Κατινα Παξινου «Πρεπει να γεμιζουμε την ψυχη μας με ηλιο κι αυτον τον ηλιο να τον χαριζουμε και στους αλλους…»

Η συγκλονιστική ζωή της & τα λόγια του συντρόφου της, Αλέξη Μινωτή, που ραγίζουν την καρδιά

Η φωνή της έχει συνδυαστεί με μία από τις πιο ισχυρές εκφράσεις της τραγικότητας στο πεδίο του θεατρικού λόγου. Ιδανική ερμηνεύτρια των μεγάλων τραγικών ρόλων, δεν άφησε πίσω της μόνο λαμπρές ερμηνείες, αλλά δημιούργησε μια ολόκληρη υποκριτική παράδοση γύρω από την απόδοση και την εκφορά του τραγικού λόγου. Μπορούσε να ερμηνεύει δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους, από την αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι το “μπρεχτικό” θέατρο. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την κορυφαία τραγωδό, Κατίνα Παξινού.
 
Ο πρώτος θεατρικός ρόλος της στην πρόζα είναι στο θέατρο Κοτοπούλη, στο «Γυμνή Γυναίκα»  του Μπατάιγ, που την καθιερώνει και ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων.
 
Το 1931 συνεργάζεται με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη,  με τον οποίο εισχωρεί στον συνεταιρικό θίασο του Αλέξη Μινωτή.
 
Πρωτοεμφανίζεται στην όπερα του Δημήτρη Μητρόπουλου «Αδελφή Βεατρίκη».
 
 Η μουσική της κατάρτιση τη βοηθά να εξερευνήσει τα βάθη του ποιητικού λόγου των τραγικών, εκφράζοντας τη μουσική του θρήνου, την αγωνία της ύπαρξης μέσα από τον αρχαίο λόγο. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι αργότερα θα γράψει η ίδια τη μουσική για την παράσταση της τραγωδίας «Οιδίπους Τύραννος», που σκηνοθετεί ο Αλέξης Μινωτής.
 
Η Κατίνα Παξινού, θεωρείται ισχυρή κυρία του ελληνικού θεάτρου για δεκαετίες. Το όνομά της συνδέεται με τη μεγάλη περίοδο του Εθνικού Θεάτρου κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, επί εποχής Φώτου Πολίτη. Αλλά και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν επιστρέφει από την Αμερική, όπου είχε καταφύγει από το 1940 μέχρι το 1952, ερμηνεύει ρόλους που της χαρίζουν τη φήμη της κορυφαίας, της ανεπανάληπτης τραγωδού… Εκάβη, Μήδεια, Αγαύη, Ιοκάστη, Κλυταιμνήστρα και πολλές άλλες…


 
Η θυελλώδης σχέση της με τον Αλέξη Μινωτή  είναι καθοριστική για την ελληνική θεατρική ζωή, τόσο στην κρατική όσο και στην ιδιωτική θεατρική σκηνή.
“Η Κατίνα Παξινού είναι η ηθοποιός της ψυχής, ενσάρκωνε τους χαρακτήρες που υποδύονταν από τα βάθη του είναι της, δεν υποκρίνονταν, δεν έκανε εξωτερικές μιμήσεις, έπλαθε ολοζώντανες ποιητικές μορφές. Με την ίδια όψη, με την ίδια φωνή με την ίδια ψυχικότητα με παράφορη πάντα πλαστουργική δύναμη μετουσίωνε τα θεατρικά πρόσωπα συγχωνεύοντας τα με τη δική της πρωτεϊκή φύση” είπε ο μέντορας της Μινωτής για τη γυναίκα της ζωής του. Παντρεύτηκαν το 1940 και μένουν μαζί για τα επόμενα 40 χρόνια. Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον βιομήχανο Παξινό, και απέκτησε μαζί του δύο κόρες. Η μεγαλύτερη, η Έθελ, δυστυχώς πέθανε. “Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά” είπε κάποτε σχολιάζοντας το χαμό της κόρης από λευχαιμία.
 
Η παρουσία της στον κινηματογράφο -αν και περιορισμένη- είναι εξίσου έντονη. Επιβραβεύεται με Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου . για την ερμηνεία της στην ταινία «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα». Όταν της προτείνουν το ρόλο λέει: “Είμαι ίδια. Αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω”. Με διάφορα επιχειρήματα παίρνει το ρόλο, τελικά, αναγκάζοντας το συνεργείο να χρησιμοποιήσει τρεις κάμερες ταυτόχρονα για να κινηματογραφήσουν την ερμηνεία της ολοκληρωμένη. “Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω το ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει” έλεγε η σπουδαία τραγωδός.
 
Συνεργάζεται με μεγάλους σκηνοθέτες, όπως ο Όρσον Ουέλς και ο Λουκίνο Βισκόντι. Η υποκριτική της εμβέλεια της δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύει ρόλους αντίθετους μεταξύ τους, αναδεικνύοντας κάθε φορά νέες εκδοχές της εκφραστικής δεινότητας. Καμία άλλη ηθοποιός δεν ενσάρκωσε τόσο συγκλονιστικά τη μάνα στο «Ματωμένο γάμο», στην «Εκάβη» και στη «Μάνα κουράγιο» όσο εκείνη… 
 
Την περίοδο που σπούδαζα δημοσιογραφία, είχα την τύχη να έχω καθηγητή μου τον σπουδαίο κριτικό θεάτρου, Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο οποίος μιλούσε με δέος για την κορυφαία ηθοποιό. «Είχες πολλές φορές την εντύπωση πως η Παξινού αυξομείωνε το δέμας της, ψήλωνε και απλωνόταν ως σωματικό σημείο ανάλογα με το μέγεθος του χώρου ή τις απαιτήσεις του ρόλου» είπε για εκείνη.
 
Τον θυμάμαι να μας συζητά γιατο «κύκνειο άσμα» της. Το «Μάνα Κουράγιο» του Μπέρτολντ Μπρεχτ. “…H μεγάλη ηθοποιός ενσάρκωνε το συντριπτικό ρόλο σφαδάζοντας και η ίδια από τον καρκίνο που την ταλαιπωρούσε και που την έστειλε σε λίγο χρόνο στο θάνατο…».  Από το 1969 η Παξινού γνωρίζει ότι έχει καρκίνο και μάλιστα σε καλπάζουσα μορφή. Οι πόνοι, όπως ανέφεραν αργότερα φίλοι και συνεργάτες ήταν φρικτοί και όμως η πίστη στην μεγάλη της αγάπη, το θέατρο, της έδιναν τη δύναμη να είναι παρούσα μέχρι το τέλος. Ένα χαρακτηριστικό ήταν ότι στη τελευταία παράστασή της, στο έργο «Μάνα Κουράγιο» του Μπρέχτ, έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα κάρο. Η αγάπη του κόσμου μεγάλη, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, εμφανίστηκε στην Επίδαυρο σαν θεατής. Εκεί όλος ο κόσμος χειροκρότησε όρθιος απονέμοντας έτσι την τιμή που άρμοζε σε μια μεγάλη γυναίκα της τέχνης. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1973 φεύγει από τη ζωή χάνοντας τη μάχη με την επάρατη νόσο. Ο μύθος της περνά στην ιστορία… Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Kατίνα Παξινού είναι η Ελληνίδα που έκανε εμάς τους Έλληνες υπερήφανους…
 

Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το αφιέρωμα για τη μεγάλη ηθοποιό, με τα λόγια του Αλέξη Μινωτή για εκείνη, από το βιβλίo: «Έλληνες ηθοποιοί της φθαρτής αθανασίας», επιμέλεια Θανάσης Νιάρχος (Eκδόσεις Καστανιώτη).
 
«Οι άσπλαχνες μέρες του τέλους είχαν φτάσει. Η Κατίνα είχε βαρύνει πολύ. Ανάπνεε δύσκολα.
 
Κι όμως στην πιο μικρή ανάπαυλα του αγώνα της λέγαμε πως καλυτέρεψε (τόσο το ποθούσαμε).
Λέω εμείς και δεν ξέρω ποιους ακριβώς εννοώ.
Γιατροί ανήμποροι, νοσοκόμες ανυπόμονες η μια μετά την άλλη. Άκαιρες επισκέψεις χωρίς νόημα.
Τηλέφωνα, δακρυσμένα μάτια και πολλή απορία, μεγάλη.
 
Απίστευτο να χάνεται έτσι τέτοιος άνθρωπος και βοήθεια από πουθενά. Γονάτισα να προσευχηθώ, να συντριβώ, να ικετέψω.
Το’ χα κάνει σ’ άλλη παρόμοια περίπτωση στην ξενιτιά και είχε αποτέλεσμα. Είχε!
Θυμάμαι το κατάβαθο του είναι μου που τ’ αντάμωσα τότε στιγμιαία για πρώτη φορά.
Το βαθύτερο μέρος της ψυχής μου. Αυτό ανακαλούσα με δύναμη, με καημό με ελπίδα, όμως αλίμονο, λαβωμένη, αμφίβολη.
Τότε στα ξένα η ελπίδα ήταν στέρεη και η προσευχή έφτανε κάπου. Το ‘νιωθα έτσι γονατιστός όπως ήμουν.
Όταν οι γιατροί βγήκαν από το χειρουργείο χαρούμενοι που είχε σωθεί, μου φάνηκε πως ήταν πολύ φυσικό, αφού μέσα μου ήταν μια τρέμουσα μεν, μα ισχυρή βεβαιότητα.
 
Τώρα δεν ερχόταν ελπίδα, η προσευχή κόνταινε αντί να μακραίνει κι ήταν όλα σκοτεινά.|
 
Οι μαθητές που ζούσαν από το μισθό της
 
Το τηλέφωνο δε σταματούσε. Κάποιος έτρεξε να δει μήπως ήταν γιατρός, φώναξαν εμένα, με δυσφορία ρώτησα ποιος είναι.
Μου απάντησε μια άγνωστη νεανική φωνή και ρωτούσε αν γινόταν να έρθει αυτός και οι φίλοι του να δουν την άρρωστη.
Δεν το λόγιαζαν πως ήταν τόσο σοβαρά.
 
Ήταν βέβαια μια πληροφορία πολύ κοντά στη συγκίνηση της στιγμής και μου προκάλεσε έντονη κρίση.
Αν και παρόμοια περιστατικά ήταν άπειρα στην καθημερινή και στην καλλιτεχνική ζωή της Παξινού.
Πόσες φορές δεν χάρισε τα φορέματά της σε συναδέλφους κι ύστερα παραπονιόταν πως δεν είχε τι να φορέσει.
Πόσες φορές δεν προσποιήθηκε αδιαθεσία για να δώσει την ευκαιρία σε κάποια αντικαταστάτριά της να δοκιμάσει τον ρόλο ας ήταν και της λαίδης Μάκμπεθ ή της Ιοκάστης!
 
Ήταν σκορποχέρα είναι η αλήθεια μα πάντα για χάρη κάποιου συνανθρώπου της, ποτέ για τον εαυτό της, ποτέ γι΄ αυτή την ίδια.
 
Η Παξινού ήταν η μουσική…
Βέβαια είναι γεγονός πως έπαιρνε ταξί από τη Βιέννη για να προλάβει τη συναυλία στο Σάλτσμπουργκ, αλλά αυτό ήταν ας πούμε δώρο στη μουσική που ήταν η βάση του είναι της. Γιατί η μουσική ήταν η ίδια.
Όχι πως ήταν σπουδαγμένη από μικρή και προτού γίνει 20 χρονών, είχε πάρει χρυσό βραβείο Ωδικής στο «Κονσερβατουάρ» της Γενεύης, μα ήταν από Θεού έτσι γεννημένη μουσικός, ένα έρρυθμο πλάσμα, μια μουσική ευγλωττία υψηλού επιπέδου.
Ο ψυχικός της πλούτος δεν ήταν άλλο από παρόρμηση καλλιτεχνική και μουσική ιδιαίτερα.
Δεν είχε προχωρήσει στο ελληνικό σχολείο πέρα από τις 2-3 πρώτες τάξεις του δημοτικού κι ύστερα την έστειλαν στο εξωτερικό, στην Ελβετία.
Η γλώσσα της ήταν τα γαλλικά. Τα ελληνικά της, όταν ήρθε μαζί μας αργότερα στο θέατρο, δεν ήταν πρώτης γραμμής και μάλιστα μπορεί να πει κανείς πως είχε κάποιο ξενικό ιδιωματικό τόνο.
Κι όμως μπήκε τάχιστα στο βάθος της μελωδίας και στα μυστικά της δημοτικής μας γλώσσας, όσο κανένας πιστεύω, γιατί το πρόσεξα ιδιαίτερα, κανένας μας δεν πρόφερε ποτέ όπως η Κατίνα από σκηνής, τον τέλειο ποιητικό λόγο, απλά, σταθερά, χωρίς απαγγελίες, ποιητικά. Κυρίως στην Επίδαυρο, όπου βέβαια είναι χώρος απόλυτα μουσικός.
Αλλά ας γυρίσουμε στα μικρά. Γυναίκα απλή, αγαπούσε τα απλά μα και τα δύσκολα. Για να τα μαστορεύει, να τα εφευρίσκει. «Και παπούτσια μπορούσε να κατασκευάσει», όπως έλεγε, αν το έβαζε στον νου της.
Καταπιάστηκε να ζωγραφίσει κάποτε και πέτυχε απόλυτα. Αλλά το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, ύστερα από το ξόδεμα της σκηνής. 
 
Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της, τώρα τυλίγουν την προτομή της στο Α’ Νεκροταφείο.
Γυναίκα πολύμορφη στο πνεύμα.
Είχε βέβαια καλλιεργηθεί από μια μεγάλη μουσική παιδεία και είχε φιλολογική ενημέρωση, αλλά ήταν αυθόρμητη και γοργή στη σκέψη.
Εννοούσε το κάθε τι, ό,τι πιο δύσκολο, τον Αισχύλο λόγου χάρη με άνεση σοβαρού μελετητή και γι’ αυτό ίσως η Κλυταιμνήστρα, εξαγιάστηκε μόνο όταν έπεσε στα χέρια της και έγινε πανανθρώπινο σύμβολο και όχι στυγνή μέγαιρα.
Η κατατριβή της με τα μικρά πρακτικά προβλήματα της ρουτίνας: «Τι θα φάμε, πόσους θα καλέσουμε; Πριν ή μετά την παράσταση;», τι υπήρχε, φροντίδες εντολές στην υπηρεσία για επάρκεια ειδών και πολλά τέτοια.
Οι κλωστές παραπέρα αραδιασμένες προσεκτικά για το κέντημα στη μνήμη του Λόρκα με σχέδιο από τις ζωγραφιές του.
Τότε έπαιζε καθημερινά τον Ματωμένο Γάμο και πριν τελειώσει η σειρά των πολλών παραστάσεων, το είχε κιόλας έτοιμο κεντώντας παντού, στο καμαρίνι στο σπίτι, όπου να ‘ταν.
…. Τώρα που πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτήν, 8 χρόνια μετά τον θάνατό της αν και συντηρούμε άσβηστη τη φλόγα στην καρδιά μας αν και τη βλέπουμε καθημερινά σχεδόν εκεί που κείτεται, δεν βρίσκουμε τα λόγια τα ταιριαστά δεν βρίσκουμε πολύτιμες λέξεις για να πλέξουμε τον αίνο της τραγωδού, της μουσικού, της συντρόφου, της μεγάλης φίλης». 

Φιλμογραφία 

• For Whom the Bell Tolls, ελλην. τίτλος: Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα, του Σαμ Γουντ (1943)
 
• Hostages, ελλην.τίτλος: Πυρ!,του Φρανκ Τατλ(1943)
 
• Confidential Agent, ελλην.τίτλος:Ο εμπρηστής,του Χέρμαν Σάμλιν(1945)
 
• Uncle Silas,ελλην.τίτλος:Η οργή του Θεού,του Τσαρλς Φρανκ (1947)
 
• Mourning Becomes Electra, ελλην. τίτλος: Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα, του Ντάντλεϊ Νίκολς (1947)
 
• Prince of Foxes,ελλην.τίτλος:Καίσαρ Βοργίας, τουΧένρι Κινγκ (1949)
 
• Confidential Report,ελλην. τίτλος: Ο κύριος Αρκάντιν, του Όρσον Γουέλς(1955)
 
• Τhe miracle,ελλην.τίτλος: Το θαύμα,του Έρβιν Ρέιπερ (1959)
 
• Rocco e i suoi fratelli, ελλην.τίτλος:Ο Ρόκο και τ` Αδέλφια του, του Λουκίνο Βισκόντι(1960)
 
• Τante Zita, ελλην. τίτλος:Πως γνώρισα τον έρωτα,του Ρομπέρ Ανρικό (1968)
 
• Un ete Fauvage του Μαρσέλ Καμί (1969)
 
• Το νησί της Αφροδίτης,του Γιώργου Σκαλενάκη (1969)
 
Πηγή: www.klik.gr

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.