλιμμένο σαν μπλουζ, υπαρξιακό, βαθιά πολιτικό, σύγχρονο και επίκαιρο, το πρώτο μυθιστόρημα της Κάλλιας Παπαδάκη, που έχει βιώσει τις διαχωριστικές γραμμές, είναι απλώς εξαιρετικό. Επέλεξε την όχθη της κρίσης και την ελληνική γλώσσα. Στον αγγλόφωνο χώρο, αν και εφόσον αυτό μας ενδιαφέρει, θα είχε κάνει ήδη αίσθηση (κι ας μην θεωρηθεί αυτό προτροπή για γραφή σε άλλη γλώσσα, αλλά ως απλή υπόμνηση όσον αφορά τη θέση της ελληνικής λογοτεχνίας στην παγκόσμια).
 
Και κάτι τελευταίο: έργα σαν αυτό αναδεικνύουν την αναγκαιότητα μιας πολύπλοκης της κριτικής στην εποχή μας, με θεωρία μεν, αλλά διεπιστημονική, αν όχι υπερδιεπιστημονική. Αυτή όμως είναι μια μεγάλη συζήτηση και θα τη συνεχίσουμε στο μέλλον.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.