Ιστορικη σκιαγραφηση της σχεσεως των µητροπολεων της Θρακης µε το Οικουµενικο Πατριαρχειο

Τώρα που η επίσηµη επίσκεψη του Οικουµενικού Πατριάρχου στη γη της Θράκης έχει ολοκληρωθεί, θεωρούµε ότι µπορούµε να ικανοποιήσουµε την απαίτηση πολλών αναγνωστών, οι οποίοι εζήτησαν να εξηγήσουµε τους λόγους για τους οποίους η γη της Θράκης έχει ακατάλυτη στο χρόνο σχέση µε την πρωτόθρονο Κωνσταντινουπολίτιδα εκκλησία. Η αδέκαστη ιστορία το έχει εξάλλου καταγράψει αψευδώς και διά «τεκµηρίων πολλών». Ως ακολούθως…
 
Ο Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων, έδρασε, σύµφωνα µε αξιόπιστες ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, στην Μικρά Ασία, τις περί τον Εύξεινο Πόντο περιοχές, την Θράκη και την Αχαΐα, όπου και εµαρτύρησε.
 
Έτσι, η αποστολικότητα του θρόνου της Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας είναι αποδεδειγµένα συνδεδεµένη και µε την αποστολικότητα των ιδρυθεισών κατά τόπους Εκκλησιών στις παραπάνω περιοχές, όπου έδρασε ο Πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας, και µεταξύ αυτών περιλαµβάνονται και εκείνες της ευλογηµένης Θρακικής Γης.
 
Ο «κοινός αποστολικός σύνδεσµος» ανάµεσα στην Θράκια Γη και την ιερά εκκλησιαστική Καθέδρα της του Κωνσταντίνου Πόλεως, της Θεοτοκουπόλεως Βασιλίδος των Πόλεων, ενισχύεται κατά τους µετέπειτα χρόνους και εκ του γεγονότος ότι προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου η µικρά πόλις (Πολίχνη) του λεγοµένου Βυζαντίου, η αρχαία αυτή αποικία των Μεγαρέων ήταν επισκοπή κατά το χριστιανικό αυτής τµήµα, υπαγοµένη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου της εν Θράκη Ηρακλείας.
 
Ο δε εκάστοτε Μητροπολίτης Ηρακλείας µέχρι και σήµερα, εάν βεβαίως υπάρχει εν ενεργεία Μητροπολίτης του Οικουµενικού Πατριαρχείου υπό τον τίτλο του «Ηρακλείας», σύµφωνα µε αρχαιότατο εκκλησιαστικό έθος, εγχειρίζει την πατριαρχική ποιµαντορική ράβδο (πατερίτσα) στον εκάστοτε νεοεκλεγέντα και ενθρονιζόµενο Οικουµενικό Πατριάρχη.
 
Η άλλοτε τοπική Εκκλησία της πολίχνης του Βυζαντίου, αρχικώς υπαγοµένη στον εκάστοτε Μητροπολίτη Ηρακλείας, κυρίως δε από την Β’ Οικουµενική Σύνοδο (381 µ.Χ.) και ακόµη σταθερότερα και εντονότερα µε τις αποφάσεις της Δ’ Οικουµενικής Συνόδου (451 µ.Χ.) κατέστη σταδιακά και συν τω χρόνω στην «καθ΄ηµάς Ανατολή» η όντως τροφός και φιλόστοργος «Ιερά καθέδρα και το αδιάσειστον Ιερόν Κέντρον» των Επισκοπών, Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων, µεταξύ των οποίων και εκείνες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική, πνευµατική και διοικητική δικαιοδοσία αυτής.
 
Παρόλο που οι επαρχίες του λεγοµένου Ανατολικού Ιλλυρικού (το πλείστον µέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου- η άλλοτε Γιουγκοσλαβία, πλην της Δαλµατίας η οποία υπήγετο στο Δυτικό Ιλλυρικό, η Αλβανία, η Δυτική Βουλγαρία, η Ελλάς, η Κρήτη, η Μακεδονία) υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Επισκόπου Ρώµης, εντούτοις από τα τέλη του Δ’ αιώνος οι Επίσκοποι αυτών, παραθεωρούντες τις αντιδράσεις της Εκκλησίας της «Πρεσβυτέρας Ρώµης», προτιµούσαν να απευθύνονται στον Κωνσταντινουπόλεως ως τον πρωτόθρονο Επίσκοπο της «Νέας Ρώµης» για την ρύθµιση των επαρχιακών εκκλησιαστικών και εν γένει πνευµατικών υποθέσεών τους, τις οποίες η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επέλυε στο πλαίσιο της «κηδεµονικής προνοίας και συναντιλήψεως αυτής».
 
Έτσι, αυτό που defacto επικρατούσε ως εκκλησιαστική πρακτική, επιβεβαιώθηκε και dejure, όταν η Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουµενική Σύνοδος (451 µ.Χ.) µε τον 28ο κανόνα αυτής υπήγαγε τις τρεις Διοικήσεις Πόντου, Ασίας και Θράκης στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.
 
Εν προκειµένω δε ο συγγραφέας Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιµος στο µνηµειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Το ΟικουµενικόνΠατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», γράφει σχετικά ότι: «Τούτο δε κρίνεται µάλλον ως φυσική κατάστασις, α) διότι προηγήθη η διοικητική µεταρρύθµισις και απόσπασις του Ιλλυρικού από του δυτικού τµήµατος της αυτοκρατορίας, β) διότι εις τας επαρχίας του ανατολικού Ιλλυρικού η γλώσσα της λατρείας ήτο η ελληνική, οι δε Επίσκοποι αυτού, ιδίως της Μακεδονίας και όλων των ελληνικών επαρχιών, ωµίλουν ελληνιστί, και γ) διότι γενικώς επρόκειτο περί πληθυσµών πλησιέστερων και οικειότερων, υπό πάσαν έποψιν, προς τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως».
 
Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σηµείο αναφερόµε νος στην πολιτιστική σύνδεση και συνάφεια των περιοχών της Θράκης µε την νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Νέα Ρώµη, την Θεοτοκούπολη Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Ενώ δηλαδή εν Αιγύπτω αναπτύσσεται κυρίως η κοπτική φιλολογία και εν τη Διοικήσει της Ανατολής η συριακή και η αρµενική, αι περιοχαί της Θράκης, της Ασίας και του Πόντου, διαποτίζονται και καλλιεργούνται ολονέν και περισσότερον υπό της ελληνικής γλώσσης και παιδείας. Η πολιτιστική αυτή συγγένεια επέδραµε µεγάλως εις τον προσανατολισµόν των Επισκόπων των τριών Διοικήσεων προς την Κωνσταντινούπολιν, η οποία εγένετο ήδη το κυριώτερονκέντρον της ελληνικής παιδείας».
 
Στο διάβα των αιώνων λοιπόν σφυρηλατήθηκαν ακατάλυτοι και άρρηκτοι εκκλησιαστικοί, πνευµατικοί και ιστορικοί δεσµοί ανάµεσα στην ευλογηµένη θρακική Γη και την Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία. Έκτοτε και µέχρι σήµερα αδιαλείπτως η Θράκη ως ενιαίος γεωγραφικός χώρος (στη σύγχρονη εποχή πλην της Βορείου Θράκης ή Ανατολικής Ρωµυλίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο Βουλγαρίας) τελεί υπό το «Πρωτόθρονο Κηδεµονικό Ωµοφόριο» του Οικουµενικού Πατριαρχείου και εν τοις πράγµασι αποδεικνύεται αυτό που από ετών εγράψαµε «περί Γης Θρακικής- Γης Πατριαρχικής». Δεν νοείται δηλαδή εκκλησιαστική οργάνωση των επαρχιών της γεωγραφικώς ενιαίας Θράκης άνευ της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς επίσης δεν νοείται και το Οικουµενικό Πατριαρχείο άνευ των εκλεκτών εκκλησιαστικών επαρχιών του στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης.
 
Στο σχέδιο του Θεού η θρακική Γη υπήρξε και παραµένει ανά τους αιώνες ο «ζωτικός φυσικός χώρος» της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του µαρτυρικού και δι’ αιµάτων καθαγιασµένου Οικουµενικού Πατριαρχείου, το οποίο αδιαλείπτως συνεχίζει να σκέπει υπό τις φιλόστοργες πτέρυγές του την θρακική Γη.
 
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν επισηµαίναµε ότι από τις πλέον εκλεκτές εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουµενικού Πατριαρχείου, οι οποίες υπήρξαν και παραµένουν αλησµόνητες, είναι εκείνες της Ανατολικής Ρωµυλίας ή Βορείου Θράκης και της Ανατολικής Θράκης, που από το 1922/1923 είναι απορφανεµένες από το ποίµνιό τους, ενώ ακµαίες και δραστήριες παραµένουν οι επαρχίες του Οικουµενικού Θρόνου στη Δυτική Θράκη, οι οποίες αποτελούν αδιάκοπα µέσα στον χωροχρόνο κανονικό έδαφος της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας µέχρι και στις µέρες µας.
 
Στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης έχουν καταγραφεί «χρυσοίς γράµµασι» στις σελίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας από την βυζαντινή περίοδο και µέχρι το 1922 οι περισσότερες Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις εν συγκρίσει µε άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες, οι οποίες υπήγοντο στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουµενικού Πατριαρχείου. Σύµφωνα µε τα στατιστικά δεδοµένα που καταγράφονται από τους κατά καιρούς ερευνητές, στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης (Βόρεια, Ανατολική και Δυτική) από Χριστού και µέχρι την δεκαετία του 1930 διέλαµψαν περί τις 94 συνολικά Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, στις οποίες, κατά προσέγγιση και στο ίδιο χρονικό διάστηµα, εποίµαναν περί τους 1824 αρχιερείς (Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι, Επίσκοποι), εν ενεργεία ή απλώς τιτουλάριοι). 

Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές στο έδαφος της «Διοικήσεως» της Θράκης

Όλες αυτές οι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές είχαν την έδρα τους στην έκταση των 6 Επαρχιών που αποτελούσαν το έδαφος της «Διοικήσεως» της Θράκης, η οποία µε τη σειρά της αποτελούσε µέρος του «Ανατολικού Θέµατος» σύµφωνα µε την υπό του Μ. Κωνσταντίνου γενοµένη νέα διαίρεση του αχανούς Ρωµαϊκού Κράτους σε «Υπαρχίας ή Θέµατα» και αυτά σε «Διοικήσεις», οι οποίες διαιρούνταν σε «Επαρχίες». Οι έξι Επαρχίες της Διοικήσεως Θράκης ήταν : 1) Ευρώπης (Ηρακλείας). 2) Ροδόπης (Τραϊανουπόλεως), 3) Αιµιµόντου (Αδριανουπόλεως), 4) Θράκης (Φιλιππουπόλεως), 5) Μυσίας ή Αιµιµόντου (Μαρκιανουπόλεως) και 6) Σκυθίας (Τόµης).
 
Ο αριθµός των παραπάνω Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών της καθόλου Θράκης υπέστη σηµαντικές αυξοµειώσεις και µεταβολές δια µέσου των αιώνων και µέχρι της αλώσεως (1453). Έτσι, από της αλώσεως και µέχρι την δεκαετία του 1920 καταγράφονται, κατόπιν πολλών συγχωνεύσεων, στην Ανατολική και Δυτική Θράκη, οι παρακάτω Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές: Αδριανουπόλεως, Μετρών και Αθύρων, Αίνου, Αργυρουπόλεως, Αρκαδιουπόλεως, Βιζύης και Μηδείας, Γάνου και Χώρας, Δέρκων (αρχικά υπό τον Ηρακλείας), Διδυµοτείχου, Ηρακλείας και Ραιδεστού, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου, Μαρωνείας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Ξάνθης και Περιθεωρίου, Παµφίλου, Σαράντα Εκκλησιών, Τυρολόης και Σερεντίου, Σηλυβρίας, Σκοπέλου (υπό τον Αδριανουπόλεως), Τραϊανουπόλεως, Χαριουπόλεως κ.ά. Άξιο µνείας είναι ότι στην καρδιά της γεωγραφικής εκτάσεως της σηµερινής λεγοµένης Δυτικής Θράκης, από του Δ’ αιώνος και µέχρι τον ΙΔ΄ αιώνα, κυριαρχούσε η Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως έχουσα ως Επισκοπές τις εξής: Μαρωνείας, Μαξιµιανουπόλεως, Αίνου, Τοπείρου, Κυψάλων, Αναστασιουπόλεως, Διδυµοτείχου, Μάκρης, Μοσυνουπόλεως, Πόρων, Ξανθείας, Περιθεωρίου κ.ά. Πλείστες εξ αυτών ανεβιβάσθησαν σε Αρχιεπισκοπές και αργότερα συγχωνεύθησαν στις ήδη από του ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνος ιδρυθείσες Μητροπόλεις της Δυτικής Θράκης, ήτοι Μαρωνείας, Διδυµοτείχου, Ξάνθης και Περιθεωρίου, ενώ η εσχάτως ιδρυθείσαΜητρόπολη της Δυτικής Θράκης είναι της Αλεξανδρουπόλεως (1922).
 
Στην δε Βόρεια Θράκη ή Ανατολική Ρωµυλία από της αλώσεως (1453) και µέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1910, οι καταγεγραµµένες Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, κατόπιν πολλών µεταβολών και συγχωνεύσεων, ήταν οι εξής: Αγαθονικείας, Αγαθουπόλεως, Αγχιάλου, Αξιουπόλεως, Βάρνης, Βιδύνης, Βράτσας, Διοσπόλεως, Δρύστρας, Κεστεντηλίου, Κωνσταντίας, Λεύκης, Λιτίτσης. Λοφτσού, Μεσηµβρίας, Περκόφτσας, Πρεσλάβας, Ροδοστόλου, Σαµακοβίου, Σοφίας, Σωζοπόλεως (Σωζοαγαθουπόλεως), Τζερβενού, Τορνόβου, Φιλιππουπόλεως.
 
Η ύπαρξη τόσου µεγάλου αριθµού Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Θράκης συγκριτικά µε άλλες γεωγραφικές περιοχές, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, δεν υπήρξε ένα γεγονός τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως, αποδεικνύει περίτρανα τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνηµα των Θρακών, όσο και την ιδιαιτέρα µεγάλη σηµασία και βαρύτητα που έδιδε το Οικουµενικό Πατριαρχείο σ’ όλες αυτές τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του µε τον υψηλού επιπέδου ακµάζοντα ορθόδοξο πληθυσµό, ο οποίος ήταν αφοσιωµένος, παρά το κατά καιρούς βαρύτατο κόστος που πλήρωναν λόγω της προσηλώσεως και αφοσιώσεώς τους στην µαρτυρική και «αει εσταυρωµένη» Μητέρα τους Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
 
Οι Μητροπόλεις αυτές, κυρίως µετά την άλωση της Πόλεως (1453), υπήρξαν οι «Κιβωτοί της Σωτηρίας» για το δεινώς δοκιµαζόµενο υπόδουλο γένος των Ρωµηών σε όλη την ενιαία γεωγραφική έκταση της θρακικής Γης και όχι µόνον. Ανεδείχθησαν όντως οι «πνευµατικές ασπίδες προστασίας» του Χριστεπωνύµου πληρώµατος, αλλά και η «πνευµατοφόρος εστία» της προόδου σε όλα τα επίπεδα. Οι Μητροπολίτες της Θρακώας γης και οι υπ’ αυτούς Επίσκοποι, οι οποίοι εξελέγοντο και απεστέλοντο από το Οικουµενικό Πατριαρχείο στις «Φαναριοσκέπαστες» αυτές επαρχίες, όπου χτυπούσε δυνατά η καρδιά της αθανάτου Ρωµηοσύνης του φιλοχρίστου και φιλοθέου γένους µας, εφύτευαν και µεταλαµπάδευαν στους Θράκες τα «ανόθευτα νάµατα» της αµωµήτου ορθοδόξου πίστεως, την άσβεστη φλόγα της Ρωµηοσύνης, την γνήσια και ανόθευτη συνείδηση ότι οι εκκλησιαστικές επαρχίες της θρακικής Γης ήταν και µέχρι σήµερα παραµένουν πατριαρχικό έδαφος, και ότι επίσης το µαρτυρικό Οικουµενικό Πατριαρχείο αποτελούσε την «αει εσταυρωµένη» και φιλόστοργη Μητέρα τους Εκκλησία. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ως Μητροπολίτες και Επίσκοποι στις Εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης εξελέγοντο από το Οικουµενικό Πατριαρχείο οι άριστοι των πατριαρχικών κληρικών από τους οποίους πολλοί στο διάβα των αιώνων ανήρχοντο ως Οικουµενικοί Πατριάρχες στο θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας.
 
Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε η «κιβωτός της ελληνορθοδόξου παιδείας» και η «πνευµατοφόρος κολυµβήθρα» του αναβαπτισµού των ρωµηόπουλων στα γράµµατα και τις τέχνες. Δεν µεριµνούσε δηλαδή µόνο να εκλέγει και να αποστέλει τους αρίστους Επισκόπους και Μητροπολίτες στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης, αλλά ως Εθναρχούσα Εκκλησία αόκνως και νυχθηµερόν αγωνιζόταν να ιδρύονται Εκκλησίες, ιερές µονές (Παπίκιον Όρος επί της οροσειράς της Ροδόπης, Ι.Μονή Παναγίας Πετριτσονιτίσσης Μπατσκόβου- Βόρεια Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Σκαλωτής- Ανατολική Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Κοσµοσώτειρας- Δυτική Θράκη κ.α.), ευαγή φιλανθρωπικά και κοινωφελή ιδρύµατα, καθώς επίσης νηπιαγωγεία, δηµοτικά σχολεία, σχολαρχεία (Αστικές Σχολές) και λοιπά ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµα τα. Αλλεπάλληλα τα αιτήµατα του Πατριαρχείου προς την Υψηλή Πύλη για την έκδοση Σουλτανικών Φιρµανίων και την χορήγηση υπουργικής αδείας µε σκοπό την ανίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων κάθε βαθµίδος. Το Πατριαρχείο µε τους διακεκριµένους φιλεκπαιδευτικούς και φιλοπροόδους συλλόγους της Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε να αποστέλλονται διδάσκαλοι και διδασκάλισσες σε όλα τα σχολεία της Θράκης προκειµένου τα Ρωµηόπουλα να γεύονται τα νάµατα της ελληνορθοδόξου παιδείας και παραδόσεως µε τα οποία ως θώρακα και ασπίδα προστασίας να ανθίστανται στις προπαγανδιστικές και προσηλυτιστικές απόπειρες του εκτουρκισµού, εκβουλγαρισµού και εκλατινισµού τους.
 
Η µέριµνα του Οικουµενικού Πατριαρχείου, που ήταν και παραµένει το «Ιερόν Κέντρον» του φιλοχρίστου και ευσεβούς Γένους µας, για την παιδεία και µόρφωση των υποδούλων τέκνων του εφάνη σε µικρό χρονικό διάστηµα µετά την άλωση, όταν, παρόλες τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η Θράκη, επετεύχθη η άνθιση της ελληνορθοδόξουπαιδείας µε την πρωτοβουλία του εξ Αγχιάλου Θρακός Οικουµενικού ΠατριάρχουΙερεµίου Β΄ του επικαλουµένου Τρανού (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), ο οποίος κατά το έτος 1593 ενεπνεύσθη και απέστειλε την ιστορικής σηµασίαςσχετική εγκύκλιο για την ίδρυση σχολείων απανταχού των εδαφών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου, όπου υπήρχε έστω και η ελάχιστη εστία ελληνισµού. Έτσι άρχισε η άνθιση της ελληνικής παιδείας στη Θράκη µε την πληθώρα των λογίων Θρακών, κληρικών και λαϊκών, που ανεδείχθησαν καθ’ όλη την διάρκεια της οθωµανοκρατίας.
 
Από δε την δεκαετία 1850/1860 και εντεύθεν το Οικουµενικό Πατριαρχείο νυχθηµερόν και µε επιµονή απαιτούσε την έκδοση και υπογραφή φιρµανίων από την Υψηλή Πύλη και σχετικών υπηρεσιακών αδειών (ιστιλάµιον) από τα αρµόδια υπουργεία της εκάστοτε οθωµανικής κυβερνήσεως για την ίδρυση εκπαιδευτηρίων, τα οποία επληθύνοντο ραγδαίως σε όλες τις πόλεις, τις κωµοπόλεις και στα πλέον αποµακρυσµένα χωριά όλου του ενιαίου θρακικού χώρου, όπου λειτουργούσαν όλων των βαθµίδων εκπαιδευτήρια, όπως γραµµατοδιδασκαλεία, Δηµοτικά, Παρθεναγωγεία, Αρρεναγωγεία (Σχολαρχεία), Ηµιγυµνάσια, Γυµνάσια, Ανώτερα και Ανώτατα φροντιστήρια. Σηµειώνουµε εν προκειµένω ότι κατά την περίοδο 1881-1912 υπήρχαν στις ένδοξες Μητροπόλεις της Αν. και Βορ. Θράκης, κατά µία πρώτη προσέγγιση, τετρακόσιες τρεις κοινότητες στις οποίες λειτουργούσαν ισάριθµα σχολεία, πλην, βεβαίως, των µεγάλων σχολείων των αστικών κέντρων, στα οποία κύρια φροντίδα ήταν η µετάδοση όχι µόνον των γνώσεων, αλλά και η εµπέδωση της εθνικής συνειδήσεως και της Ορθοδόξου πίστεως.
 
Το µαρτυρικό Οικουµενικό Πατριαρχείο ως «αεί εσταυρωµένη» φιλόστοργη Μητέρα Εκκλησία µε πρώτον τον εκάστοτε Πατριάρχη του Γένους και συν αυτώ µε άπαντες τους Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και τους εν γένει αγάµους και εγγάµους κληρικούς αυτού απανταχού των επαρχιών του στη Θράκη, από της υποδουλώσεως της ευλογηµένης θρακικής Γης στους Οθωµανούς και εντονότερα µετά την άλωση της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως (1453), καθώς και κατά την διάρκεια της εθνικής παλιγγενεσίας (1821), προσέφερε αφειδώς «ηµέρας και νυκτός» προς τους φιλοχρίστους και φιλογενείς Θράκες την σκέπη και προστασία του. Ποταµοί αιµάτων Πατριαρχών, Αρχιερέων, ιερέων, ιεροµονάχων, µοναχών και µοναζουσών «ως λύτρον αντί πολλών» άρδευσε την θρακική Γη, όταν το ποίµνιο οδηγούνταν στην απώλεια ή τον βίαιο εξισλαµισµό τους.
 
Όταν και πάλι οι πολιτικές σκοπιµότητες και ο άκρατος εθνοφυλετισµός (εθνικισµός) έφεραν δίσεκτα και δυσχείµερα έτη για τον θρακικό ελληνισµό, ο οποίος εδέχετο την βιαία δράση της σχισµατικής και αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας και µετά το 1908 και αυτού του κινήµατος των Νεοτούρκων (Νέο-Οθωµανών), που αποσκοπούσαν, αντιστοίχως, είτε στον εκβουλγαρισµό είτε στον εκτουρκισµό των Θρακών, το Οικουµενικό Πατριαρχείο ανθέστηαυτοθυσιαστικώς υπέρ του περιποθήτου Ποιµνίου του εν Θράκη. Μετά δε το έτος 1914, όταν άρχισε από µέρους των ακραίων εθνικιστών Νεοτούρκων ο βίαιος εκτοπισµός και ο γενοκτονικός αφανισµός των Θρακών, η Μητέρα Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία προσέφερε και πάλι το τίµιο αίµα των κληρικών της προκειµένου να αποφευχθεί το αναπόφευκτο.
 
Οι δε Θράκες, οι οποίοι ήταν προσηλωµένοι στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και είχαν βαθύτατα πατριαρχικό φρόνηµα, διαποτισµένοι οι ίδιοι µέχρι «µυελού οστέων» από την ζωογόνο εκκλησιαστική πνοή του µαρτυρικού και εστευρωµένουφαναρίου, σε πολλές και ιδιαίτερα δυσχερείς και λίαν επικίνδυνες περιόδους, αν και θα µπορούσαν να απαρνηθούν το Οικουµενικό Πατριαρχείο και να σωθούν, εκείνοι µε απαράµιλλη γενναιοφροσύνη παρέµεναν πιστά, ακλόνητα και αφοσιωµένα τέκνα της «Μεγάλης και Μαρτυρικής Μάνας τους Εκκλησίας», και θυσιάζονταν «µέχρις ενός». Και πλησίον τους και οι παπάδες, οι καλόγεροι και οι Μητροπολίτες τους εκ των οποίων πλείστοι όσοι είναι εθνοϊεροµάρτυρες και Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
 
Στο σηµείο τούτο άξιο µνείας και προς απόδειξη της απολύτου και άκρας αφοσιώσεως και µέχρι λατρείας αγάπης των Θρακών στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στη Μάνα τους Εκκλησία, είναι και το αψευδές ιστορικό γεγονός που συνέβη κατά την διάρκεια της δράσεως της σχισµατικής- αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας στον γεωγραφικό χώρο της Θράκης. Ο Έλληνας Πρόξενος στις Σέρρες Αντώνιος Σαχτούρης σε υπηρεσιακή έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ έγραφε λίγες ηµέρες µετά τον θάνατο του ήρωος Μακεδονοµάχου Παύλου Μελά, ότι σε ένα ελληνορθόδοξο χωριό, πλησίον του χωριού Καβακλί (Ανατ. Ρωµυλία), οι σχισµατικοί βουλγαροεξαρχικοί κοµιτατζήδες σύναξαν βιαίως τους χωρικούς στην κεντρική πλατεία και τους επέβαλαν να φωνάξουν: «Κάτω το Πατριαρχείο- Ζήτω η Βουλγαρική Εξαρχία». Όλοι όµως παρέµειναν σιωπηλοί και ακίνητοι. Τότε σηκώθηκε ο γέροντας παπάς του χωριού και µε αγέρωχη φωνή βροντοφώναξε: «Αδελφοί µου, εκατό φορές πεθαµένοι και πιστοί στο Πατριαρχείο µας, παρά ζωντανοί και προδότες του Πατριάρχου µας». Όλοι τους τουφεκίσθησαν, αλλά προδότες του Πατριαρχείου, της Μητέρας τους Εκκλησίας δεν έγιναν. 

Οι εκ Θράκης Πατριάρχες

Επετειακώς γράφοντες και ευγνωµόνως αναµιµνησκόµενοι των µεγάλων προσωπικοτήτων, που ανεδείχθησαν στα άγια χώµατα της λατρευτής και αλησµονήτου Πατρίδος των προγόνων µας, αναφέρουµε ότι Θράκες την καταγωγή που ανήλθαν στον Οικουµενικό θρόνο µετά την άλωση (1453) ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου Ιερεµίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), 2) Ο εκ της επαρχίας Ξάνθης, Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και έπειτα Τυρνόβου, Πατριάρχης Κύριλλος Γ΄ ο Σπανός (α΄ 1652, β΄ 1654), 3) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Κύριλλος Στ΄ (1813-1818), 4) ο εκ της επαρχίας Αδριανουπόλεως Αγαθάγγελος (1826-1830), 5) Ο εκ του Νεοχωρίου Ραιδεστού Άνθιµος Ε΄ (1841-1842), ο οποίος διετέλεσε το πρότερονκαι Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίεςΑγαθουπόλεως και Αγχιάλου, 6) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Διδυµοτείχου και Αδριανουπόλεως.
 
Από τους Μητροπολίτες, οι οποίοι διεποίµαναν εκκλησιαστικές επαρχίες της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και ανήλθαν στον Οικουµενικό θρόνο, ενδεικτικώς και µόνον αναφέρουµε τους εξής: 1) Ο από Αδριανουπόλεως Γερµανός Γ΄ (1267), 2) Ο από Αδριανουπόλεως Ιωάσαφ Β΄ ο µεγαλοπρεπής (1555-1565), 3) Ο από Αδριανουπόλεως Άνθιµος Β΄ (1623), 4) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Α΄ (1639-1644), 5) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1651), 6) Ο από Ηρακλείας Ιωαννίκιος Β΄ (1646-1648, 1651, 1652, 1653-1654, 1655-1656), 7 ) Ο από Ηρακλείας Γαβριήλ Β΄ (1657), 8) Ο από Αδριανουπόλεως Νεόφυτος Δ΄ (1688-1689), 9) Ο από Αδριανουπόλεως Αθανάσιος Ε΄ (1709-1711), 10) Ο από Μαρωνείας Νεόφυτος Ζ΄ (1789-1794, 1799-1801), ο οποίος ως Μητροπολίτης Μαρωνείας ενήργησε αόκνως και επέτυχε την ανέγερση του Μητροπολιτικού Ναού Κοιµήσεως της Θεοτόκου Κοµοτηνής και της Αγίας Αναστασίας Φαρµακολύτρας Μάκρης-Ν. Έβρου, που την περίοδο εκείνη υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Μαρωνείας, 11) Ο από Αδριανουπόλεως Κύριλλος ο Στ΄ (1813-1818), 12) Ο από Αδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), 13) Ο Πατριάρχης Ιωακείµ Γ΄ ο µεγαλοπρεπής (1878-1884, 1901-1912), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Βάρνης (1864-1874), 14) Ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ (1929-1935), ο οποίος διετέλεσε και Πατριαρχικός Επίτροπος Φιλιππουπόλεως (1906-1914), 15) Ο από Ηρακλείας Πατριάρχης Βενιαµίν Α΄(1936-1946) κ.ά. 

Εκκλησιαστικές προσωπικότητες καταγόµενες από τις πατριαρχικές επαρχίες της Θράκης

Εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι οποίες κατήγοντο από τις Πατριαρχικές επαρχίες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της Θράκης ή έδρασαν σε αυτές, ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου της Βορείου Θράκης Οικουµενικός Πατριάρχης Ιερεµίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), όπως και οι λοιποί προαναφερθέντες Θράκες την καταγωγήν Οικουµενικοί Πατριάρχες, 2) Ο εκ Σωζοπόλεως, Μητροπολίτης Νικαίας Πορφύριος Α΄ (τέλη ΙΣΤ΄ -µέσα ΙΖ΄ αι.), 3) Ο εξ Αίνου, Πατριάρχης Ιεροσολύµων Μελέτιος (τέλη ΙΖ΄ – αρχάς ΙΗ΄ αι.), 4) Ο εκ Ραιδεστού, Πατριάρχης Ιεροσολύµων Αθανάσιος Ε΄ (τέλη ΙΗ΄ – µέσα ΙΘ΄ αι.), 5) Ο εκ Ραιδεστού, Μητροπολίτης Αθηνών (1783-1799) Αθανάσιος (Μιχαήλ Τατλίκαρις), 6) Ο εξ Αίνου, Μητροπολίτης Αίνου και έπειτα Θεσσαλονίκης και Κυζίκου Ματθαίος (µέσα ΙΗ΄ – µέσα ΙΘ΄ αι.), 7) Ο εκ Περιστάσεως, Ιεροµόναχος Αγάθων Παντοκρατορινός (ΙΘ΄ αι.), ο οποίος έλαβε το Οφφίκιον του Μεγάλου Εκκλησιάρχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εκοιµήθη το 1887, 8) Ο εκτων Γανοχωρίων, Πατριάρχης Αντιοχείας Ιερόθεος (τέλη ΙΗ΄ -1855), 9) Ο εκ Μαδύτου, πεπαιδευµένος Μητροπολίτης Αµασείας Άνθιµος Αλεξούδης (1825-1907), 10) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Κυζίκου Αθανάσιος Μεγακλής (1848-1909), 11) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Σάρδεων Μιχαήλ Κλεόβουλος (1848-1918), 12) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης Σταυρίδης (1866-1945), 13) Ο από τους Δελλιώνεςτης επαρχίας Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γερµανός Στρηνόπουλος (1872-1951), 14) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Βεροίας και Ναούσης, Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταµούλης(1875-1960), 15) Ο εκ Μαδύτου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστοµος Α΄ Παπαδόπουλος (1922-1938), ο οποίος υπήρξε και Καθηγητής του Παν/µίου Αθηνών, 16) Ο εκ Κριθίας της Θρακικής Χερσονήσου, Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, 17) Οι θρακικής καταγωγής καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αδελφοί κατά σάρκα, Μητροπολίτης Διδυµοτείχου Κωνσταντίνος Βαφείδης (+1899), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Μαρωνείας, και ο από Διδυµοτείχου Μητροπολίτης Ηρακλείας Φιλάρετος Βαφείδης (+1933), ο οποίος υπήρξε µέγας εκκλησιαστικός ιστορικός. Ο δε ανεψιός των δύο ως άνω αρχιερέων, ο Αρχιµ. Νικόλαος Βαφείδης, Πρωτοσύγκελλος και Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Διδυµοτείχου, υπήρξε δεινός συγγραφεύς ιστορικών και λοιπών εκκλησιαστικών µελετών, 18) Ο εκ Μαρωνείας του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Κορίνθου και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αµερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδης (1892-1958), 19) Ο εκ Κοµοτηνής του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Τραπεζούντος και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881-1949), 20) Ο εθνεγέρτης Ροδόπης κατά την επανάσταση του 1821, Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος Α΄ (1810-1821), 21) Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας (1922-1938) Άνθιµος ο Δ΄ (Σαρρίδης), ο από Βιζύης και Μηδείας, ο οποίος υπήρξε ο διορθωτής του Εκκλησιαστικού Ηµερολογίου και ο εισηγητής του «Νέου Ηµερολογίου». κ.ά. 

Οι εν Θράκη µαρτυρήσαντες Άγιοι και Νεοµάρτυρες της Εκκλησίας

Οι κατά την καταγωγή Θράκες ή εν Θράκη µαρτυρήσαντες Άγιοι και Νεοµάρτυρες της Εκκλησίας είναι: Α) Άγιοι: 1) Η εκ των Επιβατών της Ανατ. Θράκης Οσία Παρασκευή η Νέα (µεταξύ του 10-12 αι. µ.Χ.), 2) Ο εκ Σηλυβρίας Άγιος Νεκτάριος, 3) ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος Καλλίδης (1844-1925).
 
Ιεράρχες ποιµάναντες την Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, οι οποίοι εντάσσονται στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι: 1) Λούκιος (+348, 11η Φεβρουαρίου), 2) Φίλιππος (+362, 22 Οκτωβρίου), 3) Μανουήλ (787-813, 22 Φεβρουαρίου), 4) Νικόλαος (+976), 5) Μιχαήλ, διάδοχος του ως άνω (4 Φεβρουαρίου). Β) Άγιοι Νεοµάρτυρες, Θράκες την καταγωγή ή εν Θράκη µαρτυρήσαντες είναι: 1) Γεώργιος εξ Αδριανουπόλεως (+1437), 2) Μιχαήλ Μαυροειδής, Αδριανουπολίτης (17 Φεβρουαρίου 1493 ή 1490;) του οποίου τµήµα ιερού λειψάνου φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιµήσεως της Θεοτόκου Κοµοτηνής, 3) Οσιοµάρτυρας Ιάκωβος και οι µαθητές αυτού Ιάκωβος Διάκονος και Διονύσιος Μοναχός (+1519, Αδριανούπολη ή κατ’ άλλους το έτος 1520 στο Διδυµότειχο), τιµώνται την 1η Νοεµβρίου), 4) Δηµήτριος Αδριανουπολίτης (+1521), 5) Γαβριήλ Επίσκοπος Γάνου (Προύσα, +1659), 6) Δήµος Αδριανουπολίτης, µαρτυρήσας εν Σµύρνη την 5η Απριλίου 1763 ή κατ’ άλλους την 10η Απριλίου 1763, 7) Επίσκοπος Διδυµοτείχου Παρθένιος (+1805, Διδυµότειχο), 8) Οσιοµ. ΧριστοφόροςΔιονυσίατης (+1818 ή κατ’ άλλους το 1808, Αδριανούπολη), 9) Προκόπιος εκ Βάρνης, µαρτυρήσας στη Σµύρνη (25 Ιουνίου 1810), 10) Οσιοµ. Τιµόθεος Εσφιγµενίτης (+1820, Αδριανούπολη), 11) Στέφανος εξ Αίνου (17 Απριλίου 1821), 12) Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώϊος (4 Μαίου 1821, Κωνσταντινούπολη), 13) Οικουµενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ , Αδριανουπολίτης, (Απρίλιος 1821, Αδριανούπολη), 14) Οι εκ Σαµοθράκης, εν Μάκρη του Ν. Έβρου µαρτυρήσαντες (+1836) Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαήλ, Γεώργιος), 15) Ιεροµ. Ευδόκιµος ο Ιβηρίτης (+1913, Μάλγαρα;). κ.ά.
 
Απ’ όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι από τις πλέον εκλεκτές και ηγαπηµένες εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουµενικού Πατριαρχείου, οι οποίες παραµένουν µέχρι και σήµερα αλησµόνητες στις καρδιές των επιγενοµένων Θρακών, είναι εκείνες της Ανατολικής και Βορείου Θράκης, και τούτο συµβαίνει διότι οι πρόσφυγες όλων των επαρχιών αυτών µε την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσµών (1923) ήλθαν και εγκατεστάθησαν πρωτίστως στην «Προσφυγοµάνα Δυτική Θράκη» και φυσικά και σε άλλα µέρη της Ελλάδος διατηρώντας άσβεστη την «φλόγα της αγάπης και της άκρας αφοσιώσεως» προς την Μητέρα τους Εκκλησία, που ήταν και παραµένει το µαρτυρικό Οικουµενικό Πατριαρχείο. Η Βόρεια Θράκη ανήκει πλέον στο Πατριαρχείο της Βουλγαρίας και η Ανατολική Θράκη είναι από το 1923 απορφανεµένη από το ευσεβές ποίµνιό της, αλλά οι επιγενόµενοι των προσφύγων εκείνων Θράκες που διαβιούν στην Ελληνική Θράκη και σ’ όλη την Ελλάδα διατηρούν ζώσα την συνείδηση µέσα στο ιστορικό DNAτους ότι αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν ποίµνιο εκλεκτό και περιπόθητο της µαρτυρικής και σταυραναστάσιµης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
 
Δικαίως λοιπόν γράφουµε και υποµνηµατίζουµε, αµεταθέτως και αστασιάστως, στους ενίοτε αγνώµονες και επιλήσµονες και πολλάκις φέροντες «φιλοπατριαρχικόν προσωπείον» ψευδαδέλφους, ότι η «Θρακική Γη είναι Γη Πατριαρχική», συνεχίζουσα αδιαλείπτως ανά τους αιώνες και µέχρι σήµερα να τελεί υπό το «Πρωτόθρονον Πατρικόν Ωµοφόριον» του εκάστοτε Οικουµενικού Πατριάρχου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.