H προταση μομφης κατα του/της Προεδρου της Βουλης η μελους του Διακομματικου Προεδρειου (αρθρ. 65 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ., 9 παρ. 3, 150 ΚτΒ)

Κάτι περισσότερο από ένας μήνας πέρασε, από τότε που η νεοσχηματισθείσα Βουλή, μετά τις εκλογές Σεπτεμβρίου, εξέλεξε το νέο της Προεδρείο. Τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση, λίγο πολύ είναι γνωστά σε όλους, όπως και τα αίτιά της. Ένα από αυτά ήταν και η στάση που κρατούσε και η τότε Πρόεδρος της Βουλής κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου τόσο ως προς την κριτική που ασκούσε στις επιλογές του κυβερνώντος κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ από το οποίο προέρχονταν και η ίδια όσο και με τον τρόπο που επέλεγε να ασκεί τα καθήκοντά της ως Πρόεδρος της Βουλής. Πολλοί από τους βουλευτές την είχαν κατηγορήσει πως κινείται στα όρια των αρμοδιοτήτων της. Σε εβδομαδιαία βάση μάλιστα καταγράφονταν ειδησεογραφικά η νέα ένταση που προκλήθηκε στη Βουλή με πρωταγωνιστή την Πρόεδρο της Βουλής. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης που κρατούσε η κ. Κωνσταντοπούλου ήταν να εκφραστούν πλείστες αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμα και της συμπολίτευσης, με αποκορύφωμα το σχέδιο πρότασης μορφής του «Ποταμιού» κατά της τότε Προέδρου της Βουλής. Παίρνοντας αφορμή από αυτό το γεγονός ο π. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ κ. Σίμος Μηναΐδης, με το παρόν άρθρο- για το οποίο και την τιμή που περιποιεί στην εφημερίδα μας πολύ τον ευχαριστούμε- κάνει μια αναδρομή στην κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας θυμίζοντας πως η κατάθεση πρότασης μομφής κατά μέλους του Προεδρείου της Βουλής δεν είναι άγνωστη πρακτική του κοινοβουλευτικού μας βίου. Παράλληλα εξετάζει τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής που αναφέρονται στον τρόπο εκλογής, στις αρμοδιότητες και τον θεσμικό ρόλο του Προέδρου της Βουλής. Σίμος Μηναΐδης όμως περί του προέδρου της Βουλής και της πρότασης μομφής προς το πρόσωπό του, με μόνη πυξίδα την πίστη στο Σύνταγμα και τις αξίες του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, το οποίο για να υπηρετήσουμε ορθώς πρώτη προϋπόθεση είναι η προάσπισή τους.

1. Η θεσμικός ρόλος του Προέδρου της Βουλής στο πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας

1. Ο Πρόεδρος της Βουλής (ΠτΒ)1 αποτελεί, μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ) και τον Πρωθυπουργό, τον τρίτο τη τάξει πολιτειακό παράγοντα.
 
Στα πλαίσια του κανονιστικού περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής, οι ανωτέρω επιτελούν τους εξής ρόλους:
α) ο ΠτΔ ρυθμιστικό – εξισορροπητικό (άρθρ. 30 παρ. 1 Συντ.) μεταξύ των φορέων του δημόσιου βίου και συνεκτικό μεταξύ κράτους και κοινωνίας
β) ο Πρωθυπουργός συντονιστικό στη διαμόρφωση της εν γένει κυβερνητικής πολιτικής και εποπτικό στην εφαρμογή της (άρθρ. 82 παρ. 2 Συντ.), και
γ) ο ΠτΒ εγγυητικό της, υπό καθεστώς ισότητας και ελευθερίας, θεσμικά κρίσιμης συμμετοχής των εκπροσώπων του λαού στην παραγωγή των τυπικών νόμων και στον έλεγχο του κυβερνητικού έργου και συμβιβαστικό στην πολιτική αντιδικία Κυβέρνησης (ή κυβερνώσας πλειοψηφίας) και αντιπολίτευσης.
 
2. Ειδικότερα, ο ΠτΒ -στα πλαίσια του θεσμικού του ρόλου με σκοπό την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας και των απότοκων αυτής θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος- ασκεί:
A) αρμοδιότητες διευθυντικού, συντονιστικού και ελεγκτικού χαρακτήρα για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική διεξαγωγή των εργασιών της Βουλής (άρθρ. 65 παρ. 4 Συντ.), του πρώτου από πλευράς θεσμικής σημασίας κρατικού οργάνου, ενώ
Β) υπό την ιδιότητα του άμεσου και μονοπρόσωπου κρατικού οργάνου2 αναπληρώνει προσωρινά τον ΠτΔ (άρθρ. 34 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ., άρθρ. 140 παρ. 9 ΚτΒ) όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες, αν πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, τον ενημερώνει για τη δύναμη των κομμάτων στις περιπτώσεις που ανατίθεται εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή (άρθρ. 37 παρ. 4 Συντ.), προσυπογράφει τα διατάγματα προκήρυξης δημοψηφισμάτων για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα εκτός από τα δημοσιονομικά (άρθρ. 44 παρ. 2 εδ. β΄, 35 παρ. 3 Συντ.), παραγγέλλει τη δημοσίευση στην ΕτΚ ειδικών Ψηφισμάτων με τα οποία τίθενται σε ισχύ αναθεωρηθείσες διατάξεις του Συντάγματος (άρθρ. 110 παρ. 5 Συντ.) και του ΚτΒ (άρθρ. 65 παρ. 1 Συντ., 118 παρ. 3 ΚτΒ), κληρώνει σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου για την εκδίκαση ποινικών αδικημάτων, που τέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρ. 86 παρ. 4 εδ. α΄ Συντ., 158 παρ. 2 ΚτΒ), μετά την άσκηση δίωξης από την Ολομέλεια της Βουλής, και αποστέλλει την ανωτέρω απόφαση, τα κληρωθέντα ονόματα και τη σχετική δικογραφία στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου (άρθρ. 158 παρ. 4 ΚτΒ).
 
3. Ο ΠτΒ δεν είναι ένας απλός διαχειριστής ζητημάτων αναγόμενων στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τυπικών διαδικασιών ενδοκοινοβουλευτικού χαρακτήρα, αλλά μια δυναμικότερη πολιτική οντότητα συγκεκριμένα, ένας φορέας θεσμικής και λειτουργικής ισορροπίας στο πεδίο υλοποίησης της πολιτικής εντολής – πλαίσιο, όπου αφενός παράγεται και νομιμοποείται η κρατική εξουσία και αφετέρου διασφαλίζεται ο υγιής κομματικός ανταγωνισμός.
Ιδίως, μετά τις ευρύτατες τροποποιήσεις του Κανονισμού της Βουλής (ΚτΒ), το 1987, 2001, 2008, 2010, 2011 και 2013, που συνέτειναν στην πληρότητα των διαδικασιών εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού της, διευρύνθηκαν και οι συνεχόμενες προς αυτές προεδρικές αρμοδιότητες και ενισχύθηκε ο θεσμικός του ρόλος. Μέσα στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο αναδεικνύεται, πληρέστερα, εάν οι ενέργειές του, που συνιστούν πολιτικά κρίσιμες συμπεριφορές, επιδεικνύουν θεσμική συνέπειa στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού και του πολυκομματισμού.
Εν τέλει, στο πρόσωπο του ΠτΒ αποτυπώνεται εν πολλοίς η σημασία που δίνει ένα πολίτευμα στο αντιπροσωπευτικό του σώμα. 

2. Οι ιδιοτυπίες της εκλογής του και η βιωσιμότητα του προεδρικού αξιώματος μετά τη λήξη της θητείας του φορέα του

1. Η εκλογή του ΠτΒ δεν επιφέρει μόνο την ανάδειξή του στο σχετικό αξίωμα, αλλά χαράσσει και ένα γενικό πλαίσιο “κοινοβουλευτικής δεοντολογίας”, ανταποκρινόμενο στο νόημα της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής αρχής, η παραβίαση του οποίου είναι επιδεκτική πολιτικής κύρωσης, μέσω της πρότασης μομφής (άρθρ. 65 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ., 9 παρ. 3, 150 ΚτΒ).
 
Ειδικότερα, η πρόταση μομφής νοηματοδοτεί την ουσιαστική διάσταση των σχέσεων ΠτΒ και βουλευτών, αφού δεν θα ήταν λογικά δυνατό στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής αρχής ο ΠτΒ να καταστεί πλήρως ανεξάρτητος από τους βουλευτές στο σύνολό τους. Αν η εκλογή είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα -και ολοκληρωνόταν, αποκλειστικά, με την επιλογή του προσώπου στο συγκεκριμένο αξίωμα-, θα έχανε τη νοηματική της σχέση με την αντιπροσωπευτική και κοινοβουλευτική αρχή, που, εδραιωμένες στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, νομιμοποιούν τους φορείς της πολιτικής εξουσίας.
 
2. Τη σημαντικότητα της εκλογής του ΠτΒ αναδεικνύουν και ορισμένες ιδιοτυπίες της. Συγκεκριμένα, η εκλογή του επιτελείται στα πλαίσια:
α) της αυτονομίας του αντιπροσωπευτικού σώματος έναντι της εκτελεστικής εξουσίας (άρθρ. 65 παρ. 2 Συντ., 6 παρ. 1 ΚτΒ)
β) της πρόβλεψης ειδικής συνεδρίασης και απόλυτης πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των βουλευτών (άρθρ. 7 παρ. 1, 3 ΚτΒ)3 .
 
Σε περίπτωση που κανείς από τους υποψήφιους δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο πρώτων σε ψήφους και εκλέγεται ο πλειοψηφήσας (άρθρ. 7 παρ. 3 ΚτΒ).
 
Δεδομένου, ότι η εν λόγω κοινοβουλευτική διαδικασία είναι η πρώτη μετά την ορκωμοσία των βουλευτών και χρονικά εγγύτατη προς την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη νεοεκλεγείσα Κυβέρνηση, η προβλεπόμενη πλειοψηφία για την εκλογή ΠτΒ παρέχει ισχυρό επιχείρημα στους υποστηρικτές της παρατιθέμενης εκδοχής, σχετικά με την πρόταση εμπιστοσύνης: η Κυβέρνηση, που προέρχεται από γενικές βουλευτικές εκλογές, απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής, μόνον όταν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών και όχι την πλειοψηφία του άρθρ. 84 παρ. 6 Συντ., που προβλέπεται για την αποδοχή πρότασης εμπιστοσύνης (= “απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών”)
γ) της μυστικής ψηφοφορίας (άρθρ. 7 παρ. 3 ΚτΒ), με σκοπό τη διασφάλιση:
γ1) του απεριόριστου δικαιώματος γνώμης και ψήφου των βουλευτών “κατά συνείδηση” (άρθρ. 60 παρ. 1 Συντ.)
γ2) του αδιατάρακτου των σχέσεων ΠτΒ και βουλευτών, και
γ3) της αμεροληψίας κατά την επιτέλεση των προεδρικών καθηκόντων.
 
Η διαδικασία εκλογής του ΠτΒ λαμβάνει έντονη κομματική χροιά, παρότι η κατανομή των αξιωμάτων του Προεδρείου είναι προκαθορισμένη με κριτήριο τη δύναμη των κοινοβουλευτικών ομάδων. Διότι, συνιστά την εναρκτήρια κοινοβουλευτική αναμέτρηση των κομμάτων, η οποία προοιωνίζει εν πολλοίς και την τύχη της ψήφου εμπιστοσύνης επί των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησης4.
 
Σημειωτέον, ότι υποβολή υποψηφιότητας για την ανάδειξη ΠτΒ δεν είναι παραδεκτή. Ενώ, της εκλογής δεν προηγείται συζήτηση (άρθρ. 7 παρ. 2 ΚτΒ). Η εν λόγω διάταξη -η οποία επαναλαμβάνει τη γενική διάταξη του άρθρ. 139 παρ. 3 ΚτΒ (“Της εκλογής προσώπων δεν προηγείται συζήτηση”)- προβλέπεται και στη διαδικασία ανάδειξης του ΠτΔ (άρθρ. 140 παρ. 4 ΚτΒ). Η απαγόρευση της συζήτησης αποσκοπεί, προφανώς, στη διασφάλιση του κύρους σημαντικών πολιτειακών παραγόντων (ΠτΔ, ΠτΒ), από αβάσιμες κατηγορίες, υπονομευτικές της αξιοπιστίας των φορέων τους και του κύρους των αντίστοιχων θεσμών.
 
3. Η εκλογή του ΠτΒ αποτελεί την εναρκτήρια διαδικασία (άρθρ. 65 παρ. 3 εδ. α΄ Συντ.) για τη συγκρότηση της Βουλής σε σώμα5. Ενώ, η θητεία του διαρκεί όσο και η βουλευτική περίοδος (άρθρ. 9 παρ. 1 ΚτΒ).
 
Ο ΠτΒ διατηρεί το αξίωμά του και μετά τη διάλυση της Βουλής ή τη λήξη της βουλευτικής περιόδου και έως την έναρξη των εργασιών της Βουλής της επόμενης βουλευτικής περιόδου (άρθρ. 9 παρ. 2 ΚτΒ). Η παράταση της θητείας του συμβολίζει την οιονεί ύπαρξη του αντιπροσωπευτικού σώματος στα μεσοδιαστήματα των κοινοβουλευτικών περιόδων και εξυπηρετεί την επιτέλεση των κοινοβουλευτικών έργων κατά την υποχρεωτική αναβίωσή του6 στις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπει το Σύνταγμα [= κατά την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (άρθρ. 48 Συντ.), εάν η αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά του υπερβεί τις τριάντα ημέρες, προκειμένου να αποφασίσει εάν συντρέχει περίπτωση εκλογής νέου Προέδρου (άρθρ. 34 παρ. 2 Συντ.) και σε περίπτωση πολέμου (άρθρ. 53 παρ. 3 Συντ.)]. 

3. H διασφάλιση του κύρους της θεσμικής του ιδιότητας

1. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής δεν απεκδύεται την κομματική του ιδιότητα μετά την εκλογή του (= δεν παύει να ανήκει στη δύναμη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του), σε αντίθεση προς τα αγγλοσαξωνικά κοινοβουλευτικά δεδομένα που ισχύουν για τον Speaker. Επίσης, μπορεί να θέσει υποψηφιότητα σε νέα εκλογική αναμέτρηση και να εκλεγεί βουλευτής.
 
Δεδομένου, εξάλλου, ότι αποτελεί πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού, το οποίο “μεριμνά” και για τη διασφάλιση αρμονικών σχέσεων μεταξύ Κυβέρνησης και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (= “κυβερνώσα πλειοψηφία”), ο κλονισμός των εν λόγω σχέσεων μπορεί να οδηγήσει σε κοινοβουλευτική και κυβερνητική αστάθεια, ακόμη και σε προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία.
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι η θεμελίωση και διασφάλιση του κύρους του αξιώματός του είναι δυσχερέστερη από αυτήν των παραιτούμενων από το βουλευτικό αξίωμα για την ανάληψη προεδρικών καθηκόντων. Διότι, η απόδειξη της αποδέσμευσης του Προέδρου από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία τον ανέδειξε -παρά την κοινότοπη μετεκλογική του δήλωση ότι θα είναι “Πρόεδρος όλων των βουλευτών”-, διέρχεται, πρωτίστως, μέσα:
α) από την επίταση της αμερόληπτης και αποτελεσματικής άσκησης των καθηκόντων του, που προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και του ΚτΒ, καθώς και
β) τον αέναο εμπλουτισμό του κοινοβουλευτικού γίγνεσθαι με νέες δημοκρατικές διαδικασίες και αντίστοιχες πρακτικές.
 
O ΠτΒ, καλούμενος -κατά τη “θεωρία των δύο ταυτοτήτων”- να εξισορροπήσει μεταξύ της θεσμικής και της κομματικής του ιδιότητας, οφείλει να επιλέγει, προεχόντως, τη θεσμική του ιδιότητα.
Και η πεποίθηση αυτή εμπεδώνεται στη δημοκρατική συνείδηση του εκλογικού σώματος, των βουλευτών και των κομμάτων, ιδίως όταν οι αρμοδιότητές του ασκούνται, αποκλειστικά, στα πλαίσια της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της Βουλής (άρθρ. 65 παρ. 1 Συντ.).
Η ανωτέρω στόχευση καθίσταται ασφαλέστερη, όταν ο Πρόεδρος, ασκώντας το δικαίωμα υποβολής προτάσεων για την τροποποίηση του ΚτΒ (άρθρ. 118 παρ. 1 ΚτΒ)7, συμβάλλει στην αρτιότερη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και στην εδραίωση της ενδοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
 
2. Η διασφάλιση, πάντως, του κύρους του προεδρικού αξιώματος συνέχεται με τις επιλεγόμενες πρακτικές και την προσωπικότητα του φορέα του. Προς τούτο, οφείλει να επιδεικνύει πολιτικά και προσωπικά χαρακτηριστικά, που αντανακλούν την κοινοβουλευτική παράδοση της χώρας, καθώς και το σεβασμό στο Σύνταγμα και τον ΚτΒ και τις δημοκρατικές αξίες.
Συγκεκριμένα, όταν περιορίζεται στην πιστή εφαρμογή του Συντάγματος και του ΚτΒ, και ενεργεί ως “εγγυητής της ενδοκοινοβουλευτικής νομιμότητας” -ιδίως, στη διάσταση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της ενδοκοινοβουλευτικής μειοψηφίας- σπάνια εκτίθεται σε προκλήσεις αμφισβήτησης των “ρυθμιστικών” του δυνατοτήτων.
 
΄Οταν, όμως, υπερβαίνει το εν λόγω πλαίσιο και επεκτείνεται σε πρωτοβουλίες, που αφενός απάδουν στο κύρος του αξιώματός του και αφετέρου δεν υπάγονται στις αρμοδιότητές του -αλλά προσιδιάζουν στις αντίστοιχες του Πρωθυπουργού ή αρχηγού κόμματος (λ.χ. πρόκληση εντάσεων και αντιδικιών με Υπουργούς και βουλευτές για ζητήματα κυβερνητικής πολιτικής)-, τότε υπόκειται, συχνότερα, στην κριτική έως μομφή των ενεργειών του.
 
Ο ΠτΒ, λόγω του καίριου θεσμικού του ρόλου και των λειτουργικών δυνατοτήτων με τις οποίες τον εξοπλίζει το Σύνταγμα και ο ΚτΒ εκτίθεται, συνεχώς, και ενώπιον του λαού. Διότι, καλείται να εξισορροπήσει τις αλληλοσυγκρουόμενες δυνάμεις κοινωνικών συμφερόντων και να συνδράμει στη μετουσίωση των αποσαφηνισμένων πολιτικών τους στόχων σε κανόνες δικαίου.
 
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μέτρο της νομιμοποίησης του ΠτΒ είναι η συναίνεση των βουλευτών και των κοινοβουλευτικών ομάδων στην πολιτική του, που επιτυγχάνεται μέσα από τη λειτουργικότητα των κατάλληλων κοινοβουλευτικών θεσμών και των πρόσφορων διαδικαστικών εγγυήσεων. Και αυτή η συναίνεση αποτελεί ένα αδιάψευστο κριτήριο μιας επιτυχούς προεδρικής θητείας, ιδίως όταν οι βουλευτές διασφαλίσουν ως προέχοντα δεσμευτικό γνώμονα των επιλογών τους το απαραβίαστο της “κατά συνείδηση” λειτουργικής συμπεριφοράς τους (άρθρ. 60 παρ. 1 Συντ.).
Η σημασία της προεδρικής αμεροληψίας καθίσταται, εν προκειμένω, πρόδηλη, και εκ του γεγονότος ότι η ανωτέρω συνταγματική εγγύηση θεσπίζεται όχι χάρη του προσώπου, αλλά του λειτουργήματος που επιτελεί, με τελική στόχευση την αξιοπιστία του αντιπροσωπευτικού και κοινοβουλευτικού συστήματος.
 
Η αναγνώριση λειτουργικής αποστολής στα ενδοκοινοβουλευτικά δικαιώματα των βουλευτών συνδράμει, επίσης, στην ανάδειξη της διαλεκτικής σχέσης ελευθερίας και δημοκρατίας.
Εν τέλει, η αξιόπιστη επιτέλεση των προεδρικών καθηκόντων διέρχεται μέσα από:
α) την απόρριψη κάθε προσωποπαγούς στοιχείου, υπονομευτικού της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών,
β) την ιστορική διαμόρφωση της δημοκρατικής αρχής ως κατ’ αρχήν αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, και
γ) την εδραίωση της πολιτικής πρωταρχικότητας του νομοθετικού σώματος.
 
3. Προς επίρρωση των ανωτέρω συντρέχει η διάταξη του άρθρ. 6 παρ. 3 ΚτΒ, που προβλέπει το ασυμβίβαστο του προεδρικού αξιώματος με το αξίωμα του Υπουργού ή του Υφυπουργού και την αυτοδίκαιη παραίτησή του από την ιδιότητα αυτή σε περίπτωση αποδοχής των εν λόγω θέσεων.
Eπίσης, ισχύει το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων του (άρθρ. 81 παρ. 3 Συντ.). 

4. Οι σχέσεις του προς τα λοιπά μέλη του διακομματικού Προεδρείου

1. Η χρήση του όρου “Προεδρείο της Βουλής” (τίτλ. μέρ. πρώτου, κεφ. Γ΄ ΚτΒ), παρέχει -prima facie- την αίσθηση ότι συστήνεται κοινοβουλευτικό όργανο αρμόδιο να ασκεί συλλογικά τα καθήκοντά του.
Ωστόσο, από την ανάλυση των σχετικών διατάξεων καθίσταται προφανές, ότι η συλλογικότητα του Προεδρείου παραμερίζεται και η λήψη των πολιτικά κρίσιμων αποφάσεων, καθώς και η κατεύθυνση της εφαρμογής τους ανατίθεται στον Πρόεδρο.
 
Τα λοιπά μέλη του Προεδρείου απλώς τον επικουρούν ή τον “συμβουλεύουν” στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, χωρίς να (συν)αποφασίζουν. Η “διακομματική” σύνθεση του Προεδρείου διαμορφώνει ευρύτερα περιθώρια αμεροληψίας κατά την επιτέλεση των καθηκόντων του (άρθρ. 6 παρ. 1, 2 ΚτΒ) σε συσχετισμό προς τον μονοκομματικό ΠτΒ (= Speaker). Tο εν λόγω πλεονέκτημα, όμως, καθίσταται εντελώς θεωρητικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι η λειτουργία του Ελληνικού διακομματικού Προεδρείου της Βουλής στερείται την εγγύηση που προσφέρει η δυνατότητα του εσωτερικού ελέγχου των προεδρικών πράξεων.
Συγκεκριμένα, το Προεδρείο δεν επιδρά ουσιαστικά, στη διαμόρφωση των αποφάσεων του ΠτΒ, και η κατάταξη των βουλευτών στα αξιώματά του είναι προκαθορισμένη με γνώμονα την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων.
 
2. Ο ΠτΒ μπορεί να αναθέσει σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά και κατά περίπτωση καθήκοντα, που ανήκουν στην αρμοδιότητά του, καθορίζοντας ταυτόχρονα και τους όρους άσκησής τους, αν το κρίνει σκόπιμο (άρθρ. 11 παρ. 9 ΚτΒ).
Υπ’ αυτή την έννοια έχει ένα κυρίαρχο ρόλο, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του Προεδρείου.
 
Ωστόσο, η κατάδειξη της ευαισθησίας του, ιδίως σε ζητήματα ενδοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας- ένα ζήτημα επίμαχο και διαρκούς επικαιρότητας- μπορεί να εδραιώσει την αμεροληψία του ΠτΒ και να διασφαλίσει το κύρος και την αξιοπιστία του. Και αυτό καθίσταται προφανές, με την ανάθεση της διαχείρισης σημαντικών ζητημάτων από τον τέταρτο έως και τον έβδομο Αντιπρόεδρο της Βουλής (που ανήκουν, αντίστοιχα, στην αξιωματική αντιπολίτευση έως και την τέταρτη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα της αντιπολίτευσης) (άρθρ. 6 παρ. 2 ΚτΒ). 

5. Η πρόταση μομφής κατά του ΠτΒ και των λοιπών μελών του Προεδρείου

Η εκλογή του ΠτΒ δεν είναι ένα σύνηθες ενδοκοινοβουλευτικό ζήτημα διαδικαστικού χαρακτήρα, αλλά ένα μείζονος σημασίας πολιτειακό ζήτημα, προεχόντως, αξιολογικού χαρακτήρα.
Συνεπώς, ο υποψήφιος φορέας του αξιώματος πρέπει να είναι πρόσωπο με δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό ήθος, καθώς και αποδεδειγμένης εμπειρίας και ικανοτήτων στη διαχείριση πολιτικών ζητημάτων, όπου κυριαρχεί η αμοιβαία δυσπιστία, η επιβουλή και η διχοστασία έτσι, ώστε η προοπτική άσκησης των καθηκόντων του να εντάσσεται, αρμονικά, στις νομοτέλειες της αντιπροσωπευτικής αρχής.
Τα εν λόγω “προαπαιτούμενα” συνεπάγονται -μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων- τη διαμόρφωση διαδικασιών συνεχούς ελέγχου των πράξεών του από τους βουλευτές, που να νομιμοποιούν (ή να απονομιμοποιούν) τη λειτουργική του επάρκεια.
Μέσω της δημοσιότητας των συνεδριάσεων, ο έλεγχος των “πεπραγμένων” του ΠτΒ από τους βουλευτές έχει τελικό αποδέκτη το Εκλογικό Σώμα. ‘Οταν, λοιπόν, ο κοινοβουλευτικός λόγος και οι πρακτικές του προκαλούν ακόμη και το λαϊκό αίσθημα, η ενεργοποίηση της πρότασης μομφής σε βάρος του εντάσσεται στη “δεοντολογία” της αντιπροσωπευτικής αρχής. 

Α. Οι προϋποθέσεις άσκησής της:

α. Ουσιαστικές
 
1. Ο έλεγχος κατά του ΠτΒ και των μελών του διακομματικού Προεδρείου δεν ασκείται με τις συνήθεις μορφές κοινοβουλευτικού – πολιτικού ελέγχου (λ.χ. αναφορές, ερωτήσεις, επερωτήσεις) -δεδομένου ότι δεν ασκούν κυβερνητική πολιτική-, αλλά με την κορυφαία και πλέον επώδυνη (λόγω των συνεπειών της) ελεγκτική διαδικασία της Βουλής, που είναι η πρόταση μομφής.
Ο σημαντικός ρόλος, που αναγνωρίζεται στον ΠτΒ αλλά και σε κάθε μέλος του διακομματικού Προεδρείου αναδεικνύει και το εύρος της πολιτικής τους ευθύνης κατά την επιτέλεση των κοινοβουλευτικών τους έργων.
 
2. Οι λόγοι για τους οποίους δικαιολογείται η πρόταση μομφής δεν προσδιορίζονται στον ΚτΒ8, αλλά επαφίενται στην κρίση του αντιπροσωπευτικού σώματος και ανάγονται, προεχόντως, σε πράξεις ή παραλείψεις των μελών του Προεδρείου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ειδικότερη αναφορά τους θα περιόριζε τη διακριτική ευχέρεια της Βουλής. Ενώ, η συχνή προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία για λόγους ελάσσονος σημασίας (λ.χ. πταισματικού χαρακτήρα) θα αποδομούσε, ιδίως, το κύρος του προεδρικού αξιώματος και την αξιοπιστία των φορέων του και θα παρακώλυε την ομαλή λειτουργία του αντιπροσωπευτικού σώματος.
Ενδεικτικά, ως λόγοι τεκμηριώνοντες την πρόταση μορφής κατά του ΠτΒ θα μπορούσαν να καθοριστούν οι εξής: η εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος και του ΚτΒ, η καταχρηστική άσκηση των αρμοδιοτήτων του, η μετουσίωσή του από πολιτειακό σε κομματικό παράγοντα, η παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας των κοινοβουλευτικών έργων, η αδικαιολόγητη απουσία ή η άρνηση επιτέλεσης των καθηκόντων του (ιδίως σε κρίσιμες συνεδριάσεις της Βουλής), η πρόδηλη αδυναμία του να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις του θεσμικού του ρόλου, οι εκδηλώσεις αυταρχικής συμπεριφοράς του έναντι των βουλευτών και αντίστοιχης απαξιωτικής έναντι του ΠτΔ, του Πρωθυπουργού, των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υφυπουργών, καθώς και η κατά συρροήν ανάσχεση του κυβερνητικού έργου για την εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών.
Στην πρόταση μομφής πρέπει να μνημονεύονται, επακριβώς, τα στοιχεία των προεδρικών πράξεων ή παραλείψεων τα οποία θεμελιώνουν τους ανωτέρω λόγους. Συγκεκριμένα, απαιτείται κατάδειξη επιζήμιων για τη λειτουργία της Βουλής επιλογών και χειρισμών.
Συνεπώς, εάν η σχετική πρόταση πάσχει από έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης, τα κίνητρα του σχετικού εγχειρήματος θα μπορούσαν να αποδοθούν, μάλλον, στην επιδίωξη πολιτικής υπονόμευσης του φορέα του αξιώματος.
 
3. Η άσκηση της πρότασης μομφής υπακούει στην ανάγκη διττής προστασίας:
α) αφενός των συμφερόντων του αντιπροσωπευτικού οργάνου, των κοινοβουλευτικών ομάδων και των βουλευτών από μέλη του διακομματικού Προεδρείου, και
β) αφετέρου του Προέδρου, καθώς και των λοιπών μελών του Προεδρείου από αβάσιμες και υστερόβουλες κατηγορίες προερχόμενες εκ μέρους πολιτικών τους αντιπάλων, προκειμένου να προστατευθεί το προσωπικό τους κύρος, αλλά και η αξιοπιστία των κοινοβουλευτικών θεσμών.
 
β. Διαδικαστικές
 
1. Ο καταλογισμός πολιτικής ευθύνης στον ΠτΒ ή στα μέλη του Προεδρείου, καθώς και η σχετική ομολογία τους προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρ. 65 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ., 9 παρ. 3 ΚτΒ και οργανώνεται διαδικαστικά στη διάταξη του άρθρ. 150 ΚτΒ.
Ειδικότερα, η Βουλή μπορεί να εκφράσει μομφή κατά των ανωτέρω, μετά από γραπτή πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών (άρθρ. 150 παρ. 1 ΚτΒ)9. Λόγω της σοβαρότητας του θέματος, ο απαιτούμενος αριθμός των βουλευτών ταυτίζεται προς τον αντίστοιχο της πρότασης δυσπιστίας εναντίον της Κυβέρνησης ή μέλους αυτής (άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ.).
Η πρόταση υποβάλλεται στη διάρκεια συνεδρίασης της Ολομέλειας και πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια τους λόγους της μομφής (= τις καταλογιζόμενες ή ομολογούμενες πράξεις ή παραλείψεις) (άρθρ. 150 παρ. 2 ΚτΒ).
Δεν μπορεί να υποβ ληθεί συλλογικά κατά του Προεδρείου, αλλά ατομικά κατά συγκεκριμένου μέλους ή του Προέδρου της. Αν και το Προεδρείο θεωρείται ενιαίο και αδιαίρετο, οι λόγοι οι οποίοι προκαλούν την πρόταση μομφής κατά συγκεκριμένου μέλους του δεν το καθιστούν αλληλέγγυο στη συγκεκριμένη ατομική ευθύνη10. Η διακομματική σύνθεσή του δεν επιδρά στη διαμόρφωση των αποφάσεών του ως συλλογικού οργάνου, που λειτουργεί κατά τα πρότυπα της Κυβέρνησης.
 
Συνεπώς, πρόταση μομφής που στρέφεται κατά συγκεκριμένου μέλους του, ακόμη και κατά του Προέδρου, δεν συμπαρασύρει σε παραίτηση και τα λοιπά μέλη του Προεδρείου. ΄Αλλωστε, μια συνολική πρόταση μομφής εναντίον όλων των μελών του Προεδρείου θα ισοδυναμούσε με εξουδετέρωση του διευθυντικού οργάνου της Βουλής και ουσιαστική κατάργηση της λειτουργίας της.
 
2. Αν διαπιστωθεί, ότι η πρόταση μομφής υπογράφεται από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό βουλευτών ορίζεται, ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, ημέρα συζήτησης της πρότασης σε μία από τις δύο επόμενες συνεδριάσεις κοινοβουλευτικού ελέγχου (άρθρ. 150 παρ. 2 ΚτΒ), χωρίς να διακόπτονται οι εργασίες της Βουλής. Διότι, παρά τη σημαντικότητα του ζητήματος, προέχουσας σημασίας είναι η αδιάλειπτη και εύρυθμη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού σώματος. 

Β. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας και οι συνεπαγωγές της αποδοχής της

1. Η συζήτηση της πρότασης ολοκληρώνεται σε μία συνεδρίαση (άρθρ. 150 παρ. 3 ΚτΒ). Ο εν λόγω περιορισμός οφείλεται στην ανάγκη ταχείας διευθέτησης ενός ζητήματος ενδοκοινοβουλευτικής ηθικής τάξης.
Σ’ αυτήν μετέχουν έως πέντε από τους βουλευτές που υπέγραψαν την πρόταση, έως πέντε βουλευτές που δεν είναι μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας εκείνων που την υπέβαλαν, το μέλος του Προεδρείου κατά του οποίου στρέφεται, οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και η Κυβέρνηση (άρθρ. 150 παρ. 3 ΚτΒ). Η πρόβλεψη συμμετοχής περιορισμένου αριθμού βουλευτών ανάγεται στους ανωτέρω λόγους.
Μόνο το μέλος του Προεδρείου κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση μομφής έχει δικαίωμα μακράς αγόρευσης (60΄), προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα επαρκούς υπεράσπισής του. Ενώ, ο διατιθέμενος χρόνος για τους λοιπούς αγορητές καθορίζεται μέσω της αναλογικής εφαρμογής της διάταξης για την καταρχήν συζήτηση νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων (άρθρ. 150 παρ. 3, 97 ΚτΒ).
 
2. Ο ΚτΒ δεν προβλέπει την αποχή των μελών του Προεδρείου από την άσκηση των καθηκόντων τους στη διάρκεια της συζήτησης. Προφανώς, θεωρεί δεδομένη την ευθιξία και αυτονόητη τη δεοντολογία της στάσης τους σ’ ένα ζήτημα που διακυβεύει, πέραν της προσωπικής του αξιοπρέπειας, το κύρος και την αξιοπιστία του αντιπροσωπευτικού σώματος.
Η πρόταση μομφής γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών και συνεπάγεται την πρόωρη λήξη της θητείας του μέλους κατά του οποίου στρέφεται11 (άρθρ. 65 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ., 150 παρ. 4, 142 παρ. 7, 9 παρ. 3 ΚτΒ). 

Γ. Οι περιορισμοί στην κατάθεση νέας πρότασης μομφής

1. Για να αποφευχθεί η καταχρηστική άσκηση της πρότασης μομφής κατά του ΠτΒ, η διάταξη του άρθρ. 150 παρ. 5 εδ. α΄ ΚτΒ προβλέπει ότι δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πριν περάσουν έξι μήνες από την απόρριψη όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών12.
Με την εν λόγω εξαίρεση -ιδίως στη διάσταση της προβλεπόμενης πλειοψηφίας- εισάγεται τεκμήριο αποδοχής της πρότασης λόγω σοβαρών ενδείξεων διάπραξης νέας παράνομης συμπεριφοράς, που χρήζει άμεσης διερεύνησης για τον καταλογισμό τυχόν πολιτικών ευθυνών.
Αν η πρόταση μομφής στρέφεται εναντίον άλλου μέλους του Προεδρείου, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση κατά του μέλους αυτού πριν περάσουν τρεις μήνες (άρθρ. 150 παρ. 5 εδ. β΄ ΚτΒ) από την απόρριψη όμοιας πρότασης.
Συνεπώς, μόνο σε ακραίες περιπτώσεις πολιτικής ευθύνης προβλέπεται η δυνατότητα παράκαμψης των χρονικών δεσμεύσεων για την ενεργοποίηση της σχετικής διαδικασίας, και υπό την προϋπόθεση της διασφάλισης αυξημένης πλειοψηφίας προτεινόντων βουλευτών.
 
2. Οι αναπτυχθείσες διαδικαστικές ανασχέσεις στην πρόταση δυσπιστίας κατά του ΠτΒ και των μελών του Προεδρείου (τόσο στο επίπεδο του παραδεκτού της πρότασης όσο και στο αντίστοιχο της αποδοχής της) -παρότι αποδυναμώνουν το εν λόγω δικαίωμα, που ασκείται συνήθως από την αντιπολίτευση, θέτοντάς το υπό αυστηρά οριοθετημένες εγγυήσεις-, αποσκοπούν στη αποφυγή δυσμενών συνεπαγωγών τόσο στη λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα των κοινοβουλευτικών έργων, όσο και στη βιωσιμότητα του κύρους και της αξιοπιστίας του αντιπροσωπευτικού σώματος. Επίσης, αποτρέπουν ενδεχόμενο κλονισμό της κυβερνώσας πλειοψηφίας, λόγω της δημοσιότητας που λαμβάνουν οι σχετικές συζητήσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. ΄Αλλωστε, ο καθ’ ου η πρόταση μομφής (ΠτΒ έως και τρίτος Αντιπρόεδρος) είναι, προεχόντως, δική της επιλογή.
Ενώ, η διαφοροποίηση στο χρόνο επανακατάθεσης προτάσεων μομφής καταδεικνύει την πρωταξία που αναγνωρίζει ο ΚτΒ στον ΠτΒ έναντι των λοιπών μελών του Προεδρείου, η οποία συνέχεται με το κύρος του θεσμικού του ρόλου και τις απότοκες αυτού αρνητικές συνεπαγωγές από ενδεχόμενη αποδοχή της. 

Δ. Η πρακτική του θεσμού

α. Στα πλαίσια του “Συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα”
 
1. Στις 6 Μαρτίου 1936 συνήλθε η (προελθούσα από τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου) Γ΄ Αναθεωρητική Βουλή, για να εκλέξει τον Πρόεδρό της. Στη δεύτερη ψηφοφορία εξελέγη ο υποψήφιος του κόμματος των “Φιλελευθέρων” Θ. Σοφούλης με την υποστήριξη του “Παλλαϊκού Μετώπου”. Η εν λόγω εξέλιξη εντασσόταν στα πλαίσια των υποχρεώσεων τις οποίες ανέλαβε το “Παλλαϊκό Μέτωπο” μέσω του μυστικού “Συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα”, που συνιστούσε μια “συμφωνία πολιτικών ανταλλαγμάτων”.
Ωστόσο, η μη τήρηση των υποχρεώσεων του Συμφώνου εκ μέρους του κόμματος των “Φιλελευθέρων” (λ.χ. η κατάργηση του Ν. 4229/1929 “Περί ιδιωνύμου αδικήματος” και των επιτροπών ασφαλείας, η καθιέρωση ως πάγιου εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής κ.ά.) συνέβαλε στην αποκάλυψη του περιεχομένου του.
 
2. Απόρροια των ανωτέρω εξελίξεων ήταν η κατάθεση πρότασης μομφής από τον Ι. Ράλλη κατά του Θ. Σοφούλη, διότι με την εν λόγω Συμφωνία -της οποίας υπήρξε εμπνευστής- παραβίασε το “ηθικό και αξιακό υπόβαθρο” των αστικών κομμάτων. Ο Ι. Ράλλης, όμως, παρέβλεπε ότι και το “Λαϊκό Κόμμα” είχε ξεκινήσει μυστικές συνομιλίες με εκπροσώπους του “Παλλαϊκού Μετώπου”.
Εν τέλει, η πρόταση μομφής κατά του ΠτΒ απορρίφθηκε με 165 ψήφους κατά έναντι 85.
Στην αγόρευσή του, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω διαδικασίας -που αποτελεί “μνημείο αυτοκριτικής” του πολιτικού κόσμου-, ο Θ. Σοφούλης απέρριψε τις ανωτέρω κατηγορίες, εντάσσοντας την υπογραφή του Συμφώνου στα πλαίσια μιας “ιδιότυπης πολιτικής συνεργασίας” κοινοβουλευτικά εκπροσωπούμενων κομμάτων. Παράλληλα, υπαινίχθηκε -σε επίπεδο πολιτικής ευθύνης- την παθητικότητα και εθελοτυφλία των βουλευτών στις αντισυνταγματικές πρωτοβουλίες του βασιλιά, που υπέθαλψαν την άνοδο του Ι. Μεταξά στην πρωθυπουργία (14 Μαρτίου 1936) και προλείαναν την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936. Τούτο αποκαλύπτει, επιγραμματικά το παρατιθέμενο απόσπασμα της αγόρευσής του: “(…). Τα μίση μας, αι ασχημίαι, η εμπάθεια η οποία έχει αποκορυφώσει τον διχασμό του ΄Εθνους και δημιουργήσει (…), ένα κίνδυνον σύροντα το ΄Εθνος εις πλήρη καταστροφήν και την τελείαν αποσύνθεσίν του, αυτός είναι ο προσεχής, ορατός, ο απτός κίνδυνος. Και η καταφρόνησις προς πάσαν ηθικήν αξίαν και προς πάσαν ηθικήν έννοιαν έχει κλονίσει πλέον τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος, ώστε να μην υπολείπεται πλέον εις τους ενδεχομένους ανατροπείς του κοινωνικού καθεστώτος βαρύ το έργον”.
 
β. Υπό την ισχύν του Συντάγματος 1975
 
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, παρά τον ταραχώδη πολιτικό βίο της χώρας, ιδίως στις περιόδους 1946 – 1949 και 1960 – 1967, δεν προσέφυγε στην ενεργοποίηση της εξεταζόμενης διαδικασίας, αν και συνιστά το έσχατο ελεγκτικό εγχείρημα για την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής ομαλότητας σε επίπεδο διεύθυνσης και εκπροσώπησης του αντιπροσωπευτικού σώματος.
Ενώ, υπό την ισχύν του Συντάγματος 1975 και των ΚτΒ 1975, 1987 -που διέτρεξαν την πλέον μακραίωνη περίοδο ομαλού κοινοβουλευτικού βίου- και παρά τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ΠτΒ, ο εξεταζόμενος θεσμός αντιμετωπίσθηκε με εξαιρετική φειδώ.
β1. Για παραβίαση διατάξεων του Συντάγματος (άρθρ. 60 παρ. 1) και του KτΒ/ 1975 (άρθρ. 67 παρ. 3, 70 παρ. 1), κατά τη διαδικασία εκλογής ΠτΔ/1.4.1985
 
1. Στη συνεδρίαση ΡΙΓ΄/29.3.1985 της Ολομέλειας της Βουλής, βουλευτές της “Νέας Δημοκρατίας” (Ν.Δ.) κατέθεσαν πρόταση μομφής, συλλήβδην, κατά του Προεδρείου, παρότι η σχετική διάταξη του ΚτΒ/1975 (άρθρ. 14 παρ. 1) προέβλεπε τη δυνατότητα έκφρασης μομφής μόνο σε βάρος του ΠτΒ ή μέλους του Προεδρείου της.
Σε σχετική παρατήρηση του Αναπληρωτή Προέδρου της Βουλής, ότι μομφή κατά του Προεδρείου θα συνεπαγόταν, ουσιαστικά, την κατάργησή του, ο Πρόεδρος της Ν.Δ. Κ. Μητσοτάκης διευκρίνησε, ότι η σχετική πρόταση στρεφόταν, προφανώς, κατά του -αναπληρούντος τον ΠτΒ- Α΄ Αντιπροέδρου της Βουλής Μ. Στεφανίδη. Διότι, διηύθυνε τις εργασίες του σώματος στις επίμαχες ψηφοφορίες εκλογής ΠτΔ (της 17ης, 23ης και 29ης Μαρτίου 1985) κατά τρόπο που κατέστησε “αμφισβητήσιμη τη νομιμότητα του αποτελέσματος” και προκάλεσε “πολιτειακή αβεβαιότητα”.
 
Κατά τον βουλευτή Κ. Στεφανόπουλο, η κατάθεση μομφής εναντίον όλων των μελών του Προεδρείου υποδήλωνε, ότι οι συμπράττοντες στη διεύθυνση των εργασιών της Βουλής δεν απέτρεψαν την κατά συρροήν αντισυνταγματική εκτροπή του προεδρεύοντα. Περαιτέρω εκτιμούσε, ότι όταν κωλύονται, να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους, πέραν του Προέδρου, και όλοι οι Αντιπρόεδροι της Βουλής, τότε δεν ανακύπτει ζήτημα αναστολής των κοινοβουλευτικών εργασιών, δεδομένου ότι -κατά το άρθρ. 8 παρ. 1 ΚτΒ- καλείται να προεδρεύσει ο πρεσβύτερος των παρόντων βουλευτών13.
Σε παρατήρηση του Προέδρου της Ν.Δ. σχετικά με την εκδήλωση της ευαισθησίας του καθ’ ου η πρόταση μομφής να κατέλθει από την ΄Εδρα, ο προεδρεύων της Βουλής έκρινε ότι κατάλληλος χρόνος προς τούτο ήταν η έναρξη της συζήτησης του ζητήματος στην Ολομέλεια και όχι της ανακοίνωσής του στο Σώμα.
Επίσης, ο Μ. Στεφανίδης εκτιμούσε ότι η διακοπή της ψηφοφορίας για την ανάδειξη του ΠτΔ, προκειμένου να συζητηθεί η κατατεθείσα πρόταση μομφής, θα συνιστούσε προφανή παράβαση του Συντάγματος (άρθρ. 32), ιδίως του ΚτΒ, που απαγορεύει οποιαδήποτε διακοπή της διαδικασίας καθώς και συζήτηση ή δικαιολόγηση ψήφου (άρθρ. 71 παρ. 2 εδ. γ΄, 100 παρ. 3). Και αν συνέτρεχαν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, τότε θα ήταν βάσιμη η κατάθεση πρότασης μομφής.
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις συνέτειναν -κατά τον αγορητή- να ανακοινωθεί στο Σώμα η υποβολή της πρότασης μομφής και, ασχέτως του “δικονομικά απαραδέκτου” της, να καθορισθεί ημέρα συζήτησης, μετά την αποπεράτωση της ψηφοφορίας και την αναγγελία του αποτελέσματος εκλογής ΠτΔ.
 
2. Οι λόγοι, που τεκμηρίωναν την πρόταση μομφής, της 29ης Μαρτίου 1985, κατά του προεδρεύοντα της Βουλής, υπήρξαν οι εξής:
α) “(…), κατά παράβαση του άρθρου 60 παρ. 1 του Συντάγματος, (…), επέτρεψε (…) την ασφυκτικήν περικύκλωσιν του Μεγάρου της Εθνικής Αντιπροσωπείας από οπαδούς του ΠΑΣΟΚ (…), με αποκλειστικό στόχο τον επηρεασμό των Βουλευτών για να ψηφίσουν τον υποδεικνυόμενον υποψήφιον Πρόεδρον της Δημοκρατίας (…).
β) (…), κατά παράβαση του Κανονισμού της Βουλής, που ορίζει στο άρθρο 67 παρ. 3 ότι “η ψηφοφορία περί πάσης εκλογής προσώπων (…) είναι μυστική”, το Προεδρείο της Βουλής επέτρεψε εντός της Αιθούσης της Βουλής μέτρα αστυνομεύσεως των Βουλευτών και καταργήσεως της μυστικότητας της ψηφοφορίας (…), τα οποία προσβάλλουν την προσωπικότητα των Βουλευτών και τους υποβαθμίζουν.
γ) (…), κατά παράβαση του Κανονισμού της Βουλής επέτρεψε την εγκατάσταση, στην Αίθουσα της Βουλής, εξαιρετικά σήμερα, ισχυρότατου φωτισμού και μεγάλου αριθμού μηχανών λήψεως, με προφανή σκοπό τη λεπτομερειακή παρακολούθηση των ενεργειών των Βουλευτών, την άσκηση σοβαρής ψυχολογικής βίας εις βάρος τους, την κατάργηση της μυστικότητας της ψηφοφορίας και το απαραβίαστο δικαίωμά τους να ψηφίζουν κατά συνείδηση.
δ) (…), κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος και βάσει αποφάσεως της πλειοψηφίας της Βουλής, αναρμοδίως ληφθείσης, επέτρεψε στον αναπληρούντα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Πρόεδρο της Βουλής, να μετάσχει στην ψηφοφορία.
ε) (…), κατά παράβαση της παραδόσεως του Σώματος, τα ψηφοδέλτια διανεμήθηκαν μετά την έναρξη της συνεδριάσεως της Βουλής και δεν τέθηκε στη διάθεση των Βουλευτών “επαρκής αριθμός παρά την ψηφοδόχον” κατά παράβαση του άρθρου 70 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής.
στ) (…), κατά παράβαση του Κανονισμού της Βουλής και του Συντάγματος χρησιμοποιήθηκαν έγχρωμα ψηφοδέλτια με τα οποία επεδιώχθη η αποκάλυψη του μυστικού της ψηφοφορίας”.
 
Στους ανωτέρω λόγους, ο καθ’ ου η πρόταση (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής Μ. Στεφανίδης) αντέτεινε τα εξής:
α) “Η ευθύνη του Προέδρου, (…), είναι εντός της Αιθούσης της Βουλής, (…). (…) δεν υπήρξε τίποτε το παράτυπο εντός αυτού του χώρου.
β) Δεν ήτο δυνατόν να ελέγξω και να παρακολουθήσω τα βλέμματα 300 βουλευτών, ή έστω 180 που ψήφισαν προς ποία κατεύθυνση εστρέφοντο (…).
γ) Διεπίστωσα ότι ο φωτισμός ήταν όμοιος με άλλες παλαιότερες συνεδριάσεις και οι προβολείς είχαν τοποθετηθεί σε προϋπάρχοντα μόνιμα σιδηρά ερείσματα όλης της Αιθούσης και ήτο αδύνατο να ελέγξω το βαθμό της εντάσεως του φωτός, γιατί στερούμαι ηλεκτρολογικών γνώσεων.
δ) Ο Πρόεδρος κ. Αλευράς (…) εψήφισε στην τρίτη και τελευταία ειδική συνεδρίαση της Βουλής και στη διεξαχθείσα ψηφοφορία, έπειτα από ληφθείσα  σε συνεδρίαση του Σώματος απόφαση ότι δικαιούται να μετάσχει της ψηφοφορίας ως βουλευτής Αθηνών, που αναπληρώσας τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διετήρησε την ιδιότητα του Βουλευτού, ανασταλείσης μόνο της ιδιότητας αυτού ως Προέδρου της Βουλής (…), θεώρησα και πίστευα (…) ως Βουλευτής, ο οποίος (…) ψήφισα στο ερώτημα που ετέθη από το Προεδρείο, ότι πράγματι ο Αναπληρωτής Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει αναφαίρετο δικαίωμα να ψηφίσει στην εκλογή κατ’ εξοχήν του Προέδρου της Δημοκρατίας.
ε) Πλησίον της ψηφοδόχου υπήρχον όμοια ψηφοδέλτια και φάκελλοι: 50 την πρώτη φορά και 60-70 τη δεύτερη υπ’ ευθύνη των παρισταμένων της Βουλής.
στ) Ο Κανονισμός της Βουλής ως ειδικός εκλογικός νόμος, στις διατάξεις που αφορούν εκλογές στη Βουλή, δεν απαγορεύει τη χρησιμοποίηση έγχρωμων ψηφοδελτίων.
 
Η διάταξη του άρθρου 70 όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά τουναντίον αναφέρει στην τρίτη παράγραφο ότι εκτός αυτών των ψηφοδελτίων -τα οποία μπορεί να είναι έγχρωμα- απαιτείται και το λευκό, που παραδίδεται στο Βουλευτή χωριστά (…). Όταν είναι υποχρεωτικό το ψηφοδέλτιον να είναι εκ λευκού χάρτου θα πρέπει να υπάρχουν λευκά που θα περιέχουν τα ονόματα των υποψηφίων ή του υποψηφίου και λευκό το οποίο ο ψηφίζων Βουλευτής θα ρίπτει ως λευκό, δηλαδή ως μη γεγραμμένο.
Επομένως, γίνεται η αντιδιαστολή και υπάρχει αυτό το διπλούν argumentum a contrario”.
 
3. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο ΚτΒ του 1975 δεν προέβλεπε τους έχοντες το δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση της διαδικασίας του άρθρ. 14. Ορθώς, πάντως, εκτιμήθηκε από τον προεδρεύοντα Π. Κρητικό, ότι τα μέλη της Κυβέρνησης, που απολάμβαναν της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής -όπως, εν προκειμένω ο Υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Α. Μαγκάκης-, μπορούσαν να παραστούν, αλλά και να μετάσχουν, νομίμως, στις συζητήσεις, όπως, άλλωστε, και στις προτάσεις μομφής κατά μελών της Κυβέρνησης. Διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 14 παρ. 3 ΚτΒ “Διά την συζήτησιν και την λήψιν αποφάσεων επί προτάσεως κατά μελών του Προεδρείου της Βουλής τηρούνται αναλόγως αι κείμεναι διατάξεις περί προτάσεως μομφής κατά μέλους της Κυβερνήσεως” περαιτέρω, ότι “Η πρότασις κατηγορίας (…) συζητείται (…), μετά περιωρισμένην συζήτησιν κατά τας διατάξεις του άρθρου 76 παρ. 1 (…)” (άρθρ. 102 παρ. 3 ΚτΒ) και “(…) οι Υπουργοί ακούονται πάντοτε” (άρθρ. 76 παρ. 1 ΚτΒ).
Στην ονομαστική ψηφοφορία, συμμετείχαν 153 βουλευτές: κατά της πρότασης ψήφισαν 152 και ένας, ο καθ’ ου η μομφή, δήλωσε “παρών”.
 
4. Πάντως, ασχέτως της απαλλαγής του αναπληρούντος τον ΠτΒ από τις εναντίον του κατηγορίες- εδραιωμένης, ουσιαστικά, στην εξάρτηση των βουλευτών από τις κομματικές τους ηγεσίες (στα πλαίσια της “κομματικής πειθαρχίας”), και στην ανάθεση στις κοινοβουλευτικές ομάδες του δικαιώματος να υποδεικνύουν τους υποψήφιους ΠτΔ [ΚτΒ 1975 (100 παρ. 2 εδ. β΄) και 1987 (140 παρ. 5)]-, οι μεθοδεύσεις των έγχρωμων “ομοιόμορφων” ψηφοδελτίων συνέτειναν στην παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας για την ανάδειξη ΠτΔ. ΄Αλλωστε, στην αναδρομική συγκάλυψή της -δεδομένου ότι δεν περιεχόταν στην από 9 Μαρτίου 1985 “πρόταση αναθεώρησης συνταγματικών διατάξεων”- απέβλεπε η καθυστερημένη πρόταση αναθεώρησης του άρθρ. 32 παρ. 1 Συντ., εν τέλει η συνταγματοποίηση της ονομαστικής (φανερής) αντί της μυστικής ψηφοφορίας.      
Ενώ, η συνταγματικά ελαττωματική και αμφισβητηθείσα -λόγω της συμμετοχής του προσωρινού ΠτΔ στην οριακή πλειοψηφία της τρίτης ψηφοφορίας- προεδρική εκλογή της 29ης Μαρτίου 1985, “νομιμοποιήθηκε” με αναγωγή στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, λόγω του ευνοϊκού (για το ΠΑ.ΣΟ.Κ.) αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών της 2ας Ιουνίου 198514.
 
β2. Για παραβίαση των άρθρ. 84 Συντ. και 142 ΚτΒ/1987
 
1. Κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, της 30ής Μαρτίου 2014, κατατέθηκε από βουλευτές του “Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς” (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) πρόταση δυσπιστίας κατά του Υπουργού των Οικονομικών Γ. Στουρνάρα (άρθρ. 84 Συντ. και 142 ΚτΒ), με το σκεπτικό ότι το συζητούμενο στην Ολομέλεια της Βουλής πολυνομοσχέδιο ήταν, άκρως, επιζήμιο για τη χώρα (διότι, “εκχωρείτο ο έλεγχος των τραπεζών (…) σε αυτούς που δημιούργησαν την κρίση”, “άνοιγε ο δρόμος για νέες απώλειες δημόσιου χρήματος” και “επιβαρυνόταν το δημόσιο χρέος της χώρας”.
Ο ΠτΒ Ε. Μεϊμαράκης αρνήθηκε να εισαγάγει την εν λόγω πρόταση για συζήτηση και την έθεσε ως παρεμπίπτον ζήτημα σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια της Βουλής. Προς τούτο, επικαλέστηκε τη μη παρέλευση εξαμήνου από την απόρριψη προηγούμενης πρότασης δυσπιστίας/10 Δεκεμβρίου 2013, που στρεφόταν, συλλογικά, κατά της Κυβέρνησης.
 
2. Για τους ανωτέρω λόγους, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α. Τσίπρας και 70 βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατέθεσαν πρόταση μομφής κατά του ΠτΒ Ε. Μεϊμαράκη για τη “δικονομική συμπεριφορά” του, την οποία έκριναν ως “ανάρμοστη στην κοινοβουλευτική δεοντολογία”. Σημειωτέον, ότι την πρόταση μομφής συνυπέγραψε και ο τέταρτος Αντιπρόεδρος της Βουλής (και βουλευτής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) Γ. Δραγασάκης.
Κατά τους υποστηρικτές της πρότασης, η εν λόγω πρωτοβουλία δεν απέβλεπε στην απαξίωση του ΠτΒ λόγω πλημμελούς επιτέλεσης των κοινοβουλευτικών του έργων, αλλά στην “αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει ο ΚτΒ” με σκοπό “την αναβάθμιση των κοινοβουλευτικών λειτουργιών στη μεταμοντέρνα εποχή”.
Ενώ, οι βουλευτές της συμπολίτευσης αντέτειναν, ότι ο ΠτΒ βρέθηκε ενώπιον ενός “απαραδέκτου” που τον εμπόδιζε να εξετάσει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Και, παρότι θα μπορούσε να την απορρίψει για λόγους τυπικούς -δεδομένου, ότι ως “δικαιοδοτών” υποστήριζε ότι το επίμαχο εξάμηνο (άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α΄ Συντ.) “καλύπτει και τους υπουργούς όταν ασκούν κυβερνητική πολιτική”-, την παρέπεμψε στην Ολομέλεια της Βουλής για πληρέστερη εξέταση του παραδεκτού της υπόθεσης και της κατ’ ουσίαν εξέτασής της.
Κατά την ονομαστική ψηφοφορία ψήφισαν 241 βουλευτές: 165 τάχθηκαν κατά της πρότασης και 76 υπέρ.
 
3. Σημειωτέον, ότι ο συντακτικός νομοθέτης προέβλεψε (άρθρ. 84 παρ. 3) τη δυνατότητα κατάθεσης νέας πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης ή μέλους αυτής και πριν από την παρέλευση εξαμήνου μόνο κατ’ εξαίρεση (“εφόσον είναι υπογεγραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών”), προκειμένου να διασφαλισθεί, προεχόντως, η κυβερνητική σταθερότητα. Ακόμη και αν αυτή στρέφεται κατά συγκεκριμένου Υπουργού -εν προκειμένω του Υπουργού των Οικονομικών, ιδίως υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης- κλονίζει την πολιτική αξιοπιστία της Κυβέρνησης συλλογικά και διακυβεύει τη σταθερότητά της. Η διαδικαστική προϋπόθεση της παρέλευσης εξαμήνου διασφαλίζει, δευτερευόντως, και την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του αντιπροσωπευτικού σώματος.
Συνεπώς, δεν ήταν απαραίτητη η προσφυγή του ΠτΒ στην Ολομέλεια για το παραδεκτό της υποβολής πρότασης δυσπιστίας πριν από την παρέλευση εξαμήνου, αλλά μια “απλή διαπιστωτική πράξη του”15.
 
Ε. Ο θεσμικός ρόλος του ΠτΒ και τα κριτήρια επιλογής της πρότασης μομφής
 
1. Tα στοιχεία που θα πρέπει να διακρίνουν τον ΠτΒ κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του είναι η εδραίωση του κύρους και της αξιοπιστίας του αντιπροσωπευτικού σώματος και του πολιτειακού του ρόλου, καθώς και η προαγωγή των κοινοβουλευτικών εργασιών. Τούτο επιτυγχάνεται μέσα από τη διασφάλιση της θεσμικής και λειτουργικής ισορροπίας μεταξύ Κυβέρνησης, κοινοβουλευτικών ομάδων και βουλευτών, καθώς και την αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του.
΄Ομως, δεν πρέπει να παροράται, ότι ο ΠτΒ έχει κομματική προέλευση (= είναι βουλευτής της πλειοψηφίας), την οποία δεν αποβάλλει μετά την εκλογή του στην Προεδρία συνεπώς, ο ρόλος του εντάσσεται στα πλαίσια του ενδοκοινοβουλευτικού διπολισμού (= κυβερνώσας πλειοψηφίας και αντιπολιτευόμενης μειοψηφίας). Και η κομματική του “ταυτότητα” μπορεί να αναδειχθεί, πέραν της άσκησης των καθηκόντων του, ιδίως, κατά τη συμμετοχή του στην ουσία των συζητήσεων, καθώς και στις επακόλουθες αυτών ψηφοφορίες.
Ειδικότερα, κατά το άρθρ. 66 παρ. 2 ΚτΒ, ο ΠτΒ ομιλεί από την έδρα. Εάν, όμως, θέλει να αναφερθεί στην ουσία του συζητούμενου θέματος, παραχωρεί τη θέση του στον αναπληρωτή του (άρθρ. 10 παρ. 3 ΚτΒ) και δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτήν πριν λήξει η συζήτηση για το εν λόγω θέμα.
Ο πρόσκαιρος αποκλεισμός της επανόδου του Προέδρου στην έδρα αποσκοπεί στο ανεπηρέαστο του Σώματος από τις απόψεις που εξέθεσε κατά την ουσιαστική πραγμάτευση του θέματος.
 
Δεδομένου, όμως, ότι είναι βουλευτής της κυβερνώσας πλειοψηφίας, υπάρχει σφόδρα πιθανός ο κίνδυνος της άσκησης των αρμοδιοτήτων του, ευσχήμως, υπέρ αυτής ή της εξάρτησής του από την εκτελεστική εξουσία.
 
Συγκεκριμένα, εάν οι διευρυμένες αρμοδιότητές του και οι αντίστοιχες πρακτικές τους περιορισθούν στην ενίσχυση του “εξορθολογισμού” των κοινοβουλευτικών διαδικασιών [λ.χ. στις οργανωμένες συζητήσεις (άρθρ. 107 ΚτΒ), στις συνοπτικές νομοθετικές διαδικασίες (άρθρ. 108-110 ΚτΒ), στον επίκαιρο κοινοβουλευτικό έλεγχο (άρθρ. 129-132Α, 138 ΚτΒ)16], που συμβάλλει, ιδίως, στη συνοχή των κοινοβουλευτικών ομάδων, τούτο θα ενισχύσει, έμμεσα, και την εκτελεστική εξουσία εν προκειμένω, την Κυβέρνηση, η οποία, διά του Πρωθυπουργού και συγχρόνως Προέδρου του πλειοψηφούντος κόμματος και της πλειοψηφούσας κοινοβουλευτικής ομάδας, επιδιώκει την αρραγή δόμηση και την πειθαρχημένη λειτουργία της κυβερνώσας πλειοψηφίας.
Αντίθετα, η αμεροληψία του ΠτΒ, που επιτυγχάνεται, ιδίως, μέσω του “εκδημοκρατισμού” των ενδοκοινοβουλευτικών διαδικασιών, υποδηλώνει:
α) τη λειτουργία του ως “εξισορροπητικού θεσμικού αντισταθμίσματος” στην κυβερνώσα πλειοψηφία, η οποία μπορεί να καταστεί, εξ αντικειμένου και “δυνάμει”, επιρρεπής σε καταχρηστική άσκηση των ενδοκοινοβουλευτικών της εξουσιών, αλλά και στην ενδεχόμενη κωλυσιεργία της μειοψηφίας.
Πάντως, η άσκηση των καθηκόντων του ΠτΒ δεν θα πρέπει να λειτουργεί ανασχετικά στην εφαρμογή του κυβερνητικού έργου.
β) την παροχή δυνατοτήτων αμεσότερης και ενεργότερης συμμετοχής των βουλευτών στο κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, καθώς και τη διασφάλιση των συνταγματικών εγγυήσεων ανεξαρτησίας κατά την επιτέλεση της λειτουργικής τους αποστολής.
 
2. Η προέχουσα θεσμική -έναντι της κομματικής- ιδιότητα του ΠτΒ δεν θα πρέπει να εκδηλώνεται με τη μορφή της “πολιτικής ουδετερότητας”, που ανάγεται σε μια αδρανούσα και απόμακρη από κοινοβουλευτικές διαμάχες πολιτική συνείδηση.
Δεδομένου, ότι η Βουλή είναι το κατεξοχήν μάχιμο πολιτικό όργανο, εντός του οποίου συγκρούονται κοινωνικά συμφέροντα και πολιτικές δυνάμεις, κατ’ επέκταση και ο ρόλος του ΠτΒ οφείλει να είναι εξίσου ενεργός. ΄Αλλωστε, οι νομικά τυποποιημένες αρμοδιότητές του δεν μπορούν να υλοποιηθούν παρά μόνο μέσα από την υποκειμενική στάση του εκάστοτε Προέδρου, ιδίως σε επίμαχα ζητήματα του κοινοβουλευτικού γίγνεσθαι.
΄Ενας ΠτΒ, που συνειδητοποιεί την πολιτική σημασία και τις αντίστοιχες συνέπειες των ενεργειών του, δεν λειτουργεί αντίρροπα, αλλά “διευθυντικά – εξισορροπητικά” στις συγκρουόμενες κομματικές δυνάμεις, με γνώμονα την ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας ιδίως, όταν η πολιτική νομιμοποίηση των ενεργειών του προέρχεται από το αντιπροσωπευτικό σώμα, που συνιστά τη λογική και πολιτική προϋπόθεση για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (= το forum εντός του οποίου εφαρμόζονται ή διακυβεύονται οι θεμελιωδέστερες αρχές του πολιτεύματος).
 
3. Ο ΠτΒ “δεν εξαρτάται” από τους βουλευτές που τον εξέλεξαν, “ούτε υπόκειται” σ’ αυτούς ως “εντολοδόχος” τους.
Συνεπώς, η πρόταση μομφής δεν μπορεί να ασκηθεί, αδιάκριτα, ως μέσον πολιτικού ελέγχου, που επιδιώκει την ανάκληση της εκλογής του ΠτΒ, λόγω απόκλισής του από τη δεοντολογία μιας “επιτακτικής εντολής”, παρά μόνο σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις που διακυβεύονται θεμελιώδεις αρχές και διαδικασίες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και, πάντως, δεν νομιμοποιείται να ασκηθεί στα πλαίσια μιας ενδοκοινοβουλευτικής ή ενδοκομματικής αντιπαλότητας με απώτερη στόχευση την αποδόμηση του κυβερνητικού έργου.
 
Ενώ, η διατήρηση της κομματικής ταυτότητάς του και μετά την εκλογή του στην Προεδρία θα πρέπει να συνδεθεί -δεδομένου του εξισορροπητικού του ρόλου- με “αυτοπεριορισμούς” ως προς τη συχνότητα της επίκλησής της.

Ο ΠτΒ δεν μπορεί να μετουσιωθεί από “ρυθμιστής” των κανόνων του κοινοβουλευτικού γίγνεσθαι (στα πλαίσια της πιστής τήρησης του Συντάγματος και του ΚτΒ) και διερμηνευτής των αισθημάτων της σε παράγοντα των κομματικών εξελίξεων και από εκπρόσωπος ολόκληρης της Βουλής (δικαστικώς και εξωδίκως) σε άτυπο εκπρόσωπο της πλειοψηφίας της.
Η διαμόρφωση των ανωτέρω άτυπων “οριοθετήσεων” επιβάλλεται στα πλαίσια της ανάδειξης ενός αξιόπιστου και νομιμοποιημένου θεσμικού αντισταθμίσματος” απέναντι στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την Κυβέρνηση.
 
Μετά την εκλογή του, οι κομματικές εκτιμήσεις στο πρόσωπο του ΠτΒ θα πρέπει να αντικατασταθούν από αντίστοιχες αναγόμενες στις προσωπικές ικανότητές του να ανταποκριθεί στο κύρος και την αξιοπιστία του πολιτικού του αξιώματος.
 
Τη σημασία της θεσμικής του ιδιότητας καταδεικνύει και η παράταση της θητείας του μετά τον φυσικό τερματισμό του βίου της Βουλής ή την πρόωρη διάλυσή της και έως την έναρξη των εργασιών τής επόμενης βουλευτικής περιόδου (άρθρ. 9 παρ. 2 ΚτΒ).
 
Εν τέλει, η καταχρηστική άσκηση της πρότασης μομφής κατά του ΠτΒ, ιδίως με κίνητρα κομματικά, επιφέρει, πρόσκαιρα, δυσμενείς συνεπαγωγές στον φορέα του, μακροπρόθεσμα όμως αποδομεί την κυρίαρχη θέση της Βουλής στο οργανωτικό πλέγμα της Πολιτείας. 

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

1. Στις κρίσιμες ιστορικοπολιτικές και ιστορικοδικαιικές συγκυρίες, που διέρχεται η ελληνική πολιτεία, οι οποίες διακυβεύουν την αυτεξουσιότητά της, η ανάγκη διασφάλισης και ενίσχυσης των δημοκρατικών κεκτημένων, ιδίως στα πεδία ανάδειξης της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθίσταται ανάγκη επιτακτική. Στις εν λόγω εξελίξεις συντρέχουν και οι διευρυνόμενες επισφάλειες του πολιτικού συστήματος, με δυσμενείς συνεπαγωγές στην αρραγή δόμηση της κοινωνικής συνοχής.
H επιτυχής επιλογή στο αξίωμα του ΠτΒ και η νομιμοποιημένη βιωσιμότητα του φορέα του, που αποτελούν κρίσιμες συνιστώσες της δημοκρατικής αρχής στο ενδοκοινοβουλευτικό πεδίο, μπορούν να συνδράμουν στην ανάσχεση των ανωτέρω εξελίξεων. Διότι, ο μεν φορέας του σχετικού αξιώματος είναι εξοπλισμένος με ευρύτατες λειτουργικές δυνατότητες, ενώ η Βουλή στο σύνολό της καθίσταται ο πλέον ασφαλής εγγυητής και τελικός αξιολογητής του έργου του.
 
2. Η πρόταση μομφής κατά του ΠτΒ συνιστά μια διαδικασία πολιτικού ελέγχου των πεπραγμένων του μια μορφή “αυτοκάθαρσης”, που προσιδιάζει στη θεσμική σημασία του αντιπροσωπευτικού σώματος, ως κρατικού οργάνου που δρα στο όνομα του εκλογικού σώματος.
Συνεπώς:
α) οι αιτιάσεις κατά του έργου και της κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς του ΠτΒ, θα πρέπει να εδράζονται στην επιδίωξη πραγμάτωσης της αντιπροσωπευτικής αρχής στην πληρέστερη δυνατή έκφρασή της.
Η πλειοψηφία των 150 βουλευτών (ιδίως, διακομματικής προέλευσης) αναγνωρίζεται, εν προκειμένω, ως ικανή να δώσει λύση σε σχετικά ζητήματα, και
β) οι πράξεις ή παραλείψεις του να είναι σε ο ρ ι α κ ό βαθμό πλημμελείς και επιζήμιες στη λειτουργία της Βουλής.
 
Αντίθετα, όταν, η πρόταση μορφής ασκείται για την μετάθεση, την επικάλυψη ή τον επιμερισμό πολιτικών ευθυνών αυτών που την κατέθεσαν, ή όταν την εντάσσουν στα πλαίσια της ικανοποίησης κομματικών συμφερόντων, τότε υπάρχει κίνδυνος αποδόμησης των δημοκρατικών αρχών.
 
1.΄Εναυσμα για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου υπήρξε το σχέδιο πρότασης μομφής του κόμματος “Το Ποτάμι” κατά της τέως Προέδρου της Βουλής Ζ. Κωνσταντοπούλου.
Εκτιμήσεις για τη βραχύβια προεδρική θητεία της, βλ., Σ. Τσακυράκη, Αναγκαία η αποπομπή της Ζωής Κωνσταντοπούλου, “Η Καθημερινή”/23.7.2015.
2. Βλ. Ε. Βενιζέλου, “Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου”, έκδ. αναθεωρημένη, Αθήνα – Κομοτηνή 2008, σ. 531.
3. Βλ. Κ. Μαυριά, “Συνταγματικό Δίκαιο”, έκδ. 5η, Αθήνα 2014, σ. 691 κε.
4. Βλ. Α. Παντελή, “Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου”, έκδ. 2η, Αθήνα 2007, σ. 337.
5. Βλ. Α. Δημητρόπουλου, “Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου”, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011, σ. 944.
6. Βλ. σχετ., Π. Κρητικού, “Ο Κανονισμός της Βουλής”, Αθήνα 1990, σ. 30.
7. Βλ. αναλυτ., Γ. Γεραπετρίτη, “Σύνταγμα και Βουλή (Αυτονομία και ανέλεγκτο των εσωτερικών του σώματος)”, (πρόλ., Κ. Μαυριά), Αθήνα 2012, σ. 48 κε.
8. Bλ. Π. Φουντεδάκη, “Τα δικαιώματα των βουλευτών (Βουλή των βουλευτών ή Βουλή των Κοινοβουλευτικών Ομάδων)”, τόμ. Α’, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 75.
9. Βλ. Φ. Σπυρόπουλου, “Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο”, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 228.
10. Βλ. Π. Κρητικού, όπ.π., σημ. (6), σ. 351.
11. Bλ. Η. Νικολόπουλου, “Ο θεσμός του Προέδρου της Βουλής (Συμβολή στο Ελληνικό και Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο)”, Αθήνα-Κομοτηνή 1987, σ. 138 κε.
12. Βλ. ενδ., Α. Μακρυδημήτρη, Μ.-Η. Πραβίτα, Ο θεσμός του Προέδρου της Βουλής ως ουσιώδης παράμετρος του κοινοβουλευτικού συστήματος, στο: Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, ΄Ιδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, “Το Δημόσιο Δίκαιο σε εξέλιξη”, Σύμμεικτα προς τιμήν του καθηγητού Πέτρου Ι. Παραρά, Αθήνα-Κομοτηνή 2012, σ. 517 κε., ιδίως 519.
13. Βλ. Βουλή των Ελλήνων. Γ΄ Περίοδος (Προεδρευομένης Δημοκρατίας). Σύνοδος Δ΄, Πρακτικά Βουλής, Ολομέλεια, τόμ. έβδομος, συνεδρ. ΡΙΕ΄-ΡΛ΄ (1 Απριλίου 1985-7 Μαΐου 1985), Αθήνα 1985, σ. 5764 κε., ιδίως 5767 κε.
14. Βλ. αναλυτ., Α. Μάνεση-Α. Μανιτάκη, “Ο θεσμός της αναπλήρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το ισχύον Σύνταγμα”, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 55 κε.
15. Βλ. σχετ., Ξ. Κοντιάδη, “Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα”, Αθήνα 2015, σ. 187 κε., ιδίως 196 κε., 202.
16. Βλ. σχετ., Σ. Μηναΐδη, “Ο επίκαιρος κοινοβουλευτικός έλεγχος”, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, σ. 72 κε., 158 κε., 214 κε.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.