Για την εκλογικη επικρατηση Κασσελακη

Της έκδοσης

Στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία, επικράτησε ο Στέφανος Κασσελάκης, που εν προκειμένω έλαβε το 45,04% των ψήφων, ακολουθούμενος από την πρώην υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, η οποία έλαβε το 36,21%.

Αρκετά στελέχη του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος, μεταξύ αυτών και εκλεγμένοι βουλευτές, στάθηκαν στον υψηλό αριθμό των συμμετεχόντων σε μία τέτοια εκλογική διαδικασία, λίγους μήνες μετά την στρατηγική ήττα που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές βουλευτικές εκλογές του Μαϊου και του Ιουνίου. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο ικανοποιητικός βαθμός συμμετοχής στην εσωκομματική εκλογική διαδικασία, δεν πρέπει να εκπλήσσει και ιδιαίτερα. Και γιατί λέμε κάτι τέτοιο;

 Διότι έχει καταστεί πλέον «κεκτημένο» (εναλλακτικά, «τμήμα» της εν Ελλάδι πολιτικής κουλτούρας), η υψηλή συμμετοχή μελών και φίλων των κομμάτων σε παρόμοιες εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες, όπως αυτές που έχουν λάβει χώρα όχι μόνο στο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα και στη Νέα Δημοκρατία, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ, τον Μάιο του 2022. Όταν πάνω από 150.000 μέλη του κόμματος έσπευσαν να ψηφίσουν τον Αλέξη Τσίπρα, που ήταν ο μοναδικός υποψήφιος για την αρχηγία του κόμματος.

 Εμβαθύνοντας περισσότερο και με τη «βοήθεια» της βιβλιογραφίας, θα επισημάνουμε πως οι εκλογείς (θεωρούμε δόκιμο επιστημονικά τον όρο), που συμμετέχουν σε μία τέτοια διαδικασία ελεύθερα,[1] δεν τείνουν να αντιμετωπίσουν τις εσωκομματικές εκλογές, όπως έχει δείξει η πρόσφατη κομματική-πολιτική ιστορία, ως εκλογές «δεύτερης τάξης» (second order elections),[2] για να παραπέμψουμε στους Reif & Schmitt. Ή αλλιώς, εκλογές μικρότερης σημασίας για τους ίδιους και για το κόμμα στο οποίο ανήκουν.

Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως αποδίδουν μεγάλη σημασία σε αυτές, εφόσον εκτιμούν εκ των προτέρων[3] πως η πραγματοποίηση τους και η εκλογή νέας ηγεσίας (ή ακόμη και η επανεκλογή της υπάρχουσας, που θα είναι όμως νομιμοποιημένη), μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εκκίνηση μίας διαδικασίας ανασυγκρότησης του κόμματος, όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής τον Δεκέμβριο του 2021.

 Άρα, ως προς αυτό, ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία συγκλίνουν,[4] στο εγκάρσιο σημείο όπου ο ικανοποιητικός αριθμός συμμετοχής στις Συριζαϊκές εσωκομματικές εκλογές, τροφοδοτήθηκε και από την δυναμική που έχει αποκτήσει εν συνόλω η διαδικασία. Ιστορικά. Τώρα, η εκλογική επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη, οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες.

Πρώτον, στο γεγονός πως άμα τη εμφανίσει του, κατάφερε να ενεργοποιήσει αρχικά και να κινητοποιήσει εν συνεχεία, σε πολιτικό επίπεδο, πολίτες που υποστήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ[5] στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών,  αλλά δίσταζαν να ενταχθούν στο κόμμα, αποκτώντας οργανωτικές σχέσεις μαζί του. Και αυτό το κατάφερε δίχως να χρειαστεί να συγκροτήσει ομάδες υποστηρικτών του που θα μπορούσαν να «τρέξουν» ένα μεγάλο μέρος της προεκλογικής του καμπάνιας.

Ως εκ τούτου, πολλοί (ας μην φοβηθούμε να μιλήσουμε για «πολλούς» υποστηρικτές εν προκειμένω), έσπευσαν να καταστούν μέλη την ημέρα των εκλογών, προκειμένου να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου.

Και φυσικά να ψηφίσουν τον Κασσελάκη, θεωρώντας τον ως τον πλέον «ικανό» και «σύγχρονο», έναντι των υπολοίπων συνυποψηφίων του, ως τον πιο «κατάλληλο» για να εγγυηθεί την ανάταξη του ΣΥΡΙΖΑ και να διατηρήσει αρχικά το κόμμα, λόγω του προφίλ του, στη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές που θα διεξαχθούν τον Μάιο του 2024.

Η είσοδος και όχι η εισπήδηση στα της Συριζαϊκής εσωκομματικής πραγματικότητας νέων μελών, έθεσε εμπόδια στο να αποκτήσουν οι φωνές κατά του Κασσελάκη, που προέρχονταν από το παλαιό ΚΚΕ Εσωτερικού, δυναμική, επηρεάζοντας την εκλογική συμπεριφοράς εκείνων των αμφιταλαντευόμενων μεταξύ Αχτσιόγλου και Κασσελάκη, ψηφοφόρων.

Δεύτερον, στο ότι επενδύοντας στο «χαρτί» της «κυβερνησιμότητας» του ΣΥΡΙΖΑ, περισσότερο από ό,τι οι συνυποψήφιοι του,  πέτυχε να πείσει εκείνα τα τμήματα εκλογέων που είχαν βιώσει έντονα την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου, που βίωσαν την εκλογική και πολιτική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη, από τον Ιούλιο του 2019 ακόμη, ως «απότομη αλλαγή»[6] που δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτή, κατά τις  Βασιλική Γεωργιάδου & Αναστασία Καφέ.

Υπό αυτή την οπτική, όσο περισσότερο κινούνταν και μιλούσε, όσο περισσότερο χρησιμοποιούσε το όνομα «Μητσοτάκης», τόσο περισσότερο θεωρούνταν ως ο «εκλεκτός» που «μπορεί να βάλει τέλος στην πολιτική κυριαρχία» του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, καθότι εκτιμήθηκε πως έχει το πλέον κατάλληλο (νέος, γνώστης του Αμερικανικού πολιτικού περιβάλλοντος, γνώστης της Αγγλικής γλώσσας, ικανός στο να θέτει διλήμματα), πολιτικό προφίλ για να ηγηθεί μίας νέας, «μεγάλης αντι-Μητσοτακικής» κοινωνικής-πολιτικής συμμαχίας «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ». Να οδηγήσει στην «πολυπόθητη νίκη».

Τρίτον, ο Στέφανος Κασσελάκης μπόρεσε να επικρατήσει και μάλιστα με σχετική άνεση, ακριβώς διότι διείδε την «ελλοχεύουσα δυναμική»,[7] κατά την εύστοχη έκφραση του Κώστα Ελευθερίου, ενός τμήματος του κόμματος και κυρίως των Πασοκογενών, προσαρμόζοντας με τέτοιον τρόπο την ρητορική του, ώστε αυτή να καταστεί συμπεριληπτική: «Εάν εκλεγώ, η επόμενη ημέρα του κόμματος θα σας βρει σε κεντρική θέση».

 Έτσι λοιπόν, τα μέλη του κόμματος και κυρίως τα μέλη τα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ,  που πίστευαν εδώ και αρκετό καιρό πως έχουν «ωριμάσει» οι συνθήκες για να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο εντός ΣΥΡΙΖΑ, στράφηκαν πως τον Στέφανο Κασσελάκη, θεωρώντας πως είναι ο μόνος που μπορεί να «κάνει πράξη» την επιθυμία τους, εφόσον δεν διαθέτει την προϊστορία των συνυποψηφίων του εντός ΣΥΡΙΖΑ και επίσης, τις κομματικές «εξαρτήσεις» και «δεσμεύσεις» τους.

Εάν επενδύσουμε πόρους σε μία ψυχολογική προσέγγιση, θα τονίσουμε πως η στήριξη Πασοκογενών μελών στον Κρητικής καταγωγής υποψήφιο,[8] θεωρήθηκε ως «εκδίκηση» έναντι όλων όσοι τους «είχαν θέσει στο κομματικό περιθώριο» και τους «ήθελαν εκεί».  Τέταρτον, ο Στέφανος Κασσελάκης επικράτησε επειδή παλαιά μέλη και ψηφοφόροι, από εποχές προ κρίσης ακόμη, είδαν στο πρόσωπο του τον «νέο Τσίπρα».

Δηλαδή, τον πολιτικό εκείνο που με μόνη την «δύναμη» της «νιότης» (ρομαντική-απλοϊκή προσέγγιση), και την υποστήριξη του κόσμου, δίχως ουδεμία «στήριξη από το κατεστημένο», από τις «ελίτ» (να πώς ενσκήπτουν οι λαϊκιστικές αφηγήσεις), θα εκφράσει τα «οράματα της Αριστεράς», όπως έπραξε ο Αλέξης  Τσίπρας το 2008. Σημασία εδώ έχουν τα ‘οράματα’ και λιγότερο και για την ακρίβεια, πολύ λιγότερο, η εξουσία.

 Με αυτόν τον τρόπο για αυτούς τους ψηφοφόρους, ο «Αλέξης» και ο «Στέφανος» δεν αποτελούν τα δύο μέρη του ίδιου νομίσματος. Αντιθέτως, εάν δεν υπήρχε ο πρώτος, δεν θα υπήρχε ή δεν θα προέκυπτε και ο δεύτερος, εκεί όπου η ψήφος προς τον άλλοτε υποψήφιο βουλευτή Επικρατείας να συνιστά και ένα ελάχιστο δείγμα «ευγνωμοσύνης» προς τον «ιστορικό αρχηγό» του ΣΥΡΙΖΑ.

«Ευγνωμοσύνης» διότι με την στάση του επιτάχυνε τις εξελίξεις, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις ώστε να ανακύψει ο «Άλλος» που «έχει κάτι να πει». Ο Κασσελάκης κατόρθωσε να συνενώσει υπέρ της υποψηφιότητας του τις περισσότερες εκ των πολιτικών «φυλών» του ΣΥΡΙΖΑ.


[1] Αυτό το στοιχείο μπορούμε να το συγκρατήσουμε, όταν καλούμαστε να αναλύσουμε την παράμετρο που ακούει στο όνομα «εκλογική συμμετοχή». Υπό αυτό το πρίσμα, αφενός μεν εκ-λείπει οποιαδήποτε υποχρεωτικότητα ως προς την ψήφο μελών και φίλων του κόμματος («κανείς δεν υποχρεώνεται να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα»), και, αφετέρου δε απουσιάζουν τιμωρητικά μέτρα (μη συμμετοχή στην εσωκομματική ζωή για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) προς όλους όσοι δεν θα μεταβούν στα κατά τόπους εκλογικά κέντρα για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως αυτή η «ελευθερία» προσλαμβάνεται με θετικό τρόπο από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων, όντας μία εκ των παραγόντων που έχουν συμβάλλει στον υψηλό βαθμό συμμετοχής.

[2] Βλέπε σχετικά, Reif, K., & Schmitt, H., “Nine second-order national elections: A conceptual framework for the analyses of European Election Results”, European Journal of Political Research, Τόμος 8, Τεύχος 3, 1980, σελ. 3-44. Προτού περάσουμε στην ανάλυση των παραγόντων που οδήγησαν στην εκλογική επικράτηση Κασσελάκη, μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες γόνιμες υποθέσεις εργασίας που βοηθούν στη διερεύνηση του «γιατί» η συμμετοχή κυμάνθηκε σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αρκετά όμως κάτω από αυτά που έχουν παρατηρηθεί στις αντίστοιχες εκλογικές διαδικασίες στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Η πρώτη υπόθεση εργασίας, είναι η εξής: Mέλη του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησαν πως η προηγούμενη παρόμοια εκλογική διαδικασία η οποία είχε λάβει χώρα τον Μαϊο του 2022, υπήρξε κάτι παραπάνω από επιτυχής, οπότε η συμμετοχή τους, ακόμη και για πρώτη φορά, σε αυτές τις εσωκομματικές εκλογές, φαντάζει περίπου ως φυσικό «επακόλουθο» λόγω ακριβώς της παρελθούσας «ιστορίας επιτυχίας». Η συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική και διότι φαίνεται πως εμπεδώνεται μία διαφορετική και περισσότερο συμμετοχική πολιτική κουλτούρα, με αρκετά μέλη του κόμματος να έχουν εξοικειωθεί πολιτικά και ιδεολογικά, με την όλη διαδικασία, ακόμη και αρκετοί που ίσως στο παρελθόν ήταν δύσπιστοι έως αρνητικοί. Η δεύτερη υπόθεση εργασία  είναι η ακόλουθη: Ο ικανοποιητικός αριθμός συμμετεχόντων αποδεικνύει πως πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτουν ισχυρούς πολιτικούς και ψυχο-συναισθηματικούς δεσμούς με το κόμμα τους, πράγμα που τους αποτρέπει και από το να «εγκαταλείψουν» λόγω της περιδίνησης στην οποία έχει περιέλθει μετά την διπλή εκλογική ήττα των περασμένων μηνών, και από το να απέχουν από μία τέτοια εκλογική διαδικασία όντας «χολωμένα», «σκασμένα», θεωρώντας πως για αυτούς, ανεξαρτήτως συνθηκών, η συμμετοχή τους είναι «αυτονόητη». Πέραν των εσωκομματικών εκλογών, φρονούμε πως ο  πυρήνας υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ που διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με το κόμμα,  ανεξαρτήτως του αν συμμετέχουν στις εσωκομματικές διεργασίες, έχει αυξηθεί για τα καλά («κατάλοιπο» από την εποχή της κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής ισχυροποίησης του κόμματος), υπερβαίνοντας το 10%, εξέλιξη που έθεσε φραγμούς στην περαιτέρω σημαντική μείωση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Τρίτον, αρκετοί εκ των συμμετεχόντων στις εκλογές δεν θέλησαν να «χάσουν την ευκαιρία» να καταστούν «μέρος» της ιστορίας του κόμματος, πολιτικά, συμβολικά και αξιακά, σπεύδοντας να επικυρώσουν δια της  συμμετοχής τους στις εκλογές, την μετάβαση στην μετα-Τσίπρα εποχή του κόμματος.

[3] Σε ένα ιδιαίτερο σημείο που έχει δύο επιμέρους πτυχές,  η εκλογική συμπεριφορά ενός «ψηφοφόρου» (ας μην το ξεχνάμε αυτό: πρόκειται και για ψηφοφόρους), σε μία εσωκομματική εκλογική διαδικασία, ταυτίζεται με την εκλογική συμπεριφορά ενός ψηφοφόρου σε εθνικές εκλογές: Στο ότι μπορεί να έχουν αποφασίσει πολύ πριν τις εκλογές ποιον θα ψηφίσουν. Στο ότι εντός του διαθέσιμου ρεπερτόριου επιλογών κάποιων εξ αυτών, δεν υπάρχει το ενδεχόμενο της αποχής.  

[4] Πολλά μέλη δηλαδή, έσπευσαν να ψηφίσουν προκειμένου να συμβάλλουν σε ένα νέο και διαφορετικό ξεκίνημα.

[5] Το πολύ ενδιαφέρον θεωρητικά-επιστημολογικά στην περίπτωση του εξ Αμερικής ορμώμενου Στέφανου Κασσελάκη, είναι πως κατέστη μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα «διασημότητα» που υπερέβη κατά πολύ τα στενά όρια του κόμματος του, αποτελώντας “talk of the town” επί αρκετές ημέρες. Ο ίδιος μάλιστα, δεν χρειάστηκε να λειτουργήσει αρχικά ως «μικροδιασημότητα», σύμφωνα με την διατύπωση των Schouten, Janssen & Verspaget, σε ένα σύνθετο σημείο όπου εάν αφήσουμε στην άκρη απλοϊκές και ελλιπείς θεωρητικά ερμηνείες περί «μεταπολιτικής» και «μεταπολιτικού φαινομένου» (πώς πρέπει να ασκείται η πολιτική κατά τους πολέμιους της περιώνυμης «μεταπολιτικής»; ), τότε θα δούμε πως στην περίπτωση του το «άγνωστο» που τον συνόδευε «γοήτευσε» νυν μέλη και υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ που εγγράφησαν μέλη. Τα μέλη αυτά είδαν στον Κασσελάκη την «μοναδική ευκαιρία» να ξεφύγουν οι ίδιοι και το κόμμα τους από την διαρκή «υπερ-πολιτικοποίηση» και «ιδεολογικοποίηση των πάντων», από τις ασαφείς, «βαριές» και δυσνόητες θεωρητικές αναφορές, από την «κυριαρχία» των «δεινοσαύρων» του κόμματος (Αριστείδης Μπαλτάς, Γιάννης Δραγασάκης, Νίκος Φίλης, Νίκος Βούτσης), που υποστηρίζουν τους συμβατικούς υποψηφίους για την προεδρία.  Σε κανένα άλλο πολιτικό κόμμα την τελευταία δεκαετία, η έλευση ενός νέου προσώπου δεν συνετέλεσε στην διαμόρφωση και ανάδειξη στην επιφάνεια ενός δια-γενεακού χάσματος που έχει κοινωνικά, πολιτικά, αξιακά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, επηρεάζοντας την διαμόρφωση εκλογικής συμπεριφοράς υπέρ του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος λόγω χαρακτηριστικών, φυσιογνωμίας και ιδιοσυγκρασίας, κατέστη το «αντίπαλο δέος» των «δεινοσαύρων», διεκδικώντας για λογαριασμό αυτών των κουρασμένων από την εικόνα του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ, μελών, την «πραγματική Αλλαγή». Ο Κασσελάκης εισήλθε ορμητικά στο προσκήνιο έχοντας τον «αέρα» του «φρέσκου», έναντι της αμήχανης Έφης Αχτσιόγλου, η οποία έπεσε στην «παγίδα του φαβορί», εγκλωβιζόμενη στην εικόνα της «πρώτης γυναίκας που μπορεί να γίνει πρόεδρος του κόμματος», του επιβαρυμένου με μία καταδίκη Νίκο Παππά, του ασαφούς Τσακαλώτο, ο οποίος όσες φορές ερωτούνταν για κάποιο θέμα, απαντούσε κάνοντας μονίμως χρήση του όρου «Αριστερά»,  του πολιτικού «δεινόσαυρου» Τζουμάκα. Βλέπε σχετικά, Scouten, A.P., Janssen, L.,  & Verspaget, M., “Celebrity vs. Influencer. Endorsements in advertising: the role of identification, credibility, and Product-Endorser fit”, International Journal of Advertising, 39, 2, 2020, σελ.  258-281. Πολύ ορθή, και θεωρητικά, είναι η διαπίστωση του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, για τον οποίο ένας βασικός παράγοντας που καλλιέργησε το έδαφος για την επικράτηση Κασσελάκη, ήσαν και η ύπαρξη δυσαρέσκειας για την διπλή στρατηγική ήττα του καλοκαιριού, η οποία «χρεώθηκε», όπως χαρακτηριστικά γράφει, στους «παλιούς». Σε ένα «κουρασμένο» κόμμα («κουρασμένοι» βουλευτές, στελέχη και ψηφοφόροι), σε ένα «εξαντλημένο» κόμμα που  θεωρεί πως η Αριστερή ιδεολογία είναι το «Άλας της Γης»  και  λειτουργεί  προτάσσοντας ιδεολογικά «φετίχ» περασμένων δεκαετιών, η έλευση Κασσελάκη προσέφερε ψυχική ανάταση και ευφορία. Βλέπε και, Βορίδης, Μάκης, «Βορίδης: Το αποτέλεσμα στον ΣΥΡΙΖΑ επικυρώνει τη στρατηγική ήττα της Αριστεράς στις εκλογές», Ιστοσελίδα εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», 18/09/2023, Βορίδης: Το αποτέλεσμα στον ΣΥΡΙΖΑ επικυρώνει τη στρατηγική ήττα της Αριστεράς στις εκλογές (protothema.gr) Δεν είναι λίγοι όσοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν το τι έχει συμβεί, μεταξύ αυτών και η Έφη Αχτσιόγλου.

[6] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου, Βασιλική, & Καφέ, Αναστασία, «Εκλογική Συμπεριφορά», Επιμέλεια: Συναδινού, Αλεξία, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2018. Επιθυμώντας να εμβαθύνουμε περαιτέρω, θα υπογραμμίσουμε πως ο Στέφανος Κασσελάκης εξ αρχής θεωρήθηκε ως ο «ιδανικός» υποψήφιος, με τον «δυναμισμό» που εκπέμπει (εδώ η σύγκριση κυρίως με την Έφη Αχτσιόγλου υπήρξε καταλυτικά υπέρ του), σε εκείνα τα σχετικά παλαιά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που εκλαμβάνουν, απλοϊκά και προδήλως εσφαλμένα, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν το πολιτικό τους «Εγώ» και την Αριστερή τους αυταρέσκεια, ως «παροδική», ως «παρένθεση» που έχει «ημερομηνία λήξης», αντιστρέφοντας ή αλλιώς, ανα-νοηματοδοτώντας την κλασική θεωρία της «Αριστερής Παρένθεσης». Όσο μεγαλύτερος ο πόνος και η απογοήτευση από την διπλή εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2023, τόσο περισσότερο ήσαν πιθανό το απογοητευμένο μέλος, να στραφεί υπέρ του Στέφανου Κασσελάκη.

[7] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου, Κώστας, «Η Άκρα Δεξιά στη μεταμνημονιακή εποχή: Κίνητρα ψήφου, διαθεσιμότητα και ελλοχεύουσα δυναμική», στο: Αρανίτου, Βάλια, (επιμ.), «Η Εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων. Ανάμεσα στα Μνημόνια και την Πανδημία. Στάσεις, αντιλήψεις, στοιχίσεις και αποστοιχίσεις», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2022. Γεωγραφικά, η ψήφος υπέρ Κασσελάκη, είχε μία σχετική ομοιογένεια, καθότι υψηλά ποσοστά συγκέντρωσε όχι μόνο στην Κρήτη (Πολάκης; ) αλλά και σε περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Στην Ξάνθη και στον Έβρο, εκεί όπου έναν έστω μικρό ρόλο στην διαμόρφωση εκλογικής συμπεριφοράς υπερ του διαδραμάτισε η πρόσφατη επίσκεψη τους στις περιοχές όπου τον Αύγουστο εκδηλώθηκαν μεγάλες πυρκαγιές.

[8] Τι ρόλο μπορεί να έπαιξε η εντοπιότητα στην υποστήριξη που έλαβε ο Κασσελάκης από τον βουλευτή Χανίων του κόμματος, Παύλο Πολάκη; Καμία, είναι η απάντηση μας. Ο λαϊκιστής Παύλος Πολάκης, πραγματοποίησε μία προεκλογική καμπάνια υπέρ του Κασσελάκη (ας μην ξεχνάμε πως ήταν ο πρώτος που τον παρουσίασε στο Συριζαϊκό κοινό ή ακροατήριο, συμβάλλοντας ώστε η υποδοχή του να είναι όσο το δυνατόν πιο ομαλή), κατά κύριο λόγο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του προσφιλούς του Facebook, εστιάζοντας την κριτική του όχι σε όλους τους συνυποψηφίους του, αλλά στην Έφη Αχτσιόγλου, αποτρέποντας (να ένας ακόμη παράγοντας ψήφου), ένα τμήμα των περισσότερο «ιδεολόγων» και πιστών Συριζαίων από το να στραφούν σε αυτήν. Η μη συγκρότηση ομάδων που θα «έτρεχαν» την προεκλογική του καμπάνια, κατά τα Αμερικανικά πολιτικά ειωθότα,  αποδεικνύει πόσο επιφανειακές και κοντόθωρες ήταν οι κριτικές περί «Αμερικανοποίησης» της πολιτικής ζωής και δη της εσωκομματικής πολιτικής ζωής, συνεπεία της έλευσης στο προσκήνιο του Αμερικανοτραφούς Κασσελάκη.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.