Ενα πρωτο καλωσορισμα στη χωρα του “G R E C O T E S Q U E” με τον Βασιλη Φλωρο στο ρολο του οικοδεσποτη

«H ποιητική σχέση με την τέχνη δεν τελειώνει ποτέ. Είναι μία γνησίως αύξουσα γραμμή που πάντα εξελίσσεται ανεξαρτήτως ηλικίας»

Η «σκούφια» του Βασίλη Φλώρου κρατά από την Αθήνα, τα τελευταία τρία χρόνια είναι κάτοικος Κομοτηνής και αγαπά πολύ το Πήλιο. Σπούδασε μαθηματικός, αλλά η μουσική τον κέρδισε, ενώ παράλληλα σήμερα είναι δευτεροετής φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και ζει τη δεύτερη νεότητά του.

Με αφορμή την κυκλοφορία του προπομπού της νέας και αναμενόμενης δισκογραφικής του δουλειάς, που ακούσαμε σε πρώτη μετάδοση μέσα από τη συχνότητα των 94fm, ο Βασίλης Φλώρος μίλησε στο ραδιόφωνο του Παρατηρητή και την Όλγα Ιωαννίδου, για την μουσική που τελικά τον κέρδισε, τη διαδικασία της αφαίρεσης και τη δημιουργία της «Αυθαίρεσης», αλλά και για την προσπάθεια εξεύρεσης παραποτάμων μέσα στον…«μεταμεσαίωνα» που διανύουμε.

«Αγάντα» λοιπόν και μεταβείτε στην ανάγνωση!

Τα μαθηματικά και η ανάγκη έκφρασης

ΠτΘ: Ενώ ολοκλήρωσες τις σπουδές σου στο τμήμα μαθηματικών του πανεπιστημίου Αθηνών, ακολούθησες μουσική πορεία.

Β.Φ.: Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε έναν κύκλο γεμάτο επιστήμονες, δασκάλους και καθηγητές των θετικών επιστημών. Ο κύκλος αυτός με περιχαράκωσε γύρω από αυτές τις επιστήμες και για πρακτικούς λόγους, πέρα από θέματα ανωριμότητας, ηλικίας κλπ. Έτσι, βρέθηκα σε μία σχολή, όπως το μαθηματικό της Αθήνας, μία εξαιρετική θεωρητική σχολή, μια δύσκολη σχολή, η οποία όμως με έβαλε σε μια διαδικασία να γίνω κάτι το οποίο δεν ήθελα, που ποτέ δεν με συγκίνησε όπως την ίδια περίοδο -μην έχοντας καμία σχέση με τη λαογραφία, την ανθρωπολογία, την εθνολογία, την ιστορία- τα καλοκαίρια έπαιρνα το μαγνητοφωνάκι και πήγαινα στο Πήλιο, συναντούσα τον λαογράφο, Γιώργο Θωμά και ηχογραφούσα τις ιστορίες του τόπου. Η σχέση μου με το μαθηματικό ήταν εντελώς τυχαία. Ήμασταν δύο ασύμπτωτες που δεν συναντήθηκαν πουθενά. Η δυσκολία αντίληψης της πραγματικότητας, ότι δηλαδή είμαι σε μια σχολή που δεν γουστάρω, με έβαλε σε μία διαδικασία αναζήτησης. Αυτή η διαδικασία, μέσα από μια μετεφηβική κατάσταση που με «ωρίμασε» περισσότερο σε σχέση με την παιδική μου ηλικία με έκανε να προσπαθώ να εκφραστώ με τρόπους που εγώ ήθελα και είχα ανάγκη. Και αυτό το οφείλω και στους «δασκάλους» μου, οι οποίοι με πήραν από το χεράκι και με καθοδήγησαν. Μου έδωσαν την πυξίδα και μου έδειξαν ότι υπάρχουν δρόμοι, ποταμοί και παραπόταμοι… Διαλέγεις και παίρνεις. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ήταν ένας από αυτούς τους δασκάλους. Λειτούργησε σε μένα σαν ένα χέρι μετάβασης στην ωρίμανσή μου. Στον Θανάση οφείλω το ότι με έφερε σε επαφή -κατάματα κιόλας- με έννοιες όπως ο θάνατος και η διαχείρισή του.

ΠτΘ: Πότε ήρθες για πρώτη φορά σε επαφή με ένα πρώτο μουσικό όργανο;

Β.Φ.: Ήταν μία κιθάρα του πατέρα μου, ο οποίος δεν με άφηνε να την αγγίξω. Δεν μπορούσα να το δεχτώ και μια μέρα πήγα μόνος μου και γράφτηκα στο ωδείο της γειτονιάς, στον Υμηττό. Αυτή ήταν η αυθαιρεσία μου απέναντι στον πατέρα μου και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτή του την άρνηση. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ήθελε -αν ασχολούμουν- να ασχοληθώ ειλικρινά και αληθινά με το θέμα της μουσικής.

Στο ωδείο πήγα το ’92, έκατσα έναν χρόνο και το ’93 ξεγράφτηκα. Ήταν την επόμενη μέρα απ’ όταν είδα μία από τις πρώτες συναυλίες του Σωκράτη Μάλαμα στο θέατρο Βράχων,  ξεγράφτηκα απ’ το ωδείο, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχισα να παίζω κιθάρα. Τα καλοκαίρια κάναμε παρέες με τα φιλαράκια μου στο Πήλιο, σκαρώναμε στιχοπλάκια και τότε άρχισα να σκαρώνω κι εγώ τα πρώτα τραγουδάκια, σε πολύ μικρή ηλικία. Ήταν σαν να υπήρχε αυτό το μικρόβιο της θέλησης να φτιάξεις κάτι από το μηδέν.

Το μικρόβιο της μουσικής και της δημιουργίας

ΠτΘ: Άρα είναι ένα μικρόβιο που αναπόφευκτα σε ακολουθεί και κάποια στιγμή θα εκδηλωθεί όσο καιρό κι αν καταπιέζεται;

Β.Φ.: Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος είναι ένας εν δυνάμει δημιουργός. Το θέμα όμως είναι ότι σε μια κοινωνία ανισοτήτων -με την ευρύτερη έννοια- στην οποία ζούμε, πιστεύω ότι άλλοι νιώθουν περισσότερο αυτή την ανάγκη, άλλοι δεν έχουν την ευκαιρία και τον χρόνο να την αντιληφθούν και άλλοι δεν την αξιολογούν ως βασική ανάγκη. Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος είναι μια σπουδαία μοναδική προσωπικότητα και εν δυνάμει είναι δημιουργικός και δημιουργός, αυτόφωτος και αυθύπαρκτος. Νομίζω ότι το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εκπαιδεύεται όλη η κοινότητα των ανθρώπων -κι εκεί παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο τα media- θεωρώ ότι δημιουργεί αυτή την στρέβλωση, διότι δημιουργούνται πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία δεν αφήνουν όλα τα λουλούδια να ανθίσουν και δεν αφήνουν εξατομικευμένα να ανθίσει το αυθύπαρκτο λουλούδι καθενός ανθρώπου ξεχωριστά. Είναι μεγάλη μάχη και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από αυτή γιατί ζω μέσα σε αυτό το σύνολο. Η μάχη είναι τα ερεθίσματα τα οποία δεχόμαστε, το πώς τα επεξεργαζόμαστε και τι κρατάμε από αυτά και στο τέλος τι κάνουμε.

ΠτΘ: Η δημιουργία στίχων ή μουσικής είναι η αδυναμία σου;

Β.Φ.:  Οι στίχοι. Τελευταία βέβαια και όσο εξελίσσομαι, σκαρώνω και ορχηστρικά κομμάτια. Αυτό το οφείλω στον Θοδωρή, τον γιο μου, που είναι εννιά χρονών και ξεκίνησε να μαθαίνει πιάνο. Μέσω λοιπόν του Θοδωρή μπήκε ένα όργανο στο σπίτι, το οποίο άρχισα να σκαλίζω, γιατί άκουσα έναν όμορφο ήχο που με βοήθησε λίγο να βγω απ’ τη δική μου μανιέρα, τον δικό μου μικρόκοσμο που ήταν το στεριανό λαούτο και η κιθάρα. Αυτό μου άνοιξε καινούργιο αλφάβητο. Κάποια στιγμή έλεγα στον φίλο Μάνο Μυλωνάκη, έναν εξαιρετικό μινιμαλιστή καλλιτέχνη από τη Θεσσαλονίκη, ότι νιώθω πως έχω φτάσει σε έναν ηχητικό κορεσμό στα αυτιά μου, επειδή ακριβώς ασχολούμαι συνέχεια με όργανα που έχουν χορδές και ότι το πλαίσιο το οποίο ακούω είναι οριοθετημένο 100%. Ο ίδιος μου πρότεινε να αλλάξω όργανο, οπότε την πετριά την οφείλω στον Μάνο και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

«Το “Grecotesque” ήταν μία προσπάθεια να περιγράψω με σκωπτικό τρόπο αυτό το οποίο ζω ως πολίτης αυτής της χώρας»

ΠτΘ: Ακούμε ήδη το “Grecotesque”, τον προπομπό της «Αυθαίρεσης». Θα μας εισάγεις λιγάκι στον κόσμο του “Grecotesque”;

Β.Φ.: Το “Grecotesque” είναι το πρώτο τραγούδι της «Αυθαίρεσης» και είναι ένα γκροτέσκο που έχει βάση την πραγματικότητα στην Ελλάδα, αυτή την παρωδία που ζούμε, την τραγικότητα που έχει απίστευτα κωμικά στοιχεία, αλλά νομίζω πως εξελίσσεται σε μία τραγωδία. Πλέον το λέω πολύ συνειδητοποιημένα και καθόλου μεμψίμοιρα, ειδικά μετά από τις εικόνες που είδα να χτυπάνε πόρτες ενός σπιτιού και να μπαίνουν στις 5:30 το πρωί. Έχουμε ξεφύγει. Έχουμε περάσει σε μεταμεσαίωνα και νομίζω ότι αυτό που λέμε ότι «έχει πάτο το βαρέλι», εμάς αυτό το βαρέλι μας εκπλήσσει συνέχεια και θα συνεχίσει να μας εκπλήσσει όσο εμείς είμαστε οκνηροί. ΤοGrecotesque” λοιπόν ήταν μία προσπάθεια να περιγράψω με σκωπτικό τρόπο αυτό το οποίο ζω ως πολίτης αυτής της χώρας. Δεν ξέρω αν το κατάφερα, ελπίζω να σας αρέσει αυτό που θα ακούσετε. Επίσης, το “Grecotesque” είναι για μένα ένα δημιουργικό τσαλάκωμα, μία προσπάθεια να συνομιλήσω με τη δυτική μουσική, με την αφαιρετική μουσική και με τους μινιμαλιστές με έναν τρόπο λίγο υποκριτικό. Νομίζω ότι η συμβολή του Γιώργου Κελεσίδη στο συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και στο άλμπουμ ήταν ανεκτίμητη. Ο Γιώργος, ως εξαιρετικός μουσικός και ενορχηστρωτής,  έχει έναν τρόπο να μπορεί να αποτυπώνει ηχητικά όσα έχω στο μυαλό μου και αυτό είναι σπάνιο για έναν δημιουργό. Με τον Γιώργο έχω μία πληρότητα, η οποία είναι πρωτόγνωρη. Όταν εγώ θέλω να πω κάτι κι επειδή εγώ δεν είμαι μουσικός, αλλά «τραγουδοφτιάχτης», είναι σημαντική για εμένα αυτή η διαμεσολάβηση του Γιώργου μεταξύ εμού και του τελικού αποτελέσματος. Είναι σαν να αποτυπώνει επακριβώς στον μουσικό κώδικα αυτά τα οποία θέλω να πω.

ΠτΘ: Πότε ξεκίνησε η συνεργασία σας με τον Γιώργο;

Β.Φ.: Με τον Γιώργο ξεκινήσαμε να συνεργαζόμαστε από το 2019, όταν ήρθα στην Κομοτηνή. Κάναμε μαζί τις συναυλίες του πρώτου κύκλου της «Αυθαίρεσης» και εφόσον υπάρχει αυτή η επικοινωνία, η συνεχής αυτή δυναμική ανανέωση και ο αλληλοσεβασμός της υπόστασης του ενός και του άλλου δεν έχουμε λόγο να μην συνεχίζουμε. Νομίζω ότι οι ανησυχίες μας γίνονται σε παραλληλία, αλλά είναι στο ίδιο μονοπάτι. Ο Γιώργος επωμίζεται την ενορχηστρωτική διαδικασία και αποτύπωση και έχει βάλει πολύ σημαντικό αισθητικό μέρος στο αποτύπωμα του “Grecotesque”, αλλά και του δίσκου και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

ΠτΘ: Τα κομμάτια του νέου δίσκου είναι -όπως και το “Grecotesque”- είναι επηρεασμένα από την καθημερινότητα και όλη την τραγικότητα που την χαρακτηρίζει;  Σε ενδιαφέρει το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό. Αποτυπώνεται αυτό στα κομμάτια του νέου δίσκου;

Β.Φ.: Το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι είναι κάτι το οποίο με απασχολεί καθημερινά και διαχρονικά. Η πολιτική είναι κάτι το οποίο είναι ενταγμένο στην καθημερινή διαδικασία ενός ανθρώπου. Δεν γίνεται να μένει κανείς ανεπηρέαστος από αυτό που ζει και σίγουρα αυτό που ζει δεν είναι ευχάριστο. Όλοι, κοινώς παραδέχονται ότι έχουμε μπει σε μία διαδικασία Γ’ Παγκοσμίου πολέμου, άσχετα αν δεν ξέρουμε τι μορφή θα πάρει. Άρα λοιπόν, οφείλουμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε αρχικά να αναχαιτίσουμε αυτή την κατάσταση και γιατί όχι να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο. Με απασχολεί πάρα πολύ και χαίρομαι πάρα πολύ που προσπαθώ να το εντάξω μέσα στην τέχνη με τρόπο μη στρατευμένο.

ΠτΘ: Με ποιους ανθρώπους «αλληλεπίδρασες» στο “Grecotesque” και συνολικά στον νέο δίσκο;

Β.Φ.: Για τον δίσκο θα αναφέρω πρώτα τους δύο κύριους συνεργάτες μου, τον Γιώργο Κελεσίδη και την Μαρία Ευλαβή, με τους οποίους είμαστε φιλαράκια, κολλάν τα χνώτα μας, έχουμε ξεκινήσει μία κοινώς εξελικτική πορεία μαζί και για τους οποίους είμαι περήφανος. Από ‘κει και πέρα, στο συγκεκριμένο κομμάτι είμαι ευγνώμων στην Πέλλα Παπαβασιλείου που έπαιξε τσέλο και στον Γιώργο Μαυρομάτη που ενορχήστρωσε τα έγχορδα που έπαιξε η Πέλλα. Είμαι ευγνώμων στον σταθερό μου συνεργάτη όλα αυτά τα χρόνια από το 2007, τον ηχολήπτη Γιώργο Μπακάλη, που βρίσκεται στα Βασιλικά της Θεσσαλονίκης, σ’ αυτό το πανέμορφο ασκητήριο – στούντιο, στο οποίο πηγαίνω και πραγματικά μπορώ και δημιουργώ. Εννοείται πως είμαι ευγνώμων σε δύο ανθρώπους που με βοηθάνε πάρα πολύ με τις γνώσεις τους και σε θέματα παραγωγής, όπως είναι ο Μάνος Τζανακάκης, παραγωγός στο «Κόκκινο» Θεσσαλονίκης και η Νατάσσα Αμπατζή από τον Βόλο, εξαιρετική φίλη και συνεργάτης και επίσης στον Λάκη Μουρατίδη, που για μία ακόμη φορά άκουσε την ψυχή μου, την αφουγκράστηκε, μπήκε μέσα στη δουλειά και μέσα στην «αυθαίρεση» και προσπάθησε κι αυτός μαζί μας και παράλληλα στο δικό του ατελιέ, στο δικό του εργαστήρι, στον δικό του πυρήνα αντίστασης να αυθαιρετήσει και να βγάλει αυτό το εξαιρετικό εικαστικό αποτέλεσμα, που σε λίγο καιρό θα παρουσιαστεί και το οποίο έχω τη χαρά να επιμελούνται παιδιά της 2K Project. Και φυσικά ο ήρωας και η αφορμή του “Grecotesque”, η ιστορία του Κουβανού αγωνιστή Camilo Cienfuegos Gorriarán, που χάθηκε 27 χρόνων υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες παίρνοντας ένα ανεμόπτερο στον Ατλαντικό, ο οποίος μέχρι τότε ήταν ο «αγωνιστής του λαού», όπως τον αποκαλούσαν, γιατί έδωσε τα πάντα για το κουβανικό όραμα των επαναστατών και μέσα από αυτό δείχνω κι εγώ λίγο τις ιδεολογικές μου αναφορές.

ΠτΘ: Η «Αγάντα» είναι ένα σύμπαν που βασίζεται στα δικά σου αισθητήρια και την δική σου αισθητική;

Β.Φ.: Η «Αγάντα» είναι η προσπάθεια ελευθερίας καλλιτεχνικής έκφρασης, έξω από μεσάζοντες, από γνώμες ειδικών, από πολυεθνικές, έξω από όλη την τεχνοκρατική κατάντια, η οποία λειτουργεί ανασταλτικά στην έμπνευση. Όλη αυτή η λογική της μουσικής βιομηχανίας, του αυτοματισμού, της μανιέρας και της κονσερβοποίησης είναι κάτι το οποίο ευνουχίζει δημιουργικά και με ανάγκασε να ψάξω να βρω παραπόταμο. Η «Αγάντα» λοιπόν είναι μία απόπειρα αυτοδιαχείρισης κάθετης σε όλο το φάσμα της παραγωγής. Η προσπάθεια εξεύρεσης παραποτάμων, γιατί τα κεντρικά ποτάμια είναι και ταξικά και τοξικά.

ΠτΘ: Υπάρχει κι άλλος κόσμος που ψάχνει τέτοιου είδους παραπόταμους;

Β.Φ.: Νομίζω ότι υπάρχει πάρα πολύς κόσμος και το χαίρομαι. Η «Αγάντα» δημιουργήθηκε εξ ανάγκης το 2017 για ένα live που έκανα τότε στο θέατρο Βράχων, όπου ήθελα διαμεσολάβηση και τελικά είπα «θα γίνω διαμεσολαβητής του εαυτού μου». Πλέον είμαι πολύ χαρούμενος που υπό την σκέπη της βγαίνουν δεκαπέντε αξιόλογες δουλειές, οι οποίες υπάρχουν αυτή τη στιγμή και ήδη έχουμε δρομολογήσει άλλες δέκα στο προσεχές διάστημα. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη, κυρίως λόγω της ταξικής εκδοχής που σου είπα, το ότι δεν μπορούν οι καλλιτέχνες να τροφοδοτούν πολυεθνικές με τα υπέρογκα λεφτά που ζητάνε για την έκδοση ενός κομματιού. Η «Αγάντα» ως ανεξάρτητη εταιρία κι επειδή κι εγώ ο ίδιος είμαι πίσω από αυτή τη φιλοσοφία, κοιτάω και φροντίζω όσο μπορώ πιο τίμια -σεβόμενος και τη δουλειά μου ως επαγγελματίας- να μπορώ να διευκολύνω, γιατί μπορώ να καταλάβω από πρώτο χέρι ότι τα παιδιά αυτά θέλουν να εκφραστούν και βρίσκουν τις ίδιες δυσκολίες με μένα.

ΠτΘ: Πότε να περιμένουμε την έλευση της «Αυθαίρεσης»;

Β.Φ.: Τέλη Γενάρη, αρχές Φλεβάρη θα είναι έτοιμη και θα έχει κυκλοφορήσει. Μέχρι στιγμής μπορώ να πω ότι θα έχω τη χαρά να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Κομοτηνή, εδώ που γεννήθηκε και φτιάχτηκε μαζί με τους αξιόλογους συνεργάτες μου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.