Η ρητορικη του Τιποτα

«Ζωή δεν είναι να μιλάς
με μάσκα στους ανθρώπους
και μέσα σου να τους μισείς
θέλοντας το κακό τους»

(Αικ. Αεράκη, Ζωή δεν είναι…)

Πολλοί που ακούγανε ή διαβάζανε τις ομιλίες των περισσότερων υποψηφίων, όταν τελείωνε το κείμενο, δεν θυμούνταν τίποτα, δεν συγκρατούσαν τίποτα. Όλα λόγια του αέρα και 10-20 λέξεις και τσιτάτα άνευ ουσίας κι αντικρίσματος (του τύπου: εμείς είμαστε καλύτεροι γιατί το λέμε εμείς, οι άλλοι είναι διπρόσωποι γιατί μόνον εμείς εκπροσωπούμε το λαό(;) κ.ο.κ).

Αναρωτιέμαι εάν μερικοί έχουν αυτοαναγορευθεί σε αυθεντικούς (κι αποκλειστικούς) ερμηνευτές των κοινωνικών ιδεών και αγώνων, καθώς και αν μερικοί θεωρούν τους εαυτούς τους σαν κατεστημένους αμφισβητίες (με το “κομμάτι”), ή μήπως όλοι αυτοί οι τύποι δεν είναι τίποτ’ άλλο από παράγωγα μύθων γύρω από το όνομα και τη δράση τους, που τους πλάθουν οι ίδιοι και τους διακινούν οι “χώροι τους”.

“Ριζοσπάστες, εναλλακτικοί, αιρετικοί’’ (επιστημονίζοντες πολιτικοί ή πολιτικολογούντες επιστήμονες) κρύβουν την αλήθεια μέσα σε «λογικοφανείς γενικόλογες θεωρίες» και την κοσμοαντίληψή τους μέσα σε αρχαιογενεαλογική γνώση(;) [της οποίας μόνον αυτοί κατέχουν το προτσές (sic)].Είναι οι ίδιοι που χρησιμοποιούν το προ-κατασκευασμένο δόγμα  ως εξουσία επί των αφελών και είναι οι ίδιοι που ρητορεύουν στη Βουλή ή στ’ Αμφιθέατρα, προβάλλοντας τη λογική του «μηδενικού αθροίσματος», με άλλα λόγια ανακαλύπτοντας το μέσον όρο του Τίποτα.

Σχετικοποιούν τα πάντα και τους πάντες (πλην βεβαίως του εαυτού τους) και δημιουργούν ιδιότυπους μηχανισμούς προπαγάνδας, με στόχο την απονομιμοποίηση της κανονικότητας των πολλών και με  παράλληλη δοξολόγηση του ακανόνιστου, ως κοινού παρονομαστή της μικροεξουσίας της παρέας.
Τάχατες ασυμβίβαστοι και αντιρεφορμιστές προβαίνουν στους χειρότερους συμβιβασμούς και κομφορμιστικούς ρεφορμισμούς, πάντοτε όμως στο όνομα της σκοπιμότητας που η «Ιστορία» (δηλαδή η ιδεοληψία τους) επιβάλλει.

Προμετωπίδα τους τα δικαιώματα του Ανθρώπου, τα οποία συχνά στρέφουν κατά της κοινωνίας (και πολλάκις κατά της ίδιας της Ανθρωπότητας), ενώ –καλλιεργώντας ηθελημένα σύγχυση ανάμεσα στο συνολικό και το μερικό, το καθολικό και το ιδιαίτερο, τη διαφορά και την ανισότητα- επιχαίρονται με τις προκαλούμενες ρωγμές στον κοινωνικό ιστό.

Αρκετοί,  μολονότι είχαν υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις  και σε ποικίλους ρόλους την κρατική μηχανή, σκίζουν τα ιμάτιά τους ως προς την καθαρότητά τους και τη συνεπή τήρηση των αρχών τους. Αθεράπευτα φανατικοί  δαιμονοπούν τον εκάστοτε εχθρό τους και θεοποιούν τον πάλι εκάστοτε φίλο τους (αναγορεύοντας πολλές φορές ως ήρωες του κοινού αγώνα (;) πολιτικά αμφιλεγόμενα πρόσωπα και δίβουλους διανοούμενους). Εμφορούνται από αντιλήψεις μιάς «οιονεί-κοινωνικοπολιτικής ιατρικής», προκρούστειας έμπνευσης, με βάση την οποία θα δημιουργήσουν το Νέον Άνθρωπο, κάτι σαν Φρανκεστάιν με χαμόγελο αθώου παιδιού.

Έννοιες, νοήματα, αρχές ζυγίζονται σε πειραγμένες παλάντζες σκοπιμότητας, χάνοντας κάθε αξιοπιστία, ακόμα κι αυτήν του αναμασήματος γνωστών τσιτάτων. Μερικοί μάλιστα, λειτουργώντας σαν εκτελωνιστές-μεταφορείς, τρέχουν ν’ αγοράσουν τα τελευταία πονήματα (εξ Αμερικής ή εξ Ευρώπης) για να τα παρουσιάσουν σαν δικές τους πρωτότυπες απόψεις, ενώ –ως γνωστόν- δεν παράγουν Τίποτα το καινούργιο.

Τούτη η ψευδο-ρητορική, που (επι)στρατεύεται σε βάρος της αλήθειας,  χάνει το οποιοδήποτε ηθικό(;) της έρεισμα, αφού εντέλει το μόνο που παράγει είναι μετα-αλήθειες παραμυθιών (ίσως και παραμυθίας).

Πώς όμως ν’αποδομήσεις τον αδόμητο λόγο; Πώς να μιλήσεις στον  κόσμο με  όρους πραγματικού όταν έχουν οι περισσότεροι ζυμωθεί στο να βλέπουν τη ζωή και την Ιστορία με όρους φαντασιακού;

Οι κατασκευαστές, όχι μόνο fake news αλλά και fake politics και fake History, διαθέτουν ένα επικοινωνιακό πλεονέκτημα: να παρασύρουν ή και να γ(ο)ητεύουν τα πλήθη, χαϊδεύοντας τα ελαττώματα και τις προκαταλήψεις των ψηφοφόρων. Αυτή η σαγήνη του ψεύτικου, του ανύπαρκτου, του εφήμερου δεν αντιμετωπίζεται εύκολα σε μιά χώρα που δεν τα πάει καλά με τον ορθολογισμό.
Αναρωτιέμαι πάντως πώς αντέχουν, πολιτικά και ηθικά, μερικοί να λένε τόσα ψέματα δίχως ίχνος αιδούς. Ποια ανωτέρα (;) αρχή τους το επιτάσσει; Σε ποιόν καταλογίζουν ευθύνη όταν τους ανακαλύπτουν; Σε κανένα; Ούτε καν στη συνείδησή τους;

Αυτή η ρητορική του Τίποτα συνιστά κοινό χαρακτηριστικό των ελλήνων πολιτικών αλλά και των διανοουμένων. Είχαμε όμως ελπίσει ότι δεν θα τη συναντούσαμε και  στους κυβερνήσαντες αριστερούς(;) (τουλάχιστον όχι σε όλους).

Κι όμως…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.