Μεσσουνη 2003: Το τελευταιο Πασχα με τον νουνο μου

Φέτος προγραμματίσαμε, μετά από πολλά χρόνια, να κάνουμε οικογενειακώς Πάσχα στο χωριό μας.

Καλός ο προγραμματισμός, αλλά καλύτερη η υπακοή στην επιτακτική ανάγκη της εποχής,  του περιορισμού στο σπίτι μας. Προέχει η προστασία του κοινωνικού συνόλου. Με υγεία του χρόνου θα κάνουμε Πάσχα στο χωριό. Φέτος ΜΕΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ.

Έτσι αποφάσισα να ανάψω ένα κερί στη μνήμη του αγαπημένου μου νονού, του Παναγιώτη Παρασκευούδη του Δήμου, κατοίκου εν ζωή Μεσσούνης, καταγράφοντας μια δύο στιγμές από εκείνες που σηματοδοτούν ωραίους, αυθόρμητους, απονήρευτους, αγνούς ανθρώπους, ανθρώπους παλικάρια στη ζωή και στο δρόμο προς την αιωνιότητα.

Τον σεβόμασταν, τον αγαπούσαμε και τον εκτιμούσαμε πολύ και αυτός ήταν πολύ  περήφανος για τα κουμπαρούδια.  Μάθαμε ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και υποσχεθήκαμε επίσκεψη την τρίτη μέρα του Πάσχα.

Το αρνί λοιπόν μας περίμενε, γεμιστό και ψημένο, όπως πάντα,
-Τι λες μπρέ κουμπαρούδ, επειδή αρρώχτσα δα φάμι τ΄ αρνί, ήταν η άμεση απάντησή του, στην παράκλησή μας να πιούμε καφέ και να φύγουμε.
Τι να κάνουμε, εντολή νουνού, καθίσαμε και η συζήτηση και παράκλησή μας ήταν να προσέχει.
-Τι είπε ο γιατρός, ρώτησα.

-Να μην πίνει, επενέβη στη συζήτηση η νουνά μου η Ειρήνη, είπε ότι αν πίνει δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα και συνέχισε τις ετοιμασίες για το στρώσιμο του τραπεζιού.

Η νουνά η Ειρήνη, ωραία, λογική, λεβέντισσα, νύφη από την Ξυλαγανή, γυναίκα με περηφάνια και σύζυγος με τη στόφα και τις απαιτήσεις εκείνης της εποχής.
-Ειρήν΄, φέρι του μπουκάλ΄ του τσίπουρου, βάλει ριτσίνις σ΄ν  κατάψυξ΄, βάλει κι κάνα μιζιδούδ, μέχρι να τιμάεις του φαΐ.

Η νουνά, τον κοίταξε παρακλητικά, αλλά κουβέντα δεν είπε. Έκανε αυτό που της ζητούσε.

-Νουνέ, είπα και εγώ, δεν κάνει να πίνεις, ο γιατρός σου το απαγόρευσε, όπως μου είπες, αυστηρά, ας μην πιούμε.

-Τί λες ρε κουμπαρούδ , δα πιούμι  τέτοια μέρα. Άμα θέλ΄ η ιατρός ας μην πιν΄ ικείνους. Ακούς ικεί, τ΄ν Πασχαλιά είπι να πιού ένα πουτήρ μπύρα, ένιτι έτς΄ Πασχαλιά!!!  Είπι να πάου τ΄ν άλλ΄ βδουμάδα.  Κι που ξέρ κείνους τί έκαμα ιγώ. Δα τουν ιουάσου του γιατρό, που ξέρ΄ κείνους πόσου ήπια.

Τόπε και τόκανε, ήπιε όπως κάθε χρόνο, γέλασε, χάρηκε, τραγούδησε, γλέντησε, όπως μόνο εκείνος ήξερε. Περάσαμε μαζί, οι νονοί και τα κουμπαρούδια, μια αξέχαστη μέρα.

Το γιατρό τον γέλασε, μα το χάρο δεν τα κατάφερε. Την τρίτη ημέρα της επόμενης Πασχαλιάς, ανάψαμε ένα κεράκι στο φρέσκο του μνήμα.

-Κουμπαροδ΄, έλεγαν τα χαμογελαστά του μάτια μέσα από τη φωτογραφία, τουν ιατρό τουν ιόασα.

Πολλά χρόνια νωρίτερα, μετά την αποφοίτησή μου από τη σχολή της Χωροφυλακής, πάλι μια τέτοια Πασχαλινή ημέρα, με ρώτησε:

 -Κουμπαρούδ, τώρα που υπηρετείς.

-Αστυνόμος στο Μυλοχώρι του Κιλκίς του απάντησα.

-Βρε, βρε, είπε λίγο αιφνιδιασμένος, απορημένος  και πολύ συγκινημένος,  κοντά το Κεντρικό;

-Ναι, απάντησα και άρχισε η αφήγηση:

-Στο Κεντρικό και στη Βάθη υπηρέτησα το 1953, ημιονηγός. Καλά πέρασα, με τους στρατιώτες, αλλά και τους αξιωματικούς. Είχαμε ένα λοχαγό, λεβεντιά.

Παναΐρ κουμπαρούδ έχ  τ΄ν Παναϊά. Πουλίς κόσμους, χουρός σ΄ν πλατέα κουντά στου ριάκι. Είχι ικεί κι ένα μαγαζούδ΄, νο Ντραγκάν, μπάρμπα Ισάκ τουν ίλεγαν, είχε μπροστά κι ένα τρανό πλατάνι, αμά πουλί τρανό.

Μας είπι η λοχαγός όποιος θέλ΄ να βγει αναφορά για να παλέψν οι λόχοι αναμετάξητς στου παναΐρ.

Παληκαρούδ κι γω, νταβραντζτμένους κι ξαπουσταμένους στου στρατό, παρουσιάσκα σ΄ν αναφουρά:

-Παρασκευούδης Παναγιώτης, ημιονηγός, εκ Μεσσούνης Κομοτηνής, θέλω και εγώ να παλέψω.

Μαζόχτκαν οι στρατιώτοι, τρεις λόχοι ήμασταν, ούλ όϊρα όϊρα σ΄ν πλατέα, αρχίνσαμι να παλεύουμι κι στου τέλους απόμκα ιγώ, μι έναν Πειραιώτ.

-Παρασκεούδη, λέει, η λουχαγός, αυτός είνι παλεστής στουν Πειραιά, πρόσεχε. Πώς τουν βλέπς;

-Τουν κοίταξα απού απάν μέχρι κάτ, είπα του λουχαγό, μη φουβάσι.

-Παρασκευούδη είπι άμα τουν νικίεις, ένα μήνα άδεια δα συ δώσου κι αλλ΄ αγγαρεία δα κάμς.

-Άιντι είπαν, αρχινά η πάλη. Μη τ΄ σκυλέα ιγώ, μη του πανταλουνούδ αυτός, κόθουμαστοι όϊρα όϊρα, σαλτίζει να μη πιάσ, τραβιέμι ουπίς, πάλι σαλτίζ, πάλι τραβιέμι, αχ λέω απού μέσα μ, άμα μπουρέσου κι συ πιάσου να ιδείς ισύ, αμά πώς.
Οι στρατιώτοι φωνάζν Παρασκευούδης-Παρασκευούδης, ούλοι μαζί, ούλοι μι τ΄ ιμένα ήταν.

Μι έπιασι που του αριστερό χέρ κι γίρεψι να μη κάμει κουλουτούμπα, αμά εγώ τουν άρπαξα, όπως αυτός ίρσι, από τ΄ μέση κι τουν έσφυξα.

Τουν έσφυξα, τουν έσφυξα, κόντεψι να τουν σκάσου, τουν σκώνου αψιουά και τουν μπουμπουνίζου κάτ΄, έσκασι νο καρπούζ, ξαπχώθκα απάν’ τ, δεν μπουρούσει να κουνθεί. 

Σούρξι η λουχίας, μι πήραν οι στρατιώτοι στα χέρια, φώναζαν Παρασκευούδης κι μη παρουσίασαν μπρουστά  σ΄ λουχαγοί.

Η λουχαγός μ, μι κοίταξι, περήφανους για του λόχου τ, μη είπι μπράβο Παρασκευούδη, συγχαρητήρια, συγχαρητήρια είπαν σταναχουρμένοι  κι οι άλλ΄ λουχαγοί.

Έμελε εγώ, ο βαφτιστικός του να είμαι αστυνόμος εκεί το 1969, για να γίνει γνωστή η ιστορία αυτή, που γράφτηκε κάτω από τον πλάτανο  στην πλατεία, του Κεντρικού Κιλκίς.

-Ναι , κουμπαρούδ, δα νάρθου, να πάμι να ιδού τα μέρια κείνα που ήμαν στρατιώτς, απαντούσε στις πολλές προσκλήσεις μου.

Λυπούμαι που δεν έγινε πράξη η υπόσχεση του, όμως ο πλάτανος είναι εκεί και θυμάται το «νταβραντισμένο» τσομπανόπουλο, από τη Μεσσούνη Κομοτηνής, που έσκασε, σαν καρπούζι, τον Πειραιώτη επαγγελματία παλαιστή.

Ποιος ξέρει, εμείς πιστεύουμε ότι στους κήπους του παραδείσου όπου αναπαύεται ο νουνός μου παρέα με το λοχαγό, τον Πειραιώτη και τους στρατιώτες, τσουγκρίζουν κόκκινα Πασχαλιάτικα  αυγά, πίνοντας τα ποτηράκια τους.

Απρίλιος 2020

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.