Περι πολιτικης VII (Η πολιτικη σημασια του Συνταγματος)

1. Το Σύνταγμα διαθέτει τόσο νομικά όσο και πολιτικά χαρακτηριστικά, σε σημείο ώστε αυτό να αποτελεί το θεμελιώδη πολιτικό νόμο. Δια του Συντάγματος η πολιτειακή εξουσία οργανώνεται με σταθερούς και πάγιους κανόνες με τρόπο, ο οποίος μεταβάλλει την εξουσία σε αρμοδιότητα. Έτσι το Σύνταγμα λειτουργεί όχι μόνο ως νομικό έργο που τιθασεύει την κρατική αυθαιρεσία, αλλά επίσης λειτουργεί και ως μέθοδος περιορισμού της εξουσίας. Άμεση συνέπεια αυτής της λειτουργίας του Συντάγματος είναι η διαμόρφωση ορίων βεβαιότητας και προστασίας των διοικουμένων.
 
Ακόμα περισσότερο, το Σύνταγμα οργανώνει και συγχρόνως οριοθετεί την εξουσία, ώστε αυτή να μην είναι απεριόριστη και αυθαίρετη. Επίσης το Σύνταγμα προβλέπει τη δημιουργία μέσων και μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, ώστε να εξασφαλίζονται οι διοικούμενοι από ενδεχόμενη υπερβολή ή κατάχρηση της εξουσίας.
 
2. Το Σύνταγμα ρυθμίζοντας την κρατικά οργανωμένη συμβίωση της κοινωνίας, ως ο ανώτερος νόμος εκφράζει και σταθεροποιεί τις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις, που υφίστανται στο δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό.
 
Η πολιτική σημασία του Συντάγματος ανατρέχει αφετηριακά στα Συντάγματα του 18ου αιώνα τα οποία εθεσπίστηκαν υπό την επιρροή της θεωρίας του «κοινωνικού συμβολαίου». Τα εν λόγω Συντάγματα αποκρυστάλλωσαν είτε την επικράτηση των αστών έναντι του μονάρχη και των υποστηρικτών του, είτε τον συμβιβασμό μεταξύ τους, αφού προηγήθηκε διαμάχη, η οποία δεν ανέδειξε νικητή.
 
Στην εποχή μας ελάχιστα είναι τα Συντάγματα, τα οποία αποτυπώνουν την επικράτηση ορισμένων κοινωνικών δυνάμεων επί των υπολοίπων. Συνήθως τα σύγχρονα Συντάγματα είναι προϊόντα συμβιβασμού, καθώς σχεδόν ουδείς επιθυμεί να διαταράξει την ισορροπία των δυνάμεων που υπάρχουν. Περαιτέρω τα Συντάγματα επιδιώκουν, με τις γενικές ρυθμίσεις που περιέχουν, να διευκολύνουν την εντός των ορίων του Συντάγματος εξέλιξη του κοινωνικού σχηματισμού, ώστε να διασφαλίζεται η αντοχή του Συντάγματος.
 
3. Το Σύνταγμα είναι επίσης πολιτική απόφαση, η οποία λαμβάνεται σε δεδομένη χρονική στιγμή. Στην περίπτωση αυτή το Σύνταγμα είναι η δήλωση της θέλησης της πλειοψηφίας, που έχει διαμορφωθεί στην κοινωνία και στην συντακτική συνέλευση, που το θεσπίζει πρωτογενώς ή το αναθεωρεί μερικώς. Όμως το Σύνταγμα δεν είναι εργαλείο που επιβάλλει αποκλειστικά την θέληση των κρατούντων, αλλά μέσο εξισορρόπησης των αντιτιθέμενων συμφερόντων καθώς θέτει και προστατεύει τις ειρηνικά εφικτές επιδιώξεις όλων. Το Σύνταγμα διαμορφώνει το πλαίσιο για την άρση και επίλυση των συγκρούσεων, αφού διασφαλίζει σε συνθήκες δημοκρατίας την καθολική συμμετοχή όλων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, δηλαδή κατοχυρώνει το ελάχιστο της πολιτικής χειραφέτησης και επιλογής όλων και καθενός ξεχωριστά. Καθίσταται σαφές ότι η πολιτική σημασία του Συντάγματος είναι δισυπόστατη. Λειτουργεί συντηρητικά, εφόσον προστατεύει τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις. Λειτουργεί επίσης προοδευτικά, διότι πολλές από τις διατάξεις του διευκολύνουν την ιστορική εξέλιξη και την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας.
 
4. Το Σύνταγμα αποσκοπεί επίσης στην επίτευξη και διατήρηση της πολιτικής ενότητας της συγκεκριμένης κοινωνίας. Πρόκειται για την ενοποιητική λειτουργία του Συντάγματος, δηλαδή τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της πολιτικής συνοχής και της λειτουργικής ενσωμάτωσης στο πολιτικό γίγνεσθαι όλων των δυνάμεων που συνθέτουν την κοινωνία. Στις παλαιότερες εποχές σύμβολο ενότητας ήταν ο μονάρχης, σήμερα είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθώς και το νομικό πρόσωπο του κράτους που λειτουργούν ως έκφραση της πολιτικής ενότητας του Ελληνικού λαού.
 
Το Σύνταγμα επιδιώκει να διευθετήσει και να αμβλύνει τις αντιθέσεις, συνεπώς να προσδώσει στις κοινωνικές συγκρούσεις συγκεκριμένες μορφές δράσης, οι οποίες τυποποιούμενες είναι συνταγματικά δικαιώματα. Αυτή είναι η κατ’ εξοχήν λειτουργία π.χ. του δικαιώματος της απεργίας ή του δικαιώματος της συνάθροισης (συνέρχεσθαι). Δια της λειτουργίας αυτής επιχειρείται να εξασφαλισθεί η συναίνεση των διοικούμενων, ώστε αυτοί να αποδεχθούν την πολιτειακή εξουσία.
 
Εξυπακούεται ότι η πολιτική σημασία του Συντάγματος αναδεικνύεται και από τον τρόπο εφαρμογής του. Όταν οι συνταγματικές διατάξεις δεν τηρούνται, σημαίνει ότι το Σύνταγμα υπάρχει απλώς ως «προπέτασμα για την απόκρυψη της πραγματικότητας» όπως παρατήρησε ο Α. Μάνεσης. Σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για εικονικό Σύνταγμα, η δε πολιτεία έχει μετατραπεί σε αυταρχικό σύστημα.
 
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία η πραγματικότητα ως πολιτική πράξη ή ως λόγος οργάνου της κρατικής εξουσίας -και στις τρεις λειτουργίες της, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική- αντιβαίνει στο Σύνταγμα, δηλαδή έχουμε άρνηση του ισχύοντος Συντάγματος.
 
Ωστόσο η παράβαση του Συντάγματος είναι δυνατόν να συμβεί κάθε στιγμή εκδήλωσης της οιασδήποτε εκ των τριών κρατικής λειτουργίας.
 
Ιδιαιτέρως σε αυτές τις περιπτώσεις δε νοείται συνταγματική πραγματικότητα, η οποία αρνείται το τεθειμένο Σύνταγμα. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν κυρίως όταν η πράξη έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη διατύπωση που έχει συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος. Η παράβαση του Συντάγματος στοιχειοθετείται ακόμη κι αν η επίμαχη πράξη επαναλαμβάνεται από τον ίδιο ή περισσότερους φορείς κρατικής εξουσίας. Δεν νοείται έθιμο ή συνθήκη του πολιτεύματος που καταργούν ή μεταβάλλουν κανόνα του γραπτού, τυπικού και αυστηρού Συντάγματος.
 
5. Η πολιτική σημασία του Συντάγματος αναδεικνύεται επίσης από τη σύνθεση του «είναι» της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας και του «δέοντος» των νομικών κανόνων που τη διέπουν. Ως παράγωγο της διαλεκτικής σύζευξής του το Σύνταγμα συνθέτει τις κοινωνικές σχέσεις, τους καταναγκαστικούς κανόνες και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Το Σύνταγμα είναι πολύ περισσότερα από το απλό άθροισμα των θελήσεων αφενός των φορέων της οικονομικής βάσης και αφετέρου των κρατούντων την πολιτειακή εξουσία, όπως ακριβώς η κοινωνία συνολικά δεν αποτελείται μόνο από τους οικονομικά ισχυρούς και τους φορείς των οργάνων των κρατικών λειτουργιών.
 
Το Σύνταγμα περιέχει ρυθμίσεις ιστορικά προσδιορισμένες (ως έκφραση πολιτικών αποφάσεων) και νομικά προσδιοριστικές του τρόπου που λειτουργεί η κρατικά οργανωμένη κοινωνία. Έτσι η συνταγματική πραγματικότητα είναι ή οφείλει να είναι η διαλεκτική σύνθεση των διατάξεων του Συντάγματος με την πολιτική πράξη. Η συνεπής προς το Σύνταγμα πραγματικότητα λαμβάνει το νομικό δέον και το πολιτικό είναι αλληλοσυμπληρωμένα και συνενωμένα. Η Συνταγματική πραγματικότητα είναι η πολιτική πραγματικότητα η οποία διαμορφώνεται από το Σύνταγμα και κινείται εντός των ορίων που θέτει αυτό. Η αντισυνταγματική πραγματικότητα δεν είναι ούτε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εφαρμογή ή έμπρακτη ερμηνεία του Συντάγματος. Η αντισυνταγματική πραγματικότητα δεν είναι και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αληθινό Σύνταγμα». Στην καλλίτερη των περιπτώσεων πρόκειται για δικαιοπολιτικές ευχές και προτάσεις, οι οποίες υιοθετούμενες προσωρινά πρέπει να κινητοποιούν το σύνολο των κρατικών οργάνων αλλά και τους πολίτες, οι οποίοι έχουν δικαίωμα, καθήκον και υποχρέωση να αντιστέκονται όχι μόνο όταν επιχειρείται η βίαιη κατάλυση του Συντάγματος αλλά και όταν κάποιοι σφετερίζονται με οποιονδήποτε τρόπο τη λαϊκή κυριαρχία και τις εξουσίες που απορρέουν από αυτή.
 
Με άλλες λέξεις εάν το Σύνταγμα παραμερίζεται από τον συσχετισμό των δυνάμεων, απλώς δεν υπάρχει συντεταγμένη πολιτεία. Ή το Σύνταγμα είναι ο ανώτερος νόμος του κράτους ή είναι πρόσχημα για να καλύπτει αυθαιρεσίες.

Διαβάστε τα υπόλοιπα άρθρα του Άλκη Δερβιτσιώτη Περί Πολιτικής εδώ
 

*Ο Άλκης Δερβιτσιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.