Ενας λογιος Θρακιωτης Ιεραρχης

Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Φιλάρετος Βαφείδης και η εποχή του (1850-1933)

1) Καταγωγή και σπουδές. Η είσοδός του στον κλήρο του Οικουµενικού Πατριαρχείου

Ο Μητροπολίτης του Οικουµενικού Πατριαρχείου Φιλάρετος Βαφείδης, κατά κόσµον Χρήστος, Θραξ στην καταγωγή από την πόλη των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης, δευτερότοκος υιός του Ιωάννου και της Θωµαΐδος, εγεννήθη στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1850. Θείος του ήταν ο πολύ µεµορφωµένος και λόγιος Μητροπολίτης Νικοµηδείας Φιλόθεος Βρυέννιος και αδελφός του ο Μητροπολίτης Διδυµοτείχου και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Κωνσταντίνος Βαφείδης.
 
Ο Φιλάρετος έλαβε την εγκύκλια παιδεία και µόρφωση στα ελληνικά εκπαιδευτήρια της περιοχής των Υψωµαθειών και των εξ Μαρµάρων της Κωνσταντινουπόλεως και το έτος 1865, σε ηλικία µάλιστα µόλις 15 ετών, εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και κατετάγη στην Β΄ τάξη, αφού προηγουµένως παρέκαµψε, λόγω της ευφυίας και της αξιοθαύµαστης επιδόσεώς του στα γράµµατα, τα εµπόδια του αώρου της ηλικίας του και της ταυτόχρονου φοιτήσεως στην Θεολογική Σχολή του αδελφού του Κωνσταντίνου Βαφείδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης χειροτονήθηκε διάκονος και ονοµάσθηκε Φιλάρετος. Απεφοίτησε από την Χάλκη αριστούχος το 1871, αφού υπέβαλε αινέσιµη Διδακτορική διατριβή µε θέµα: «Περί του Κύρους των Πατέρων της Εκκλησίας και των Συγγραµµάτων Αυτών». Κατά την τελετή της αναγορεύσεως των τελειοφοίτων του 1871 σε τελειοδιδάκτους, εκ µέρους αυτών, τον λεγόµενο «συντακτήριον λόγον» εκφώνησε ενώπιον του Οικουµενικού Πατριάρχου και των συνοδικών αρχιερέων ο αριστούχος διάκονος τότε Φιλάρετος Βαφείδης.
 
Αµέσως µετά απεστάλη υπό του Οικουµενικού Πατριαρχείου στην Γερµανία όπου συνέχισε επί τέσσερα συναπτά έτη (1871-1875) τις φιλοσοφικές και θεολογικές του σπουδές στο φηµισµένο πανεπιστήµιο της Λειψίας, έχοντας ως καθηγητές του µεγάλες ακαδηµαϊκές µορφές της θεολογικής και φιλοσοφικής επιστήµης της εποχής εκείνης. Το 1875 ανακηρύχθηκε από το πανεπιστήµιο της Λειψίας αριστούχος διδάκτωρ της φιλοσοφίας και της αρχαιολογίας, αφού προηγουµένως υπέβαλε διδακτορική διατριβή µε θέµα: «Συνέσιος Πλωτινίζων, ήτοι η περί Θεού Φιλοσοφική Διδασκαλία του Συνεσίου Επισκόπου Πτολεµαΐδος εν τη Κυρηναϊκή».
 
Κατά την επιστροφή του από τη Λειψία της Γερµανίας, κατ’ εντολή του Οικουµενικού Πατριαρχείου, έλαβε µέρος ως παρατηρητής και µέλος της πατριαρχικής αντιπροσωπείας, µαζί µε τους αρχιµανδρίτες Φιλόθεο Βρυέννιο και Ιωάννη Αναστασιάδη, στις εργασίες του ενωτικού συνεδρίου των Παλαιοκαθολικών της Βόννης (1875). Μετά το πέρας των εργασιών τού ως άνω συνεδρίου, µετέβη µε τον θείο του Φιλόθεο Βρυέννιο στο Παρίσι όπου παρακολούθησε διάφορα θεολογικά και φιλοσοφικά σεµινάρια από µεγάλους γάλλους θεολόγους και φιλοσόφους της εποχής του και στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. 

2) Η καθηγεσία του Φιλαρέτου στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1875-1888)

Όταν τον Οκτώβριο του 1875 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, διορίσθηκε αµέσως καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου επί δεκατρία συναπτά έτη (1875-1888) εδίδαξε τα µαθήµατα της εκκλησιαστικής ιστορίας, της χριστιανικής ηθικής, της φιλοσοφίας και των λατινικών. Κατά την ίδια περίοδο στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης δίδασκε ως καθηγητής και ο αδελφός του Κωνσταντίνος Βαφείδης. Ο Φιλάρετος όντας καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε Αρχιµανδρίτης. Ευθύς αµέσως επιδόθηκε µε ζήλο στο επιστηµονικό, ιστορικό, συγγραφικό έργο και το θείο κήρυγµα, κυρίως στον Πατριαρχικό ναό. Έργα και κηρύγµατα της περιόδου εκείνης δηµοσιεύθηκαν, είτε στα περιοδικά «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και «Εκκλησιαστική Επιθεώρησις», είτε εκυκλοφόρησαν και ως αυτοτελή βιβλία. Την περίοδο εκείνη άρχισε και την συγγραφή του σπουδαιοτέρου επιστηµονικού έργου του που είναι η τρίτοµη εκκλησιαστική ιστορία του. Οι δύο πρώτοι τόµοι κυκλοφόρησαν στην Κωνσταντινούπολη, ο πρώτος το 1884 µε τίτλο «Αρχαία Εκκλησιαστική Ιστορία (1-700µ.Χ.)» και ο δεύτερος το 1886 µε τίτλο «Μέση Εκκλησιαστική Ιστορία (700-1453)». Ο τρίτος τόµος, ο οποίος συνεγράφη κατά το χρονικό διάστηµα που ο Φιλάρετος ήταν Μητροπολίτης Διδυµοτείχου, κυκλοφόρησε το 1928 µε τίτλο «Νέα Εκκλησιαστική Ιστορία (1453-1908)». Παράλληλα εξέδωσε και την επιτοµή της εκκλησιαστικής ιστορίας, η οποία µε απόφαση του Οικουµενικού Πατριαρχείου εδιδάσκετο στα σχολεία. Το 1887 ο Φιλάρετος κατ’ εντολή του Οικουµενικού Πατρι- αρχείου µετέβη στην Στοκχόλµη της Σουηδίας όπου έστεψε ως εκπρόσωπος τους Πατριάρχου τον εκεί οµογενή πρέσβυ της Τουρκίας Καρατζά πασά. 

3) Η πρωτεκλογή του στη Μητρόπολη Τραπεζούντος (1888-1889)

Στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ο Φιλάρετος παρέµεινε και δίδαξε ως τακτικός καθηγητής µέχρι και τα µέσα του 1888, οπότε στις 14 Μαΐου του αυτού έτους εξελέγη το πρώτον Μητροπολίτης Τραπεζούντος. Κατά το σύντοµο χρονικό διάστηµα που εποίµανε την Μητρόπολη Τραπεζούντος, εργάσθηκε µε ιδιαίτερο ζήλο και τόλµη, µεριµνώντας κυρίως για την ασφαλή διαβίωση του ποιµνίου του από τις αυθαιρεσίας των οθωµανών, για την εύρυθµη και ανεξάρτητη από παρεµβάσεις των οθωµανικών αρχών λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, για την βελτίωση της οικονοµικής καταστάσεως των ελληνικών κοινοτήτων και για την εν γένει ανύψωση του πνευµατικού επιπέδου και του θρησκευτικού φρονήµατος του χειµαζοµένου ποιµνίου του. Επειδή όµως ο Φιλάρετος ευρέθη µέσα στη δίνη των κοµµατικών, πολιτικών και εκκλησιαστικών διαταραχών των Ποντίων της Μητροπολιτικής του περιφέρειας, ύστερα από ενάµιση σχεδόν χρόνο αρχιερατείας (1888-1889) του στην Μητρόπολη Τραπεζούντος, πικραµένος και απογοητευµένος από την όλη έκρυθµη κατάσταση, τους κοµµατικούς φατριασµούς και την αγνώµονα στάση του ποιµνίου του, ζήτησε ο ίδιος από το Οικουµενικό Πατριαρχείο την µετάθεσή του σε κάποια άλλη Μητρόπολη του Πατριαρχικού θρόνου. 

4) Η µετάθεσή του στη ΜητρόποληΚαστορίας (1889-1899)

Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου έκαµε δεκτό το αίτηµά του και στις 10 Οκτωβρίου του 1889 τον µετέθεσε στην εθνικά ευαίσθητη Μητρόπολη της Καστοριάς, στη Μακεδονία. Εκεί ο Φιλάρετος µε τον ζήλο, την θεολογική και ποιµαντική του κατάρτιση, αλλά και τις διοικητικές του δυνατότητες και ικανότητες, ανέστησε κυριολεκτικά την µητροπολιτική του περιφέρεια. Αναδιοργάνωσε το εκπαιδευτικό και κοινοτικό σύστηµα της Μητροπόλεώς του, έκτισε ή και ανακαίνισε τις εκκλησίες της περιοχής, ίδρυσε νέα σχολικά κτίρια σε όλες τις βαθµίδες της εκπαιδεύσεως και γενικότερα ανύψωσε το εθνικό και εκκλησιαστικό φρόνηµα, καθώς και το εν γένει πνευµατικό επίπεδο του ακριτικού ποιµνίου του.
 
Σε εθνικό επίπεδο και σε στενή συνεργασία µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο και τις ελληνικές προξενικές αρχές του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης, ο Φιλάρετος ως εκφραστής την εποχή εκείνη της εθναρχούσας ιδεολογίας αγωνίσθηκε και αντιστάθηκε σθεναρά ενάντια στην ανθελληνική, εθνοφυλεκτική (εθνικιστική) προπαγάνδα των Βουλγάρων εξαρχικών και των Ρουµάνων, οι οποίοι είχαν κατακλείσει την µητροπολιτική του περιφέρεια και µε τις ύπουλες και µεθοδευµένες κινήσεις τους προσπαθούσαν να εντάξουν, οι µεν πρώτοι τους σλαβόφωνους κατοίκους της περιοχής στην Βουλγαρική εξαρχία, οι δε δεύτεροι τους βλαχόφωνους πληθυσµούς που κατοικούσαν στις ορεινές βλαχόφωνες κοινότητες του Καζά Καστοριάς στην εθνικιστική και ανθελληνική ρουµανική ιδεολογία. Σε πολλές µάλιστα περιπτώσεις ο Φιλάρετος αναγκάσθηκε να χρησιµοποιήσει ακόµη και τη βία εναντίον των βουλγαρο-εξαρχικών ιερέων και δασκάλων οι οποίοι µε τις «ευλογίες» των τοπικών οθωµανικών αρχών, κατελάµβαναν παράνοµα τις ελληνικές εκκλησίες και τα ελληνικά εκπαιδευτήρια των σλαβόφωνων, πλην όµως µε ελληνική εθνική συνείδηση και πίστη στο Οικουµενικό Πατριαρχείο, κοινοτήτων όπου τελούσαν τη θεία λειτουργία και εδίδασκαν την προπαγανδιστική και διαστρεβλωµένη βουλγαρική ιστορία στη βουλγαρική γλώσσα προκειµένου να πείσουν τους εντοπίους ότι είναι Βούλγαροι, να τους αποµακρύνουν από τους κόλπους της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και να τους εντάξουν στη σχισµατική και αντικανονική βουλγαρική εξαρχία. Από την άλλη, την ίδια προπαγανδιστική-εθνικιστική και ανθελληνική τακτική ακολουθούσαν και οι Ρουµάνοι στις αντίστοιχες κοινότητες όπου οµιλείτο η βλαχική γλώσσα. Έτσι ο Μητροπολίτης Φιλάρετος πολλές φορές αναγκάσθηκε να κλείσει επί εξάµηνον τις εκκλησίες και τα σχολεία στα χωριά Νυµφαίο, Κλεισούρα και Άργος Ορεστικό, αλλά και να τιµωρήσει τους εθνοφυλετικούς σχισχµατικούς Βουλγάρους και Ρουµάνους, προκειµένου να σωφρονίσει και να συνετίσει τόσο τους ιδίους, όσο και το υπόλοιπο ποίµνιό του. Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος εποίµανε την ακριτική, µακεδονική Μητρόπολη Καστοριάς µέχρι και το έτος 1899. 

5) Μητροπολίτης Διδυµοτείχου (1899-1928)

Μετά το θάνατο του αδελφού του, Μητροπολίτου Διδυµοτείχου Κωνσταντίνου Βαφείδη (1848- 1899), οι πρόκριτοι, οι µουχτάρηδες και οι εφοροδηµογέροντες της ελληνορθόδοξου κοινότητος Διδυµοτείχου εζήτησαν εγγράφως από την Ιερά Σύνοδο του Οικουµενικού Πατριαρχείου να µεταθέσει τον Φιλάρετο στη Μητρόπολη Διδυµοτείχου ως διάδοχο του αδελφού του. Σηµειωτέον ότι η µετάθεση του Φιλαρέτου στη Μητρόπολη Διδυµοτείχου ήταν και προσωπική επιθυµία του, επειδή και ο ίδιος ήθελε να βρεθεί σε µια µικρή και ήσυχη επαρχία του θρόνου προκειµένου να αφιερωθεί απερίσπαστος και ανεπηρέαστος στις µελέτες του και στο εν γένει επιστηµονικό συγγραφικό έργο του. Τελικώς, η Σύνοδος του Πατριαρχείου έκαµε δεκτό το αίτηµα των αιρετών εκπροσώπων της επαρχίας Διδυµοτείχου και του ίδιου, και τον µετέθεσε στις 6 Μαϊου 1899 στη Μητρόπολη Διδυµοτείχου, την οποία και διεποίµανε επί τριάντα συναπτά έτη(1899-1928). Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του εκτίσθησαν και ανακαινίσθησαν οι εκκλησίες και τα σχολεία όλων των βαθµίδων της µητροπολιτικής περιφέρειας Διδυµοτείχου. Αναδιοργανώθηκε το εκπαιδευτικό σύστηµα και το σύστηµα της κοινοτικής διοικήσεως, συνεστήθη δε µε δική του πρωτοβουλία µικτό εκκλησιαστικό και πνευµατικό δικαστήριο στην έδρα της Μητροπόλεως Διδυµοτείχου. Επί των ηµερών του λειτούργησε στο Διδυµότειχο κηροποιείο και κηροπωλείο, ανηγέρθη δε και περικαλλές µητροπολιτικό µέγαρο.
 
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος κατά το χρονικό διάστηµα 1899-1913 εκλήθη τρεις φορές συνοδικός στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου, 1902-1904, 1907-1909, 1911-1913, επί της πατριαρχείας Ιωακείµ Γ’. Ταυτόχρονα εχρηµάτισε µέλος του Μικτού Εθνικού Συµβουλίου των Πατριαρχείων, ταµίας και πρόεδρος της εφορίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, πρόεδρος της εφορίας του Ζαππείου παρθεναγωγείου, των εθνικών νοσοκοµείων, των ορφανοτροφείων και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Λόγω του εκκλησιαστικού και επιστηµονικού κύρους του προτάθηκε κατά τις εκλογές του 1908 για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου και αργότερα για τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, ο ίδιος όµως αρνήθηκε και τις δύο τιµητικές προτάσεις προκειµένου να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο επιστηµονικό – συγγραφικό έργο του. Στην παραπάνω χρονική περίοδο ο Μητροπολίτης Φιλάρετος τιµήθηκε επίσης και µε διάφορα παράσηµα και άλλες διακρίσεις από την Υψηλή Πύλη.
 
Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στη Δυτική Θράκη 1912-1919, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος ως φορέας και εκφραστής πλέον της εθνικής ιδεολογίας στη συνείδηση και δράση των Μητροπολιτών του Οικουµενικού Πατριαρχείου αγωνίσθηκε σθεναρά εναντίον του εθνοφυλετισµού και της εθνικιστικής προπαγάνδας των βουλγαροεξαρχικών, οι οποίοι δρούσαν σε όλη τη Δυτική Θράκη και υπό το κράτος της βίας και της απειλής των όπλων προσπαθούσαν να αποσπάσουν από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουµενικού Πατριαρχείου το ποίµνιο της περιοχής και να το υποτάξουν στη σχισµατική βουλγαρική εξαρχία.
 
Εκείνες τις δύσκολες στιγµές, ο εθνικός πια ρόλος του Μητροπολίτου Φιλαρέτου υπήρξε καταλυτικός, αφού σε κάθε περίπτωση παρενέβαινε ο ίδιος άµεσα και δυναµικά, παρόλο που εκινδύνευε η ζωή του, προκειµένου να απελευθερώσει τους Έλληνες αιχµαλώτους, να απαιτήσει την παύση των βασανιστηρίων τους ή και την άρση της αποφάσεως της εκτελέσεώς τους.
 
Μεγάλες προσπάθειες κατέβαλε επίσης να διατηρήσει τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών υπό τη διοίκηση της µητροπόλεως και να αποµακρύνει τους εξαρχικούς διδασκάλους και ιερείς οι οποίοι αυθαίρετα και αντικανονικά καταλάµβαναν τα ελληνικά σχολεία και τις εκκλησίες που δίδασκαν και λειτουργούσαν στη βουλγαρική γλώσσα, µνηµονεύοντας τον Βούλγαρο Βασιλέα και τον Έξαρχο Αρχιεπίσκοπο της σχιµατικής βουλγαρικής Εκκλησίας.Παράλληλα ενίσχυε το εκκλησιαστικό και εθνικό φρόνηµα των ιερέων του, των διδασκάλων στις ελληνορθόδοξες κοινότητες, καθώς και του απλού ποιµνίου, προκειµένου να µην υποκύψουν στους εκβιασµούς και κυρίως στις δελεαστικές, οικονοµικής φύσεως προτάσεις και προσφορές των εξαρχικών, και εξαγοραζόµενοι ενταχθούν στις υπηρεσίες της σχισµατικής εξαρχίας. Ο ίδιος ο Φιλάρετος για όλες αυτές την προσπάθειες του και τον εθνικό και εκκλησιαστικό υπέρ του Οικουµενικού Πατριαρχείου αγώνα του, αντιµετώπιζε συνεχώς τις απειλές και τις ανακρίσεις των βουλγαροεξαρχικών αρχών της περιοχής, ωστόσο η προσωπική εκτίµηση που έτρεφε για το πρόσωπό του ο εξαρχικός µητροπολίτης Δυτικής Θράκης, ο από Σκοπείων Θεοδόσιος, υπήρξε σε πρώτη φάση και ο κύριος λόγος που οι στρατιωτικές βουλγαρικές αρχές δεν προέβαιναν στην σύλληψη ή και την κακοποίησή του.
 
Στα µέσα όµως του 1917, όταν η παραµονή των Βουλγάρων κατακτητών στη Δυτική Θράκη κατέστη δυσκολότερη εξαιτίας της ενόπλου δράσεως των ελληνικών στρατιωτικών αντιστασιακών οµάδων, οι τοπικές στρατιωτικές αρχές των Βουλγάρων στο Διδυµότειχο προσωποκράτησαν τον Φιλάρετο (Ιούνιος του 1917) χωρίς καµία εναντίον του κατηγορία, ή έστω και δικαιολογία, στο κτίριο του επισκοπείου και στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 1917, τον φυλάκισαν στο διοικητήριο της πόλεως, όπου παρέµεινε µέχρι τον Αύγουστο του αυτού έτους. Από εκεί τον εξόρισαν στα ενδότερα της Βουλγαρίας και τον περιόρισαν σε κάποιο µοναστήρι κοντά στο µεγάλο Τύρνοβο (23 Αυγούστου 1917).
 
Μετά από τρεις µήνες τον µετέφεραν στη Σόφια, όπου µέχρι τον Μάρτιο του 1919, χωρίς καµία προστασία και οικονοµική βοήθεια από τις βουλγαρικές πολιτικές ή εκκλησιαστικές αρχές, διέµενε ως αιχµάλωτος πολέµου σε κάποιο ξενοδοχείο της πόλεως. Από τη Σόφια, τον Οκτώβριο του 1919, ύστερα δηλαδή από δύο ολόκληρα έτη, µετέβη µαζί µε την ελληνική στρατιωτική αποστολή στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέµεινε µέχρι την 13η Νοεµβρίου του αυτού έτους, γενόµενος δεκτός από το ποίµνιό του στο Διδυµότειχο και το Σουφλί, µε εκδηλώσεις λατρείας και ενθουσιασµού.
 
Όταν το 1919 ολόκληρη η Δυτική Θράκη και φυσικά και η επαρχία του κατελήφθη από την προσωρινή στρατιωτική διοίκηση της Γαλλικής Αρµοστείας και όταν αργότερα συντελέσθηκε η µικρασιατική καταστροφή και η οριστική εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στους Τούρκους, ο Φιλάρετος συνέβαλε τα µέγιστα στην οµαλή εγκατάσταση και σταδιακή αποκατάσταση του προσφυγικού πληθυσµού που είχε κατακλείσει την µητροπολιτική του περιφέρεια. Παράλληλα και παρά το προχωρηµένον της ηλικίας του, κατέβαλλε συνεχώς άοκνες προσπάθειες για την οργάνωση της µητροπόλεώς του σε όλους του τοµείς, πνευµατικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό, οικονοµικό, διοικητικό κ.ά. Ο Φιλάρετος το 1920 µε απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουµενικού Πατριαρχείου ορίστηκε πρόεδρος της επισήµου ορθοδόξου αντιπροσωπείας, η οποία εστάλη υπό της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για να συµµετάσχει για πρώτη φορά στα χρονικά στις θεολογικές εργασίες του ΣΤ΄ Συνεδρίου των αγγλικανών στο Λάµπεθ της Αγγλίας και να προβεί σε επίσηµες θεολογικές συζητήσεις µε τους Αγγλικανούς. Στο συνέδριο αυτό ο Μητροπολίτης Φιλάρετος µε την θεολογική και την εν γένει επιστηµονική του κατάρτιση συνέβαλε τα µέγιστα στην επάξια αντιπροσώπευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθώς και στην προσέγγιση και αλληλοκατανόηση των θέσεων των δύο εκκλησιών, της Ορθοδόξου και της Αγγλικανικής.
 
Την ίδια χρονική περίοδο ο Φιλάρετος διορίσθηκε από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών ως πρόεδρος της κληρικολαϊκής επιτροπής για τη µελέτη και προπαρασκευή των θεµάτων της µέλλουσας να συνέλθει Ορθοδόξου Οικουµενικής Συνόδου, κατά τις εργασίες της οποίας διαδραµάτισε µε την θεολογική και επιστηµονική του κατάρτιση καθοριστικό ρόλο στην πρόοδο των συζητήσεων και στην αντιµετώπιση των εκκλησιολογικών και ιστορικοκανονικών ζητηµάτων που είχαν ανακύψει και απασχολούσαν το Οικουµενικό Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών. 

6) Η προαγωγή του στην Γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας (1928-1933) και ο θανατός του

Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος στις αρχές του 1928 πραγµατοποίησε µια παλαιά επιθυµία του, η οποία ήταν και βασική του εκκλησιαστική αρχή, ότι δηλαδή ο επίσκοπος θα πρέπει να παραιτείται όταν αντιλαµβάνεται ότι τον εγκαταλείπουν οι φυσικές του δυνάµεις και έτσι αδυνατεί να επιτελέσει το υψηλό έργο της εκκλησιαστικής και ποιµαντικής του διακονίας. Έτσι και ο ίδιος σε ηλικία 78 ετών παραιτήθηκε από τη Μητρόπολη Διδυµοτείχου, την οποία εποίµανε για σχεδόν τριάντα συναπτά έτη(1899- 1928) και αποφάσισε να ιδιωτεύσει στη Θεσσαλονίκη κοντά στους υπόλοιπους συγγενείς του. Το Οικουµενικό Πατριαρχείο έκαµε δεκτή την παραίτησή του και για να τιµήσει την µεγάλη εκκλησιαστική και θεολογική προσφορά και διακονία του στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, την 21η Φεβρουαρίου 1928 τον προήγαγε, εκλέγοντάς τον παµψηφεί στην Γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε βέβαια και το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, του οποίου οι διπλωµατικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες συνηγόρησαν για την προαγωγή του Φιλαρέτου, επειδή και οι ίδιοι τον είχαν γνωρίσει σε προσωπικό επίπεδο και έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίµηση για το πρόσωπό του.
 
Από της εκλογής του στη Γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και έκτοτε ο Φιλάρετος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εφησυχάζων συνέχισε την πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα. Στις αρχές του 1930 η Ιερά Σύνοδος του Οικουµενικού Πατριαρχείου όρισε τον Φιλάρετο ως πρόεδρο της πατριαρχικής αντιπροσωπείας, την οποία αποτελούσαν ο Θυατείρων Γερµανός και Τραπεζούντος Χρύσανθος, και ως πρόεδρο επίσης της θεολογικής προσυνοδικής επιτροπής των ορθοδόξων εκκλησιών,η οποία συγκροτήθηκε και συνήλθε από την 8η έως και την 23η Ιουνίου του 1930 στο Άγιον Όρος για τον καθορισµό του καταλόγου των θεµάτων της µέλλουσας να συνέλθει Οικουµενικής Συνόδου. Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης εκοιµήθη την 11η Οκτωβρίου 1933 στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 83 ετών.
 
Η κηδεία του ετελέσθη στον Ιερό Καθεδρικό ναό Της Θεού Σοφίας. Κατά την εξόδιο ακολουθία προέστη ο Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Χρυσόστοµος, ενώ τον επικήδειο εκφώνησε ο καθηγητής αρχιδιάκονος – µετέπειτα Μητροπολίτης Κασσανδρείας-Καλλίνικος Χαραλαµπάκης.
 
Ο Φιλάρετος ετάφη στο κοιµητήριο της Ευαγγελίστριας. Το 1982 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήµων ο Β΄ (1974-2003) µετέφερε τα λείψανα του Φιλαρέτου, καθώς και αρκετών άλλων προσφύγων Μητροπολιτών του Οικουµενικού Πατριαρχείου που εκοιµήθησαν στην Θεσσαλονίκη (πολλοί από αυτούς είχαν διατελέσει και Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης) από το κοιµητήριο της Ευαγγελίστριας στην κρύπτη του Μακεδονικού αγώνος, η οποία ευρίσκεται κάτωθεν του ιερού βήµατος της εκκλησίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, Μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης.
 
Με τη διαθήκη του ο Μητροπολίτης Φιλάρετος κατέλειπε την προσωπική του βιβλιοθήκη και το αρχείο του στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επειδή όµως η εκτέλεση της διαθήκης για διαφόρους λόγους δεν κατέστη δυνατή, σήµερα ένα µέρος της βιβλιοθήκης του ευρίσκεται στο Σπουδαστήριο της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και στο σπουδαστήριο του Πατριαρχικού Ιδρύµατος Πατερικών Μελετών, εντός του προαυλίου χώρου της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Βλατάδων. 

7) Η Θεολογική συγγραφική προσφορά και το ιστορικό έργο του Φιλάρετου

Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης υπήρξε αναµφισβήτητα ένας από τους πλέον µορφωµένους θεολογικά – ιστορικά καταρτισµένους και πολυγραφότατους Ιεράρχες του Οικουµενικού Πατριαρχείου και όχι µόνο, κατά τον προηγούµενο αιώνα. Βαθύς γνώστης των εκκλησιαστικών πραγµάτων της καθ’ ηµάς Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, της εκκλησιαστικής ιστορίας, του κανονικού δικαίου, της πατρολογίας, της λειτουργικής, της αρχαιολογίας και της δογµατικής θεολογίας, συνάµα άριστος γνώστης και της εν γένει Δυτικής Ρωµαιοκαθολικής και προτεσταντικής εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας, µε τη συγγραφική του πέννα δεν άφησε κανένα απολύτως κλάδο της ορθοδόξου θεολογίας, ιδίως δε της εκκλησιαστικής ιστορίας, που να µη τον θεραπεύσει µε την έκδοση κάποιου αξιόλογου συγγράµατός του.
 
Κορυφαίο έργο του Φιλάρετου υπήρξε η τρίτοµος εκκλη σιαστική του ιστορία, η οποία περιλαµβάνει την από της γεννήσεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού περίοδο και φθάνει µέχρι και το 1908, όταν Πατριάρχης ήταν ο Ιωακείµ Γ’ ο Μεγαλοπρεπής. Το έργο του αυτό, το οποίο συµπληρώνεται επίσης και µε την επιτοµή της εκκλησιαστικής του ιστορίας, υπήρξε το κατεξοχήν επιστηµονικό του πόνηµα, το οποίο τον καθιέρωσε στην επιστηµονική θεολογική κοινότητα της Ελλάδος αλλά και του Εξωτερικού και τον προέβαλε ως τον κατεξοχήν εκκλησιαστικό ιστορικό του Οικουµενικού Πατριαρχείου κατά τον προηγούµενο αιώνα. Οι επιστηµονικές κρίσεις των διαφόρων Ελλήνων αλλά και ξένων εκκλησιαστικών ιστορικών σχετικά µε το ιστορικό κυρίως έργο του Φιλαρέτου Βαφείδη είναι στο σύνολο τους θετικές.
 
Τα έργα του Φιλάρετου εκδόθηκαν είτε ως αυτοτελή βιβλία, είτε ως µικρές µελέτες και άρθρα επιστηµονικά σε εκκλησιαστικά περιοδικά της εποχής του, όπως στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια», τον «Γρηγόριο Παλαµά», τον «Νέο Ποιµένα», την «Θεολογία», την «Νέα Σιών», την «Μεγάλη Ελληνικη Εγκυκλοπαίδεια» κ.α. Ο αριθµός των εκδοθέντων έργων του Φιλάρετου, είτε αυτά είναι αυτοτελή βιβλία, είτε επιστηµονικά άρθρα, ανέρχεται σε 50. Ο δε αριθµός των ανεκδότων έργων του ( ολοκληρωµένα ιστορικά και πατρολογικά δοκίµια, άρθρα, µελέτες, διαφόρου περιεχοµένου Οµιλίες, Λόγοι και αρχειακές επιστολές), ανέρχεται σε 114.
 
Σηµείωση Γράφοντος: Για περισσότερο στοιχεία βλ. Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, ο Μητροπολίτης του Οικουµενικού Πατριαρχείου Φιλάρετος Βαφείδης και η εποχή του (1850 – 1933), Ένας Λόγιος Θρακιώτης Ιεράρχης, Περιοδικό «Ενδοχώρα»,83 (2002) 41-47.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.