Ενα βιβλιο στα βηματα των τελευταιων ημερων του Βινσεντ Βαν Γκογκ και το αλυτο μεχρι σημερα μυστηριο του θανατου του

Το 1890 ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ εγκαθίσταται σε μια ταπεινή πανσιόν στο χωριό Οβέρ-συρ-Ουάζ. Συναναστρέφεται στενά με τον γιατρό Γκασέ, φίλο των ιμπρεσιονιστών και του Καμίλ Πισαρό, ο οποίος αναλαμβάνει να τον κουράρει. Η κόρη του γιατρού, η Μαργκερίτ Γκασέ, είναι μια κοπέλα που ασφυκτιά μέσα στο περιβάλλον οικογενειακής αλλά και γενικότερης κοινωνικής καταπίεσης που επικρατεί για τις γυναίκες εκείνη την εποχή.
 
Θα συναντήσει τον Βαν Γκογκ και θα γίνει ερωμένη του. Η μυθιστορηματική φαντασία του γεννημένου στο Αλγέρι συγγραφέα Ζαν Μισέλ Γκενασιά αναπλάθει τις τελευταίες ημέρες της ζωής του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, βάζοντας τις δικές του πινελιές στα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν εκείνη την εποχή στη ζωή του και αξιοποιώντας τις τελευταίες θεωρίες και αποκαλύψεις γύρω από το θάνατο του Ολλανδού ζωγράφου.
 
Στο βιβλίο του, το ημερολόγιο της Μαργκερίτ Γκασέ της 19χρονης κόρης του γιατρού Πολ Γκασέ, γιατρού του Βαν Γκογκ, που κράτησε μέχρι το θάνατό της κρυφό, σπαράγματα της καθημερινής σχεδόν αλληλογραφίας του με τον αδερφό του Τεό, η περιγραφή της Οβέρ και οι ειδήσεις της τοπικής εφημερίδας, συγκροτούν ένα φανταστικό χρονικό που αναπλάθει ψυχογραφικά τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, δημιουργώντας ένα νέο αναπόδεικτο μύθο, για τον πιο μυθιστορηματικό και μυστηριώδη θάνατο στον κόσμο της τέχνης.
 
Εκατόν είκοσι επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Βαν Γκογκ, ο Γκενασιά προκαλεί μια επιστροφή στο χρονικό της εποχής, παίρνοντας τον αναγνώστη από το χέρι σε έναν περίπατο μέσα στα κίτρινα σταροχώραφα και τον καυτό ήλιο του, μοιραίου για τον Βαν Γκογκ, Ιουλίου του 1890, «διαβάζοντας» τα ίδια τα έργα του ζωγράφου με το δικό του μοναδικό τρόπο, μεταφέροντας μέσα από τα μάτια της 19χρονης Μαργκερίτ την επίδραση των έργων του ζωγράφου σε κάποιον που βλέπει τα έργα του για πρώτη φορά, αλλά και την εντύπωση που προκάλεσαν οι ιμπρεσιονιστές στην εποχή τους. «Ο πίνακάς του είναι εκπληκτικός, φιλοτεχνημένος με τόση ζωντάνια που σου φέρνει ζάλη. Από τη ζεστασιά που εκπέμπει, μπορείς να μυρίσεις το σιτάρι, τα χρώματα κοχλάζουν, αναπνέει, κινείται, δε μπορούσα να φανταστώ ότι το κίτρινο θα μπορούσε ποτέ να πάλλεται έτσι…. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο». 

Η τρέλα και το πέπλο μυστηρίου γύρω από τον θάνατο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ 

Το 1947, ο Αντονέν Αρτώ γράφει ένα κείμενο για τον Ολλανδό ζωγράφο, επιχειρώντας να απορρίψει τις θεωρίες περί τρέλας, υποστηρίζοντας πως ο πραγματικός αυτουργός που έσπρωξε τον Βαν Γκογκ στην αυτοκτονία, ήταν το φτωχό πνεύμα της κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα και οι άστοχες συνταγογραφήσεις του ψυχιάτρου του, και όχι η πολυφημισμένη ψυχολογική του αστάθεια. «Όχι, ο Βαν Γκογκ δεν ήταν τρελός, αλλά τα έργα του ήταν πυρκαγιές, ατομικές βόμβες. Η οπτική του γωνία στους πίνακές του σε σχέση με όλα τα άλλα έργα που υπήρχαν εκείνη την εποχή, μπορούσε να διαταράξει σοβαρά τον κομφορμισμό της αστικής τάξης και των πολιτικών της εποχής του», γράφει ο Αντονέν Αρτώ με πάθος στο σπουδαίο κείμενό του «Η αυτοκτονία της κοινωνίας».
 
Αρκετά χρόνια αργότερα, κάποιοι ιστορικοί της τέχνης παρουσιάζουν ένα άλλο πρόσωπο του Βαν Γκογκ. Ο ζωγράφος δεν είναι ένας καχεκτικός άρρωστος και καταθλιπτικός άνθρωπος, αντίθετα είναι ένας δυνατός και αποφασιστικός άντρας που εργάζεται σκληρά και κάνει σχέδια για το μέλλον, κατά συνέπεια θέτουν υπό αμφισβήτηση την εκδοχή της αυτοκτονίας του, πολλές φορές και τον τρόπο με τον οποίο διάβαζαν τα έργα του, καθώς πίστευαν ότι η τρέλα, η μελαγχολία και η μοναξιά, δημιούργησε τη μοναδική του χρωματική παλέτα και έδωσε γλώσσα σε εσώτερα συναισθήματα. Μια σειρά ατυχών γεγονότων που προηγείται του θανάτου του, όπως η απόπειρα να σκοτώσει τον Γκογκέν και το κόψιμο του αυτιού του, ενισχύουν τη βεβαιότητα της θεωρίας πως η αυτοκτονία του ήταν αναπόφευκτη, μια πράξη απόγνωσης με μια σφαίρα φυτεμένη στο στήθος του, κάτι που υιοθέτησαν εξίσου πολλοί μελετητές και ιστορικοί τέχνης επί σειρά ετών.
 

Τον Οκτώβριο του 2011, οι  βραβευμένοι με Πούλιτζερ βιογράφοι Στίβεν Νάιφε και Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ, θέλοντας να βάλουν ένα τέλος στο πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τον θάνατο του Βαν Γκογκ, κυκλοφορούν τη βιογραφία του με τίτλο «Vincent Van Gogh: A Life». Στις 960 σελίδες της μαθαίνουμε πως ο Βαν Γκογκ φονεύθηκε από δύο έφηβους οι οποίοι πάνω στο παιχνίδι τον πυροβόλησαν κατά λάθος.
 
Σύμφωνα με τους Στίβεν Νάιφε και Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ, στις 29 Ιουλίου του 1890, ο μεγάλος ζωγράφος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, με μία σφαίρα φυτεμένη στο στήθος του. Από τις έρευνες που ακολούθησαν, διαπιστώθηκε ότι είχε πυροβοληθεί δύο ημέρες νωρίτερα, στις 27 του μήνα. Η σφαίρα δεν είχε χτυπήσει κάποιο ζωτικό όργανο, με αποτέλεσμα να παραμείνει ζωντανός για 29 επιπλέον βασανιστικές ώρες. Επάνω του δε βρέθηκε σημείωμα αυτοκτονίας, μόνο ένα προσχέδιο γράμματος στον αδερφό του, στο οποίο ζητούσε περισσότερες μπογιές για να ζωγραφίσει. Το γράμμα ήταν αισιόδοξο και εκδηλωτικό για το μέλλον, γεγονός που δημιουργεί μια αντίφαση με το περιστατικό που ακολούθησε.
 
Οι πρώτες ανακοινώσεις που έγιναν σχετικά με τον πυροβολισμό δεν έκαναν λόγο για αυτοκτονία, αλλά έλεγαν χαρακτηριστικά πως ο Βαν Γκογκ «τραυμάτισε τον εαυτό του». Κανένας από την τοπική κοινωνία της Οβέρ δεν είχε δει τον Βαν Γκογκ τις τελευταίες μέρες, κανείς δεν ήξερε με ποιο τρόπο είχε προμηθευτεί το όπλο. Κανένας δεν απάντησε στο λογικό ερώτημα «γιατί δεν αποτελείωσε τον εαυτό του με μια δεύτερη σφαίρα, αλλά σύρθηκε ένα μίλι μέχρι το σπίτι του, υποφέροντας;».
 
Τη σύγχυση γύρω από το θέμα του θανάτου του Βαν Γκογκ επιχείρησε να φωτίσει το 1930, ο μελετητής Τζον Ρίγουολντ που επισκέφτηκε την Οβέρ για να μιλήσει με τους ντόπιους για τον θάνατο του Βαν Γκογκ. Μεταξύ των μαρτυριών που άκουσε, υπήρξαν και ορισμένες που έκαναν λόγο για μερικά «νεαρά παιδιά που σκότωσαν τον Βίνσεντ κατά λάθος». Τα αγόρια αυτά, βέβαια, δεν εμφανίστηκαν ποτέ για να παραδεχτούν το λάθος τους, από φόβο ότι θα τους κατηγορούσαν για φόνο και ο Βαν Γκογκ ίσως να αποφάσισε να τα προστατέψει, σαν μια τελευταία κίνηση του μαρτυρίου του. Γι’ αυτό και δεν ομολόγησε σε κανέναν την αλήθεια, παίρνοντας μαζί του στον τάφο το μυστικό του θανάτου του.
 
Έπειτα από πολλά χρόνια, όμως, ο διακεκριμένος γιατρός Βίνσεντ Ντι Μάιο έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα και την αντίληψη που επικρατούσε επί του θέματος και ενίσχυε το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. «Αν ο Βαν Γκογκ πυροβολούσε τον εαυτό του, θα κρατούσε το περίστροφο μόνο λίγες ίντσες μακριά, και πιθανότατα αυτό να ήταν σε επαφή με το σώμα του. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα υπήρχε καπνιά, σκόνη πυρίτιδας και θα προκαλούνταν τσιγάρισμα του δέρματος γύρω από το τραύμα. Αυτό θα ήταν ολοφάνερο! Όμως τίποτε από αυτά δεν περιγράφηκε από τους ειδικούς που εξέτασαν το πτώμα του καλλιτέχνη. Τα τωρινά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το στόμιο του όπλου βρισκόταν τουλάχιστον ένα πόδι, ή δύο, μακριά». Ο Ντι Μάιο κατέληξε στην άποψη ότι «ο Βαν Γκογκ δεν αυτοτραυματίστηκε. Δεν πυροβόλησε τον εαυτό του».
 
Αρκετοί, βέβαια, ήταν οι μελετητές, οι ιστορικοί τέχνης και οι επιμελητές κειμένων οι οποίοι παρέμεναν πιστοί στην παλιά αφήγηση, που ήθελε τον Βαν Γκογκ να αυτοκτονεί. Όταν κυκλοφόρησε η βιογραφία των Νάιφε και Σμιθ το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ, περιορίστηκε σε μια δήλωση που ανέφερε ότι η θεωρία τους ήταν «δραματική» και «ενδιαφέρουσα», αλλά υπάρχουν «πολλά ακόμα ερωτήματα αναπάντητα». Μάλιστα, οι  ερευνητές του Μουσείου Βαν Γκογκ επιμένουν πως πρέπει να επιστρέψουμε στο αρχικό σενάριο και να κατατάξουμε τον σπουδαίο μετα-ιμπρεσιονιστή στους αυτόχειρες της τέχνης. Ανέθεσαν σε δικούς τους ερευνητές να διαπιστώσουν την αλήθεια των ισχυρισμών των συγγραφέων. Μετά από δυο χρόνια ερευνών, οι εμπειρογνώμονες Louis van Tilborgh και Teio Meendendorp δήλωσαν ότι η αυτοκτονία «είναι το μόνο σενάριο που ευσταθεί, τόσο ψυχολογικά και ιστορικά», αμφισβητώντας ευθέως τα όσα υποστήριζε η βιογραφία σχετικά με τον φόνο του Βαν Γκογκ από τους 16χρονους και καταλήγοντας πως ήταν εύλογο για έναν άντρα με ταραγμένη την ψυχική του ισορροπία να θέλει να αυτοκτονήσει. Το μόνο βέβαιο σήμερα είναι ότι το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του μυστηρίου δεν έχει γραφτεί ακόμα. 

Ο συγγραφέας Ζαν-Μισέλ Γκενασιά 

Ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1950. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Έχει γράψει σενάρια και θεατρικά έργα και έχει εκδώσει τρία ακόμα βιβλία: “Pour centmillions” (1986, βραβείο αστυνομικού μυθιστορήματος Michel Lebrun), «H λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» (τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ που απονέμουν οι μαθητές λυκείου), «Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.» Τα δύο τελευταία κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.

Πηγή: www.elculture.gr

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.