Αλλος ενας Κομοτηναιος στην Πολη

Στο στενό που οδηγεί στο Βλαχ-Σαράι

Η λειτουργία θα κρατούσε ακόμα ώρα πολλή οπότε είδα χρόνο μπροστά μου. Τα πόδια μου όμως είχαν πονέσει από το πολύ περπάτημα. Χειμερινές σχολικές διακοπές εδώ στην Πόλη κι επιτελούς πολύς χρόνος διαθέσιμος. Χρόνος για βόλτες και διαβάσματα, για εκδηλώσεις και παρέες. Κι όταν ο χρόνος υπάρχει μαζί με την καλή διάθεση πολλά μπορούν να συμβούν.

Έτσι η λειτουργία στην Παναγία Παραμυθία, στον ερειπωμένο ναό στον Μπαλατά, δεν χάνεται. Δεν περνά κανείς εύκολα την προστατευτική περίφραξη από λαμαρίνες που έχει μπει τα τελευταία χρόνια μετά από την κατάρρευση του μεγαλύτερου μέρους τόσο της εκκλησίας όσο και των υπόλοιπων οικημάτων που υπήρχαν στην αυλή. Η φωτιά αρχές της δεκαετίας του 70 ήταν καταστροφική.

Η Παναγία Παραμυθία ή αλλιώς Βλαχ-Σαράι μοιάζει να είναι ένας κόμπος στο κομποσκοίνι που περικλείει την νότια ακτή του Κεράτιου. Ξεκινώντας από το Τζιμπαλί και φτάνοντας μέχρι τη Βλαχέρνα, πριν στρίψει κανείς για τον Αη Γιώργη του Εντιρνέ-καπί περνώντας από την Παναγία την Χατζαριώτισσσα, της Σούδας κι αυτήν των Ουρανών, μπορεί να δει τ Βλαχ-Σαράι, τον Άγιο Χαράλομπο, το Σιναΐτικο Μετόχι, την Παναγία του Μπαλίνο. Όρεξη να έχει και πόδια δυνατά για ανηφόρες και σκαλιά.

Έκανα άλλη μια φορά τον κύκλο που τόσο αγαπώ και κατέβηκα από το Μουχλί και τη Μεγάλη του Γένους στην οδό Βοντίνα με τα μικρά καφέ και τον πολύ πια κόσμο. Ήταν η ώρα για ένα τσάι και λίγη ξεκούραση. Στο στενό που οδηγεί στο Βλαχ-Σαράι υπάρχει ένα πολύ όμορφο μαγαζί. Εκεί θα μπορούσα να καθίσω για λίγο πριν ανέβω τα σκαλιά για την εκκλησία που βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Εξάλλου η μέρα ήταν τόσο λαμπερή που κανείς ζήλευε τις γάτες που λιάζονταν πάνω στο μικρό καναπεδάκι μπροστά στην πόρτα του καφέ. Ζήτησα ένα ντεμλίδικο αλλά το maalesef (δυστυχώς) ήρθε να με απογοητεύσει. Ήταν μάλλον τόσο έντονη η αποτύπωση της αντίδρασης στο πρόσωπό μου που το νεαρό κορίτσι υποχώρησε και είπε πως θα με εξυπηρετούσε.

Κάθισα, απόλαυσα ήλιο και ησυχία, ξεκουράστηκα και μπήκα να πληρώσω. Η ερώτηση που συχνά ακολουθεί τις πρώτες κουβέντες είναι:

-Από πού είστε;

-Από την Ελλάδα, είπα κι ήρθε μία απάντηση που δεν την περίμενα.

-Ο παππούς μου ήταν από την Κομοτηνή!

Από την Κομοτηνή! Κοίτα σύμπτωση σκέφτηκα και φυσικά ξεκίνησε η ανάκριση:

-Και πού είναι τώρα ο παππούς; Πότε ήρθε στην Πόλη; Γιατί έφυγε; Πώς έφυγε; Έχετε συγγενείς στην Κομοτηνή; Έχετε έρθει; Έχετε επαφές;

Μάλλον το τρόμαξα το παιδί κι αμέσως προθυμοποιήθηκε να φωνάξει τη μαμά του και τη θεία του που ήξεραν περισσότερα. Ήρθαν οι κυρίες από την κουζίνα του μαγαζιού και με ένα πλατύ χαμόγελο χαιρετηθήκαμε και συστηθήκαμε. Η ιστορία τους έμοιαζε με τα dizi (σίριαλ) που κάθε τόσο γυρίζονται στη γειτονιά.

Ο παππούς Hüeyin Dinçer έφυγε από την Κομοτηνή στα τέλη της δεκαετίας του 40. Έφυγε κρυφά, περνώντας το ποτάμι, τον Έβρο. Φυσικά ποτέ δεν μπόρεσε να γυρίσει πίσω. Έφυγε με τον ξάδερφό του, όπως πολλοί εκείνη την εποχή για να γλυτώσουν από τις δύσκολες καταστάσεις που βίωναν (δεν είναι η ώρα για να συζητήσουμε το τι, το πώς και το γιατί. Αν κάποιος θέλει κατεβάζει και διαβάζει το https://www.bookoo.gr/…/palaiomousoulmanoi-kemalikoi… και μαθαίνει περισσότερα).

Ο παππούς Χουσεΐν βρέθηκε στη Σμύρνη αρχικά όπου γνώρισε και παντρεύτηκε μία κοπέλα με καταγωγή από το Σουδάν, που η οικογένειά της είχε μετακινηθεί στη σημερινή Τουρκία επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ζωή τους συνεχίστηκε στην Πόλη αλλά δυστυχώς άλλες πληροφορίες δεν υπήρχαν.

Η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη που θεώρησαν ότι βρήκαν συγγενείς και υποσχέθηκαν να ρωτήσουν τους μεγαλύτερους της οικογένειας για το οικογενειακό τους ιστορικό. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα κι η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν διαπιστώσαμε ότι τα σπίτια μας εδώ είναι στην ίδια γειτονιά.

Φυσικά ξαναπήγαμε με το Συμεών, γιατί ένα τέτοιο μαγαζί, πέρα από την καταγωγή των ιδιοκτητών, είναι ένα μικρό μπιμπελό. Επιπλωμένο με αντίκες, με πολύ γούστο και φροντίδα, προσφέρει το κλασικό τουρκικό πρωινό μέχρι το μεσημέρι, πολύ ωραία σπιτικά γλυκά και φυσικά τσάγια και καφέδες σε φλυτζανάκια που διαλέγει ο πελάτης από τη μεγάλη συλλογή που υπάρχει στα ράφια με τις άσπρες δαντέλες. Κι αν κάποιος πεινάσει στο μενού περιλαμβάνονται και μικρά πιάτα και σαλάτες. Όλα θυμίζουν ένα αρχοντικό αλλά ζεστό σπίτι που σε φιλοξενεί στα σαλόνια του, στην τραπεζαρία και φυσικά σε μια πολύ όμορφη αυλή!

Ανέβηκα τα σκαλιά του Βλαχ-Σαράι και κοίταξα λίγο από ψηλά το Velvet, το καφέ του «Κομοτηναίου». Λίγα βήματα μας χώριζαν και ήδη είχα μπει σε έναν άλλο κόσμο. Ή μήπως αυτός είναι τελικά ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας!

Κάποιες φορές οι μέρες στην Πόλη είναι τόσο γεμάτες που χρειάζεται κανείς χρόνο για να επεξεργαστεί αυτά που βίωσε. Κι όταν συμβούν και αναπάντεχες συναντήσεις, τότε η βόλτα της ημέρας μοιάζει με πολυήμερο ταξίδι. Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη μαγεία, η πιο συναρπαστική μεριά της Πόλης, που για αιώνες αποτελεί ένα χωνευτήρι λαών και πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών.

*Η Μαρία Δήμου είναι εκπαιδευτικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.