Υπαρχει στρατηγικη στις ελληνοτουρκικες σχεσεις;

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, κατά την παρουσία του στο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, απαντώντας στο υπονοούμενο του Τούρκου προέδρου πως μετά τη συνάντησή τους στην Κωνσταντινούπολη ο κ. Μητσοτάκης δεν τήρησε τον λόγο του, είπε χαρακτηριστικά:

«Πήγα στην Κωνσταντινούπολη και συναντήθηκα με τον πρόεδρο Ερντογάν. Νόμιζα ότι ήταν μια καλή συνάντηση, αλλά έναν μήνα αργότερα είδαμε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό υπερπτήσεων πάνω από τα ελληνικά νησιά. Αυτή η συμπεριφορά είναι εντελώς απαράδεκτη. Και θα θέτω αυτό το θέμα όπου μπορώ έως ότου η Τουρκία αλλάξει συμπεριφορά» («Η Καθημερινή», 26/5/2022).

Έτσι είναι ασφαλώς όπως ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, αφού η παραβίαση του εναέριου χώρου της πατρίδας μας από την Τουρκία αποτελεί συνήθη πρακτική. Όμως τι μεσολάβησε στο χρονικό διάστημα του μηνός; Στις 13 Μαρτίου επισκέφθηκε ο κ. Μητσοτάκης την Κωνσταντινούπολη, μια συνάντηση που άφησε πολλές υποσχέσεις για μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σύμφωνα με τις δηλώσεις εκατέρωθεν. Μία εβδομάδα αργότερα, και συγκεκριμένα στις 21 Μαρτίου, εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων της ΕΕ, που απαρτίζεται από τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας των 27 κρατών μελών, το τελικό κείμενο της «Στρατηγικής Πυξίδας» της ΕΕ. Η ελληνική πλευρά, σε στενό συντονισμό και συνεργασία με την κυπριακή, πέτυχε να ενσωματωθούν αρκετές και σημαντικές αρνητικές αναφορές για την Τουρκία («Η Καθημερινή», 22/3/2022) που προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών. Έτσι, σε λίγες μόνον ημέρες τα αποτελέσματα της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν ακυρώθηκαν, και το κείμενο της Στρατηγικής Πυξίδας της ΕΕ αποτέλεσε αφορμή για νέες αντιπαραθέσεις, που σύντομα προσέλαβαν ακραίες διαστάσεις, με πρόσθετες αφορμές, όπως το ταξίδι του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και οι αναφορές του στην Τουρκία κατά την ομιλία του στο Κογκρέσο. Εύλογα λοιπόν διερωτάται κανείς για τη σκοπιμότητα της συνάντησης του πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο στην Κωνσταντινούπολη. Τι εξυπηρετούσε; Είναι τόσο διφορούμενη και αντιφατική η εξωτερική πολιτική της χώρας μας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Στερείται στρατηγικής;

Η συνάντηση των δύο ηγετών στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ

Το ίδιο είχε συμβεί και πριν έναν χρόνο ακριβώς, στις 14 Ιουνίου (14/6) στις Βρυξέλλες, όταν με αφορμή τη σύνοδο κορυφής των κρατών μελών του ΝΑΤΟ συναντήθηκαν οι δύο πολιτικοί. Τότε, εκπέμφθηκε πάλι ένα θετικό μήνυμα για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Λογικά θα περιμέναμε να ακολουθήσει μία περίοδος άμβλυνσης των εκατέρωθεν αντιπαραθέσεων, για να καλλιεργηθεί ένα κλίμα προσέγγισης. Όμως, αμέσως σχεδόν μετά τη συνάντηση και ενόψει της επικείμενης συνόδου κορυφής της ΕΕ στις 24 και 25 Ιουνίου, τέθηκε πάλι μετ’ επιτάσεως ως πρωταρχική επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης στη σύνοδο το θέμα των κυρώσεων κατά της γείτονος. Το αποτέλεσμα ήταν το αρχικό προσχέδιο των συμπερασμάτων της συνόδου να αναθεωρηθεί επί τω δυσμενέστερω για την Τουρκία. Η “Die Welt” έγραψε πως Μακρόν, Κουρτς και Μητσοτάκης αντέδρασαν στην πρόταση της Μέρκελ που ήθελε πιο φιλική διατύπωση στο κείμενο συμπερασμάτων για τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης ΕΕ – Τουρκίας.

Μετά από λίγες ημέρες, στις 5/7, ο κ. Δένδιας επισκέφθηκε το Κίεβο, επιπλήττοντας την Ουκρανία για τις ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις της με την Τουρκία, συσχετίζοντας μάλιστα την ευρωπαϊκή της πορεία με τις σχέσεις Κιέβου – Άγκυρας. Στις 9/7, στο διεθνές φόρουμ του Ντουμπρόβνικ, αναφερόμενος στην πορεία των Δυτικών Βαλκανίων προς την ΕΕ, επισήμανε την ανάγκη αντιμετώπισης «κακόβουλων επιρροών τρίτων χωρών» και, λίγες ημέρες μετά, στις 13/7, κατά την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας στο Κάιρο ανάμεσα στην Ελλάδα και στον Αραβικό Σύνδεσμο, ο κ. Δένδιας επιτέθηκε για μια ακόμη φορά κατά της Τουρκίας, αναφερόμενος «σε χώρες στην περιοχή μας, που δεν ανήκουν στον Αραβικό Σύνδεσμο, (και) μέσω των δράσεών τους αποτελούν μια πολύ σοβαρή απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα […]». Δηλαδή, σε έναν μήνα μόνον από την ελπιδοφόρα συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, κάθε ευοίωνη προοπτική είχε ακυρωθεί. Για ποιον λόγο λοιπόν συναντήθηκε ο πρωθυπουργός της χώρας μας με τον πρόεδρο Ερντογάν στις Βρυξέλλες;

Δεν έχει καταστεί ακόμη αντιληπτό ότι όσο η χώρα μας επαφίεται για την ασφάλειά της σε “προστάτες” (ΕΕ, Γαλλία, ΗΠΑ), το χάσμα με την Τουρκία διευρύνεται και νέες διεκδικήσεις ανακύπτουν; Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων που προβάλλεται μετ’ επιτάσεως από την Άγκυρα, μεταφέροντας την εστία της αντιπαλότητας από την Ανατολική Μεσόγειο στο Αιγαίο, ζήτημα το οποίο δεν ετίθετο καν στην αρχή της νέας ελληνοτουρκικής κρίσης

Να υπενθυμίσουμε ότι με πρωτοβουλία της Γερμανίας πραγματοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου 2020 στο Βερολίνο συνάντηση της διευθύντριας του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Ελένης Σουρανή με τον σύμβουλο του Τούρκου προέδρου Ιμπραχήμ Καλίν και τον Γιαν Χέκερ, σύμβουλο της καγκελαρίου Μέρκελ, με αντικείμενο την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό, και το Oruç Reis είχε αποσυρθεί από την Ανατολική Μεσόγειο στην Αττάλεια και ενώ το πρωί της 7ης Αυγούστου επρόκειτο να ανακοινωθεί η επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών στα τέλη Αυγούστου, το απόγευμα της προηγουμένης ανακοινώθηκε η συνομολόγηση της συμφωνίας της τμηματικής οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας – Αιγύπτου. Η ανακοίνωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί η πρωτοβουλία της Γερμανίδας καγκελαρίου, να ακυρωθούν οι διακοινοτικές συνομιλίες και να αποπλεύσει εκ νέου το Oruç Reis από την Αττάλεια για έρευνες, με συνέπεια να αντιπαρατεθούν επί μακρόν οι στόλοι των δύο κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν υπήρχε καλύτερο timing για την ανακοίνωση της συμφωνίας μας με την Αίγυπτο; Γιατί αποδεχθήκαμε την πρωτοβουλία της καγκελαρίου Μέρκελ; Έκτοτε είναι χαρακτηριστική η αφωνία του Βερολίνου στις εκκλήσεις της Αθήνας και η πολιτική των ίσων αποστάσεων που ακολουθεί στα ελληνοτουρκικά ζητήματα.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία προσέγγισης;

Τον Ιούλιο του 2019 ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί κοινοποίησε στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη επιστολή που απέστειλε  στον Γ.Γ. του ΟΗΕ, με την οποία πρότεινε τη συγκρότηση κοινής επιτροπής υδρογονανθράκων, για τον διαμοιρασμό των κερδών και τις υφιστάμενες αδειοδοτήσεις. Στην ίδια επιστολή περιλαμβανόταν πρόταση για δημιουργία κοινού ταμείου υδρογονανθράκων καθώς και για συνεργασία με την ελληνοκυπριακή πλευρά στην έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων γύρω από την Κύπρο. Η πρόταση του Τουρκοκύπριου ηγέτη απορρίφθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο Αρχηγών που συνήλθε υπό πρόεδρο τον κ. Αναστασιάδη, διότι, σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν, η πρόταση αυτή «δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθώς αποπροσανατολίζει από την ουσία του Κυπριακού».

Ποια είναι η ουσία του Κυπριακού; Να υπενθυμίσουμε την ανοιχτή επιστολή του τ. ΥΠΕΞ της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ρολάνδη για την αναλογική κατανομή των υδρογονανθράκων («Η Καθημερινή», 16/5/2019) ή την άποψη του Κύπριου Νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη, συμβούλου αρχικά του προέδρου Αναστασιάδη, ο οποίος σε  παλαιότερη συνέντευξή του, σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας «εθνικού κεφαλαίου», όπως το ονόμασε, που να προβλέπει δίκαιο ποσοστό για τους Τουρκοκυπρίους, «άσχετα  αν μέχρι τότε θα έχει επιλυθεί ή όχι το Κυπριακό», όπως είπε; Διότι εκεί σήμερα εστιάζεται το κυπριακό πρόβλημα, στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που είναι ο καταλύτης της κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο και έφερε αντιμέτωπους τον ελληνικό με τον τουρκικό στόλο. Μάλιστα,  η πρόταση Ακιντζί είχε την έγκριση της Άγκυρας. Διότι παράλληλα με τη δημοσιοποίηση της συγκεκριμένης κίνησης του κ. Ακιντζί, ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σε άρθρο του στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα “Kibris Postasi”, ανέφερε ότι σε περίπτωση απόρριψης της πρότασης Ακιντζί για συνεκμετάλλευση, η Τουρκία θα συνεχίσει τις έρευνες και τις γεωτρήσεις, όπως και έγινε, ενώ αργότερα καυτηρίασε επανειλημμένα την απόρριψή της.

Τρεις ήταν οι συνέπειες της απόρριψης της πρότασης Ακιντζί:

Πρώτον, η αποδοχή της πρότασης, η οποία προηγήθηκε μήνες του συμφώνου Ερντογάν – Σάραζ, θα αποστερούσε από την Άγκυρα, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων των δύο κοινοτήτων για την κατανομή των ενεργειακών πηγών, κάθε επιχείρημα ώστε να προβεί στη συνομολόγηση του συμφώνου με τη Λιβύη. Διότι θα ήταν αδιανόητο να συζητούν οι δύο κοινότητες με τη συναίνεση της Άγκυρας για την κατανομή των ενεργειακών πηγών εντός της κυπριακής ΑΟΖ και ταυτόχρονα ο Ερντογάν να συνυπογράφει με τον Σάρατζ το σύμφωνο που αγνοούσε (μηδένιζε) την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Δεύτερον, θα έφερνε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πέρα από τις δύο κοινότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας, την Ελλάδα και την Τουρκία και στη χειρότερη περίπτωση της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων θα ήταν ένα πρώτο βήμα για τη Χάγη.

Τρίτον, η αποδοχή της πρότασης θα ενίσχυε μεταξύ των Τουρκοκυπρίων τη θέση του Μουσταφά Ακιντζί και την επανεκλογή του, ο ρόλος του οποίου θα ήταν σημαντικός σήμερα στη διαμόρφωση των εξελίξεων, διότι υιοθετούσε τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας ως λύση του Κυπριακού έναντι των δύο κρατών που προβάλλει πλέον η Άγκυρα. Γιατί η Αθήνα δεν αξιοποίησε τις δυνατότητες της πρότασης Ακιντζί; Αφέθηκε στην πρωτοβουλία και στις αποφάσεις της Λευκωσίας με αποτέλεσμα τη βαθμιαία κλιμάκωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Η Αθήνα είναι το κέντρο του Ελληνισμού ή η Λευκωσία;

Οι «προστάτες» της Ελλάδας και το χάσμα με την Τουρκία

Δεν έχει καταστεί ακόμη αντιληπτό ότι όσο η χώρα μας επαφίεται για την ασφάλειά της σε «προστάτες» (ΕΕ, Γαλλία, ΗΠΑ), το χάσμα με την Τουρκία διευρύνεται και νέες διεκδικήσεις ανακύπτουν; Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων που προβάλλεται μετ’ επιτάσεως από την Άγκυρα, μεταφέροντας την εστία της αντιπαλότητας από την Ανατολική Μεσόγειο στο Αιγαίο, ζήτημα το οποίο δεν ετίθετο καν στην αρχή της νέας ελληνοτουρκικής κρίσης. Αυτό συμβαίνει διότι οι ισχυρές χώρες στις οποίες αναζητούμε προστασία, συντηρούν τις διαφορές μεταξύ των κρατών μιας περιοχής του ενδιαφέροντός τους χάριν της προώθησης των συμφερόντων τους, για να μπορούν να διεισδύουν στην περιοχή. Βέβαια στην εξωτερική πολιτική είθισται να αξιοποιείται τυχόν σύμπλευση των εθνικών συμφερόντων με τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών στην περιοχή, με την προσδοκία της εκπλήρωσής τους. Όμως, επειδή οι σχέσεις αυτές είναι ετεροβαρείς (όπως π.χ. Ελλάδας – ΗΠΑ, Ελλάδας – Γαλλίας ή Γερμανίας, κ.ο.κ.) οι εξελίξεις δεν οριοθετούνται εκεί όπου εκπληρώνονται τα εθνικά συμφέροντα αλλά των ισχυρών γι’ αυτό συνήθως είναι καταστροφικές. Αυτό συνέβη στη Μικρασιατική Καταστροφή, αυτό συμβαίνει και σήμερα, όπως π.χ. με τη Γαλλία που ανταγωνίζεται την Τουρκία σε περιοχές εκτός ελληνικού ενδιαφέροντος, ή τις ΗΠΑ που έχουν μεταβάλλει ολόκληρη τη χώρα σε στρατιωτική βάση διότι στοχεύουν στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Η εντύπωση που διαμορφώνουν καθημερινά τα ΜΜΕ είναι ότι η χώρα μας υφίσταται μόνον χάριν της αντιπαλότητάς μας με την Τουρκία, και η πολιτική στη χώρα μας έχει συρρικνωθεί πλέον στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση υποβαθμίζοντας, ακόμη και αγνοώντας, κάθε κοινωνικό πρόβλημα που ταλανίζει την κοινωνία. Παρατηρούμε μάλιστα ότι και η αντιπολίτευση εκατέρωθεν πλειοδοτεί σε πατριωτισμό προσβλέποντας στις εκλογές, διαμορφώνοντας έτσι όλοι μαζί ένα εκρηκτικό μείγμα που επιτείνει τα αδιέξοδα ανάμεσα στις δύο χώρες

Και η Τουρκία; Η πολιτική του προέδρου Ερντογάν θα διερωτηθείτε; Τον Τούρκο πρόεδρο και την πολιτική του θα πρέπει να τον κρίνει ο τουρκικός λαός, που πληρώνει τον φόρο αίματος και τις επώδυνες έως ακραίες οικονομικές συνέπειες των επιλογών του. Εμείς θα πρέπει να κρίνουμε τη δική μας πολιτική ηγεσία αφού εμείς την εκλέγουμε και πληρώνουμε σε όλα τα επίπεδα τις συνέπειες της πολιτικής της.

Η αναφορά στην Τουρκία αποτελεί καθημερινά την επωδό κάθε διπλωματικής δραστηριότητας της χώρας μας, οπουδήποτε κι αν λαμβάνει χώρα, σε σημείο ώστε να διερωτάται κανείς αν αυτή η τακτική υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, δηλαδή την επίλυση των διμερών προβλημάτων στη βάση του Διεθνούς Δικαίου στο οποίο καθημερινά ορκιζόμαστε, προκειμένου η χώρα να μπορέσει να αναπτυχθεί, ή επελέγη για να προωθούνται χωρίς αντιστάσεις οι νεοφιλελεύθερες επιλογές της κυβέρνησης. Διότι η εντύπωση που διαμορφώνουν καθημερινά τα ΜΜΕ είναι ότι η χώρα μας υφίσταται μόνον χάριν της αντιπαλότητάς μας με την Τουρκία, και η πολιτική στη χώρα μας έχει συρρικνωθεί πλέον στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση υποβαθμίζοντας, ακόμη και αγνοώντας, κάθε κοινωνικό πρόβλημα που ταλανίζει την κοινωνία. Γιατί; Διότι, όπως έγραφε ο Ούλριχ Μπεκ, «οι εικόνες του εχθρού έχουν απόλυτη προτεραιότητα στις συγκρούσεις, υπερβαίνουν τις ταξικές συγκρούσεις […]. Εν όψει της απειλής του εχθρού όλες οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις διαλύονται […]». Το ίδιο συμβαίνει και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου αφού επίκεινται εκλογές και στις δύο χώρες. Παρατηρούμε μάλιστα ότι και η αντιπολίτευση εκατέρωθεν πλειοδοτεί σε πατριωτισμό προσβλέποντας στις εκλογές, διαμορφώνοντας έτσι όλοι μαζί ένα εκρηκτικό μείγμα που επιτείνει τα αδιέξοδα ανάμεσα στις δύο χώρες. Αυτό συμβαίνει όταν δεν αξιοποιούνται οι ευκαιρίες προσέγγισης των δύο χωρών και η μικροπολιτική επικρατεί της πολιτικής.

Αλεξανδρούπολη, 4/6/2022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.