Στεφανιαια νοσος: χειρουργικη η αγγειοπλαστικη;

Με μια άκρως ενδιαφέρουσα ως προς τη θεματολογία της διάλεξη από τον κ. Δημήτρη Αγγουρά έκλεισαν οι εργασίες του 4ου Συμποσίου των Ομάδων Εργασίας της Ελληνικής Εταιρίας Χειρουργών Θώρακος-Καρδιάς-Αγγείων. Ο κ. Αγγουράς, Επίκουρος Καθηγητής της Καρδιοχειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καταπιάστηκε με το αντικείμενο της στεφανιαίας νόσου και στηριζόμενος στα πιο πρόσφατα δεδομένα, προερχόμενα από επιστημονικές μελέτες, επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα για το ποια από τις δυο μεθόδους αντιμετώπισής της-η χειρουργική ή η αγγειοπλαστική-είναι η καταλληλότερη.

Σημειώνεται ότι υπάρχει και μια τρίτη μέθοδος αντιμετώπισης της στεφανιαίας νόσου. Πρόκειται για τη συντηρητική θεραπεία, δηλαδή τα φάρμακα και η τροποποίηση των παραγώγων κίνδυνου, όπως ο καλός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης, του σακχάρου, της χοληστερίνης, η διακοπή του καπνίσματος κ.λπ. Υπάρχουν όμως ασθενείς, στους οποίους δεν αρκεί η συντηρητική μέθοδος. Οι ασθενείς αυτοί απαιτείται να υποβληθούν σε κάποιου είδους επέμβαση, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η ροή του αίματος μέσα από τις αρτηρίες, που έχουν «κλείσει», για να επαναιματωθεί η καρδιά. Σκοπός μιας τέτοιας επέμβασης είναι η μείωση της πιθανότητας θανάτου, όπως επίσης και η μείωση της πιθανότητας εμφάνισης ενός μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου στο μέλλον. Για να επιτευχτεί λοιπόν η επαναιμάτωση της καρδιάς, ενδείκνυνται δυο μέθοδοι επέμβασης, από τη μια η αγγειοπλαστική, γνωστότερη στο κοινό και ως «μπαλονάκι», και από την άλλη η χειρουργική, γνωστότερη ως στεφανιαία παράκαμψη ή μπαϊπάς. Στην περίπτωση της αγγειοπλαστικής επιχειρείται το «άνοιγμα» της στένωσης του αγγείου, που φέρει βλάβη, ενώ στην αντίστοιχη της χειρουργικής παρακάμπτεται το εν λόγω αγγείο.

Διαχρονικό το ερώτημα για την καταλληλότερη μέθοδο

«Προσπαθούμε να εξετάσουμε ποια από τις δυο αυτές μεθόδους είναι η καταλληλότερη για να επαναιματώσουμε τους ασθενείς», εξήγησε ο κ. Αγγουράς, «κι αυτό είναι ένα ερώτημα που μας ταλανίζει ως επιστήμονες επί σειρά ετών». Καθοριστικό ρόλο, κατά τον ίδιο, παίζει το γεγονός ότι τα δεδομένα των συγκεκριμένων δύο μεθόδων αλλάζουν ραγδαία, κι αυτό διότι αμφότερες βελτιώνονται κάθε χρόνο. Η αποτελεσματικότητά τους επομένως μεταβάλλεται και χρειάζεται συχνά οι δυο μέθοδοι να επαναξιολογούνται.

«Το «μπαλονάκι» αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τους ασθενείς, που απαιτείται να επαναιματωθεί το μυοκάρδιό τους σε επείγουσες καταστάσεις»

«Εν έτει 2012 είμαστε στην ευχάριστη θέση να έχουμε τα καλύτερα δεδομένα, που είχαμε ποτέ, αναφορικά με τη δυνατότητά μας να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα», υπογράμμισε ο κ. Αγγουράς, εξηγώντας πως «έχουμε κάνει τις καλύτερες μελέτες που έχουν γίνει ποτέ και οι οποίες έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας τους τελευταίους μήνες». Οι μελέτες αυτές, όπως διευκρίνισε, έδειξαν ότι δεν υπάρχει ενιαία απάντηση για όλους του ασθενείς, αλλά καθένας αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση. Παρά ταύτα φαίνεται ότι το «μπαλονάκι» έχει σαφές πλεονέκτημα και αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τους ασθενείς, που απαιτείται να επαναιματωθεί το μυοκάρδιό τους σε καταστάσεις επείγουσες, όπως είναι το έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Καλύτερα μακροχρόνια αποτελέσματα με τη χειρουργική μέθοδο

Στον αντίποδα, όμως, ασθενείς οι οποίοι δε βρίσκονται σε τέτοια επείγουσα κατάσταση, αλλά από τη στεφανιογραφία προκύπτει ότι χρειάζονται επαναιμάτωση, κατά κανόνα στην περίπτωση αυτή κρίνεται προτιμότερη η χειρουργική μέθοδος. Παρά το γεγονός ότι συνοδεύεται από λίγο μεγαλύτερο χειρουργικό κίνδυνο και λίγο μεγαλύτερη ταλαιπωρία του ασθενούς. Γιατί το βασικό πλεονέκτημα της χειρουργικής μεθόδου είναι ότι εξασφαλίζει καλύτερα μακροχρόνια αποτελέσματα, οι ασθενείς δηλαδή που υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία ζουν κατά κανόνα περισσότερο. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα, οι ασθενείς αυτοί έχουν μια καλύτερη επιβίωση της τάξης του 20%-30%. Εξαίρεση, βέβαια, από τα παραπάνω αποτελεί η περίπτωση ασθενούς, που έχει νόσο ενός μόνο αγγείου της καρδιάς και μάλιστα όχι της κεντρικής στεφανιαίας αρτηρίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι περισσότεροι ασθενείς από αυτούς που πρέπει να επαναιματωθούν, παρουσιάζουν βλάβες σε όλα τα αγγεία της καρδιάς και σε αυτούς τους ασθενείς αναφέρονται οι μελέτες, που επικαλέστηκε ο κ. Αγγουράς. Το τελικό βέβαια συμπέρασμα, όπως έσπευσε να επισημάνει ο ίδιος, το βγάζει ο εκάστοτε καρδιολόγος και καρδιοχειρουργός, που παρακολουθεί τον ασθενή.

«Περίπου 1 στους 4 ασθενείς, που πάσχει από τη στεφανιαία νόσο, το πρώτο σύμπτωμα που θα εμφανίσει είναι ο αιφνίδιος θάνατος»

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι, όπως συμβαίνει άλλωστε με όλες τις ασθένειες, το ίδιο ισχύει και με τη στεφανιαία νόσο, ότι καταλυτικό ρόλο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων κρίνεται η έγκαιρη ανίχνευσή της. «Η στεφανιαία νόσος είναι μια ύπουλη νόσος», υποστήριξε ο κ. Αγγουράς, ενώ όπως χαρακτηριστικά σημείωσε «περίπου 1 στους 4 ασθενείς, που πάσχει από τη στεφανιαία νόσο, είτε το ξέρει είτε δεν το ξέρει, το πρώτο σύμπτωμα που θα εμφανίσει είναι ο αιφνίδιος θάνατος». «Γι’ αυτό και οι ασθενείς, που συγκεντρώνουν πολλούς παράγοντες κίνδυνου», υπογράμμισε, «ακόμα κι αν δεν παρουσιάζουν συμπτώματα, θα πρέπει να υποβάλλονται σε έναν προληπτικό έλεγχο, έτσι ώστε να ανιχνευτεί έγκαιρα η στεφανιαία νόσος και να ακολουθηθεί η δέουσα θεραπευτική αγωγή».

Καταλήγοντας ο κ. Αγγουράς, χαρακτήρισε μεν εξαιρετικά χρήσιμη και πολύτιμη την ενημέρωση του κοινού για θέματα υγείας μέσω του τύπου, αλλά υπογράμμισε ότι τέτοιου είδους ενημέρωση δεν πρέπει επ’ ουδενί να υποκαθιστά την επίσκεψη στο γιατρό και την ιατρική διάγνωση.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.