Εκατο χρονια απο τη φρικη της εκκενωσης της Ανατολικης Θρακης – Ενα χρονικο πονου και οδυνης του Ελληνισμου της Θρακης*

Μέρος Β΄

Του Παντελή Στεφ. Αθανασιάδη**

Την Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018, σε μια ομιλία μου στη Νέα Ορεστιάδα με θέμα «Η δραματική εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το 1922 – Μια αφήγηση, ένας λυγμός, μια διεθνής ατιμία», είχα τονίσει ότι, ερευνώντας το θέμα μου, διαπίστωσα ότι στα κείμενα των ανταποκρίσεων των ελληνικών εφημερίδων πολύ συχνά γινόταν χρήση της λέξης φρίκη και των παραγώγων της. Φρικώδης, Φρικαλέα, Φρικίασις, Φρικιαστικό… Πράγματι, η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης και η παράδοσή της στους Τούρκους, που δεν πολέμησαν για να την πάρουν ούτε είχαν πολεμήσει το 1920 για να μην την πάρουν οι Έλληνες, υπήρξε φρικτή, δραματική, οδυνηρή, γεμάτη πόνο και δάκρυ. Μια πληγή, που στη μνήμη των Θρακών δεν θα σβήσει ποτέ.

Σήμερα, με βάση νέα στοιχεία, επανέρχομαι στο θέμα αυτό, τιμώντας τη μνήμη όσων τα οστά έμειναν θαμμένα εσαεί στην πατρογονική γη, όσων έχασαν τη ζωή τους κατά τις δραματικές στιγμές της εκκένωσης, και τη μνήμη της πρώτης εκείνης γενιάς των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης, που έφτασαν τσακισμένοι στην ελεύθερη Ελλάδα και άρχισαν τη ζωή τους από το μηδέν.

Ήδη προηγήθηκε η δημοσίευση του Α΄ Μέρους , στο οποίο και αναφερθήκαμε στην ιστορική συνθήκη που οδήγησε στην εκκένωση της Ανατολικής Θράκης αλλά και στο πρώτο χρονικό των λεηλασιών και των αρπαγών που υπέστησαν οι πρόσφυγες κατά την απομάκρυνσή τους από τα πάτρια εδάφη από τις 2 έως και τις 8 Οκτωβρίου 1922. Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τον τρόπο με τον οποίο κατέγραψαν οι εφημερίδες της εποχής το χρονικό αυτό του τρόμου αλλά και τι επακολούθησε της 8ης Οκτωβρίου.

Μεταξύ των περιοχών που οι πρόσφυγες έβρισκαν πρόσκαιρο καταφύγιο ήταν και το Διδυμότειχο, το οποίο είχε κατακλυστεί από πρόχειρα παραπήγματα και σκηνές, όπως αποδεικνύει και η φωτογραφία

Χρονικού συνέχεια – «Το θέαμα είναι απείρως τραγικόν…»

Η εφημερίδα «Μακεδονία» (9 Οκτωβρίου 1922), σε ανταπόκρισή της από το Διδυμότειχο σημείωνε ότι:

«όλη περιοχή από Δεδέαγατς μέχρι Διδυμοτείχου πλήρης καραβανίων προσφύγων, το θέαμα είναι απείρως τραγικόν, απείρως σπαραξικάρδιον, αι γυναίκες λυσίκομοι βυθίζονται μέχρι γονάτων εις την λάσπην, μικρά παιδιά στιβαγμένα επί αραμπάδων δέρονται υπό ραγδαιοτάτης βροχής πιπτούσης από πρωίας αδιακόπως, πλείστοι αραμπάδες  έχουν κολλήσει εις την λάσπην και οι πρόσφυγες πετούν γεννήματα και ολίγα αντικείμενα αυτών δια να κατορθώσουν την μεταφοράν των γυανικοπαίδων».

—Τη 10 Οκτωβρίου 1922 μια ομάδα τεσσάρων-πέντε Τούρκων αναφέρθηκε πως βρισκόταν στα υψώματα νοτίως του σιδηροδρομικού σταθμού του Σεϊντλέρ της περιφέρειας Λουλέ Μπουργκάς και κατόπτευε τις κινήσεις των ελληνικών στρατευμάτων που υποχωρούσαν συντεταγμένα. Αργότερα, στην ίδια περιοχή, εθεάθη ομάδα είκοσι Τούρκων έφιππων και πεζών. Επιπλέον στην ίδια περιοχή του Σεϊντλέρ μια ομάδα τριών-τεσσάρων Τούρκων επιτέθηκε σε προσφυγική φάλαγγα και άρπαξε τέσσερα βόδια και έναν αραμπά με αποσκευές και σιτάρι. Μια ελληνική διμοιρία επίσης, που βρισκόταν στον κοντινό σταθμό του Τσιφλίκιοϊ, πυροβολήθηκε ανεπιτυχώς.

—Την ίδια μέρα, εστάλη ένα ελληνικό στρατιωτικό τμήμα στο χωριό Καρισντεράν για να συλλάβει μια εχθρική ομάδα, η οποία πραγματοποιούσε επιθέσεις εναντίον διερχομένων προσφύγων. Οι Τούρκοι αντέδρασαν και πυροβολούσαν μέσα από τα σπίτια του χωριού. Έγινε πολύωρη μάχη και συνελήφθησαν τριάντα κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι απεστάλησαν στο Σώμα Στρατού. Στο χωριό διαπιστώθηκε ότι εκτός των κατοίκων υπήρχε και οργανική στρατιωτική δύναμη υπό τον λοχαγό Μεμέτ Μπέη, προερχόμενο από την Κωνσταντινούπολη. Από τη συμπλοκή αυτή τραυματίσθηκε ένας Έλληνας στρατιώτης και οκτώ Τούρκοι. Για την περίπτωση αυτή, ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ τόνιζε προς την ελληνική κυβέρνηση: «Εκ του γεγονότος τούτου διαπιστούται μίαν έτι φοράν η παραβίασις της ουδετερότητος υπό των Τούρκων, χρησιμοποιησάντων στρατιωτικόν οργανωμένον τμήμα εν Ανατολική Θράκη και περί ης παρακαλώ όπως πληροφορήσητε  τον στρατηγόν Χάριγκτον». 

Εκτός όμως του Διδυμοτείχου και στην Αλεξανδρούπολη είχε συρρεύσει μεγάλο πλήθος προσφύγων. Εξ αυτού του λόγου, ο υπουργός Περίθαλψης Απόστολος Δοξιάδης, με τηλεγράφημά του προς τη Ραιδεστό, ζητούσε να επιταχθεί αμέσως η ξυλεία για την κατασκευή παραπηγμάτων ώστε να στεγασθούν οι εκεί πρόσφυγες

—Από την υποδιοίκηση της Χωροφυλακής Αρκαδιούπολης ανέφερε ο στρατηγός Γεώργιος Κατεχάκης ότι έγινε γνωστό στις 10 Οκτωβρίου πως Τούρκοι με τις  γυναίκες και τα παιδιά τους λεηλατούν ελληνικά σπίτια στην πόλη. 

—Στις 10 Οκτωβρίου έγιναν επίσης γνωστές και άλλες δραματικές πληροφορίες. Όταν από την Αρκαδιούπολη αποχώρησε και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα, μια επιλαρχία, βρέθηκαν διαρρηγμένες οι κλειδαριές του ελληνικού τηλεγραφείου και ταχυδρομείου και ένα σιδερένιο χρηματοκιβώτιο με κλεμμένες 1.050 και άλλες 3.000 δραχμές που ανήκαν στον προϊστάμενο. Επίσης είχαν ανοιχτεί και δύο βαλίτσες που ανήκαν στους υπαλλήλους και περιείχαν ιματισμό. Εκλάπησαν ακόμα και τα τραπέζια και οι καρέκλες των γραφείων! Ανακρίσεις ανέλαβαν οι Γάλλοι στρατιωτικοί…

«Δυσπερίγραπτος αλλοφροσύνη»

Ο διευθυντής της εφημερίδας «Μακεδονία» Πέτρος Λεβαντής που ήταν στη Θράκη, τηλεγραφούσε στην εφημερίδα (10 Οκτωβρίου 1922) από τις Σαράντα Εκκλησίες: «Υπό γενικήν σύγχυσιν και δυσπερίγραπτον αλλοφροσύνην συνεχίζεται η φυγή των πληθυσμών εκ της Ανατολικής Θράκης».

—Στις 11 Οκτωβρίου είκοσι ένοπλοι Τούρκοι μετέβησαν στον Σκοπό των Σαράντα Εκκλησιών, όπου συνεπλάκησαν με τους άνδρες του αστυνομικού σταθμού. Έχασε τη ζωή του ένας μουσουλμάνος, τραυματίσθηκαν δύο και συνελήφθησαν τέσσερις.

—Την ίδια μέρα στο χωριό Καραγάτς, που απείχε δύο ώρες από την Αρκαδιούπολη, εισέβαλαν 250-300 ιππείς Τούρκοι.

—Επίσης, στις 11 Οκτωβρίου 1922 απόσπασμα δεκαπέντε χωροφυλάκων υπό τη διοίκηση ενωμοτάρχη, ενώ διερχόταν από τους σταθμούς των χωριών Ακόνιο και Γεωργούπολης για να προστατεύσουν τυχόν εναπομείνασες ελληνικές οικογένειες, πυροβολήθηκε κατ’ επανάληψη κατά τη διάρκεια της πορείας του από ομάδα πενήντα ένοπλων Τούρκων, που είχαν πάει εκεί για λεηλασίες ελληνικών περιουσιών.

—Την ίδια μέρα στρατιωτική πηγή ανέφερε ότι μέσα σε χαράδρα προς το δεξιό του 92ου  φυλακίου συγκεντρώθηκαν πεντακόσιοι κομιτατζήδες που έφεραν μαζί τους και πολυβόλα, σκοπεύοντας να καταλάβουν τα φυλάκια των συνόρων από τον Εύξεινο Πόντο έως τον ποταμό  Έβρο.

—Στις 11 Οκτωβρίου πάντα, ο υποδιοικητής της Αρκαδιούπολης ανέφερε ότι τουρκικός όχλος όρμησε σε εγκαταλελειμμένο ναό όπου άρπαξε και κατέστρεψε τα πάντα. Δεν έμεινε ούτε ο διάκοσμος ούτε οι κρυστάλλινες κανδήλες. Αμέσως μετά λεηλάτησε τα γραφεία της Δημογεροντίας. Λεηλατήθηκαν επίσης οι αποθήκες του εμπόρου Μπαλτά στον σιδηροδρομικό σταθμό.

Στην Αθήνα η εφημερίδα «Πατρίς» έγραφε ότι η εκκένωση συνεχιζόταν, αλλά πολλαπλασιάζονταν και οι επιθέσεις Τούρκων Τσετών, με αποτέλεσμα «ο στρατός μας να ευρίσκηται εν τούτοις εις την ανάγκην να αποκρούη συχνότατα τας επιθέσεις των Τσετών κατά των αναχωρούντων πληθυσμών, αι οποίαι εσχάτως έγιναν πυκνότεραι».

—Στις 13 Οκτωβρίου 1922, ο ελληνικός στρατός παρέδωσε με πρωτόκολλο στη Διασυμμαχική Επιτροπή άθικτη την πόλη του Λουλέ Μπουργκάς. Τη φρούρησή της ανέλαβε τάγμα του γαλλικού στρατού. Στην πόλη παρέμενε ο Έλληνας πολιτικός υποδιοικητής υπό την προστασία της Διασυμμαχικής Επιτροπής. Μάταια όμως. Αυθημερόν τηλεγράφησε στις ελληνικές στρατιωτικές αρχές ότι τουρκικός όχλος λεηλατούσε τα καταστήματα και τις αποθήκες της πόλης και άρπαζε από τους ναούς τα εκκλησιαστικά σκεύη που είχαν εναπομείνει, κατέστρεφε τα έπιπλα, τις θύρες και τα παράθυρα. Διέρρηξαν επίσης το χρηματοκιβώτιο της Δημογεροντίας και του ταμείου της πολιτικής υποδιοίκησης, το οποίο ευτυχώς ήταν άδεια, γιατί ο ταμίας που είχε αποχωρήσει παρέλαβε τα χρήματα που είχαν εναπομείνει. Ο ίδιος ο υποδιοικητής και το προσωπικό που είχε παραμείνει στο Λουλέ Μπουργκάς διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο. Η τάξη φαίνονταν ωστόσο να έχει αποκατασταθεί στην περιοχή της Κεσσάνης, αλλά μόνο εκεί.

Άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι ένας κάτοικος του Σουλτάνκιοϊ, που μπόρεσε να φτάσει στο χωριό Χατζαγάς στην συμβολή των ποταμών Εργίνη και Έβρου, γνωστοποίησε ότι Τούρκοι χωρικοί που είχαν καταρτίσει συμμορίες σκοτώνουν πρόσφυγες και χωροφύλακες. Επίσης αναφέρθηκε στις στρατιωτικές αρχές ότι στον αστυνομικό σταθμό του χωριού Παλαβάνκιοϊ, 20 χλμ. βορειοανατολικά από τα  Ύψαλα, στο χωριό Σαρήτζαλη, συγκεντρώνονταν Τούρκοι άτακτοι.

Οι πληροφορίες έφταναν συνεχώς στις στρατιωτικές αρχές και μιλούσαν για έκρυθμη κατάσταση στην Ανατολική Θράκη, με επιθέσεις εναντίον των προσφύγων και διαρπαγές περιουσιών, ιδίως στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας. Ένας πρόσφυγας, ο Ευάγγελος Διακίδης πληροφόρησε τις στρατιωτικές αρχές ότι Τούρκοι άτακτοι είχαν επιτεθεί σε πρόσφυγες στο χωριό Ιμπρίκ Τεπέ της περιοχής Υψάλων. Άλλοι Τούρκοι ένοπλοι έκαναν επιθέσεις στην περιοχή του Κιουπλή απέναντι από το Σουφλί.

—Η εφημερίδα «Πατρίς» έγραψε στις 14 Οκτωβρίου ότι έφτασε στον Πειραιά από τη Ραιδεστό ο τέως πληρεξούσιος Σ. Σαραντίδης, ο οποίος δήλωσε ότι η κατάσταση εκεί είναι έκρυθμη γιατί ένοπλοι Τούρκοι κατατρομοκρατούν τον πληθυσμό. Κατά την ίδια εφημερίδα όλοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι από καραβάνια. Προς την κατεύθυνση του Έβρου μετρήθηκαν 30.000 βοϊδάμαξα που έσπευδαν να καταφύγουν γρήγορα εντός της ελληνικής ζώνης. Μόνο στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) είχαν συγκεντρωθεί έως τα μέσα Οκτωβρίου 70.000 πρόσφυγες. Ο υπουργός Περίθαλψης Απόστολος Δοξιάδης, με τηλεγράφημά του προς τη Ραιδεστό, ζητούσε να επιταχθεί αμέσως η ξυλεία και να σταλεί με πλοία στο Δεδέαγατς για την κατασκευή παραπηγμάτων ώστε να στεγασθούν οι εκεί πρόσφυγες.

Προς το δραματικό τέλος

Σε μια από τις τελευταίες ανταποκρίσεις του από την Αδριανούπολη, έγραφε στο «Φως» της Θεσσαλονίκης ο Αθανάσιος Ζαρδαλίδης:

«Τα καταστήματα της κεντρικής οδού, επί των οποίων εκυμάτισεν υπερήφανα η κυανόλευκος, παρουσιάζουν από σήμερον όψιν απαισίαν. Πανταχού κιβώρια γεμίζονται εσπευσμένως και μεταφέρονται εις Καραγάτς. Ο δε πύργος του Τσιμισκή παραπονεμένος και αυτός, μετά μίαν εβδομάδα θα ίδη καταβιβαζόμενον τον σταυρόν και αναρτωμένην την ημισέληνον. Έτσι το ηθέλησαν οι ισχυροί της γης. Εις τοιαύτην οικτράν κατάστασιν ωδήγησαν την υπερήφανον Ελλάδα μαύροι και μοιραίοι τέως κυβερνήται της, οίτινες το παν έπραξαν ίνα οδηγήσουν αυτήν εις τον τάφον».

—Στις 21 Οκτωβρίου, βάσει της συμφωνίας των Μουδανιών, η διοίκηση της περιφέρειας Τυρολόης παραδόθηκε από τους Ιταλούς στις τουρκικές αρχές. Το τμήμα αυτό της Ανατολικής Θράκης ήταν το πρώτο που παραδόθηκε στην τουρκική διοίκηση και περιλάμβανε τους καζάδες Τυρολόης, Ανακτορίου, Βιζύης και Σηλυβρίας.

—Την επομένη, 22 Οκτωβρίου, συνετελέσθη και η εκκένωση της Αδριανούπολης. Ο Κατεχάκης ενημέρωσε την κυβέρνηση με τηλεγράφημα και αναχώρησε. Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης στην ημερήσια διαταγή που απηύθυνε στους άνδρες της Μεραρχίας του τόνιζε:

«Ας μην πλανάται πλέον η ευπιστία της Ελληνικής Φυλής και ας μη πιστεύη ότι είναι δυνατόν η Τουρκία του Μουσταφά Κεμάλ, η υβριστικόν το βλέμμα και απειλητικήν την χείρα υψώνουσα κατ’ αυτών των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσεως να αρκεσθή εις τας σημερινάς παραχωρήσεις μας και δεν θα ζητήσει να επεκταθή προς Θεσσαλονίκην και Αλιάκμονα και προς όλας τας διευθύνσεις όπου υπάρχει και εις ακόμη Μουσουλμάνος».

Το σκηνικό δεν άλλαξε εκείνο τον Οκτώβριο. Τρόμος, δάκρυ και οδύνη παντού. 

Μεταξύ των προσφύγων που εκτοπίστηκαν από την Ανατολική Θράκη ήταν και Αρμένιοι, για την προστασία των οποίων ο πρόεδρος της Εθνικής Αρμενικής Αντιπροσωπείας στη Γαλλία Ναραντουνγκιάν, μετά από συνάντησή του με τον Έλληνα πρεσβευτή Άθω Ρωμάνο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, εξέφρασε το αίτημα οι ελληνικές αρχές να επιτρέψουν στους Αρμένιους να παραμείνουν στην Ελλάδα για μερικά χρόνια. Το αίτημά του αυτό έγινε αποδεκτό λίγες μέρες μετά, υπό τον όρο «όπως στέγασιν και διατροφήν αυτών καταβάλωσιν απαραιτήτως Αμερικανοί» (Προέλευση φωτογραφίας: Ίδρυμα «Ελευθέριος Βενιζέλος»)

Οι διωγμένοι Αρμένιοι καταφεύγουν στην Ελλάδα

Στις 2 Νοεμβρίου στο Παρίσι ο Έλληνας πρεσβευτής Άθως Ρωμάνος, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της Εθνικής Αρμενικής Αντιπροσωπείας στη Γαλλία Ναραντουνγκιάν, ο οποίος τους εξέθεσε τη δυσχερή θέση που βρίσκονταν 5.000 Αρμένιοι, οι οποίοι επίσης αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη. Ο  Ναραντουνγκιάν έθεσε ευθέως το ερώτημα αν η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στους Αρμένιους αυτούς την παραμονή στην Ελλάδα για ένα ή δύο χρόνια.

Τρεις μέρες αργότερα η κυβέρνηση των Αθηνών απάντησε ότι κατ’ αρχήν δέχεται να διαθέσει χώρους για την παραμονή αυτών των Αρμενίων για προσωρινή παραμονή, αλλά κατ’ ανάγκη οι πρόσφυγες αυτοί θα πρέπει να κατανεμηθούν σε διάφορα σημεία της χώρας. Τη διατροφή τους αναλάμβανε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός.

Εντωμεταξύ η κυβέρνηση της Ελλάδας αντιμετώπισε και ένα ιδιόμορφο ζήτημα. Μερικοί αξιωματικοί που διαφωνούσαν με τον Μουσταφά Κεμάλ λιποτακτούσαν και κατέφευγαν στην Ελλάδα ζητώντας άσυλο και προστασία, με την αιτιολογία ότι είχαν προσφέρει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπήρξαν ορισμένοι που επικαλέσθηκαν ανύπαρκτες υπηρεσίες προς την Ελλάδα, και η Στρατιά Θράκης έσπευσε να ειδοποιήσει την Υπάτη Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη ότι δεν είχαν προσφερθεί υπηρεσίες και ότι συνεπώς η Ελλάδα δεν είχε αναλάβει καμιά υποχρέωση απέναντί τους. 

Ο Έρνεστ Χέμινγουέι, όπως απεικονίζεται στη φωτογραφία του διαβατηρίου του, ήταν πολεμικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας «Τορόντο Σταρ» και βρέθηκε στην Αδριανούπολη, όπου και κατέγραψε τη δραματική πορεία των προσφύγων: «Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για να την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της “Σταρ” το διαβάσετε, να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία»

Οι περιγραφές του Χέμινγουέι

Τη φοβερή εκείνη εκκένωση παρακολούθησε και ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουέι. Νεαρός τότε 23 χρονών, ήταν πολεμικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας «Τορόντο Σταρ». Βρέθηκε στην Αδριανούπολη όπου ασθένησε από ελονοσία. Αν και ασθενής με πυρετό, ο Χέμινγουέι παρακολούθησε και περιέγραψε τη δραματική πορεία των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης: 

«Το κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Έβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει τα τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά […]».

Οι εικόνες που μετέδιδε στον πολιτισμένο κόσμο ήταν συγκλονιστικές. Αληθινό μαστίγωμα σε όσους παρέδωσαν την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους. Ας κλείσουμε αυτό το χρονικό του πόνου με ένα ακόμα κομμάτι από τις περιγραφές του Χέμινγουέι:

«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για να την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της “Σταρ” το διαβάσετε, να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».

Είναι ένα απόσπασμα από την ανταπόκριση που δημοσιεύθηκε στην «Τορόντο Σταρ» στις 20 Οκτωβρίου του ματωμένου 1922.

ΠΗΓΕΣ

—Αρχείο εφημερίδων «ΦΩΣ», «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» Θεσσαλονίκης και «ΠΑΤΡΙΣ» Αθηνών.

—Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών.

—Εθνικό Ίδρυμα «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα «Νεώτερη ελληνική ιστορία – Σκόρπια θέματα ελληνικής ιστορίας» sitalkisking.blogspot.com στις 16 Ιανουαρίου 2022.

**Ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης γεννήθηκε στο Διδυμότειχο Έβρου και είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει εργασθεί για πολλά χρόνια σε εφημερίδες και ραδιόφωνα και υπήρξε κοινοβουλευτικός συντάκτης της ΕΡΤ. Έχει δημοσιεύσει πληθώρα άρθρων, κυρίως ιστορικών για την περιοχή της Θράκης. Έχει τιμηθεί επίσης για την πολύτιμη συνεισφορά του με το βραβείο τού Ιδρύματος Προαγωγής Δημοσιογραφίας «Αθ. Μπότση», το Γ΄ βραβείο της Ελληνικής Γλωσσικής Εταιρείας κ.ά.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.