Η μικρη ιστορια ενος στρατιωτη του 40 και το τραγουδι της Παναγιωτας

Πολλά παλληκάρια της Μεσσούνης επιστρατεύθηκαν και πολέμησαν με αυταπάρνηση για την πατρίδα, στο ανεπανάληπτο και ηρωικό μέτωπο του έπους του σαράντα. Άλλοι στα πρόσω  του μετώπου και άλλοι στα μετόπισθεν.

Ήταν προσφυγόπουλα, που γεννήθηκαν στο Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας και έζησαν στη Μεσσούνη Κομοτηνής.

Ένας δεν επέτρεψε, ο Παναγιώτης Καρατζίδης, που γεννήθηκε το 1915 στο Σιναπλή Ανατολικής Ρωμυλίας, κάτοικος εν ζωή Μεσσούνης Κομοτηνής Ροδόπης και σκοτώθηκε, αρχές Δεκεμβρίου 1940, στο Πόγραδετς.

Οι άλλοι επέστρεψαν μετά από πολύχρονες ταλαιπωρίες και κινδύνους, με κρυοπαγήματα και τραύματα, σωματικά και ψυχικά.

Παίρνοντας αφορμή από την αφήγηση του φίλου μου του Γιώργου, για την περιπέτεια του πατέρα του, σκέφτομαι και πιστεύω ότι θα ήταν πολύ τιμητικό και  χρήσιμο, για τη μνήμη αυτών, των πατεράδων και παππούδων μας,  των αφανών ηρώων, για την ιστορία του χωριού μας, οι περιπέτειες του πολέμου, σαν του Χρήστου Τσαρακτσίδη, που θα περιγράψουμε, να καταγραφούν και να γίνουν ευρύτερα  γνωστές.

Ο πόλεμος του 40  βρήκε τον Χρήστο Γ. Τσαρακτσίδη, που γεννήθηκε το 1918 στο Σιναπλή. στρατιώτη στο Διδυμότειχο, όπου παρέμεινε η μονάδα του για φύλαξη στα ευαίσθητα βόρεια και ανατολικά σύνορα του Έβρου.

Την άνοιξη, μετακινήθηκε η μονάδα του προς ενίσχυση του Αλβανικού μετώπου, όπου όμως δεν πρόλαβε να φθάσει, γιατί έσπασε το μέτωπο στον Προμαχώνα με την είσοδο των Γερμανών και αναγκάσθηκε σε συνθηκολογήσει η Πατρίδα μας.  

Η μονάδα του, είχε μόλις προσπεράσει τη Θεσσαλονίκη.

Χωρίς δεύτερη σκέψη με την παρέα των συστρατιωτών του, παλλόμενοι από φιλοπατρία, εθνική ευθύνη και περηφάνια, δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους, αλλά κατηφόρισαν και έφθασαν στον Πειραιά, με προορισμό τη Μέση Ανατολή, για την αρχή του απελευθερωτικού αγώνα. Ήταν όμως παντρεμένος με ένα παιδί,  γι’ αυτό εξαιρέθηκε από την αρμόδια στρατιωτική-αντιστασιακή επιτροπή.

Τώρα όμως έπρεπε να επιστρέψουν στα σπίτια τους.  

Όλα ήταν υπό κατάρρευση. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν, τα λίγα Ελληνικά χρήματα που είχε δεν είχαν αξία, χωρίς ρούχα, παρά μόνο το στρατιωτικό χιτώνιο και το παντελόνι, τρόφιμα πουθενά.

Μόνο με μαγκιά, θάρρος, θράσος και παλληκαριά, μπορούσαν να επιβιώσουν. Κλέβοντας και λουφάζοντας. Έτσι λειτούργησαν. 

Τριγυρνώντας ρακένδυτοι, πεινασμένοι, απελπισμένοι στον Πειραιά, με ένα φίλο-συστρατιώτη, εντόπισαν σε ένα στενό δρομάκι ένα μοναχικό Γερμανό στρατιώτη να φυλάγει μια αποθήκη ρουχισμού. Παρακολούθησαν τις κινήσεις και αποφάσισαν, μέρα μεσημέρι, να κλέψουν ρούχα που θα τα πουλούσαν στη μαύρη αγορά.

Ο φίλος του, ένα γεροδεμένο παλληκάρι, με τη μέθοδο της απασχολήσεως, όπως αναφέρουν στις αστυνομικές ανακοινώσεις, με πολλές προφυλάξεις, πλησίασε το Γερμανό φρουρό, προσποιούμενος ότι κάτι θα ζητούσε, κάτι θα ρωτούσε και τον αφόπλισε με καίρια και δυνατά χτυπήματα στο πρόσωπο και την κοιλιά. Τον κράτησε ανήμπορο αρκετή ώρα, ώστε ο Χρήστος γέμισε δυο τσουβάλια με χρήσιμο  ρουχισμό.

Πριν τους πάρουν χαμπάρι, αφού άδειασαν και πέταξαν το γεμιστήρα του όπλου, χάθηκαν στα στενά του Πειραιά, όπου τα πούλησαν. Τα χρήματα αυτά μετρίασαν την πείνα τους και έγιναν η μαγιά για το ταξίδι της επιστροφής προς τα χωριά τους.

Οι φίλοι χώρισαν και ο καθένας τράβηξε τη δική του Οδύσσεια στο δρόμο της επιστροφής.

Η νοσταλγία της οικογένειας του έδωσε κουράγιο να φθάσει στο σπίτι περπατώντας τα 800 χιλιόμετρα της επιστροφής. Απόφευγε τις Γερμανικές περιπόλους, έκλεβε για να φάει, κοιμόταν σε έρημα μαντριά και φυσικά γιατάκια. 

Επέστρεψε στο χωριό μετά από δυόμισι μήνες. Η Τριάδα, η γυναίκα του, οι συγγενείς και όλο το χωριό γιόρτασαν την ανάστασή του, τον είχαν, όχι μόνο αγνοούμενο, αλλά ξεγραμμένο.

Το 1945, λίγο μετά την κατοχή, τον Χρήστο τον κάλεσε και πάλι η Πατρίδα, για λόγους ασφαλείας, στην Εθνοφυλακή, εξ εφέδρων στρατιωτών.

Οι καιροί ήταν δύσκολοι, εξωτερικοί εχθροί πολλοί, εσωτερική ανωμαλία μεγάλη και ο στρατός λίγος. Έτσι βρέθηκε και πάλι στο Έβρο, Εθνοφύλακας για δυο χρόνια, 1945 και 1946.

Τότε η υπηρεσία τους έδωσε ένα σημειωματάριο, στις σελίδες του οποίου βρήκαν οι κληρονόμοι τους όμορφους στίχους ενός τραγουδιού, με τίτλο «Το τραγούδι της Παναγιώτας».

Πιστεύω ότι άκουγε να το τραγουδούν οι γλεντζέδες και χορευταράδες Εβρίτες, του άρεσαν οι όμορφοι στίχοι και το κατέγραψε.

Έψαξα στο internet, στο YouTube, όπου βρήκα ομότιτλα τραγούδια, πουθενά όμως τους στίχους του σημειωματάριου.  

Πόσο θα χαιρόμουν, αν αυτός ήταν ο στιχουργός. Ποιος ξέρει, στη μοναξιά και τη σχόλη του, μόνος όπως ήταν, μακριά από την οικογένεια, ίσως να σκάρωνε στίχους. 

Στις φωτοτυπίες του σημειωματαρίου φαίνονται οι στίχοι, όπως τους κατέγραψε. Εγώ απλά έκανα ένα ακριβές αντίγραφο, για εύκολη ανάγνωση.  

Ο Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Μεσσούνης, εφόσον δεν υπάρχουν καταχωρημένα πνευματικά δικαιώματα, καλό είναι να το διαπραγματευτεί με τους αξιόλογους μουσικούς του συνεργάτες, ώστε να ξαναζωντανέψουν οι στίχοι του  σημειωματαρίου του στρατιώτη Χρήστου Γ. Τσαρακτσίδη 

Τραγούδι της Παναγιώτας

Τί έχεις Παναγιώτα μου

Και μέρα νύχτα κλαις

Και μένα τον πατέρας

Γιατί δεν μου το λες;

Τί να σου πω πατέρα μου

Τί να σου δι(η)γηθώ

Τον πρώτο μου αξάδελφο

Πολύ τον αγαπώ.

Καλύτερα Παναγιώτα μου

Το αίμα σου να πιω

Παρά τον ανιψιό μου

Γαμπρό μου να τον ιδώ.

Όλα τα κορίτσια

φορούσαν πράσινα

Και συ μορή Παναγιώτα

μέσα στα βάσανα.

Την πήραν και την πήγανε

Σε ένα ψηλό βουνό

Τρεις μαχαιριές τη δώσανε 

Στο δύστυχο το κορμί της.

Ελάτε κοριτσάκια

Να τη ναι κλάψετε

Και σεις παλληκαράκια

Να την θάψετε.

Τέλος

Σημείωση:

Η αφήγηση είναι του Γιώργου Χ. Τσαρακτσίδη

Η επεξεργασία και παρουσίαση του Τάσου Γιοβανούδη

Οκτώβριος 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.