Η κριτικη και το κρατος δικαιου*

Η διαφορά, η οποία προέκυψε μεταξύ πανεπιστημιακού και ανώτατης δικαστικής λειτουργού είναι αυτονοήτως περίπλοκη.
 
Η εν λόγω υπόθεση διέπεται κυρίως από τα άρθρα 5 παρ.2(το οποίο προστατεύει την τιμή οιουδήποτε εντός της Ελληνικής Επικρατείας), 14 παρ.1 (ελευθερία έκφρασης γνώμης), και δευτερευόντως από τα άρθρα 29 παρ.3 εδ.α (απαγορεύει στους δικαστές τη δράση, οιασδήποτε μορφής, υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος) και 16 παρ.1 εδ.β (κατοχυρώνει τη ακαδημαϊκή ελευθερία δηλαδή τα δικαιώματα των καθηγητών ΑΕΙ στην έρευνα και στη δημοσιοποίηση των πορισμάτων της έρευνας καθώς και της διδασκαλίας) του Ελληνικού Συντάγματος αλλά και από διατάξεις υπερεθνικής ισχύος. Συγκεκριμένα το δικαίωμα έκφρασης προβλέπεται στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ).
 
Η σχετική νομολογία των αρμόδιων δικαστηρίων ιδίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) είναι αποκαλυπτική. Ειδικότερα το δικαίωμα έκφρασης περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης (διαμόρφωση, μεταβολή και αποσιώπηση της γνώμης) και την ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών χωρίς παρέμβαση από τις αρχές. Οι διατάξεις των άρθρων 10 ΕΣΔΑ και 11 ΧΘΔΕΕ εφαρμόζονται σε σχέση με γνώμες, οι οποίες είναι δυνατό να καταστούν αντιληπτές ως προσβλητικές ή να εκπλήξουν αρνητικά ή ακόμη και να ενοχλούν τους αποδέκτες τους. Από την προστασία των διατάξεων αυτών διαφεύγουν οι αμιγώς υβριστικές εκφράσεις.
 
Κατ’ αρχάς η υπόληψη και τα δικαιώματα των τρίτων (όπως και η εθνική ασφάλεια, η εδαφική ακεραιότητα, η δημόσια ασφάλεια, η προστασία της υγείας ή της ηθικής, η παρεμπόδιση της κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή η διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας) αποτελούν περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος έκφρασης. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εμποδίζουν τον δημόσιο διάλογο για ζητήματα δημοσίου ή ευρέως ενδιαφέροντος, ακόμη και αν αυτός διεξάγεται σε πλαίσιο υπερβολής ή και προκλητικότητας.
 
Σε κάθε περίπτωση, το ΕΔΔΑ, εκεί όπου τα εθνικά δικαστήρια έκριναν δήλωση ως δυσφημιστική ή προσβλητική, θεωρεί ότι η δήλωση, η περιέχουσα αξιολογική κρίση είναι καταδικαστέα, εάν τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση της αξιολογικής κρίσης δεν είναι ακριβή. Αντιθέτως, εάν τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση της αξιολογικής κρίσης είναι ακριβή, το ΕΔΔΑ αποφασίζει άλλως.
 
Περαιτέρω η νομολογία του ΕΔΔΑ διακρίνει τους αποδέκτες του περιεχομένου της γνώμης σε δημόσια πρόσωπα ή μη. Οι μετέχοντες στην κατηγορία «δημόσια πρόσωπα» στελεχώνουν ανώτερες θέσεις των κρατικών μηχανισμών και υπηρεσιών. Πρόκειται για υπουργούς, βουλευτές, ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και κρατικούς λειτουργούς όπως οι δικαστές. Οι μετέχοντες στην κατηγορία αυτή αποτελούν συχνά στόχο επικρίσεων, οι οποίες δικαιολογούνται για λόγους δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι δικαστικοί, ωστόσο, απολαμβάνουν τη μεγαλύτερη προστασία, συνεπώς οι περιορισμοί της ελευθερίας έκφρασης στην άσκηση κριτικής στη δικαστική λειτουργία είναι ευρύτεροι. Αυτό διασφαλίζει τον ρόλο των δικαστών ως εγγυητών της δίκαιης δίκης. Επίσης εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στη λειτουργία των δικαστηρίων. Όπως χαρακτηριστικά θεωρεί το ΕΔΔΑ η δράση των δικαστών ευδοκιμεί μόνο όταν διαθέτει την εμπιστοσύνη των πολιτών.
 
Η ανωτέρω εξαιρετική νομολογία του ΕΔΔΑ για τους δικαστικούς λειτουργούς νομικά δικαιολογείται από τους πολλούς και ποικίλους περιορισμούς που θεσπίζονται σε βάρος της ελευθερίας έκφρασης των δικαστών, ιδίως για θέματα γενικού ή ευρέως ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά να σημειωθεί η απαγόρευση του άρθρου 29 παρ.3 εδ.α του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη «απαγορεύονται απολύτως η οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας». Η εν λόγω απαγόρευση επιβάλλει στο σύνολο των δικαστικών λειτουργών να αποφεύγουν τις δημόσιες τοποθετήσεις περί των ζητημάτων που άπτονται του γενικού ενδιαφέροντος, εκτός και αν η τοποθέτησή τους αφορά στην υπεράσπιση των αρχών του κράτους δικαίου. Το ΕΔΔΑ νομολόγησε τη λεγόμενη υποχρέωση εγκράτειας των δικαστών προκειμένου να αποφεύγονται ζητήματα, τα οποία είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται σε βάρος της αμερόληπτης κρίσης δικαστή.
 
Σχετική άλλωστε είναι η υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος, στην οποία το ΕΔΔΑ έκρινε, ότι το συμφέρον εμπλεκόμενου εισαγγελικού λειτουργού να διαφυλάξει τη φήμη του έναντι του περιεχόμενου άρθρου των προσφευγόντων δημοσιογράφων δεν υπερισχύει του γενικού ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για υπόθεση σχετική με τη δράση της δικαστικής λειτουργίας.
 
Κατά τα λοιπά η έννοια του κράτους δικαίου καταδεικνύει την βούληση του συντακτικού νομοθέτη να είναι η πολιτεία «συντεταγμένη» και «δικαιοκρατούμενη». Η έννοια «κράτος δικαίου» αναλύεται σε περισσότερα άρθρα του Συντάγματος. Ήδη το άρθρο 1 παρ.3 ζητά την άσκηση των εξουσιών σύμφωνα με το Σύνταγμα, το άρθρο 26 θεσπίζει -αν και όχι με στεγανό τρόπο- την διάκριση των συντεταγμένων λειτουργιών, το άρθρο 95 παρ.1 και παρ.5 διατάξεις που εισάγουν την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, ορίζοντας την αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) να ακυρώνει εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών και την υποχρέωση αυτών να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του ΣτΕ.
 
Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα στοιχεία που συγκροτούν τον πυρήνα του κράτους δικαίου: α) η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών με επίκεντρο τη διάκριση νομοθετικής και εκτελεστικής, β) η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, δηλαδή τον περιορισμό της διοίκησης από το Σύνταγμα και τους νόμους, γ)η αρχή ότι οι περιορισμοί της εξουσίας αναφέρονται σε όλα τα όργανα της πολιτείας, με τρόπο ώστε το ένα να μην εισέρχεται στη σφαίρα δράσης του άλλου, εκτός και αν αυτό προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα , δ)οι αξιώσεις του καθενός μπορεί να διεκδικηθούν με ένδικα μέσα ή ένδικα βοηθήματα ενώπιον δικαιοδοτικών οργάνων που στελεχώνονται από δικαστές με εγγυημένη τη δικαστική ανεξαρτησία δηλαδή την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους. Προκύπτει επίσης από την αρχή της λειτουργικής ορθότητας, σύμφωνα με την οποία τα κάθε λειτουργίας πολιτειακά όργανα οφείλουν να ερμηνεύουν με τέτοιο τρόπο την αρμοδιότητά τους, ώστε να μην υπεισέρχονται στο χώρο αρμοδιότητας άλλου οργάνου. Το εν λόγω στοιχείο διευκρινίζει πλήρως την γενεσιουργό αφετηρία του ζητήματος.
 
*Πρώτη δημοσίευση:tvxs.gr
** Ο κ. Άλκης Δερβιτσιώτης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.