Για την προεκλογικη εκστρατεια των υποψηφιων του ΣΥΡΙΖΑ για την προεδρια

Οι εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας στο κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία, θα διεξαχθούν στις 10 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, με τον δεύτερο γύρο (εάν απαιτηθεί κάτι τέτοιο), να έχει προγραμματισθεί για τις 16 του ίδιου μήνα.

Θα προηγηθεί το συνέδριο του κόμματος στις 3 Σεπτεμβρίου[1], όπου οι υποψήφιοι για την προεδρία του κόμματος θα καταθέσουν ενώπιον των μελών του τις βασικές προγραμματικές και πολιτικοϊδεολογικές θέσεις επί τη βάση των οποίων διεκδικούν την ηγεσία του. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως μέχρι στιγμής, η προεκλογική εκστρατεία των τεσσάρων υποψηφίων για την προεδρία του κόμματος, έχει επηρεαστεί από την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα ή «θεματολογία»,[2] σύμφωνα με τη διατύπωση της Φανής Κουντούρη, εξέλιξη η οποία τους έχει ωθήσει σε μία ανα-διαμόρφωση της στρατηγικής τους. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο;

Εννοούμε πως, πρώτον, τους ωθεί στο να εμπλουτίσουν τις αναφορές τους  σε τρέχοντα και σημαντικά ζητήματα της επικαιρότητας (βλέπε τις πυρκαγιές των προηγούμενων ημερών), προκειμένου να μην «μείνουν πίσω» και να μην κατηγορηθούν για αδιαφορία και απάθεια, για πλήρη «απορρόφηση» από τον «μικρόκοσμο» του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεύτερον, τους ωθεί στην πραγματοποίηση μίας χαμηλών τόνων, μέχρι στιγμής, προεκλογικής εκστρατείας, στο εγκάρσιο σημείο όπου οι υποψήφιοι, και κυρίως η Έφη Αχτσιόγλου, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Νίκος Παππάς, σπεύδουν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους και την συμπαράσταση τους στους πληττόμενους από τις πυρκαγιές, αποφεύγοντας την άμεση κριτική προς την κυβέρνηση.

Εδώ μάλιστα διαφαίνεται πως οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι εμπέδωσαν για τα καλά, τις αβλεψίες και τις δυσλειτουργίες της αντιπολιτευτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2021, όταν μέλη του κόμματος, συνεπαρμένα από τις εξελίξεις,[3] υιοθετούσαν από Δεξιά και από Αριστερά οτιδήποτε θεωρούσαν πως θα μπορούσε να δημιουργήσει πλείστα προβλήματα στην κυβέρνηση, «ευχόμενα» (πολιτικά πάντα) πως μέσα στις πυρκαγιές και τις φλόγες θα «καεί» και ο σύγχρονος «Νέρωνας»: Ήτοι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Και, τρίτον, προσαρμόζονται ανάλογα στις συνθήκες που επικρατούν, επιλέγοντας για τις ομιλίες και τις τοποθετήσεις τους, μέρη όπου δεν είναι εύκολο να συγκεντρωθεί πολύς κόσμος (βλέπε Έφη Αχτσιόγλου).

Μάλιστα, εκτιμούμε πως όσο περισσότερο η τρέχουσα πραγματικότητα εξακολουθεί να παράγει γεγονότα, τόσο περισσότερο η προεκλογική εκστρατεία των υποψήφιων προέδρων θα διεξάγεται με τους όρους που περιγράψαμε πιο πάνω, εν αντιθέσει με την προεκλογική εκστρατεία που πραγματοποίησαν οι υποψήφιοι για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής στις εσωκομματικές εκλογές του 2021, εκεί όπου και οι έξι υποψήφιοι ξεκίνησαν την εκστρατεία τους πραγματοποιώντας περιοδείες ανά την επικράτεια.

Εκείνη την περίοδο, το συναισθηματικό σοκ από τον  θάνατο της τότε προέδρου του κόμματος Φώφης Γεννηματά, απορροφήθηκε πολύ γρήγορα, με την απώλεια της να καθίσταται έναυσμα αφενός μεν για την πραγματοποίηση μίας «γεμάτης» προεκλογικής εκστρατείας από κάθε άποψη, ώστε να τιμηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η μνήμη της εκλιπούσας.

Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ο συμβολικός-πολιτικός «θάνατος»[4] του Αλέξη Τσίπρα (πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στο προσκήνιο; ), δεν λειτουργεί ως «θρυαλλίδα» για την διεξαγωγή μίας εξίσου «γεμάτης» προεκλογικής εκστρατείας, συμβάλλοντας περισσότερο στην ανάπτυξη και στην εδραίωση ενός «μουντού» κλίματος: «Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον γνωρίσαμε τελείωσε και μαζί τελείωσε και ο αρχηγός του και ότι αυτός εκπροσωπούσε».

Οι υποψήφιοι για την προεδρία δεν έχουν να αντιπαλέψουν μόνο τα «μέγα-γεγονότα» που μπορεί να προκύψουν τον μήνα Αύγουστο, αλλά, και την αδυναμία του να προκύψει κάτι καινούργιο, κάτι «νέο», για να μιλήσουμε με Γκραμσιανούς όρους, στους οποίους αρέσκονται μέλη του συγκεκριμένου κόμματος.

Και το «νέο» εδώ δεν πασχίζει να «γεννηθεί». Δεν μπορεί, όσοι οι υποψήφιοι για την προεδρία αποφεύγουν ακόμη και να αναφέρουν τα ονόματα των συνυποψηφίων τους. Πολλώ δε μάλλον των θέσεων τους. Δεν μπορεί όσο οι υποψήφιοι δεν αντιλαμβάνονται πως ο εθνικολαϊκιστικός ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκεται σε κάποια μεταβατική περίοδο αλλά σε περίοδο πολιτικής παρακμής.

Δεν μπορεί, όσο μόνο ένας υπουργός της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας όπως είναι ο Άδωνις Γεωργιάδης, παράγει μόνος του, δια του λόγου, περισσότερα πολιτικά γεγονότα από ό,τι όλοι οι υποψήφιοι για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ μαζί. Δεν μπορεί, όσο δεν παρατηρούν ποιες αξίες και αντιλήψεις εκπροσωπεί πολιτικά η Νέα Δημοκρατία.


[1] Η συγκεκριμένη ημέρα, ως γνωστόν, είναι εξόχως συμβολική για το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, την ηγεσία και τα μέλη του, καθότι στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και μία σειρά άλλων στελεχών, το κόμμα. Είθισται, την περίοδο της Μεταπολίτευσης και ακόμη περισσότερο την περίοδο της κρίσης, όταν η επέτειος της «3ης του Σεπτέμβρη» κατέστη «ευκαιρία» για την πραγματοποίηση μίας ιδιαίτερης «προσκυνηματικής» πολιτικής στα σύμβολα, στον «μόνο ηγέτη» (Ανδρέας Παπανδρέου) και στην μνήμη του, τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα, και ειδικά τα κοινοβουλευτικά, να μην έχουν προγραμματίσει κάτι σημαντικό.  Είναι ίσως η πρώτη φορά που ένα άλλο πολιτικό κόμμα έχει προγραμματίσει μία σημαντική εσωκομματική διαδικασία αυτή την ημέρα, πράγμα που σημαίνει πως αυτό το κόμμα, ήτοι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα διεκδικήσει συμβολικά και πολιτικά, να τεθεί αυτό στο επίκεντρο έναντι του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής. Επιστρέφοντας στα του τελετουργικού εορτασμού της περιώνυμης «3ης του Σεπτέμβρη», θα επισημάνουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως αρκετά εκ των νεότερων στελεχών του κόμματος, θα ήθελαν να είναι «έφηβοι της αλλαγής», για να παραπέμψουμε στην πολύ εύστοχη διατύπωση της Μάρως Παντελίδου-Μαλούτα. Και τι σημαίνει η έκφραση «έφηβοι της αλλαγής»; Σημαίνει πως θα επιθυμούσαν σφόδρα να ζήσουν και να βιώσουν την στιγμή της εκλογικής επικράτησης του Ανδρεοπαπανδρεϊκού, λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981, φωνάζοντας «έφθασε η στιγμή της Αλλαγής». Σύμφωνα με την Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα, οι «έφηβοι της αλλαγής» καθίσταται «κοινωνικοποιητικά “παράγωγα” της “αλλαγής”, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι βασικές συνιστώσες της πολιτικής τους πρόσληψης ανάγονται άμεσα στη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, αλλά ότι οροθετούνται από το συνολικό κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής». Βλέπε σχετικά, Παντελίδου-Μαλούτα, Μάρω, «Οι έφηβοι της «αλλαγής » : κοινωνικοποιητικές επιδράσεις και μεταβολές στην πολιτική φυσιογνωμία των εφήβων: 1982-1990», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Volume 80, 1991, σελ. 42, Διαθέσιμο στο: 7212-193-12765-1-10-20150612.pdf

[2] Κουντούρη, Φανή, «Τα Δημόσια Προβλήματα στην Πολιτική Ατζέντα. Θεωρητικές και Εμπειρικές Προσεγγίσεις», Αθήνα, 2015, Διαθέσιμο στο: 00_master_document.Τα Δημόσια Προβλήματα στην Πολιτική Ατζέντα-KOY (13).pdf Ορμώμενοι από την υποσημείωση «1», θα υπογραμμίσουμε πως το «πνεύμα» της Πασοκικής «Αλλαγής» και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι μεταβολές που αυτή επέφερε σε στάσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές, σχολιάζεται, ενίοτε άμεσα και αιχμηρά (εδώ τον πρώτο λόγο τον έχει ο ηθοποιός Στάθης Ψάλτης), από τις ταινίες της «βιντεοκασέτας» της δεκαετίας του 1980. Των πρώτων δεκαετιών του 1980. Παράμετροι όπως ο «ριζοσπαστικός εξισωτισμός» (Γιάννης Κάλλας)  στην οποία επένδυε πολλούς πόρους το ΠΑΣΟΚ πολλά χρόνια πριν από τον ΣΥΡΙΖΑ, η εμπέδωση των πελατειακών σχέσεων και πρακτικών και η διαμόρφωση της φιγούρας του «Πρασινοφρουρού» που και βρίσκεται παντού, ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη όπως είναι οι τράπεζες, και «επιζεί» πολιτικά υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η αποθέωση του ενδυματολογικού μοντερνισμού (βλέπε την ταινία «Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα»), έτσι όπως εφαρμόζεται στο χώρο του σχολείου, η «δυσμενής μετάθεση» ως καθαυτό τιμωρητική πρακτική για όλους όσοι δεν ενστερνίζονταν τις Πασοκικές αρχές και δεν υπάκουαν σε «άνωθεν υποδείξεις», (για πολλά χρόνια ο «φόβος και ο τρόμος» πολλών δημοσίων υπαλλήλων), υπεισήλθαν σε καλτ ταινίες, οι οποίες, αν και δεν διαπραγματεύθηκαν με τους όρους της Πασοκικής κυριαρχίας, αφού για να συμβεί κάτι τέτοιο, έπρεπε να έχουν καθαυτό πολιτικό περιεχόμενο, ανέδειξαν στην επιφάνεια κάποιες χαρακτηριστικές πτυχές της νέας κοινωνικής-πολιτικής πραγματικότητας, εκεί όπου ιδίως τα πρώτα χρόνια, ο διορισμός ενός υποστηρικτή του κόμματος εκλαμβάνονταν σχεδόν ως «αυτονόητο δικαίωμα». Γιατί; Απλά «γιατί έτσι». Γιατί «οι τροχοί της ιστορίας γύρισαν και οι μη προνομιούχοι θα απολαύσουν με λαιμαργία όλα όσα επί χρόνια έβλεπαν από μακριά».  Βλέπε σχετικά, Κάλλας, Γιάννης, «Ο Ριζοσπαστικός εξισωτισμός του ΣΥΡΙΖΑ», στο: Γεωργαντά, Τζένη, (επιμ.), «Η Διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ 2015-2019. Μια κριτική αποτίμηση», Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2021.

[3] Για κάποια εκ των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2021, οι πυρκαγιές σε Αττική και Βόρεια Εύβοια και οι προεκτάσεις τους, θεωρήθηκαν ως η ‘μεγάλη πολιτική ευκαιρία’ για την συγκρότηση ενός μαζικού κοινωνικοπολιτικού κινήματος που θα προσιδιάζει σε αυτό των ‘Αγανακτισμένων,’ τότε που η χυδαιολογία κάποιων ‘βαπτίστηκε’ πολιτική κριτική.

[4] Ο Γιώργος Κτιστάκης  μας προσφέρει μία από τις πιο εμπεριστατωμένες αναλύσεις του Τσιπρικού πολιτικού προφίλ καθώς και του πώς αυτό συγκροτήθηκε και μετεξελίχθηκε με την πάροδο των ετών, εστιάζοντας στην έννοια της «ριζοσπαστικής οικειότητας» (ο ίδιος ήταν «ριζοσπαστικός» προτού ο ΣΥΡΙΖΑ καταστεί ριζοσπαστικός), ουσιώδες κομμάτι της οποίας ήταν το χαμόγελο που «πάει παντού». Αυτό το σχεδόν αφοπλιστικό χαμόγελο του λαϊκιστή ο οποίος μπορεί να ψιθυρίσει στο αυτί του πολίτη «ξέχνα ό,τι γνωρίζεις, ξέχνα τα όλα και έλα μαζί μου». Αυτή την Τσιπρική «οικειότητα» μέσω της οποίας ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσε να καλύψει γνωστικά «ελλείμματα», τοποθετώντας σε πρώτο πλάνο, όποτε χρειαζόταν, το κόμμα, δεν την διαθέτει κανείς εκ των τωρινών υποψηφίων. Βλέπε και, Κτιστάκης, Γιώργος, «Η Ριζοσπαστική Οικειότητα: Το Πολιτικό στυλ του Αλέξη Τσίπρα», στο: Γ Γεωργαντά, Τζένη, (επιμ.), «Η Διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ 2015-2019. Μια κριτική αποτίμηση…» ό.π. Η κοινωνική, πολιτική και εκλογική ενίσχυση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάληψη της εξουσίας τον Ιανουάριο του 2015, «διέγραψε» (καθ’ όλα αρνητική εξέλιξη), από την συλλογική μνήμη το κακό κοινοβουλευτικό παρελθόν του Αλέξη Τσίπρα, τότε που, στις αρχές της κρίσης και με περίσσεια αμεριμνησία, με προφανή έλλειψη κοινοβουλευτικού ήθους, προέβαινε σε ανιστόρητες και προδήλως εσφαλμένες συγκρίσεις, σε άτοπες και άστοχες εκτιμήσεις, σε λεκτικές ακροβασίες, όντας «Αγανακτισμένος» πριν τους «Αγανακτισμένους»: «Μπήκα εδώ μέσα, για να κάψω τον χώρο και να σας ξεβολέψω μια και καλή». Η δε σύγκριση του Γιώργου Παπανδρέου με τον Χιλιανό δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ (ο Γιώργος Παπανδρέου νοηματοδοτείται ως «σύγχρονος Πινοσέτ» που «σκοτώνει» την «κοινοβουλευτική Δημοκρατία») συνιστά ισχυρό δείγμα αμετροέπειας και αλαζονείας, που εκφέρεται με το ύφος εκείνου που έχει μάθει «μία ζωή να κατηγορεί και να κριτικάρει τους πάντες και τα πάντα».  Ποιος όμως τότε αναλάμβανε την «αποστολή» να τον «βάλει στην θέση του» πολιτικά και ιστορικά-αξιακά; Μόνο ο Θεόδωρος Πάγκαλος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.