Οι χαρες (γαμοι) της Μεσσουνης (Μερος 1)

Με αφορμή την φωτογραφία του 1934 με το νυφικό και γαμπριάτικο ντύσιμο των Σιναπλιωτών προγόνων των Μεσσουνιωτών

Σκαλίζοντας το φωτογραφικό αρχείο του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Μεσσούνης, στάθηκα ιδιαίτερα στην παραπάνω φωτογραφία.

-Πώς βρέθηκε ο φωτογράφος στο Μεσσουνιώτικο γάμο εκείνης της εποχής, αναρωτήθηκα, ποιοι είναι και πότε έγινε ο γάμος;

Γρήγορα έλυσα την απορία μου, ρωτώντας και στην πόλη φθάνεις, όπως λένε.

Στη μοναδική αυτή φωτογραφία του έτους 1934, βλέπουμε το νυφικό και γαμπριάτικο ντύσιμο των Σιναπλιωτών προγόνων μας.

Αφόρετα (καινούργια), τσούκνα και πουτούρι, με εμφανή τα διακριτικά του γάμου:

Το λευκό πέπλο στο κεφάλι της νύφης, τα φλουριά πάνω από το μέτωπο, το μακρύ περιδέραιο, το λουλούδι στο δεξί πέτο και μια ντούμπλα (πεντόλιρο), στο λαιμό.

Στο κεφάλι του γαμπρού στεφάνι με λουλούδια, στο λαιμό λευκό μαντήλι και όμορφο υφαντό πεσκίρι, που το στολίζει και αυτό ένα λουλούδι.

Γαμπρός ο Παρασκευούδης Χρήστος του Νικολάου γεν. το 1914, νύφη η  Δραγανίδου Κατίνα του Πασχάλη, γεν το 1914, στο μέσο με το μουστάκι ο πατέρας της νύφης, Πασχάλης Δραγανίδης, (Ντραγκάνς) γεν. το 1886, πίσω απ΄ τον Πασχάλη ο Ιωάννης Δαμακίδης του Αθανασίου (Ιάντσιους Καρβουντζής), γεν. το 1897, δεξιά με την μαντίλα η συννυφάδα της Κατίνας, η Μαρία (Δημήτρινα Παρασκευούδη), γεν.  το 1910 και αριστερά η γειτόνισσα τους, η Τασούλα (Τσιτσιά) Τατσίδου ή αλλιώς Τέλιενα γεν. το 1914.

Ήταν όλοι γεννημένοι στο Σιναπλή Ανατολικής Ρωμυλίας.

Μικρά παιδιά εμείς, στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, πρώτοι καταφθάναμε στο γάμο και τελευταίοι φεύγαμε. Ο γάμος για μας είχε θέαμα, ομορφιά, χορό και πολύ παιχνίδι μεταξύ μας, ανάμεσα στο πλήθος.

Αν δεν συμμετείχαμε τότε, πώς θα είχαμε αναμνήσεις, να τις μεταφέρουμε στους νοσταλγούς του παλιού καιρού και στους νέους ενδιαφερόμενους και ερευνητές. 

Οι γάμοι στο χωριό, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα,  αποτελούσαν ένα μεγάλο γεγονός στο χωριό, που έδινε ζωή, κέφι, χορό, γλέντι για μια ολόκληρη εβδομάδα.

Η λέξη «Χαρά» στο λεξιλόγιο των Μεσσουνιωτών, έφερε σε δεύτερη σειρά τη λέξη «γάμος». Ήταν πραγματική χαρά, ευτυχία, ευλογία.

Τα έθιμα άρχιζαν λίγο λίγο από τη Δευτέρα πριν το γάμο, κορυφώνονταν από την Πέμπτη και τελείωναν την Δευτέρα, μετά το γάμο.

Γίνονταν καμιά δεκαριά γάμοι κάθε χρόνο, συνήθως τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν ήταν περιορισμένες οι αγροτικές εργασίες.

Πολλές φορές από τη Δευτέρα άρχιζε το κάλεσμα. Οι μπράτμοι (παράγραμπροι), με τη μπούκουα (ειδικό ξύλινο δοχείο) στο χέρι ή στην πλάτη, περνούσαν από όλα τα σπίτια και καλούσαν στο γάμο, πίνοντας ο κάθε καλεσμένος μια γουλιά κρασί.

Ακολουθούσε τις επόμενες ημέρες το επίσημο κάλεσμα, στο νουνό, στους κουμπάρους, στους συγγενείς.

Οι μπράτμοι επισκέπτονταν τα σπίτια των παραπάνω, για ειδικό κάλεσμα,  προσφέροντας ένα ποτήρι ούζο.

Η Τρίτη ήταν γρουσούζικη ημέρα, δεν έκαναν κανένα έθιμο.

Την Πέμπτη από νωρίς κατέφθαναν στο σπίτι της νύφης οι φιλενάδες της, με τα σίδερα στο χέρι, άναβαν τα κάρβουνα και σιδέρωναν με προσοχή, όλα τα προικιά τραγουδώντας.  Τα τακτοποιούσαν, με τέχνη πάνω στο κρεβάτι, τα σεντόνια, τις πετσέτες, τα πεσκίρια, τα εσώρουχα, τις μεσάλες, τις μισαούδις.

Το μπαούλο ήταν ανοιχτό και στα πλευρά του κρέμονταν τα υφαντά στρωσίδια.

Πάνω σε σχοινιά κρέμονταν διπλωμένες κουβέρτες και στρώσεις.

Μέσα στη ντουλάπα στις κρεμάστρες τα φορέματα της νύφης.

Νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής, η πεθερά, συνοδευόμενη από συγγενικές γυναίκες, κρατώντας τη γλυκόπιτα  στα χέρια της, κέρματα στις τσέπες και χαρτονομίσματα στον κόρφο της, κατέφθανε στο σπίτι της νύφης, να δει, (να επιθεωρήσει), την ποσότητα, την ποιότητα της προίκας και τη νοικοκυροσύνη της νύφης.

Πεθερά γλυκιά, ούτε καν υποφερτή, ακόμη δεν ανακαλύφθηκε. Στη Μεσσούνη θα τη βρίσκαμε;

Έτσι λοιπόν, μετρώντας τις πετσέτες, τα σεντόνια, τα στρωσίδια, τα σκεπάσματα, τα φορέματα, βλέποντας το μπαούλο, τη ντουλάπα ή την ραπτομηχανή, χαμογελούσε, συνήθως με σφιγμένα δόντια, για του κόσμου τα μάτια, πρόσφερε τα γλυκά της, έριχνε ρύζι στο κρεβάτι, να ριζώσει το ζευγάρι, κέρματα από την τσέπη για υγεία και χάρτινα από τον κόρφο.

 Μετά την επίσκεψη (επιθεώρηση), τα γλυκά και τα κεράσματα, επιστρέφοντας προς το σπίτι, ακόμη στο δρόμο, άνοιγαν τα στόματα:

-Μμμμμμ, καλή η προίκα σ΄ νύφς, αμά ιμείς σ΄ν Τανούδα μας κόμα καουά πράματα είχαμι. Ούλα λίγα, πιτσέτις, πισκίρια, σιντόνια, στρουσίδια. Να μαρή κι του σιντούκ δεν ήταν καουά υαλσμένου, η καθρέφτς  σ΄ντουλάπα είνι πουλί μικρός.

Μαρί Σιδέρου, κι κείνα τα δυο τα σκουφούδια, τί τα χάληβι. Κόμα δεν παντρεύκει, σκουφούδια για τα πιδούδια πήρι, κι που ξέρ ότι δα καμ διμάρκα (δίδυμα);

-Σώπα μαρή μάνα, δεν ήταν σκουφούδια, σουτιέν ήταν.

-Τί είνι μαρή αυτό του σουτιέν, νο σκουφούδια ήταν.

-Του σουτιέν του βάν΄ τώρα τα κουρίτσια στα βυζιάτς, να τα κρατούν ουρθά κι αψιουά.

-Αααα, έτσι, δεν κοιτάζ  που τ΄ν παίρνουμι γκόλιαβη, ξυπόλτ κι ξυβράκουτ, ιά τα βυζιάτς νοιάζιτι.

Συνήθως έτσι, με πολλά πικρόχολα και λίγα επαινετικά σχόλια τελείωνε το κοίταγμα (επιθεώρηση) της προίκας από την πεθερά.

Θα πείτε, όλες οι πεθερές τα ίδια έλεγαν.

Αυτά πιστεύω πως έλεγαν όλες, άλλες λίγο λιγότερα και άλλες πολλά περισσότερα.

Οι μανάδες των γαμπρών, χ@@@@καν για την προίκα, στενοχωριούνται που χάνουν την εξουσία στον υιό, που θα τον απολαμβάνει άλλη αγκαλιά, αυτή είναι η αλήθεια, καμιά δεν  πολυνοιάζεται για τα προικιά.

Το Σάββατο, μετά το μεσημέρι, ξεκινούσε η πομπή με συγγενείς και φίλους του γαμπρού, το κάρο στολισμένο, βαμμένα τα κέρατα των βοδιών με χρώμα από βούζιουα (χόρτα) και το ακορντεόν μπροστά, για το σπίτι της νύφης. Με τραγούδια, αντέτια (έθιμα), χορό και γλέντια, φόρτωναν την προίκα στο κάρο  και συγκαθίζοντας (χορεύοντας) στο δρόμο, κρατώντας και ανεμίζοντας  οι χορευτές κάποιο προικιό, την μετέφεραν στο οντά (δωμάτιο) του νέου σπιτιού της νύφης, για να στρωθεί κατάλληλα το κρεβάτι του νέου ζευγαριού την επαύριο.

Την Κυριακή το μεσημεράκι, έπρεπε να τελεστεί το μυστήριο του γάμου, σ΄ν Αντριάδα (στην Αγία Τριάδα), όπου δέσποζε η μορφή του Παπά Μάρου.

Από νωρίς άρχιζαν οι τελικές ετοιμασίες, βράζοντας στα καζάνια τα κρέατα, μαζεύοντας τα ποτήρια, τα καθίσματα, τα πιρούνια της γειτονιάς. Όλο το χωριό θα ήταν παρόν, οι επίσημοι στο τραπέζι, οι ανεπίσημοι όρθιοι στην αυλή, θα έπιναν το κρασί που θα τους προσέφεραν στο μεγάλο δίσκο οι περιφερόμενοι μπράτμοι (παράγαμπροι). 

Το ακορντεόν και παλιότερα η γκάιντα έπαιζε και ακούγονταν  επίκαιρα παραδοσιακά τραγούδια, ο κουρέας ξύριζε το γαμπρό στην μέση της αυλής, τα αντέτια (έθιμα), ακολουθούσαν το ένα το άλλο, μέχρι που ο γαμπρός κουστουμαρισμένος και κρεβατωμένος, πλαισιωμένος από τα δύο μπρατίμια, ακολουθούμενος από την οικογένεια, φίλους συγγενείς και γείτονες, ξεκινούσαν, να πάρουν τον κουμπάρο από το σπίτι του. Μετά από τα κεράσματα του κουμπάρου, την πομπή ακολουθούσε και ο κουμπάρος με το σόι του, στο σπίτι της νύφης.

Την πομπή ακολουθούσε και το στολισμένο κάρο, που θα μετέφερε από την εκκλησία στο σπίτι, το νέο ανδρόγυνο.

Πολλά και συμβολικά τα έθιμα στο σπίτι της νύφης, που βγαίνοντας από το δωμάτιό της, πάνω από το ξεστρόχι (εσωτερική βεράντα), πετούσε το μήλο, προς στο πλήθος.

Συνήθως μπροστά στη νύφη έμπαιναν τα ψηλά παλληκάρια, η δύναμη της νύφης ήταν μικρή και αυτά άρπαζαν το μήλο, με τα ενσωματωμένα κέρματα.

Δεν θα ξεχάσω τη στιχομυθία της νύφης, Ντέλους (Σιδερή Τατσίδου-Ζυμταρούδη), στην αυλή του μπάρμπα Στάθη, αμέσως μετά που πέταξε το μήλο, με το Γκόγκο (Γιώργο Γιοβανούδη), που σκοτώθηκε, λίγα χρόνια αργότερα, σε τροχαίο):

-Δε συ είπα, του δικό μ΄ του μήου δα μπουρέεις να του πιάεις;  

Πού να το έπιανε, ψημένη, δουλεμένη και δυνατή η Ντέλου, πέταξε το μήλο τόσο δυνατά, που κύλισε στο δρόμο, έξω από την αυλή και έφθασε στου Ιαννάκ το πηγάδι, στα πόδια μιας γιαγιάς, που το πήρε χαρούμενη στα χέρια της.  

Από της νύφης το σπίτι η πομπή είχε μετά τα όργανα και τους χορευτές, το γαμπρό με τους μπράτμους, πίσω τη νύφη, που τη συνόδευε ο κουμπάρος και η μία παράνυμφη και μετά οι συγγενείς και όλο το χωριό.

Μέσα στην εκκλησία και πριν αρχίσει το μυστήριο, εντύπωση μου έκανε το μεγάλο  ύφασμα που καρφίτσωνε η κουμπάρα, ενώνοντας τις πλάτες του ζευγαριού.

Ακόμη θυμούμαι το σημάδι που έβαζαν μερικοί, με το ρύζι και τις μπομπονιέρες, όχι στο ζευγάρι, αλλά στον Παπά Μάρο, την ώρα που έψαλε το «Ησαΐα χόρευε…..». Υπήρχε πραγματικός  κίνδυνος να τον τραυματίσουν, ακόμη να του βγάλουν τα μάτια. Μάλωσε, αγρίεψε, θύμωσε με τους υπαίτιους, αυτοί δεν σταματούσαν, γι’ αυτό βρήκε τη λύση, όταν οι μπομπονιέρες έπεφταν σαν σφαίρες, αυτός τοποθετούσε το ευαγγέλιο σαν ασπίδα, μπροστά στο πρόσωπο του ενώ εμείς οι πιτσιρικάδες, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε τις μπομπονιέρες, να γλυκάνουμε το στόμα μας.  

Σεπτέμβριος 2022

Δείτε το δεύτερο μέρος εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.