«Αγαντα, να περασουμε τον καβο…»

Κατά παράδοσιν ξενυχτάω κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς χάριν και της γαλοπούλας. 12 ευρουλάκια το κιλό, είναι ντόπια, από τα χωριά μας… Οι γαλοπούλες βιοπορίζουν τους φτωχούς τούτης της μεριάς στην καλλίγραφη και καλλίγραμμη μεσογειακή γεωγραφία. Τις αγοράζουν νωρίς, τις ταΐζουν και, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, τις παστρεύουν για τον χασάπη. Θα τη γεμίσω με ρύζι και τα τζιγέρια της άνηθο, μαϊντανό, κρεμμυδόπουλα, θα τη ράψω και θα τη ρίξω στον φούρνο για τέσσερις ώρες, ανά κιλό και ώρα ψησίματος, σκεπασμένη, και μετά θα την ξεσκεπάσω να πάρει χρώμα.

Μου έφερε πεσκέσι και ο Τζίμης από την Πηνεία μια κοτούλα, μου την είχε τάξει από τον Σεπτέμβρη. Αυτή θα τη βράσω μεθαύριο για μια σούπα αυγοκοφτή. Η κουζίνα μου, παραδομένη στον τόπο, στην τρυφερή οικόσιτη οικονομία της περιοχής που όλα τα διαθέτει κι όλα τα παστρεύει με δύναμη. Αυτήν την οικονομία στην οποία αποδόθηκαν εκείνα τα γνωστά «όλοι μαζί τα φάγαμε». Το περίεργο είναι ότι όσο κι αν τρώμε εδώ, δεν φουσκώνουμε σαν κούρκους ή παγώνια.

Έχει τρεμούλα ο καιρός, ανατριχιαστική. Κρύο και υγρασία και μια ξαστεριά να την καταπιείς και να γιατρευτείς. Βγήκα στην αυλή πριν λίγο, έκοψα πορτοκάλια για να τα στύψω και να την αρωματίσω. Έτσι μ’ αρέσει εμένα, ό,τι βρω στον κήπο το ρίχνω στο ταψί και το γεύομαι.

Πήγαμε μια βόλτα στο χωριό το απόγευμα… Έρημο χωριό, στάχτη η γεωγραφία του, πήγαμε και στο κοιμητήριο, χαιρετήσαμε τους δικούς μας, ανάψαμε καντήλια, λιβανίσαμε, ούτε ένας παπάς για ένα τρισάγιο, το Νατασώ είχε πάει εχθές και είχε κάνει λαμπίκο τα μνημεία του παππού και της γιαγιάς. Κι εγώ λυπημένη, γεμάτη ενοχές, της είπα: «Γι’ αυτές τις δουλειές είσαι εσύ, κορίτσι μου, μικρομάνα και κουρασμένη;», εκείνη απτόητη μου απάντησε: «Αχ μάνα ήταν ωραία…». Δεν μίλησα, παραμίλησα όμως μοναχή μου για το επαρχιώτικο πεπρωμένο μας…

Μας είπε μια συγχωριανή ότι ο δανεικός παπάς μας από το διπλανό χωριό έκανε και μια πρώιμη λειτουργία για την Πρωτοχρονιά παραμονιάτικα, αφού αύριο πρέπει να λειτουργήσει στο χωριό του. Η ερημιά εδώ έχει κομματιάσει και το ημερολόγιο και τον χρόνο και τα ρολόγια, και πώς να υπολογίσεις μετά ζωή και κανονικότητα σε τούτο εδώ το παράξενο μέρος; Στην πλατεία βουλιαγμένα τα σπίτια, πλίνθοι και κέραμοι παντού, ένας σκυλάκος μοναχός με κοίταζε παράξενα, τι θέλει ετούτη εδώ σκεφτόταν, και δυο γαλοπούλες έβοσκαν μέσα σε ένα παλιό κηπαλάκι γεμάτο δρακοντιές και καυκαλίδα. Ελλάς το μεγαλείο σου σκεφτόμουν καθώς περπατούσα να βρω ένα κομματάκι ζωής τριγύρω, πέρασα κι από το παλιό καφενείο, πρόβαλα από το θολό τζάμι να δω μέσα, σκοτεινιά και μαυρίλα, σκιές κι ένας καθρέφτης ακόμα κρεμασμένος να θυμάται όλους αυτούς που καθρεφτίστηκαν εντός του. Τρεις κάτοικοι πια εκεί, όταν θα λείψουν κι αυτοί θα μετακομίσουν και ο σκύλος και τα γαλόπουλα. Θα μείνω μόνο εγώ να πηγαίνω και να ’ρχομαι, προσκυνητής, σε έναν τόπο που δεν ανασαίνει πια, δεν τον καταδέχονται ούτε τα πρόβατα ούτε οι φοραδίτσες. Ας είναι…

Εδώ στην κανονική μου γειτονιά πρωί πρωί θα ακούσω την καμπάνα του Άη Γιάννη. Μπορεί να πάω να εκκλησιαστώ ότι τάχα μου διατηρώ μια κάποια πίστη ακόμα στα θαύματα. Κατά βάθος τη διατηρώ, αλλά δεν θέλω να το παραδεχτώ. Ούτε μπορώ όμως να ιδρώνω και να ζορίζομαι πάνω από μια γαλοπούλα, που «στην ούγια» της γράφει «Πρωτοχρονιά» και το ζόρι μου να μην ακουμπά σε μια κάποια πίστη.

Αν ζούσε ο πατέρας μου θα μου έλεγε: «Αγάντα, Λενάκι, να περάσουμε τον κάβο…». Ε, εκείνος ήξερε από φουρτούνες, όπως όλη η γενιά του, και τα κατάφερε καλά. Εγώ δεν ξέρω τι κατάφερα…

Εκείνο που με σώζει είναι η φράση της Ελενίτσας, που κάθε φορά που δοκιμάζει κάτι καινούργιο και δυσκολεύεται λέει: «Άσε, μόνη μου γιαγιά, θα τα καταφέρω!» Και μ’ αρέσει, πόσο μ’ αρέσει…

Καλή Χρονιά να έχουμε λοιπόν… Αγάντα!

—Το παρόν αφήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον προσωπικό λογαριασμό της Ελένης Σκάβδη στο Facebook.

Η συγγραφέας  Ελένη Σκάβδη

Η Ελένη Σκάβδη είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1952 στην Αλεξανδρούπολη. Φοίτησε στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συμμετείχε σε αρκετές εκδοτικές προσπάθειες στη διάρκεια των δεκαετιών ’70 και ’80, διάστημα που έζησε στην Αθήνα.

Τη δεκαετία του ’90 επέστρεψε στη Θράκη, όπου και εργάστηκε, επί πενταετία, ως Διευθύντρια Σύνταξης της εφημερίδας «Παρατηρητής της Θράκης», ως παραγωγός, επίσης, δημοσιογραφικών εκπομπών στην ΕΡΑ Κομοτηνής και ως ανταποκρίτρια του ΑΠΕ. Τον ίδιο καιρό διετέλεσε μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού «Εξώπολις» της Αλεξανδρούπολης και, μαζί με τη φιλόλογο Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη, δημιούργησαν τους εκδοτικούς οίκους «Παρατηρητής της Θράκης» και «Πρόκνη», από τον οποίο, το 1996, εκδόθηκε για πρώτη φορά η νουβέλα της  «Εκείνη η Πόλη», η οποία και επανεκδόθηκε το 2017.

Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Η ίδια έχει επιμεληθεί, επίσης,  πλήθος λογοτεχνικών και ιστορικών εκδόσεων.

Στην Αμαλιάδα, όπου ζει από το 1997, εξέδιδε από το 1998 έως το 2005, την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα της Ηλείας». Είναι παντρεμένη με τον Ψυχίατρο Παναγιώτη Χριστόπουλο και έχουν μια κόρη, τη Νατάσα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.