Mνημη Αλεξανδρου Κοτζια

«Με πόση αναλγησία αυτοκαταστρέφονται οι άνθρωποι»*

O Αλέξανδρος Κοτζιάς, επιφανής εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, υπήρξε συγγραφέας που υπερέβη την εποχή του ή, μάλλον, που υπερέβη τον αναγνωστικό «ορίζοντα προσδοκιών» οπωσδήποτε του μεταπολέμου αλλά ίσως και της μεταπολίτευσης. Εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Πολιορκία», το 1953, με τα τραύματα του Εμφυλίου νωπά, με αριστερούς στα ξερονήσια της εξορίας και Πρωθυπουργό της Ελλάδος τον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, του «Ελληνικού Συναγερμού», να εκπροσωπεί και να εκφράζει το «κράτος της δεξιάς». Το ΚΚΕ ήταν στην παρανομία, από τον Αναγκαστικό Νόμο του 1947 και εξής, και παρότι αποδεκατισμένο μετά την ήττα στον Εμφύλιο, παρά επίσης και την απορία μερίδας των απλών μελών του για μια σειρά από ενέργειες (από το ότι ο Βελουχιώτης, εν μια νυκτί, από ήρωας κατέληξε προδότης επειδή αντιτάχθηκε στη Συμφωνία της Βάρκιζας, και η «γραμμή» έγινε αίφνης: «Ούτε ψωμί ούτε νερό στον προδότη τον Άρη», έως την καταδίκη ως χαφιέ του «διανοούμενου Γραμματέα» Νίκου Πλουμπίδη επειδή αποτόλμησε να προτείνει το 1950 στις Αρχές να παραδοθεί εκείνος προκειμένου να σωθεί ο Μπελογιάννης), είχε ισχυρή κοινωνική και ιδεολογική επιρροή, καθώς και το ηθικό πλεονέκτημα του ηττημένου, σε μια κοινωνία η οποία εξακολουθούσε να ταλανίζεται από τα ανεπίλυτα πάθη που την είχαν εξωθήσει στον Εμφύλιο.
 
Σε έναν μισαλλόδοξο ψυχροπολεμικό κόσμο, όπου ο ιδεολογικός αντίπαλος εκπροσωπούσε και για τις δύο πλευρές την ταύτιση με το απόλυτο κακό, δεν νοείτο «προοδευτικός συγγραφέας» που να μην τίθεται με μανιχαϊστική βεβαιότητα υπέρ του απόλυτου Καλού στο έργο του, να μην καταγγέλλει τον ιδεολογικό εχθρό, να μην ανάγει σε ήρωές του (και σε Ήρωες) τους αριστερούς αγωνιστές. Δεν νοείτο καν να επιχειρεί να διερευνήσει την ψυχολογία των ανθρώπων που βρέθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο ερήμην τους, ιστορικά υποκείμενα σε μια περίοδο πολλαπλών εθνικών εγκλημάτων. Πολλώ δε μάλλον, δεν νοείτο συγγραφέας προοδευτικός, μη αντιδραστικός, να επιλέγει ως κεντρικό πρόσωπο στο έργο του έναν αρνητικό ήρωα, τον Μηνά Παπαθανάση, στέλεχος της Χωροφυλακής, που η ιστορική συγκυρία τού κλήρωσε την περίοδο της Κατοχής να επιδίδεται στο κυνηγητό των επαναστατών.
 
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς προέβη σε όλα τα παραπάνω, ασυγχώρητα για την εποχή του, «λάθη» – και, μοιραία, παραναγνώστηκε• παρερμηνεύτηκε διότι βρέθηκε εκτός του κανόνα του κυρίαρχου ανταγωνιστικού ιδεολογικού διπόλου. Ήταν 27 χρόνων το 1953 όταν εξέδωσε την «Πολιορκία», το πρώτο του μυθιστόρημα• έως έναν χρόνο νωρίτερα υπηρετούσε τη μακρά στρατιωτική θητεία του (1948-1952). ΕΠΟΝίτης στη διάρκεια της Κατοχής (αρχισυντάκτης επίσης στο παράνομο περιοδικό-όργανο της ΕΠΟΝ Μαθητική Φωνή, όπου και πρωτοδημοσίευσε διήγημά του ως μαθητής του Βαρβακείου), είχε εγκαταλείψει το 1947 τη Νομική στην οποία εγγράφηκε το 1943, επειδή δεν τον ενδιέφεραν τα νομικά, είχε ήδη δει το πατρικό του να λεηλατείται και να πυρπολείται στις αιματηρές συγκρούσεις των Δεκεμβριανών του ’44 από μεικτής σύνθεσης πολιτικές δυνάμεις.
 
Λίγα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, λοιπόν, σε μια εποχή όπου η ελληνική κοινωνία ήταν (εξακολουθούσε να είναι) χωρισμένη στα δύο, η αριστερή κριτική διάβασε την «Πολιορκία» ταυτίζοντας, άστοχα, τον συγγραφέα με τον αρνητικό της ήρωα και θεωρώντας το μυθιστόρημα ύβρη για την Εθνική Αντίσταση. Ως εκ τούτου, με συνοπτικές διαδικασίες, το έργο εντάχθηκε αυθαίρετα (όσο και, υπό τη σημερινή οπτική, ανατριχιαστικά) στη «μαύρη πολιτική λογοτεχνία», μαζί με το «Χρονικό μιας σταυροφορίας» του Ρόδη Ρούφου, την «Τειχομαχία» του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και τα «Δόντια της μυλόπετρας» του Νίκου Κάσδαγλη, διότι, όπως γράφει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 1955 στο περιοδικό της αριστεράς Επιθεώρηση Τέχνης: «Κανένα φως δεν λάμπει μέσα στην πεισιθάνατη προοπτική τους [σ.σ.: των ηρώων τους]. Ας τους αφήσουμε λοιπόν στο θάνατό τους», ανακαλώντας έτσι συνειρμικά την απαγόρευση, π.χ., του Κάφκα στη Σοβιετική Ένωση ως συγγραφέα «καταθλιπτικού, παρακμιακού και ικανού να εμπνεύσει απελπισία»• διόλου τυχαία, στο υποδειγματικό μεταφραστικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά περιλαμβάνονται έργα – εκτός από του Ντοστογιέφσκι, του Άρθρουρ Καίσλερ, του Ρόμπερτ Γκρέιβς κ.ά.- και του Φραντς Κάφκα.
Στην εποχή, εντέλει, των απόλυτων διαχωριστικών γραμμών και του εκατέρωθεν δογματισμού, στην πόλωση του Ψυχρού Πολέμου, ο Κοτζιάς έχει το θάρρος να εμφανιστεί με ένα πολιτικό μυθιστόρημα, «εκτός πάσης ιδεολογικής προδιαγραφής», άρα χωρίς ιδεολογικούς συμμάχους, όπως σημείωνε ο κριτικός Αλέξ. Αργυρίου στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1994, δύο χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του από ατύχημα στην Τζια. «Στα 1943 άρχισε στην πατρίδα μας ένας πόλεμος. […] Οπωσδήποτε αυτός ήτανε ο δικός μας ο πόλεμος […] Εδώ, γνωριζόμαστε και σφαχτήκαμε», λέει ο συγγραφέας στο ολιγόλογο σημείωμα που προτάσσει στην «Πολιορκία», προϊδεάζοντάς μας ότι τοποθετεί την αρχή του Εμφυλίου στο 1943, όταν παύουν όλοι να νιώθουν «συσπειρωμένοι, αδέρφια στην κοινή συφορά».
 
Η «Πολιορκία» είναι έργο ζοφερής ατμόσφαιρας• ο συγγραφέας, με αφηγηματική μαεστρία, με γλώσσα που διαθέτει εσωτερικό ρυθμό, με σύντομες κατά κανόνα προτάσεις και λόγο κοφτό κι ευθύβολο, αποφεύγει εσκεμμένα τη λογοτεχνίζουσα καλλιέπεια, για να οδηγήσει ασθματικά τον αναγνώστη στη σκοτεινή εποχή της συντριβής (ή της εθνικής αυτοσυντριβής) και του ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εκεί όπου κυριαρχεί η παράκρουση της ιδεοληψίας, ή -όπως σπαρακτικά ομολογεί η αφηγηματική φωνή σε μία από τις μετρημένες φορές που εγκαταλείπει την αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη αφήγηση και επιτρέπει να παρεισφρήσει στο μυθιστορηματικό σύμπαν το πρώτο πληθυντικό «εμείς», για να δηλώσει παρούσα στην ιστορική συγκυρία- τότε που «απερίσπαστοι πια επιδοθήκαμε να βγάλουμε τα δικά μας τα μάτια, ο ένας τ’ αλλουνού, με ρίγη ιερής συγκίνησης στην καρδιά• φυσικά, παντιέρα μας το ονειρώδες “αύριο”». Στο πολυπρόσωπο έργο του Κοτζιά κυριαρχεί η μορφή του Μηνά Παπαθανάση, ετών 47, διακεκριμένου στρατιώτη της μικρασιατικής εκστρατείας, τυχοδιώκτη που έζησε ακολούθως πολλά χρόνια «διεθνούς αλητείας» («Μοντζαβίκη, Σιγκαπούρη, Κεϋλάνη…»), ώσπου κάποτε νοστάλγησε κι επέστρεψε για να παντρευτεί τη Χριστίνα -που ουδέποτε στον κοινό τους βίο γνώρισε- με το προξενιό που του απέφερε τη θέση του στη Χωροφυλακή και μια διόλου ευκαταφρόνητη προίκα. Ο Παπαθανάσης τελεί υπό τις διαταγές του κυνικού Διευθυντή του -ο οποίος «μοναδική του θρησκεία» είχε την πολιτική- και νιώθει «στοργή ανάκατη με βάσιμο θαυμασμό» για τον ανώτερό του, για τον πρώην αριστερό που, «αφού μελέτησε καλά την κατάσταση, καταστάλαξε πως η καταστροφή του καθεστώτος είναι υπόθεση ευκολότερη από τη σωτηρία του», για να το πληρώσει με τη σφαγή των δύο αδελφών του και την ομηρία στο βουνό της γερόντισσας μάνας του. Αναθέτει στον Παπαθανάση τη φύλαξη της περιοχής του με τη συνδρομή μιας ετερόκλητης ομάδας την οποία σταδιακά συγκροτούν άνδρες της Χωροφυλακής και εθνικόφρονες ή, αλλιώς, ένας ασθματικός, ένας αλκοολικός, ένα 17χρονο παιδαρέλι, ο πατέρας ενός αντάρτη για να διασωθεί από τη θηριωδία των Αρχών, ένα παπαδοπαίδι που εγκατέλειψε το χωριό του κάπου στην Κύμη για να διασωθεί από τη θηριωδία των ανταρτών… Η μετατροπή της οικίας Παπαθανάση σε «στρατιωτικό φρούριο» θα επηρεάσει την ασταθή ισορροπία της γυναίκας του και της 13χρονης παρακόρης του και, όσο το αίμα θα κυλάει, τόσο περισσότερο ο νευρικός κλονισμός θα γίνεται, θαρρείς, ιός που πλήττει όλα τα πρόσωπα. Ο ήρωας, σαν θηρίο στο κλουβί, εγκλωβισμένος από την απειλή της δολοφονίας του, αντιδρά σπασμωδικά, άλλοτε με εκρήξεις οργής, άλλοτε με αυτοοικτιρμό, άλλοτε διασώζοντας ανθρώπους από τους υφισταμένους του, άλλοτε δολοφονώντας με τα ίδια του τα χέρια, ακόμη και την παρακόρη του, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί αλλά με την ερινύα της συνείδησής του παρούσα. Σταδιακά, και ενώ θα εξελίσσεται ένα σκληρό αν και άσκοπο παιχνίδι εξουσίας ως ύβρη απέναντι στην ύψιστη εξουσία του θανάτου, καθώς θα νιώθει να τον φυλακίζει ο ιστός μιας αόρατης αράχνης, άυπνος και υπό τη συνδρομή του αλκοόλ, ψυχολογικά καταρρακωμένος, σχεδόν παράφρων, θα αρχίσει να αναρωτιέται γιατί άραγε «πρέπει» να γίνονται όλα αυτά. Αλλά στο κύμα της μαζικής παραφροσύνης επάνω, θα καταλήξει σε ό,τι από την πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος επαπειλούνταν. Κι ωστόσο, στη «δι’ ελέους και φόβου περαίνουσα» τραγωδία, όπου από τη μια εμφανίζεται ο Μελιγαλάς και από την άλλοι οι μαζικοί τάφοι της «μαύρης αντίδρασης», κάθαρση δεν επέρχεται, καθώς το μυθιστόρημα τελειώνει με τη φράση: «Ο Πόλεμος συνεχίστηκε».
 
Πρόκειται για τον πόλεμο που ο Κοτζιάς, στο έκτο μυθιστόρημά του» Αντιποίησις αρχής» (1979), θα ορίσει ως τον «νεοελληνικό Τριακονταετή Πόλεμο» μετρώντας την εμφύλια διαμάχη από το 1943 έως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973. Εντωμεταξύ, από το 1961 εργαζόταν ως κριτικός βιβλίου στη Μεσημβρινή και το 1971-72 στο Βήμα. Το 1969, πρωτοστάτησε στην αντιστασιακή κίνηση της Δήλωσης των 18 Συγγραφέων κατά του καθεστώτος. Το 1975, και έως τη συνταξιοδότησή του το 1981, επιμελήθηκε τη «Φιλολογική Καθημερινή», την οποία και εγκαινίασε. Το 1986 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημα Φανταστική περιπέτεια. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, «επίμονα πολιτικός μυθιστοριογράφος», κατά τον κριτικό Σπύρο Τσακνιά, και απαλλαγμένος από «συναισθηματική καπηλεία και ρηχή πολιτική ρητορεία», έχει αναδειχθεί με το έργο του ως ο κατεξοχήν συγγραφέας της νεοελληνικής παθολογίας, όπως συχνά έχει αναφερθεί. Στη νεανική του «Πολιορκία» με βλέμμα διεισδυτικό, και ανεπαίσθητα ειρωνικό, υπογραμμίζει ότι εντέλει «όλα αχνοσβήνουν σαν όνειρο απόμακρο», ενόσω ο άνθρωπος, έρμαιο των παθών της Ιστορίας, των συνθηκών της εποχής και της τύχης, τελεί εν συγχύσει και γίνεται, ερήμην του, «χρήσιμος ηλίθιος». Το κατεξοχήν ηθικό αίτημα του Κοτζιά, αίτημα υπέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, υπέρ της μη αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και κατά του μαζικού φανατισμού, τον καθιστά σήμερα εξόχως επίκαιρο.

* Ένα μνημόσυνο που λόγω εκλογών μετακινήσαμε στο χρόνο. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς έφυγε από τη ζωή στις 19 Σεπτεμβρίου 1992.
** Η Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος, επιμελήτρια-υπεύθυνη εκδόσεων.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.