Για την μειωση της εκλογικης επιρροης του ΣΥΡΙΖΑ

Στις  βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 21 Μαϊου του 2023, ένα από τα βασικά στοιχεία που ξεχώρισαν, πέραν της μεγάλης εκλογικής νίκης του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας που σε συνθήκες απλής αναλογικής κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό της συγκριτικά με το ποσοστό που έλαβε στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, ήταν και η μεγάλη πτώση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία.

Από το 31,53 % των εκλογών του 2019, έπεσε στο 20,1 % τον Μάϊο του 2023, με την θέση του όμως εντός του πολιτικού συστήματος ή αλλιώς εντός του «κομματικού spectrum»,[1] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Βασιλικής Γεωργιάδου, να παραμένει σχετικά σταθερή. Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι λόγοι αυτής της εκλογικής πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ που όχι απλά δεν διεκδίκησε την εξουσία, αλλά, αντιθέτως, υποχώρησε σε τέτοιο σημείο που πλέον πρέπει πρωτίστως να κοιτάζει προς τα πίσω του. Ας δούμε πιο αναλυτικά, κάποιους παράγοντες.

Ο πρώτος παράγοντας άπτεται της προσπάθειας προσεταιρισμού ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, εκεί όπου δεν ξένισε τόσο η επιχειρηματολογία στελεχών και ιδίως του προέδρου του κόμματος Αλέξη Τσίπρα, ως προς το «γιατί» ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προσεταιρισθεί άλλοτε ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, όσο το χρονικό διάστημα που επελέγη, καθότι δεν απέμεναν παρά λίγες ημέρες για τη διεξαγωγή των εκλογών.

Απόρροια αυτής της στρατηγικής που δεν κατάφερε πολλά ή αλλιώς, δεν οδήγησε πουθενά, ήταν το να αποξενωθεί το κόμμα τόσο από Κεντρώους ψηφοφόρους που δεν ήθελαν να ακούσουν το οτιδήποτε για την Χρυσή Αυγή[2], θεωρώντας την μείζον κίνδυνο για την Μεταπολιτευτική, Φιλελεύθερη Δημοκρατία, όσο και από ειδικές κατηγορίες όπως είναι οι νέοι 25-34 ετών, και ιδίως από αυτούς που αποδίδουν μεγάλη σημασία στην «πάλη κατά του ναζισμού-φασισμού» και μπορεί να διαθέτουν και αριστερό πολιτικοϊδεολογικό υπόβαθρο.

Το λάθος της μη ψήφισης της τροπολογίας που απέκλειε την κάθοδο του κόμματος «Έλληνες» του Ηλία Κασιδιάρη στις εκλογές, δεν διορθώθηκε, αλλά, συμπληρώθηκε με ένα νέο λάθος, με αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ, την κρίσιμη στιγμή, να φαντάζει ένα κόμμα απελπισμένο, σε πανικό, πράγμα που ενίσχυσε το ήδη διαμορφωθέν κλίμα ηττοπάθειας.

Ο δεύτερος παράγοντας που εντοπίζουμε, αφορά αυτό καθαυτό το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα πολιτικό κόμμα πολιτικά και γνωστικά ασύμβατο με τα δεδομένα της εποχής, με την ηγεσία του και κεντρικά πολιτικά στελέχη του να αδυνατούν να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να συνειδητοποιήσουν το «τι έχουν γίνει» και το ποιοι «είναι πλέον», στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτή η ασυμβατότητα καλλιεργεί το έδαφος για την είσοδο του ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες Βεμπεριανής (Μαξ Βέμπερ). Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

Σημαίνει πως δεν «συγκινεί» ευρείες μάζες ψηφοφόρων, πως αδυνατεί να αντιληφθεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί πως το 2023 δεν είναι 2012, πως ο εθνικο-λαϊκισμός και ο μιζεραμπιλισμός του δεν συγκινούν και δεν πείθουν παρά τους μονίμως «διαμαρτυρόμενους» και «εξεγερμένους»[3] για το οτιδήποτε, εκεί όπου η ύπαρξη φυγόκεντρων τάσεων, όπως παρατηρήθηκε σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, καθίσταται το φυσικό «σύμπτωμα» της αδυναμίας[4] του κόμματος να επανεφεύρει τον εαυτό του, της αδυναμίας του αρχηγού του που φαντάζει «κόπια» του εαυτού του 2010-2012 με πιο γκρίζα μαλλιά, να χαράξει κατευθύνσεις και να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για το οτιδήποτε.

Tο γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την επιρροή που διατηρούν εντός κόμματος ο «Πολακισμός» και η εχθροπάθεια (που κούρασαν ψηφοφόρους) το είδος της προεκλογικής εκστρατείας που διεξήγαγε το κόμμα, εκεί όπου διάφορα happenings υποψήφιων βουλευτών όπως η Ελένη Αυλωνίτη και η Ρένα Δούρου μόνο καινοτομία δεν φανέρωναν, η μόνιμη επίκληση του «είμαστε κάτι διαφορετικό» την στιγμή που πολλοί αντιλαμβάνονταν πως δεν ισχύει αυτό, έθεσαν τις βάσεις ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να καταστεί μη ελκτική επιλογή για μερίδες ψηφοφόρων που άλλοτε τον υποστήριζαν,  με ζητούμενο για αυτές τις μερίδες να είναι πλέον και η καταψήφιση του και κατ’ επέκταση η απώλεια του κεντρικού του ρόλου.

Ως προς αυτό, ακόμη και η Πλεύση Ελευθερίας προς την οποία στράφηκε ένα τμήμα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, της Ζωής Κωνσταντοπούλου, θεωρήθηκε πως έχει πολλά «περισσότερα να προσφέρει», εάν καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή.

Ο τρίτος παράγοντας, σχετίζεται με τις παλινωδίες στελεχών του (συγκυρία), σχετικά με την χρήση τοπικών νομισμάτων, με την εξέλιξη αυτή, να ωθεί αρκετούς ψηφοφόρους, και ιδίως τους αναποφάσιστους που αποδίδουν βαρύτητα στα προεκλογικά προγράμματα προτού αποφασίσουν, στο να κατατάξουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην ίδια κατηγορία με το αντισυστημικό «ΜΕΡΑ 25», την ίδια στιγμή όπου η ηγεσία του όμνυε πως εκφράζει κάτι διαφορετικό και δεν «έχει σχέση» με τον Γιάνη Βαρουφάκη και το κόμμα του.

Αυτή η οιονεί ταύτιση Τσίπρα και Βαρουφάκη ως οιονεί αντιευρωπαϊκό «δίδυμο», ταύτιση που ενεργοποιούσε μνήμες 2015 τις οποίες κύρια η Νέα Δημοκρατία συντηρούσε στην επιφάνεια ή αλλιώς, στη δημόσια σφαίρα, ωφέλησε πρώτα και κύρια τον Κυριάκο Μητσοτάκη[5] (πρόσωπο) ως τον πολιτικό ηγέτη που εγγυάται τη σοβαρότητα, την σταθερότητα, την λειτουργία των θεσμών και τον φιλο-ευρωπαϊκό και φιλο-δυτικό προσανατολισμό της χώρας, και δευτερευόντως, τον Νίκο Ανδρουλάκη, που μένοντας εκτός κάδρου, ενίσχυσε την δική του αξιοπιστία, περιφρουρώντας τον χώρο από σημαντικές διαρροές προς τα Αριστερά, ερχόμενος έτσι προς το πολύτιμο Κέντρο.

Που είναι ένα «ευρύ χωροταξικό διάστημα στο μέσον περίπου της κλίμακας πολιτικού ανταγωνισμού όπου και συνωθείται η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων»,[6] κατά τον Τάκη Παππά. Ο τέταρτος παράγοντας είναι η εμφανής αδυναμία του να υπερασπιστεί το εκλογικό σύστημα που ο ΣΥΡΙΖΑ[7] εισήγαγε, δηλαδή την απλή αναλογική.

Η σύγχυση που προκαλούνταν από τις δηλώσεις περί «κυβέρνησης των ηττημένων», περί κυβέρνησης «ειδικού σκοπού», περί συγκρότησης κυβέρνησης μεταξύ του πρώτου και του τρίτου κόμματος, την στιγμή όπου δεν υπήρχαν οι πολιτικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με την έλλειψη στελεχών που θα μπορούσαν να εξηγήσουν με τρόπο κατανοητό τι σημαίνει απλή αναλογική, έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ σε θέση απολογούμενου για ένα σύστημα που ο ίδιος εισήγαγε, φανερώνοντας, αντίστροφα, τη σημασία της σταθερότητας και της ισχύος που μπορεί να επιφέρει ένα εκλογικό σύστημα όπως είναι η ενισχυμένη αναλογική.

Στο τέλος αυτό που έμεινε, ήταν η εντύπωση πως ο μόνος λόγος για τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την απλή αναλογική, δεν ήταν άλλος από το να εμποδίσει την απόκτηση αυτοδυναμίας από την Νέα Δημοκρατία,[8] με απόρροια αυτού να είναι πως αρκετοί εκλογείς στράφηκαν προς την Νέα Δημοκρατία προκειμένου να λάβει χώρα το πολύ δύσκολο και πρωτοφανές: Η απόκτηση αυτοδυναμίας με απλή αναλογική. Και η Νέα Δημοκρατία έφθασε πολύ κοντά σε αυτόν τον στόχο.

Οι επιθέσεις στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, την επαύριον των εκλογών, δεν αποτελούν παρά δείγμα φόβου μπροστά στο ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης της εκλογικής δύναμης του κόμματος, εξέλιξη που όμως, λόγω του ό,τι η εκλογική συμπεριφορά δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως στατική και γραμμική, μόνο δεδομένη δεν θα πρέπει να θεωρείται.


[1] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου, Βασιλική, «Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία», Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008. Εκτιμούμε πως μία απαραίτητη προϋπόθεση για να καταφέρει να πετύχει η Νέα Δημοκρατία την αύξηση των ποσοστών της, ήταν και το γεγονός πως το ισοζύγιο εισροών-εκροών (βλέπε την ανάλυση του Θωμά Γεράκη της εταιρείας δημοσκοπήσεων MARC), υπήρξε θετικό για την ίδια. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως οι εισροές ψηφοφόρων από άλλα κόμματα ήσαν πολύ περισσότερες από τις εκροές, ή αλλιώς, από τις μετακινήσεις δικών της ψηφοφόρων προς άλλα πολιτικά κόμματα (προς το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και προς κόμματα πέραν του χώρου που καλύπτει εντός του «κομματικού spectrum» η Νέα Δημοκρατία). Το εντυπωσιακό εδώ είναι πως η Νέα Δημοκρατία έλαβε ένα 9,6 % των ψηφοφόρων του εξω-κοινοβουλευτικού πλέον «ΜΕΡΑ 25». Μάλιστα, υπερθεματίζοντας, θα πούμε πως δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το στοιχείο. Πού μπορεί όμως να οφείλεται κάτι τέτοιο; Πρώτον, στην έλλειψη κομματικών στεγανών από πλευράς των συγκεκριμένων ψηφοφόρων του κόμματος του Γιάνη Βαρουφάκη, οι οποίοι, έχοντας μετακινηθεί στις βουλευτικές εκλογές του 2019 προς το «ΜΕΡΑ 25», και παράλληλα, έχοντας αλλάξει κόμμα και στο παρελθόν, δεν δίστασαν αυτή την φορά να στραφούν προς τη Νέα Δημοκρατία και προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Άρα, θεωρητικά μιλώντας, πρόκειται για μετακινούμενους ψηφοφόρους, ή αλλιώς, για «εκλογείς-πλάνητες», σύμφωνα με την διατύπωση του Berking, που αυτή την φορά δεν είχαν πρόβλημα να μετακινηθούν προς το κόμμα εκείνο που είχε και τις περισσότερες πιθανότητες εκλογικής νίκης εξ αρχής. Κάποιοι εξ αυτών των ψηφοφόρων δεν ήθελαν να αποκτήσουν δεσμούς κομματικής και ψυχο-συναισθηματικής ταύτισης με το «ΜΕΡΑ 25», ενώ άλλοι απλά δεν ήθελα, με την έλλειψη δεσμών να διευκολύνει την μετακίνηση που γίνεται με την ευκολία που κάποιος μεταβαίνει σε ένα super market. Δεύτερον, στην δυσαρέσκεια από την προεκλογική καμπάνια του «ΜΕΡΑ 25» και από την εν γένει κοινοβουλευτική παρουσία του κόμματος την περίοδο 2019-2023. Αυτό δε, σε συνδυασμό με την κακή εμφάνιση Βαρουφάκη στην πρόσφατη “τηλεμαχία”, και ιδίως με την έλλειψη πυγμής και αποφασιστικότητας που φανέρωσε όταν ερωτήθηκε από την δημοσιογράφο Ράνια Τζίμα για το τι θα πράξει εάν ως πρωθυπουργός 100 Τούρκοι κομάντος αποβιβαστούν σε κάποια βραχονησίδα (οι δισταγμοί και οι κομπασμοί του, καλλιέργησαν το έδαφος ώστε να λάβει χώρα η σύγκριση μεταξύ Κυριάκου Μητσοτάκη και Γιάνη Βαρουφάκη, εκεί όπου, στο ερώτημα που μπορεί να έθεσε ο ψηφοφόρος στον εαυτό του, ερώτημα τύπου «πώς θα αντιδρούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε μία ανάλογη περίπτωση, με βάση και το παρελθόν;», η απάντηση ήταν μόνο μία: Με πυγμή και αποφασιστικότητα), διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις προκειμένου η Νέα Δημοκρατία να είναι αυτή που θα υποδεχθεί αυτούς τους ψηφοφόρους, που αναζητούσαν (μέσα στην τετραετία που προηγήθηκε, αρκετοί εξ αυτών ωρίμασαν και αντιμετώπισαν αλλιώς τα πράγματα), σαφήνεια, καθαρότητα, επίγνωση των δυσκολιών, θάρρος μπροστά στα δύσκολα. Τρίτον, στα επιτεύγματα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και σε πεδία που δεν θεωρούνταν άλλοτε προνομιακά για την ίδια (πεδίο των «δικαιωμάτων»/Η στροφή σε αυτό το πεδίο, διανθίστηκε με την άρθρωση ενός λόγου περί «προοδευτικότητας», προσωπικά από τον πρωθυπουργό, που δεν άφησε ασυγκίνητους ψηφοφόρους του «ΜΕΡΑ 25» οι οποίοι αναζητούσαν ήδη τρόπους απεγκλωβισμού από το κόμμα τους), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η μετακίνηση να είναι απευθείας και δίχως ενδιάμεσο σταθμό, με τον ΣΥΡΙΖΑ αυτομάτως να κατατάσσεται, λόγω των δικών του κυβερνητικών παραλείψεων, στο χώρο της «συντήρησης». Βλέπε σχετικά, Berking, H., “Solidary individualism: Τhe moral impact of cultural modernisation in late modernity”, στο: Lash, S.B., Szerszynski, B., & Wynne, B., (επιμ.), “Risk, environment and modernity. Towards a new ecology”, London, Thousand, Oaks & New Delhi, Sage, 1996, σελ. 189-202. Γενικότερα, η έμφαση της Νέας Δημοκρατίας σε θέματα μετα-υλιστικά, δεν άφησε ανεπηρέαστους αρκετούς ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί, δυσκολεύοντας έτσι, τις κινήσεις κομμάτων όπως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ 25.

[2] Σε καμία στιγμή της πρόσφατης εκλογικής ιστορίας, για να δώσουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα, θεωρητικά, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής δεν επιχείρησε, εν καιρώ προεκλογικής εκστρατείας, τέτοιου τύπου ανοίγματα, κάτι που είχε ως απόρροια, παρά την απώλεια σημαντικής εκλογικής δύναμης, να μην απωλέσει την πολιτική και θεσμική του σοβαρότητα.

[3] Μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διαπράττουν το ίδιο λάθος που διαπράττουν και στελέχη του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής. Όπως τα δεύτερα δεν επιδεικνύουν ουδεμία πρόθεση να συζητήσουν για την συμμετοχή του κόμματος στη συγκυβέρνηση της διετίας 2012-2014, επιτρέποντας στην Νέα Δημοκρατία και στα στελέχη της να διεκδικούν το έργο που παρήγαγε η συγκυβέρνηση, έτσι και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δυσκολεύονται να μιλήσουν για την συγκυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, για το δημοψήφισμα και για την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, ακριβώς διότι εξαναγκάζονται πολιτικά και ψυχο-συναισθηματικά, να κάνουν χρήση λέξεων που δεν θέλουν και για αρκετά χρόνια είχαν μάθει να «αποφεύγουν». Επρόκειτο για λέξεις όπως «Μνημόνιο», «δανειακή σύμβαση», «Άκρα Δεξιά», «προσαρμογή», «συμβιβασμός». Πώς να μιλήσουν για συμβιβασμούς στελέχη μίας νεο-κομμουνιστικής γκρούπας που αποτελούσε συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ και για χρόνια είχαν «εκπαιδευθεί» πολιτικά στο «όλα ή τίποτα»; Στο ότι ο λαϊκισμός αποτελεί θετικό στοιχείο, αλά Laclau, καθότι «ενεργοποιεί» τον «λαό» και τον καθιστά «συμμέτοχο του παιγνιδιού»; Εκτιμούμε θεωρητικώ τω τρόπω, πως η προκήρυξη του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, η σύντομη προεκλογική περίοδος που ακολούθησε, και η άρθρωση ενός νεο-λαϊκιστικού λόγου από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, συνιστούν την επιτομή της προσπάθειας του τότε ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργεί ως ένα πολιτικό κόμμα που δεν αποτάσσεται τον λαϊκισμό κατά τα πρότυπα του Laclau διότι τον θεωρεί ως εγγενές στοιχείο της ταυτότητας του, ως «μέσο» ανανέωσης της πολιτικής ζωής και της δημοκρατίας, ως «εργαλείο» για την υιοθέτηση μορφών άμεσης δημοκρατίας όπως είναι το δημοψήφισμα. Τα «σκουριασμένα» εγχειρίδια Laclau & Mouffe, χρήζουν αντικατάστασης εδώ και πολύ καιρό. Μόνο που λίγοι το έχουν αντιληφθεί εντός κόμματος. Ο πολιτικός επιστήμονας Στάθης Καλύβας επισημαίνει πως «η πόλωση είναι στρατηγική που επιλέγουν κόμματα ευρισκόμενα υπό πίεση», κυρίως όταν πρόκειται για «νέα και ανασφαλή κόμματα που όμως διαθέτουν σημαντικούς (οικονομικούς, οργανωτικούς ή συμβολικούς) πόρους». Με βάση αυτή την διατύπωση, θα πούμε πως πέραν της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου που επέλεξε να επενδύσει συμβολικούς-πολιτικούς πόρους προς την κατεύθυνση της πόλωσης, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που κινήθηκε με τον ίδιο τρόπο, από τις απαρχές σχεδόν της προεκλογικής εκστρατείας, εντείνοντας την ασυμβατότητα για την οποία και έγινε λόγος πιο πάνω: Ενώ τυπικά διεκδικούσε την εξουσία και δη την κυβερνητική εξουσία, λειτουργούσε ως ένα κλασικό κόμμα διαμαρτυρίας προς όλους και προς όλα, κάτι εμφανές και στην ρητορική στελεχών του. Πραγματικά, τι διαφοροποιεί την γλωσσική έκφραση «νεο-ολιγαρχικές διευθετήσεις» του πρώην βουλευτή του Χριστόφορου Βερναρδάκη, από τις αντίστοιχες εκφράσεις (θα το δούμε και πιο πάνω αυτό το σημείο), στελεχών του αντι-συστημικού «ΜΕΡΑ 25»; Βλέπε και, Καλύβας, Στάθης, Towards a comprehensive approach to democratic breakdown and consolidation: The theoretical implications of the Greek ‘’Paradox’’, Symposium of the Modern Greek Studies Association, Cambridge, Mass, 1995.

[4] Ως ισχυρό τεκμήριο της επιρροής που είχε (και έχει) εντός του κόμματος η κατά Laclau θεώρηση του λαϊκισμού, αποτελεί και η εστίαση στη διαμόρφωση ενός ρηχού αντι-Μητσοτακικού λόγου, με απώτερο σκοπό την είσοδο στο κόμμα «λαϊκών μαζών» που θα το «γονιμοποιήσουν» με τις ιδέες του και θα αποτελέσουν την βάση για την μετατροπή του σε ένα «μεγάλο αντι-δεξιό κόμμα», που θα επικαλύψει πλήρως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, εξαναγκάζοντας να συρθεί πίσω από το ίδιο.  Αυτός ήταν ο ανομολόγητος στόχος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

[5] Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμενε προγραμματικά με τρόπο ώστε να αναδυθούν οι ακροβασίες ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία στελεχών του κόμματος να αντιπαρατάξουν στη Νέα Δημοκρατία και σε υποψήφιους βουλευτές της, έναν επίσης σοβαρό και τεκμηριωμένο προγραμματικό λόγο, «μπαίνοντας» σε ένα κοστούμι που δεν τους «χωρά». Αλλάζεις την εύκολη και αφοριστική κριτική με την κατάθεση μετρημένων προτάσεων που μπορούν να συγκεντρώσουν την προσοχή;

[6] Βλέπε και, Παππάς, Τάκης, «Κομματικό σύστημα και πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα, 1981-2001», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 17, Μάϊος 2001, Διαθέσιμο στο: Προβολή του Κομματικό σύστημα και πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα, 1981-2001 (ekt.gr) Για όποιον αναγνώστη ενδιαφέρεται για μία αναλυτικότατη πραγμάτευση του μεσαίου χώρου, το πλέον κατάλληλο πόνημα είναι αυτό του πολιτικού αναλυτή Γιάνη Λούλη, με τίτλο «Τριγωνοποίηση. Κυρίαρχες ιδέες και η πολιτική δυναμική στην εποχή μας», Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 1999. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπο-εκπροσωπείται στην κοινωνική κατηγορία των αγροτών, λαμβάνοντας μόνο το 13% των ψήφων, εξέλιξη που αφενός μεν του στερεί δυναμική στην περιφέρεια, τον αποτρέπει εν όψει δεύτερων εκλογών, από το να διαμορφώσει μία αφήγηση τύπου «αγρότες και μικροαστοί μαζί», και, αφετέρου δε, τον αφήνει πίσω και από το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής που παίρνει ξανά το προβάδισμα σε μία κοινωνική κατηγορία την οποία χρειάζεται προκειμένου να εδραιώσει σταθερή και ισχυρή παρουσία στην περιφέρεια. Βλέπε και, «Εκλογές 2023: Νέοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες καταπόντισαν τον ΣΥΡΙΖΑ», Ενημερωτική-Ειδησεογραφική Ιστοσελίδα “I efimerida”, 22/05/2023, Εκλογές 2023: Νέοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες καταπόντισαν τον ΣΥΡΙΖΑ – iefimerida.gr

[7] Η εισαγωγή πολιτικών καινοτομιών για ένα κόμμα γαλουχημένο με την Αριστερή πολιτική κουλτούρα όπως είναι η εκλογή αρχηγού από τη βάση και η εκλογή των μελών των τοπικών οργανώσεων επίσης από την βάση, δεν ωφέλησε ιδιαίτερα το κόμμα, καθότι σε αυτή την περίπτωση, θεωρήθηκε πως ο ΣΥΡΙΖΑ «απλά αντέγραψε» το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, το οποίο κάποτε συστηματικά «λοιδορούσε» και για αυτές τις πρακτικές.

[8] Όπως καθίσταται φανερό, η επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να καταστήσει την διαιρετική τομή «Φιλελεύθερη Δημοκρατία-Αυταρχισμός» (αρκετοί ψηφοφόροι του τοποθετούνται ψηλά στην κλίμακα του πολιτικού κυνισμού), ως επιδραστική και κυρίαρχη στην προεκλογική εκστρατεία,  απέτυχε, ακριβώς διότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να επικρατήσει από το σύνολο της επικράτειας, μόνο στην περιφέρεια της Ροδόπης. Προφανώς, η υποστήριξη μέρους της μουσουλμανικής μειονότητας (οι μνήμες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν έντονες) προσφέρει μία ικανοποιητική εξήγηση για αυτή την εξέλιξη. Αρκεί όμως; Θεωρούμε πως όχι, ακριβώς διότι οφείλουμε να εντάξουμε εντός του πεδίου της ανάλυσης μας παράγοντες όπως είναι  η συγκρότηση τοπικών κομματικών δικτύων που εργάστηκαν ικανοποιητικά και απέτρεψαν από το να «παρασυρθεί» ο νομός από το γενικότερο ρεύμα υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, η αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και των υποψηφίων της να επικοινωνήσουν τα επιτεύγματα της κυβέρνησης φροντίζοντας αυτά να φτάσουν και σε δύσκολα ακροατήρια, η θετική πρόσληψη του προσώπου του Αλέξη Τσίπρα που εξακολουθεί να θεωρείται «ικανός» από εκλογείς του νομού, η υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για πτυχές της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής και για την θεωρούμενη ως απουσία «στρατηγικής» για την ανάπτυξη της Ροδόπης, η οποία αποτέλεσε πρώτη ύλη για την διαμόρφωση εκλογικής συμπεριφοράς υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα διστάσουμε να κατατάξουμε τον εκλεγμένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Οζγκιούρ Φερχάτ, στην κατηγορία των «παλαιομουσουλμάνων», ορμώμενοι από την σχετική ανάλυση του Ηλία Νικολακόπουλου. Βλέπε σχετικά, Νικολακόπουλος, Ηλίας, «Η πορεία προς την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη», στο: Νικολακόπουλος, Ηλίας, «Των εκλογών τα πάθη. Ψηφίδες της ελληνικής εκλογικής ιστορίας του 20ου αιώνα», Εκδόσεις «Το Βήμα», Αθήνα, 2023, σελ. 205.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.