Πισω απο την εγκαταλειψη, η μαγεια

Μια ολόκληρη εβδομάδα εγκλεισμού λόγω ιού. Σήμερα βγήκα λίγο, το βραδάκι, έσυρα τα παντόφλια μου στη βεράντα, είδα μακριά τα φωτάκια της Εθνικής Οδού να τρεμοσβήνουν θαμπά στην ομίχλη, άκουσα ήχους που με νανουρίζουν χρόνια τώρα, ύστερα έκλεισα τα παράθυρα και μπήκα μέσα. Δεν με χωρούσε το σπίτι, έβαλα πανωφόρι και μποτάκια, και την έκανα για την αυλή. Μια δυο φούρλες περιπάτου γύρω απ΄το σπίτι, με συνόδευσαν τα αδέσποτα γατιά, μου έλειψε η Λουλού-Αγγέλω που σίγουρα είναι στον παράδεισο πια, έκατσα στο τοιχαλάκι κι εκείνα κούρνιασαν, ζάρωσαν επάνω στα ποδήματά μου. Δεν είχα τίποτε να πω στα γατιά, δεν μιλώ τη γλώσσα τους, με τη Λουλού καταλαβαινόμασταν, μια περίεργη εσπεράντο μιλούσαμε, καμιά φορά ξεκαρδιζόμασταν μαζί με αστεία, τσαχπινιές και παλαβάδες που κάναμε πότε η μια και πότε η άλλη.
 
Είναι έρημη η γειτονιά τέτοια εποχή, σπίτια κλειστά, οι γέροι του καλοκαιριού μαζεύονται στα σπίτια της πόλης λίγο πριν τις γιορτές, οι Αθηναίοι φεύγουν μετά το λιομάζεμα και γυρνούν το καλοκαίρι, κι οι περαστικοί δεν τολμούν το χειμώνα οδοιπορίες. Απόλυτο σκότος και μοναξιά, ο τόπος παραδομένος στην αμηχανία, περιμένει την άνοιξη. Σε λίγο θα φυτρώσουν τα πρώτα ζουμπούλια, ένα μωβ πικρό που ποικίλει την ώχρα του τοπίου, ύστερα να πάρουν σειρά οι κουτσοπιές, μετά θ΄αρχίσουν τα ξινά και πάει λέγοντας. Μαζί τους ανθίζουμε κι εμείς κι ας μεγαλώνουμε. Θα έρθουν και χελιδόνια. Σε λίγες μέρες θα γεννήσει και η γάτα μας. Γεννάει ολοένα, μια θηλυκή Αρχή, σηματωρός της συνέχειας και της αγάπης. Γύρω δεν κοιτάζω αυτές τις ώρες, όλο μακριά κοιτάζουμε άλλωστε, στις βόλτες μου φοράω πάντα ένα βιονικό μάτι να μπορώ να ξεχωρίζω πίσω από την εγκατάλειψη, τη μαγεία. Υπαινιγμούς γονιμότητας και ζωής, μέσα στην απόλυτη λησμονιά. Γύρισα στην κουζίνα μου λίγο μετά, κι έκατσα να φτιάξω ένα γλυκό, να πιω το βραστικό μου, και να διαβάσω ειδήσεις… 

Ο Γενάρης του 1904

Κωνσταντίνου Καβάφη
 
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.
Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική –
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα•
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.

 
(Από τα «Κρυμμένα Ποιήματα» 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.