Σαν παραμυθι: Η ζωη απο το Σιναπλη στη Μεσσουνη μεσα απο την αφηγηση του Ηλια (Τορτουρα) Ιβανουδη  (1883-1962)

Του Τάσου Γιοβανούδη

Πρώτο ψυχοσάββατο το Σάββατο 26 Φεβρουαρίου, ημέρα αφιερωμένη στις ψυχές των χριστιανών που έχουν αποβιώσει. Μαζί με τα αδέλφια μου, ας θυμηθούμε, ας τιμήσουμε  και ας προσευχηθούμε, ανάβοντας ένα κερί με το κείμενο αυτό,  για τις ψυχές των 215  παππούδων και πατεράδων μας, που το φθινόπωρο του 1924 εγκαταστάθηκαν στη Μεσσούνη και τώρα πλέον όλες βρίσκεται κοντά στον Κύριο. 

Ένας από αυτούς, ο παππούς μας , αφηγείται τις περιπέτειες της ζωής του, τις περιπέτειες των Σιναπλιωτών, που καθόλου δεν διαφέρουν από τις δικές του.  

Ο μικρός  του εγγονός ο Τάσος,  καταγράφει, τις κατά καιρούς ιστορικές και οικογενειακές, αφηγήσεις-εξομολογήσεις, του παππού του Ηλία, (Ήλιους στα Σιναπλιώτικα), στα τέσσερα εγγόνια του. 

Οι περισσότερες αφηγήσεις είναι απόσταγμα μνήμης των μεγάλων του αδελφών. (Αννούλα γεν. 1936, +Ηλίας γεν. 1938 και +Μιχάλης γεν. 1940). 

Παππού, πες μας την ιστορία σας, πώς πέρασες τη ζωή σου μέχρι σήμερα, είπε η Αννούλα, η μεγάλη εγγονή, ένα μεσημέρι Κυριακής του 1955, μετά το φαγητό και την κρασοκατάνυξη. 

Ο παππούς, αφού κοίταξε και χάιδεψε ένα ένα τα  εγγόνια του, έκλεισε λίγο  τα μάτια του, έσιαξε τα μουστάκια του, αναστέναξε λίγο βαριεστημένα, του άρεσε όμως να αφηγείται τα κατορθώματά του και άρχισε  σιγά  σιγά να ξεδιπλ΄νει την αληθινή ζωή, που για τα εγγόνια ήταν ένα φανταστικό παραμύθι.

Η ζωή στο Σιναπλή

Γεννήθηκα στο Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, το χειμώνα τού 1883, όπως έλεγε η μάνα μου η Σιδέρω. Ο πατέρας μου Χρήστος, οι παππούδες μου και όσους θυμούνταν  προ παππούδες μου και αυτοί στο Σιναπλή ήταν γεννημένοι

Το Σιναπλή είναι ένα όμορφο και τρανό  χωριό. Το χωριό το χωρίζει ένα μικρό ρυάκι,  τ’Ασμάκι όπως το λέγαμε, όπου ψαρεύαμε βινούδεις, μπρανούδεις  και κοκκινοματέοι. Το χειμώνα είχε πολύ νερό, το καλοκαίρι λιγότερο.

Το σπίτι μας ήταν στην άκρη του χωριού, στο φαρδύ κεντρικό δρόμο και η αυλή του έφθανε  στο ρυάκι.

Μέχρι το φθινόπωρο του 1924, που αναγκαστικά το εγκαταλείψαμε, το χωριό μας είχε 300 Ελληνικές  οικογένειες και ήμασταν 1800 περίπου νοματαίοι, από τους οποίους δυο τρείς ήταν Βούλγαροι, από μικτούς ελληνοβουλγαρικούς  γάμους.

Ζούσαμε καλά, ασχολιόμασταν  με τα πρόβατα, τα γελάδια, τα γουρούνια, τα γεννήματα και τα αμπέλια. Σπέρναμε από όλα, φασόλια, ρεβίθια, φακές, σιτάρι, κριθάρι, βρόμη, καλαμπόκια. Καλλιεργούσαμε μουριές και είχαμε κουκούλια για μετάξι. Κάναμε κρασιά, τσίπουρα με γλυκάνισο, πετμέζια, ρετσέλια, ξηρά  φρούτα, τραχανάδες και όλα τα αποθηκεύαμε για να πορευτούμε όλο το χρόνο.

Είχαμε πολύ όμορφη εκκλησιά, του Προφήτη Ηλία, με ψηλό καμπαναριό και μεγάλο σχολειό μπροστά από την εκκλησιά. Δεν πήγα στο σχολείο, γιατί στα χρόνια μου είχε μόνο Βουλγάρους  δασκάλους και δεν μας άφηναν να μάθουμε ελληνικά. Στην εκκλησιά μας, έγραψαν όλες τις εικόνες με βουλγαρικά γράμματα και σε λίγο σταματήσαμε να πηγαίνουμε και στην εκκλησιά, γιατί έφεραν Βούλγαρο παπά και έψελναν μόνο στα βουλγαρικά. Ο Έλληνας παπάς, έκανε κρυφά  βαφτίσια και χαρές, μόνο στα σπίτια. 

Τελευταίος έλληνας παπάς ήταν ο παπά Βασίλης, που τον σκότωσαν το 1913 και το μνήμα του είναι πίσω από την εκκλησία, δίπλα στο ιερό. 

Ο πατέρας μου και η μάνα μου ήξεραν ελληνική γραφή και ανάγνωση.

Το χωριό είχε πολλά μικρά παιδιά, που από μικρά πιο πολύ βοηθούσαν τους γονείς τους, παρά πήγαιναν στο σχολείο. 

Τα αμπέλια μας ήταν στο ύψωμα προς το Καβακλή, που ήταν η πρωτεύουσα της περιοχής μας. 

Πάνω από το χωριό ήταν το κουρί, κοντά στο ρυάκι ήταν τα  τρία καβάκια, όπου μαζώνονταν τα ζωντανά για τη βοσκή στα διάφορα βοσκοτόπια.

Γύρω από το χωριό ήταν τα χωράφια μας, είχαμε χωράφια σ΄κόνι του ρέμα, σ΄χουρτάρας  το κουρί, στου ντιβαντάρ, στουν κάτω τσισμέ, στουν τσιούκς.  

Παντρεύτηκα το φθινόπωρο του 1903 με τη μπάμπω σας τη Γιαννούλα. Ήταν λιανή, αμά όμορφη, γιαυτό έβαλα τη μάνα μου να στείλει προξενιά, ήταν και κάνα  δυο χρόνια τρανύτερη. Παππάς ήταν ο Παπακωσταντίνος Παπαϊωάννου, κουμπάρος ήταν ο Δήμος του Παρασκευούδ και γκαντατζής  ο Πασχάλης. Το  γλέντι  κράτησε μια βδομάδα. 

Σταμάτσει όταν σ΄ν ίζβα μας (υπόγειο), δεν απόμνει ούτι σταλαματιά κρασί κι στο κουμάσι (κοτέτσι) πέτνους ή αρνίθα (πετεινός και κότα).

Κάναμε πέντε παιδιά, τη Σιδέρω το 1904, τον Κωσταντή το 1907, που πέθανε σε λίγο καιρό, την Πρόκη το 1910, τη Σταματία το 1912 που πέθανε το 1914 και το Χρήστο τον πατέρα σας το 1915. Ήθελα πολλά παιδιά, γιατί ήμουν μοναχογιός και μου κακοφαινόταν που δεν είχα αδέλφια.

Ο πατέρας μου Χρήστος  πέθανε στο Σιναπλή το 1912.  

Η ζωή στο Σιναπλή ήταν ευχάριστη. Είχαμε τα  έθιμα μας, τις  γιορτές μας και προ παντός είχαμε τους χορούς στην τρανή πλατεία,  κοντά στην εκκλησιά.

Εκεί συγκεντρωνόταν το χωριό στις γιορτές και  τα μεσημέρια τις Κυριακές. Με τους ήχους της γκάιντας του Πασχάλη του Γκαιτατζή, ο τρίπατος, ο λαΐσιος, ο συρτός, ο ζναριάτκος, ο συγκαθιστός  ο ντιούζκος και οι άλλοι  οι χοροί, μάς ανέβαζαν στα ουράνια. Εκεί τα παλικάρια κοίταζαν τα κορίτσια, εκεί τα κουτσομπολιά  μάντευαν  τα μυστικά των νέων και τις αμαρτίες των μεγάλων. 

Οι άνδρες φορούσαν τα καινούριο  μπόζαβα  πουτούρια, τα άσπρα πχάμσα, τα κόκκινα ζνάρια, τα μαύρα σιγκούνια, τα άσπρα μπιάλια με τα τσαρούχια ή τα γημινιά (παπούτσια). 

Οι γυναίκες ντυμένες με τις γιορτινές τσούκνες, κεντημένες με πολλά, όμορφα και περίτεχνα σχέδια, τα όμορφα και κεντημένα πχάμσα, τα πολύχρωμα φανταχτερά τσεμπέρια, τις υφαντές πιστίρκες, με τις καλοφτιαγμένες πλεκτές κάλτσες και τα σοσόνια, χόρευαν ασταμάτητα μέχρι το σούρουπο.

Οι χαρές  (γάμοι ) κρατούσαν μια βδομάδα. Έσφαζαν καμιά παλιομαριά (μεγάλο πρόβατο), και άλλα καλούδια και γλεντούσαν με πολύ και καλό σπιτικό κρασί.

Τη μια μέρα θα πήγαινε η πεθερά να δει την προίκα, την άλλη θα καλούσαν τον κουμπάρο, την άλλη θα έπαιρναν την προίκα, την  παραάλλη θα γλεντούσαν στου γαμπρού, την άλλη στης νύφης, την Κυριακή στο σπίτι του γαμπρού και τη Δευτέρα θα γλεντούσαν όσοι βοήθησαν στο γάμο, αφού πρώτα η νύφη έφερνε νερό για τον πεθερό και την πεθερά με όλα τα σκουπίδια της διαδρομής, από το μακρινό πηγάδι. Στο σπίτι  το κάρο ήταν αναποδογυρισμένο για την τελετή λήξης του γάμου. Υποχρέωναν τον πεθερό και την πεθερά να πιει νερό από το μπακίρι της νύφης, καθισμένοι και στριφογυρίζοντας πάνω στις ρόδες.

Τα Χριστούγεννα σφάζαμε το γουρούνι, την Πρωτοχρονιά  τον  κόκορα,  τ Άγιανιού οι νιόπαντροι βρέχονταν, για (γ)ιρουσίν (υγεία), όχι με τα μπακίρια,  αλλά στο παγωμένο ποτάμι. Του Αγίου Τρύφωνος στα αμπέλια γινόταν τρικούβερτο   γλέντι, την αποκριά είχαμε το συχώριο όλων των μικρών  προς τους μεγάλους και κυρίως των βαφτιστικών προς τους νονούς. Την Πασχαλιά βάφαμε τα κόκκινα αυγά και ψάχναμε για τον τσιγκριστάρο, με δοκιμές στα δόντια.

Η μεγάλη γιορτή της περιοχής του Καβακλή γινόταν στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Η Αντριάδα,  όπως την λέγαμε,  ήταν μοναστήρι σε ένα όμορφο μέρος στην καταπράσινη πλαγιά, δίπλα στο ποτάμι, πολύ κοντά στις Καρυές, κοντά  τρεις ώρες με τα βόδια. Εκεί, από βραδύς, με τα κάρα στολισμένα,  όλα τα χριστιανικά χωριά, αλλά κυρίως τα Ελληνικά, μαζευόμασταν και παρακολουθούσαμε τον εσπερινό και τη λειτουργία.  Συζητούσαμε με όλους τους γνωστούς, για τις δύσκολες εποχές που περνούσαμε και προσπαθούσαμε να μάθουμε τι πρόκειται να συμβεί με τη σκέψη στην Ελλάδα. 

Σε λίγο ερχόταν το θέρος και ο αλωνισμός. Μετά τον αλωνισμό γιορτάζαμε  και τον Προφήτη Ηλία, τον προστάτης του χωριού μας. 

Το φθινόπωρο άρχιζε η σπορά και ο τρύγος, ο μούστος, το κρασί, τα πετμέζια με τα ρετσέλια, τα καζάνια και τα τσίπουρα

Η ζωή μας κυλούσε σε αργούς ρυθμούς, η παραγωγή ήταν για τις οικογενειακές ανάγκες, ελάχιστα πουλούσαμε για να καλύψουμε τις λίγες μας αγορές και για κανένα κοκοράκι, σπάνια καμιά λίρα  και σπανιότατα για κάνα πεντόλιρο, για την ώρα της ανάγκης.

Τα παιδιά έκαναν μόνα τους παιχνίδια, με βέργες από τα δένδρα, με πέτρες, με κεραμίδια. Έπαιζαν  τσελίκι, στρόσκα, λάστιχα (σφεντόνες), ζούγους (σβούρες), τσατάλιες για πουλιά, έπαιζαν  γκόγκου, ομάδες, μπάς΄, κρυφτό, πόλεμο. Ποιοι  πολεμούσαν, οι Έλληνες με Βουλγάρους ή Τούρκους. Κανείς δεν ήθελε να είναι Βούλγαρος ή Τούρκος και τις περισσότερες φορές  ο  πόλεμος τελείωνε πριν καν αρχίσει. Βέβαια υπήρχε και ο σοβαρός πόλεμος των μαχαλάδων, με πολλά θύματα, κυρίως σπασμένα  κεφάλια, χτυπημένα μέτωπα, μαυρισμένα  μάτια, τραύματα που σημάδεψαν πολλά παιδιά για όλη τους τη ζωή.

Σπάνια φεύγαμε μακριά από την περιοχή μας. Για αγορές στο Καβακλή, που ήταν δυο ώρες με τα βόδια και στην Υάμπολη, που ήταν πέντε με έξι ώρες.

Χωριά  με Έλληνες κατοίκους ήταν  πολλά, αλλά  στα χρόνια μου  μείναμε μόνο δώδεκα, όλα γύρω  γύρω  από το Καβακλή. Ήταν το Σιναπλή, οι Καριές, το Δουγάνογλη, το Μικρό και το Μεγάλο Μοναστήρι, το Ακ Μπουνάρ, η Δράμα, το Τσικιούρκιοϊ, το Μικρό και το Μεγάλο Μπουγιαλίκι, το Μουραδανλή.

Από τότε που θυμούμαι τον εαυτό μου, άκουγα και έβλεπα το φόβο από τους Βουλγάρους, όχι από αυτούς που κατοικούσαν στα κοντινά χωριά, αλλά από αυτούς που ερχόντουσαν από άλλα μέρη και τους λέγαν  «Κομιτατζήδες».

Από το 1900 και μετά η ζωή μας δυσκόλεψε πολύ, οι πιέσεις περίσσεψαν, αντικαταστάθηκαν στις κρατικές υπηρεσίες οι Τούρκοι και οι Έλληνες, αποκλειστικά από ξενόφερτους Βουλγάρους.

Μαθαίναμε για φοβερούς διωγμούς και δολοφονίες  σε πόλεις και χωριά, κυρίως της Μαύρης Θάλασσας. Μαθαίναμε ότι έφυγαν χιλιάδες Έλληνες για την ελεύθερη Ελλάδα και την Αμερική, μαθαίναμε για συμφωνίες και συνθήκες που έδιναν τα μέρη μας, μια στους Βουλγάρους, μια στους Έλληνες, μια στους Τούρκων, ακούγαμε για παρέμβαση μεγάλων δυνάμεων, αλλά αυτά συνέχεια άλλαζαν. Η χειρότερη περίοδος ήταν από το 1905 μέχρι το 1915, ήταν η εποχή που  «όλα τάσκιαζε η φοβέρα……» 

Τότε ήταν που έφυγαν καμιά πενηνταριά οικογένειες από το Σιναπλή στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Λάρισας. Μαζί τους έφυγε και η μεγαλύτερη αδελφή της μπάμπως σας, η Κάλιω με τον άνδρα το Δήμο  Ισπικούδη και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Τσούκσιανη της Λάρισας.

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος

Υπηρέτησα στον Βουλγαρικό στρατό, βοηθητικός, χωρίς όπλο. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μετά που μπήκε η Ελλάδα στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων, επιστρατεύτηκα στο Βουλγαρικό στρατό το 1916, μαζί με πολλούς χωριανούς και  άλλους Έλληνες από τα Ελληνικά χωριά και τις πόλεις της Ανατολικής Ρωμυλίας. Έπρεπε να πολεμήσουμε με τους Βουλγάρους, τους Τούρκους  και τους Γερμανούς ενάντια στους Άγγλους, τους Γάλλους  και τους Έλληνες. Τότε, οι περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες του Βουλγάρικου στρατού, κρυφά παραδοθήκαμε στα Γαλλικά στρατεύματα, που ήταν κοντά μας. Εκείνοι μας μετέφεραν  με τα πλοία τους στη Μασσαλία της Γαλλίας.

 Πρώτη φορά είδαμε θάλασσα, αλλά και τέτοια πολιτεία. Τί λιμάνι, τί πολιτεία, τί κτίρια, τί μαγαζιά, τί, τί, τί, αγαθέψαμε όλοι με αυτά που βλέπαμε.

Στη Μασσαλία τοποθετηθήκαμε σε αποθήκες στο λιμάνι, με όλα μας τα καλά και μετά τις πρώτες μέρες αρχίσαμε και δουλεύαμε σαν λιμενεργάτες. Τρώγαμε και κοιμόμασταν  δωρεάν, σαν αιχμάλωτοι πολέμου και πληρωνόμασταν κανονικά σαν εργάτες. 

Είπα στον εαυτό μου, εδώ είναι η ζωή. Σιγά  σιγά ξεθάρρεψα, τα μπαρ δίπλα μας φιλόξενα, τα κόκκινα  σπίτια  προκλητικά, οι Γαλλίδες άσπρες και αφράτες σαν τα μπούζια, παράδες μπόλικοι, τι, να σκέφτομαι τώρα το Σιναπλή; Ζωή  χαρισάμενη. Πιοτί, ουίσκι, τζίν, βερμούτ, κορίτσια, Ζανέτ, Λόρα, Τζίνα, και  άλλες. Αστόχσα  (ξέχασα ) ακόμα και το σπίτι, πού ώρα να γράψω γράμμα και τί να γράψω, ότι εγώ δεν θα γυρίσω στο πίσω,  θα γίνω Γάλλος; 

Πέρασε ενάμισι χρόνος στη Μασσαλία  και ενώ αποφάσισα οριστικά, ότι θα μείνω για πάντα στη Μασαλία, ένα βράδυ μας συγκέντρωσαν, είπαν ότι ο πόλεμος τελείωσε, πλήρωσαν τα μεροκάματα μας, είπαν να ετοιμάσουμε τα πράγματα μας και συγχρόνως  απαγόρεψαν την έξοδό μας από το λιμάνι. Το άλλο πρωί, μας φόρτωσαν στο πλοίο  με προορισμό τη Μεσήμβρια και από εκεί αναγκαστικά στο Σιναπλή. Όχι μόνο δεν κατάφερα να μείνω μόνιμα στη Γαλλία, αλλά το κακό  ήταν  ότι δεν πρόλαβα  να χαιρετίσω και τα κορίτσια. 

Η επιστροφή στο χωριό και οι βουλγαρικές πιέσεις

Επέστρεψα στο χωριό, ύστερα από ενάμιση χρόνο,  παραμονές Χριστουγέννων του 1918.  Από τότε άρχισε η καθημερινή μουρμούρα, που την ακούτε καθημερινά ακόμα και σήμερα. Η μπάμπω σας, δεν με συγχώρησε ποτέ που  τους ξέχασα, βέβαια εγώ πάντα το αρνιόμουν,  έλεγα ότι έγγραφα και τα γράμματα  χάνονταν στο δρόμο. 

-«Οι παράδες» έλεγε και λέει χρόνια τώρα, πού είναι οι παράδες; Ο Νικόλας, ο Στάικος, ο Τζέλης, έφιραν τόσις λίρες, σύ τί έκαμις σ΄παράδες». 

Οι δικαιολογίες μου δεν έπιασαν ποτέ τόπο, η γκρίνια, η φασαρία, το παράπονο, ο θιγμένος γυναικείος εγωισμός,  καθημερινός. Τί να έλεγα, «αυτοί έφιραν λίρες, ιγώ έζησα στουν παράδεισου» 

Κι άλλη μια φορά να τύχαινε πάλι τα ίδια θα έκανα. Πότε θα  ξανάβλεπα εγώ μπαρ, εστιατόρια, κόκκινα σπίτια, σινεμά, κορίτσια, αγκαλιές, φιλιά. Χαλάλι οι λίρες και η μουρμούρα τόσα χρόνια, μοναχήτς τα λέει μοναχήτς τ΄άκουει.

Πολύ δύσκολες μέρες περάσαμε όταν επιστρέψαμε από τη Γαλλία. Ήμασταν για τους Βουλγάρους οι προδότες. 

Στο χωριό ο κόσμος προσπαθούσε να ζει σε κανονικούς  ρυθμούς, αλλά οι επίσημες απαγορεύσεις  του Βουλγαρικού κράτους και κυρίως οι ανεπίσημες, του παρακράτους μέρα με τη μέρα επιβαλλόταν όχι με  διοικητικά αλλά πρακτικά μέτρα.  Με κλεψιές,  εκβιασμούς, ξύλο και απειλές. 

Απαγορεύτηκαν τα Ελληνικά παντού, ούτε στο σχολεία, ούτε στη λειτουργία της εκκλησίαςς,  ούτε στις υπηρεσίες, ακόμη και στους δρόμους. Κρυφά γινόντουσαν οι γάμοι, οι  βαφτίσεις, οι γιορτές και τα πανηγύρια. Επειδή οι χωριανοί μιλούσαν μόνο Ελληνικά και ελάχιστα Βουλγαρικά, η συνεννόηση ήταν πλέον αδύνατη  με τις υπηρεσίες για καθημερινές ανάγκες. Να φύγετε αφού δεν μιλάτε Βουλγαρικά, άκουγες καθημερινά, με θυμό και ύφος απειλητικό, κάθε φορά  που διαπίστωναν ότι είσαι Έλληνας.

Ήδη όλοι είχαμε το μυαλό μας στην Ελλάδα, που τα σύνορά της χαράχτηκαν πολύ κοντά μας, στο  Μουσταφά Πασά  (Σβίλιγκραντ)  και την Ανδριανούπολη. Δυστυχώς εμάς μας άφησαν απέξω. 

Ο ξεριζωμός

Η απόφαση ήταν οριστική, ζωή εδώ δεν γίνεται, θα φύγουμε ομαδικά για την Ελλάδα, αφού μας δόθηκε η ευκαιρία, με τις προϋποθέσεις της συνθήκης του Νιεγή. 

Οι αρχηγοί των οικογενειών, το Δεκέμβριο του 1923, δήλωσαν στην Επιτροπή Ανταλλαγής των Εγγυητών, ότι είναι Έλληνες και επιθυμούν να φύγουν ειρηνικά για την Ελλάδα, πουλώντας πρώτα την περιουσία τους. Από τις πιέσεις όμως δεν μπορέσαμε να πουλήσουμε το είναι μας, φύγαμε όπως όπως για την Ελλάδα και μετά από χρόνια, οι περιουσίες μας έγιναν ανταλλάξιμες. 

Αντιπροσωπεία από το χωριό ήλθε στην Ελλάδα, μαζί τους και οι μετέπειτα Μεσσουνιώτες Γιώργης Τσιαρακτσής και Ιβάνς Καρβουντζής και διάλεξαν το νέο τόπο εγκατάστασης μας, στη Θράκη και τη Μακεδονία. 

Οι προετοιμασίες  για τον ξεριζωμό  άρχισαν. Μαζεύτηκαν οι καλλιέργειες της χρονιάς και τον Οκτώβριο του 1924, ξεκινήσαμε για τη Σάρτζα της Γκιουμουλτζίνας και το Καρασούλι της Θεσσαλονίκης.

Η προετοιμασία μεγάλη, η δυνατότητα μεταφοράς με το βοϊδόκαρο  μικρή, γιαυτό ελάχιστα, αλλά απαραίτητα πράγματα πήραμε μαζί μας.  

Πουλήσαμε όσο όσο  τις σοδιές μας, πήραμε σπόρους, στάρι (λίμνος, μεντάνα), κριθάρι, σίκαλη, φασόλια, φακές, ρεβίθια, σουσάμι, τριφύλλι, καρπούζια, πεπόνια, κληματόβεργες από παμίδ΄, από άσπρο, από μαύρο και μπογιά, βασιλικό και άλλα λουλούδια, το κρασί, το τσίπουρο, πετμέζι με ρετσέλια, ζυμώσαμε πολλά ψωμιά, αλεύρι για το δρόμο, πήραμε τα μπακίρια, τα καζάνια,  τον τέντζερη, το τηγάνι, τα χλιάρια, τ΄άλας, το πράσινο μπουκάλι με το λάδι.

Πήραμε τις στρώσεις, τα στρώματα, τα πουτούρια, τις τσούκνες, πήραμε ότι μπορούσαμε να χωρέσουμε  στο ανοιγμένο  με τα αγκίσια κάρο, που το σκεπάσαμε με κουρκούα από καναβόστρωση, για να μην παίρνει νερό από τη βροχή.

Από μέρες όμως, ξεθάψαμε  τους πεθαμένους και κάναμε τρισάγιο,  για   όσους θα έμεναν στα μνήματα, να περιμένουν την επιστροφή μας,  πράγμα που δεν αξιωθήκαμε να κάνουμε.

Η καμπάνα, από το ψηλό καμπαναριό, χτύπησε νωρίς το πρωί και τα κάρα μπήκαν  στη σειρά. Τα σόγια δίπλα δίπλα, για αλληλοβοήθειες.

Τελευταία βγήκε από το σπίτι η μάνα μου, κρατούσε στην αγκαλιά της τον μπόζαβο (καφεγκρί) αγριόγατο μας, που και αυτός ημέρεψε, για να μας ακολουθήσει. Κατάλαβε ότι θα έμενε μόνος του και τον κυρίεψε ο φόβος. 

Η μπάμπω σας έπιασε τα βόδια από μπροστά, η Πρόκη με τη μάνα μου τη Σιδέρω, κάθισαν πάνω στο κάρο, με τη φκέντα στο χέρι, ο Χρήστος ο πατέρας σας, κατέβηκε από το κάρο και κάθισε στην ουρά  του, μικρός ήταν, νόμιζε ότι και  η σημερινή ετοιμασία ήταν για το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Οι  δυο μας αγελάδες, δεμένες πίσω από το κάρο και εγώ έβγαλα από το μαντρί τα πρόβατα. Κοντά  μου τα σκυλιά, ο Αράπης και ο Μπιάλιος, πιστοί μου σύντροφοι και φίλοι όλα αυτά τα χρόνια.

Άιντε  πααίνουμε είπε η μάνα μου και το καραβάνι  μας άρχισε να κινείται νωχελικά.  

Λίγα δάκρια ακόμη, γιατί και αυτά στέρεψαν όλες αυτές τις μέρες, μια τελευταία ματιά στο σπίτι, στο σπίτι που γεννηθήκαμε όλοι, στην πατρίδα, γιατί  πατρίδα  είναι ο τόπος που είδε ο άνθρωπος το φως του, που μάτωσε τα γόνατά του παίζοντας με αυτούς τους ανεπανάληπτους παιδικούς  του φίλους.

Έτσι, αφού ανταμώσαμε με το κάρο του γαμπρού και της κόρης μας Σιδέρως,  που ήταν ετοιμόγεννη,  το καραβάνι του ξεριζωμού ξεκίνησε. 

Τριακόσια κάρα σε μήκος πέντε με έξι χιλιόμετρα, μια τελευταία ματιά από το ύψωμα στο χωριό, χάθηκε σε λίγο και η οπτική επαφή με τις κόκκινες στέγες των σπιτιών, τα τελευταία δάκρια, προχωρούσαμε πλέον, νότια και δυτικά. 

Προορισμό έχουμε, τη Μεσσούνη (Σάρτζα), αγωνιούμε τι θα βρούμε, αλλά πιστεύουμε στην Ελλάδα μας. 

Από την ψυχή μας  δεν φεύγει το Σιναπλή, η  Εκκλησία, το σχολείο, τα  τρία καβάκια, η μακριά στράτα, το κουρί, τα αμπέλια, τα υψώματα, μα προ παντός το ρυάκι, το Ασμάκι, που μας δρόσιζε, μας ξεδιψούσε, πότισε τα ζώα μας, τους κήπους  μας. Το Ασμάκι πλέον θα είναι η μόνη μας ελπίδα  να επικοινωνούμε με το Σιναπλή, γιατί αυτό, όσες άδικες και απάνθρωπες συμφωνίες και να γίνουν, δεν θα πάψει να κυλά από το χωριό μας  στον Τόντζο, από τον Τόντζο στον Έβρο, από τον Έβρο στο Θρακικό πέλαγος, από το Θρακικό πέλαγος στο  Αιγαίο, το Θερμαϊκό και τον Παγασητικό κόλπο, για να φέρνει τα χαιρετίσματα σε όλους τους  Σιναπλιώτες πρόσφυγες, όπου και αν εγκαταστάθηκαν.  

Το ταξίδι μας κράτησε δέκα τέσσερις μέρες. Τρεις τέσσερις ώρες δρόμο κάθε μέρα, με μικρές και μεγάλες στάσεις για τις ανάγκες ανθρώπων και ζώων. Περάσαμε από τις  Καρυές, την Αγία Τριάδα, το Μουσταφά Πασά, όπου πολλοί ανέβηκαν στο τραίνο, την Αδριανούπολη, μια περιοχή γεμάτη με σκηνές όπου  κτιζόταν μια καινούργια πόλη, Ορεστιάδα την έλεγαν, το Διδυμότειχο, το Σουφλί, το Δεδέαγατς, τη Μάκρη, το Σαπσή, τη Γκιουμουλτζίνα και φθάσαμε στη Σάρτζα, τη σημερινή Μεσσούνη. Εδώ μείναμε για εγκατάσταση, όπως αποφάσισε η επιτροπή και αποδεχθήκαμε, πενήντα εξ οικογένειες, οι υπόλοιπες συνέχισαν για τη  Θεσσαλονίκη και από εκεί για το Καρασούλι.

Πριν την ανταλλαγή, ανάμεσα στο 1905 και 1906, έφυγαν  κρυφά πενήντα οικογένειες για την Ελλάδα και άλλες καμιά εικοσαριά το 1913. 

Ο αδελφός της μπάμπως ο Θανάσης Δαμακούδης, ακολούθησε το καραβάνι των Σιναπλιωτών στο Καρασούλι, με τα παιδιά του Πρόκη και Βασίλη.

Η εγκατάσταση

Η εγκατάσταση και η αποκατάστασή μας έγινε σχετικά ομαλά. Βρήκαμε σπίτια να βάλουμε το κεφάλι μας, να κονέψουμε, αποθήκες για τις βασικές μας ανάγκες, βρήκαμε εγκαταστημένες στο χωριό καμιά τριανταριά οικογένειες μουσουλμάνων, καλοί άνθρωποι και νοικοκύρηδες,  που μας βοήθησαν στις ανάγκες μας. Ήλθε μια μικρή βοήθεια  από το κράτος και άρχισε η σπορά των σπόρων που φέραμε, αφού γίνανε και οι πρώτες πρόχειρες παραχωρήσεις γης. Η φύτρα των σπόρων αυτών  άρχισε να ριζώνει και τις καρδιές μας στη Μεσσούνη.  

Νέα ζωή ξεδιπλωνόταν μπροστά μας, γεννήθηκε ο Κώτσιος, το πρώτο μας εγγόνι, πέθανε ο νουνός μου, παντρεύτηκε η Πρόκη, πέθανε η μάνα μου, παντρεύτηκε ο Χρήστος, γεννήθηκαν πολλά εγγόνια, ακούσαμε τα ονόματά μας, παντρεύτηκε ο γείτονας, γέννησε η κουμπάρα, μάλωσα με τον Πατσιατζή, θύμωσα με το Ζιόμταρη, συνεταιρίστηκα με τον Μητιάν, σμίξαμε τα πρόβατα με τον Αγγουρίδη, ένας πεθερός έδειρε τη νύφη του, ο Νικόλας τάισε το χασίλ του Βάιου, ο  Στάικος έσπρωξε τα τσιαλιά για να πάρει μέρος από το οικόπεδο του Τζέλη. Αυτή ήταν η καθημερινότητά μας, έτσι περνούσε ο καιρός. 

Ήρθε ο δεύτερος μεγάλος Πόλεμος, καταστροφές, φτώχια, πίνα, αλλά προ παντός φόβος. Ξύλο, δολοφονίες, πλιάτσικο από τους παλιούς μας γνωστούς, τους  Βουλγάρους, ούτε αυγό στη φωλιά μας έμεινε, η χειρότερη περίοδος της ζωής μας.

Και δεν έφταναν μόνο αυτά αμέσως μετά την απελευθέρωση ο εμφύλιος, που ήταν και είναι η μεγαλύτερη καταστροφή της Ελλάδας για πολλά χρόνια. Ευτυχώς στο χωριό μας δεν είχαμε αδελφοκτόνα γεγονότα. Είχαμε όμως θύματα τρεις λεβέντες στρατιώτες στις μάχες με τους αντάρτες και ένα νέο αγροφύλακα. 

Με μικροκουτσομπολιά, φαντάσματα, πραγματικότητες, λύπες και χαρές, φτάσαμε ως τα σήμερα, που καλυτερεύουν τα χρόνια όπως τα βλέπω.  

Έζησα πολλά, έφαγα καλά, ήπια πολύ, γλέντησα όμορφα, έχω καλή γυναίκα, παιδιά και εγγόνια, αφήνω λίγα για να έχετε την ευκαιρία να κάνετε εσείς πολλά.

Όσο για τη μπάμπω σας, τ΄ Ιάννου, καλή γυναίκα, καλή  νοικοκυρά, άριστη μάνα, αλλά  γκρινιάρα. Τί έγινε αν γλέντησα στη Γαλλία, μια φορά μου δόθηκε η ευκαιρία στη ζωή, τί έγινε για τούτο, τί έγινε για τ΄ άλλο,  πάντα δικός της ήμουν.

Έτσι εξομολογήθηκε τη ζωή του, εκείνο το μεσημέρι ο παππούς Ηλίας, σήκωσε και άδειασε πάλι το μαστραπά με το κρασί, σκούπισε με τα χέρια τα άσπρα μουστάκια του, έριξε μερικές σταγόνες κρασί στο χωμάτινο πάτωμα και είπε τελετουργικά:

-Για σ΄πιθαμέν΄, δηλαδή σπονδή στην ψυχή των νεκρών.  

Η απόκριση της γιαγιάς Γιαννούλας

Η μπάμπου μας, άκουε τόση ώρα και δεν μιλούσε, αλλά τα τελευταία λόγια του παππού  άναψαν τα αίματα και ο πολύχρονος καυγάς, που πάντα  επαναλαμβανόταν με το ίδιο ύφος, αναφερόταν στα ίδια γεγονότα, με την ίδια επιχειρηματολογία, τις ίδιες μπιχτές και κατέληγε στην ίδια επωδό: 

– Σώπα  καψουκάρη, (διαβολεμένε)  σώπα, γιατί… συ πάρου μια που τα μάτια.

Ο παππούς ατάραχος, σήκωνε και πάλι το μαστραπά, με το κρασί, κοίταζε τη γιαγιά και έλεγε περιφρονητικά, με ύφος αγά: 

-Εά  έ, μη πάρ΄ μια που τα μάτια, εννοώντας, πια,  αυτή η μικροκαμωμένη, άστην να λέει, τόσα χρόνια τα ίδια και τα ίδια και οι απειλές μένουν μόνο λόγια, λόγια που πάντα χάνονταν στον αέρα, για να επαναληφθούν αύριο πάλι,  αυτά είναι το  αλατοπίπερο της ζωής μας. 

Με άνεση που ενοχλούσε, με ανεμελιά που εκνεύριζε, με αρκετές απαιτήσεις, χωρίς πολλές υποχρεώσεις, με  κρασί και τσίπουρο, πέρασαν τα χρόνια  και την 8-6-1962 έκλισε τα μάτια του, από γεροντικό μαρασμό, όπως είπε ο φίλος του γιατρός Κιακίδης. 

Έτσι  έζησα τον πρώτο θάνατο  ενός κεντρικού ήρωα και πολυαγαπημένου μου προσώπου, όπως είναι ο παππούς για τα εγγόνια, ειδικά όταν ζουν και μεγαλώνουν στο ίδιο σπίτι.  

ΙΒΑΝΟΥΔΗΣ Ηλίας του Χρήστου και της Σιδέρως, πιο γνωστός ως Τόρτουρας, γεννηθείς το χειμώνα του έτους 1883, στο χωριό Σιναπλή, Επαρχίας Καβακλή, της Ανατολικής Ρωμυλίας, απεβίωσε την 8-6-1962, στη Μεσσούνη  Κομοτηνής. 

Το παρατσούκλι του, Τόρτουρας, μάλλον  χρησιμοποιήθηκε και για τους  προγόνους μας, χαρακτήριζε δε και μας, σαν παιδιά, ήμασταν τα «Τουρτουρούδια». 

Η γιαγιά μου Γιαννούλα  έζησε άλλα πέντε χρόνια. Με υποστήριξε στην επιθυμία μου  για εγγραφή στο γυμνάσιο, ήταν πιο προοδευτικός άνθρωπος από τον παππού και μου έκανε  δώρο το πρώτο μου ταξίδι στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1963. 

-Τασούδ΄ είπε, άμα βγει η σύνταξ του ΟΓΑ, δα πάμε στου Καρασούλι και στου Τέκελι, να ειδού, στερνή φουρά, τα ανίψια μ. 

Η σύνταξη έφθασε στα χέρια της και με καμάρι με περιέφερε να ανταμώσω και να γνώρισα το πολυάνθρωπο σόι μας,  στο Πολύκαστρο και τη Σίνδο.

ΙΒΑΝΟΥΔΗ  Γιαννούλα  του Κωνσταντίνου και της Σταματίας, το γένος Δαμακούδη, γεννηθείσα το καλοκαίρι του 1881, στο χωριό Σιναπλή, Επαρχίας Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, απεβίωσε την 13-2-1966, στη Μεσσούνη Κομοτηνής

Αναπαύονται στο νεκροταφείο της Μεσσούνης, δίπλα στην μάνα και πεθερά Σιδέρω, παραδίπλα από την κόρη τους Πρόκη,  αγκαλιά με την εγγονή τους τη Μαρία, στον τόπο που αγάπησαν, μακριά από τον τόπο που πρωτοαγάπησαν και  ήταν γιαυτούς, Η    Π Α Τ Ρ Ι Δ Α . 

Πριν από χρόνια υποδέχθηκαν το γιο και τη νύφη του Χρήστο και Ντόλη και τελευταία τα εγγόνια τους Μιχάλη και Ηλία. 

Αιωνία να είναι η μνήμη όλων.

Στη μνήμη των αδελφών μου, Ηλία και Μιχάλη.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.