Οι χαρες (γαμοι) της Μεσσουνης (Μερος 2)

Τα έθιμα των Σιανπλιώτικων Γάμων στη νέα πατρίδα

Τελειώνοντας το μυστήριο, οι νεόνυμφοι, χαρούμενοι και καμαρωτοί, μεταφέρονταν με τα πόδια ή με το κάρο προς το σπίτι του γαμπρού, όπου στηνόταν το τρικούβερτο γλέντι.

Αυτό το γλέντι εννοούσαμε οι πιτσιρικάδες λέγοντας ότι θα πάμε «σ΄χαρά».

Μετά το συρτό και καλαματιανό της νύφης και του γαμπρού, ακολουθούσαν, ο ζναριάτκος (ζωναράδικος), η μπαϊντούσκα (τρίπατος), η καζάσκα, η ζβαρνιάρα, αντικριστοί και στα νεώτερα χρόνια, τσάμικο, λάχανα και άλλοι ελληνικοί χοροί. Όμως σύντομα μπήκαν και οι λαϊκοί και ευρωπαϊκοί χοροί. Οι μάγκες έκλιναν το μάτι στον οργανοπαίχτη και το όργανο έπαιζε ζεϊμπέκικα, τσιφτετέλια, μάμπο, τουίστ και τα αγκαλιαστά, (ταγκό και βάλς).

Ο κουμπάρος, νούνου (νουνό) τον αποκαλούσαν με σεβασμό, είχε την τιμητική του. Μπροστά του κατέφθανε η καλύτερη μερίδα κρέατος, που συνήθως την κατανάλωνε με βουλιμία. Έτσι κυκλοφόρησε και το απίθανο Μεσσουνιώτικο μασάλι:

-Φάι νούνι κι τσιουρβά (σούπα), έλεγαν οι διπλανοί στον κουμπάρο και αυτός απαντούσε:

-Κ΄ οι μοίρις (μερίδες κρέας), καλές είνι και συνέχιζε το ξεκοκάλισμα της μοίρας.  

Κάποια στιγμή η νύφη και ο γαμπρός, συνοδευόμενοι από τις παράνυφες που κρατούσαν ένα πανέρι, δώριζαν, κρεμώντας με καρφίτσα στο πέτο πετσέτες, κάλτσες, μαντίλια, στους μεγάλους που στρωμένοι έτρωγαν και έπιναν στο τραπέζι και μαντήλια σε μερικά μικρά παιδιά του συγγενικού περιβάλλοντος.

-Το μεγάλο μου παράπονο είναι, που στο δικό μου πέτο ποτέ δεν κρεμάστηκε ένα μαντήλι, όπως σε φίλους μου, που το έδειχναν περήφανοι.

Αργά το βράδυ, πήγαιναν τον κουμπάρο στο σπίτι και μετά την επιστροφή, οι εναπομείναντες, χόρευαν «το πιπέρι».

-Πώς το τρίβουν το πιπέρι, …………, οι παραβρισκόμενοι γελούσαν με τις εντολές και τα  καμώματα του αρχηγού με τη βέργα και των χορευτών, ενώ οι πιτσιρικάδες πλακωνόντουσαν στην κυριολεξία, να αρπάξουν τα καρύδια και τα ζαχαρωτά που πετούσε η πεθερά.

Κάποια στιγμή, αποκαμωμένοι όλοι, άφηναν ήσυχους τους νιόπαντρους με κρυφά χαμόγελα και υπονοούμενα.

-Άιντι άιντι να πααίνουμι, η γαμπρός έχει κ΄ άλλ΄ δλειά να κάμ μη τ΄νύφ μέχρι σαμπάλια.

Οι παλιότεροι θυμούνται ότι το Σάββατο έκαναν και το έθιμο της Μηλιάς και το Μπαϊράκι (φλάμπουρο) που το κρατούσαν στα χέρια οι μπράτμοι.

Η μηλιά ήταν, όπως άκουσα, ένα τετράκλωνο κλαδί, που κατάλληλα δεμένο κατέληγε σε κύκλο, όπου πάνω τοποθετούσαν ένα μήλο. Η μηλιά (το κλαδί), ήταν στολισμένο με μπρόσκλικα (γυαλιστερά χαρτάκια) και βούζιουα (κισσός) που τον προμηθεύονταν από την περιοχή της Κομοτηνής.

Το Μπαϊράκι, ήταν ένα ξύλινο κοντάρι με την Ελληνική σημαία.

Αυτό το έθιμο, μάλλον λησμονήθηκε μετά το 1950.

Η Δευτέρα που ξημέρωνε, είχε να κάνει με τα αρχέγονα, Διονυσιακά έθιμα. Θράκες οι Μεσσουνιώτες και η παράδοσή τους δεν μπορούσε παρά να είναι μυημένη και στις πανάρχαιες καταβολές και παραδόσεις.

Η Δευτέρα λοιπόν ήταν αφιερωμένη στο γλέντι των συγγενών, αλλά κυρίως αυτών που τόσες ημέρες κοπίασαν για το γάμο.

Έτσι, νωρίς το πρωί οι παράνυφες και οι φιλενάδες έφθαναν στο νέο σπίτι της φιλενάδας τους, καθώς και τα μπρατίμια (παράγαμπροι). Ήθελαν να συζητήσουν, έστω και με υπονοούμενα, τα μυστικά της πρώτης νύχτας του γάμου. Άλλωστε ελεύθερα κορίτσια και αγόρια ήταν, μάζευαν εμπειρίες.

Συγχρόνως έφταναν και άλλοι συγγενείς, φέρνοντας μαζί τους και καλούδια, έπιναν τα κρασάκια, μασάλευαν λίγο, το κέφι άναβε, στήνονταν και οι πρώτοι χοροί.

Αυτή την ημέρα άρχιζαν και οι υποχρεώσεις της νύφης. Πρώτη υποχρέωση να φέρει νερό, να πιεί και να νιφτεί (πλυθεί) ο πεθερός και η πεθερά.

Ήταν περίπου 1960, Δευτέρα μετά το γάμο του Κουτσιούδ (Κώστας Π. Κυρουβγίδη), με την Σουσουρκιώτισσα  Σταματία. Ο νταής Πασχάλης και η λέλιου η Ρούσου, μερακλήδες άνθρωποι, έκαναν και έκαναν γλέντια και αντέτια σε γάμους. Τώρα ήταν η σειρά τους. Ο γάμος του μοναχογιού έγινε πλούσιος και παραδοσιακός. 

Το μεσημεράκι, όλη αυτή η παρέα της Δευτέρας, μεθυσμένοι οι περισσότεροι, με τα μπουκάλια στο χέρι, φόρτωσαν τη γκουμπιλίτσα (μακρύ ξύλο μεταφοράς νερού) στον ώμο της νύφης με τα δυο φρεσκογανωμένα μπακίρια στην άκρη, έπαιζε το ακορντεόν, «Κίνησε η Γερακίνα για νερό, ……, ντρούμ ντρούμ τα βραχιόλια της βροντούν….» και η πομπή, τρεκλίζοντας οι περισσότεροι, έφτασε στο πηγάδι που ήταν κοντά στου Γκουβιντίκ το καφενείο, όπου στήθηκε χορός.

Βοήθησε ο Κώτσιος τη γυναίκα του, βοήθησαν οι φίλες και οι φίλοι, γέμισαν τα μπακίρια νερό και η πομπή επέστρεψε, μετά κόπων και βασάνων από τις παρενοχλήσεις των μεθυσμένων και τα πειράγματα των αήκιδων (ξεμέθυστων).

Τα μπακίρια στη διαδρομή γέμισαν χώματα, πέτρες , βρομιές, το λασπόνερο που έμεινε ήταν ελάχιστο.

 Έτσι γινόταν πάντα, η πεθερά έπρεπε και να πιεί το λασπόνερο αλλά και καλές ευχές να δώσει στη νύφη.

Οι μεθυσμένοι διονυσιακοί ήρωες, δεν επέτρεπαν στη νύφη να προσφέρει το νερό, σύμφωνα με την παράδοση. Ο πεθερός και η πεθερά έπρεπε να τάξουν, γλυκά, κρασιά, κότες και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς.

Γύρισαν στο πλάι το κάρο και ανέβασαν στις ρόδες τον Πασχάλη και τη Ρούσου. Πιάστηκαν οι φουκαράδες από τα παρμάκια (ακτίνες), οι γυροβολιές ήταν γρήγορες και οι απαιτήσεις μεγάλωναν. Υποσχέθηκε η καημένη η Ρούσου νιά (μια) αρνίθα, αλλά οι μεθυσμένοι φώναζαν:

-Τί είνι νιά αρνίθα, τ΄ν κουσαριά (κλώσα) μη τα πουούδια, χαλεύουμι .

Κάποιοι άλλοι, με το τσεκούρι στο χέρι, χτυπούσαν τα ντιουρέκια (ξύλινες κολώνες), που στήριζαν τη σκεπή, στο ξεστρόχι, με απαιτήσεις που έφθαναν στο σφάξιμο του μοσχαριού.

Ζαλίστηκαν ο πεθερός και η πεθερά από το γύρισμα, κόντευαν να σωριαστούν, όταν αποφάσισαν να τους δροσίσουν.

Το νερό έφθασε στα χείλη των πεθερικών, κυλώντας μέσα στην κουπάνα που έτρωγαν τα αρνάκια, κρατώντας κοντά στο στόμα τους, οι ίδιοι τη μια άκρη και στην άλλη άκρη έριχνε το νερό η «αποσβολωμένη» από τα πρωτόγνωρα γεγονότα, νύφη.

Έτσι, επεισοδιακά έσβηνε λίγο λίγο ο γάμος, μετά τα  γλέντια, οι ευχές και τα κατευόδια, να βρει το ζευγάρι τα βήματά του, να ζήσει και να ευτυχήσει.

Το γλέντι της Δευτέρας, δυστυχώς πολλές φορές παρεκτρεπόταν σε σοβαρές υπερβολές, ζημιές μέχρι και καταστροφές.

 Άνοιγαν τις κάνουλες από τα βαρέλια και χυνόταν όλο το κρασί, αποδεκάτιζαν τις κότες, έσπαζαν τις νταμιτζάνες με το τσίπουρο.

Έτσι ήταν τότε ο Μεσσουνιώτικος γάμος και τα έθιμά του, κάτι μεταξύ πίστης, θρησκείας, παράδοσης και αρχαιολατρίας.  

Συνεχίζοντας το σκάλισμα των φωτογραφιών βρέθηκαν τρεις,  που αποτυπώνουν στο χαρτί τρία στιγμιότυπα, από τους γάμους που θυμούμαι και σας περιέγραψα.

Είναι από το γάμο του Στάικου Παπαδόπουλου και της Χαρικλές (Χαρίκλειας) Κυρουβγίδου, του Πασχάλη και της Ρούσους.

Οι καιροί άλλαξαν, κοστούμι και νυφικό ευρωπαϊκό, κι ας είμαστε στο 1953.

Στην πρώτη στιγμή αποθανάτισε ο φακός δεκάδες χωριανών μπροστά στο σπίτι της νύφης, που πλαισιώνουν το νεαρό ζευγάρι, λίγο μετά το πέταμα του μήλου.

Στο δρόμο της επιστροφής, μετά το μυστήριο, η δεύτερη.

Πάνω στο κάρο ο γαμπρός και η νύφη, η Ζωίτσα, αδελφή της νύφης, δίπλα στο γαμπρό μάλλον η κουμπάρα, μπροστά από το γαμπρό κάποιος κρατά τη μπούκουα μετά τη ρουφηξιά που έκανε.

Οδηγός των βοδιών, μπροστά στο κάρο ο μεγάλος αδελφός του γαμπρού, ο Γιώργης, δεξιά από το κάρο ο Τσιάνκος (Δημήτρης Ι. Ισπικούδης) και αριστερά μερικοί καλεσμένοι.

Μπροστά στο σπίτι του γαμπρού, μια πιο προσωπική φωτογράφηση. Ο γαμπρός, έχοντας αριστερά τον Γρηγόρη Κυρουβγίδη, μπράτμο (παράγαμπρο) και τον ανιψιό του Χρήστο. Η νύφη έχει δίπλα την αδελφή της Ζωΐτσα, μετά μάλλον είναι η κουμπάρα και η συννυφάδα της Τσιτσιά (Αναστασία), με το δώρο στο λαιμό. Πίσω φαίνεται και ο μεγάλος αδελφός του γαμπρού, ο Γιώργης.

Στο μικρό τρίχωρο υπερυψωμένο σπίτι του νταή Κίρτσιου (μπάρμπα Χρήστου) και της κυρά Χρυσούλας, με τα τέσσερα – πέντε σκαλιά, ήρθε η καινούργια νύφη, να συγκατοικήσει, με τα πεθερικά, τη μεγαλύτερη συννυφάδα που είχε άνδρα και δυο παιδιά και άλλα τέσσερα ελεύθερα αγόρια, αδέλφια του γαμπρού.

Σύντομα στεγάστηκε η οικογένεια, στο δικό τους σπίτι, στη γειτονιά μας, δίπλα στο τσιφλίκι.

Έτσι αποτυπώθηκε ο Μεσσουνιώτικος γάμος της δεκαετίας του πενήντα, αρχές εξήντα, στο παιδικό μου μυαλό. Συμπληρωματικά ή διορθωτικά, αν υπάρχουν άλλες αναμνήσεις, καλό θα είναι να καταγραφούν. 

Ο Σιναπλιώτικος-Μεσσουνιώτικος γάμος περιγράφεται καταπληκτικά, στις σελίδες 20-34, με φωτογραφίες, μοναδικές λεπτομέρειες, τραγούδια, δρώμενα και ποιήματα, στο βιβλίο του Μορφωτικού Συλλόγου Μεσσούνης, που εκδόθηκε το 1985, υπό την επιμέλεια του δασκάλου Γιάννη Αλεξίδη.

Είναι ένα πολύτιμο βοήθημα για προπτυχιακή ή και μεταπτυχιακή εργασία, σχετική με την παράδοση και την κοινωνιολογία.

Σεπτέμβριος 2022

Δείτε το πρώτο μέρος εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.