«Ο Μεταβυζαντινος Ναος του Αγιου Νικολαου στην Παταγη Ορεστιαδας και η Αποκατασταση του»

Ο Αθανάσιος Γουρίδης είναι ένας επιστήμονας γέννημα θρέμμα του Έβρου, ένας άνθρωπος με βαθιά συναίσθηση του χρέους υπέρ της ιστορίας και της παράδοσης στον τόπο του. Είναι δόκτωρ πολιτικός μηχανικός και αρχαιολόγος και έχει να επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο σχετικό, κυρίως, με την τοπική ιστορική τοπογραφία και τη μηχανική των μνημείων. Το πιο πρόσφατο έργο του είναι το πόνημά του για τον μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου στην Παταγή Ορεστιάδας και την αποκατάστασή του. Δεν πρόκειται όμως στην περίπτωση αυτή απλά για ένα έργο καταγραφής της ιστορικής τοπογραφίας και περιγραφής ενός μνημειακού χώρου, αλλά για μια έρευνα στην ουσία που αποδεικνύει το ενιαίο της κατασκευαστικής κι αρχιτεκτονικής λογικής που διέπει τα μέρη εκατέρωθεν των συνόρων στον γειτονικό Έβρο. Διότι η αρχιτεκτονική και η μηχανική των κτιρίων αντικατοπτρίζουν σε αυτήν την περίπτωση την ύπαρξη ενιαίου πολιτισμού στη βορειοανατολική Θράκη πριν τη χάραξη των συνόρων στη Νεότερη Εποχή.

Α.Χ.

Δημήτρης Μουζάς,Δήμαρχος Ορεστιάδας:

«Η αποκατάσταση του Ναού του Αγίου Νικολάου, ένα πολυσήμαντο έργο»

«H παρούσα εργασία, που αναφέρεται στο έργο αποκατάστασης του μεταβυζαντινού ναού του Αγίου Νικολάου στην Παταγή Ορεστιάδας, το οποίο υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Interreg III Α Ελλάδας – Βουλγαρίας Phare CBC, με συγχρηματοδότηση από το ΕΠΤΑ, θεωρούμε ότι μας οδηγεί με ασφάλεια σε κάποια σημαντικά συμπεράσματα, που ακολούθως θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε.

Κατ’ αρχάς, η ένταξη των γειτονικών λαών στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια είναι αφετηρία όχι μόνον για οικονομική και πολιτική συνεργασία, αλλά και για ευρεία συνεργασία στον τομέα του πολιτισμού. Συντελεί επίσης στην ανάδειξη, κυρίως, μιας κοινής, βαλκανικής κληρονομιάς, που οριζόταν από τη συμβίωση πληθυσμών διαφορετικής εθνοτικής προέλευσης, αλλά και μιας κατ’ εξοχήν διαλογικής και ανεκτικής κουλτούρας, που υπάκουε κατ’ εξοχήν στη λειτουργικότητα των παραμέτρων του χώρου και του χρόνου. Δύο συνιστώσες, που είχαν τελείως διαφορετικές λειτουργίες, αλλά και επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων τότε και δεν είχαν ακόμη ως έννοιες υπερκερασθεί από την τεχνολογία. Συνεπώς, ο μάστορας του Ιερού ναού του Αγίου Νικολάου αποτελούσε λύση και για το κτίσιμο ενός ναού στο Ορτάκιοϊ ή το Χάσκοβο, σήμερα της Βουλγαρίας. Έτσι, η ένταξή μας στην ενότητα της ευρωπαϊκής οικογένειας επικουρεί σήμερα στην άρση, κυρίως, των τεχνητών συνόρων στην επιστήμη, στις επιστήμες, γενικότερα, της μελέτης του πολιτισμού, με αποτέλεσμα να μπορούμε να μάθουμε πλέον για τον αγιογράφο του Αγίου Νικολάου Παταγής και των γειτονικών της εκκλησιών, όπως μπορούμε και να καταρτίσουμε την ιστορία του τόπου.

Κατά δεύτερο, η έκδοση τούτη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το έργο της αποκατάστασης του ιερού ναού του Αγίου Νικολάου στην Παταγή Ορεστιάδας, που αποδίδεται πλέον στο κοινό, συντελεί με τη σειρά της να φωτιστεί και ν’ αναδειχθεί η μακρά πορεία για την ανασύσταση του προσώπου του πολιτισμού στα νότια Βαλκάνια, που ξεκίνησε λίγο καιρό πριν, για να γίνει καθημερινή η έρευνα και η μελέτη, τώρα, που η ενότητα στο χώρο είναι πλέον μία ανοικτή επιστημονικά δυνατότητα και προσκαλεί περισσότερο από ποτέ στην «ανασύσταση» της τοπικής πολιτισμικής φυσιογνωμίας.

Είθε η παρούσα έκδοση να λειτουργήσει ως μια πρώτη απτή απόδειξη των δυνατοτήτων ανάδειξης και αξιοποίησης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς που επί διακόσια περίπου χρόνια παρέμεινε στη σιωπή και στην εγκατάλειψη.

Μια πρώτη απόδειξη ανάδειξης και αξιοποίησης αποσιωπημένων μέσα στο χρόνο πολιτισμικών θησαυρών – ουσιαστικού πλούτου της περιοχής μας, που μας ανοίγει ευοίωνες προοπτικές σ’ ένα καλύτερο σήμερα και ένα ακόμη καλύτερο αύριο…».

Στοιχείο αλληλεπίδρασης πολιτισμών

Ο Mεταβυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου στην Παταγή Ορεστιάδας αποτελεί το παλαιότερο θρησκευτικό μνημείο της περιοχής και ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κτίρια του βορείου Έβρου. Το μνημείο εντάσσεται στο σύνολο των μεταβυζαντινών ναών της διασυνοριακής περιοχής, ένθεν και εκείθεν των συνόρων με τη Βουλγαρία. Τα κτίσματα αυτά υπερβαίνουν τα όρια της τοπικής δημιουργίας και της περιόδου κατασκευής τους και αποκαλύπτουν ένα μεγάλο και ποικιλόμορφο πλούτο πληροφοριών για την πολιτισμική εξέλιξη και την αλληλεπίδραση πολιτισμών και λαών εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συνιστώντας με τον τρόπο αυτό σημεία αναφοράς της νεότερης ιστορίας των Βαλκανίων. Συνεπώς, η αποκατάσταση, ανάδειξη και προβολή τους θέτει ευκρινή σημεία για τη διαγραφή της πολιτιστικής διαδρομής της Ύστερης Μεταβυζαντινής περιόδου, δηλαδή του 18ου και του 19ου αιώνα, κάτι που θα μπορούσε στη συνέχεια να συμβάλει στη δημιουργία των όρων μίας βιώσιμης και αειφόρου τοπικής ανάπτυξης μέσω εξειδικευμένων μορφών τουρισμού.

Ο οικισμός και ο ναός του

Η Παταγή ήταν ένας από τους παλαιότερους οικισμούς της περιοχής. Η θέση και το εύφορο της περιοχής κάνουν, άλλωστε, πιθανή τη συνεχή εγκατοίκηση του χώρου. Δίπλα στο χωριό ανασκάφηκε ταφικός τύμβος με πρώιμο κιβωτιόσχημο τάφο με διάδρομο, από τα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Τον οικισμό συναντάμε ως Παζαρλί ή Παζαρλί Τατάρ, ένα από τα ταταρικά χωριά του καζά του Διδυμοτείχου, ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα, και τον ξαναβρίσκουμε στα 1543 ως Παζαρλί. Μετά το 1560/70 ο ταταρικός του πληθυσμός φθίνει, ενώ από τον 17ο αιώνα επικρατεί το χριστιανικό, ελληνικό στοιχείο, το οποίο εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Φαίνεται, όμως, ότι στις αρχές του 19ου αιώνα και για κάποιο μικρό διάστημα ο οικισμός ανήκε στη Μητρόπολη Λιτίτζης, η οποία βρίσκεται παρά το Ορτάκιοϊ, το σημερινό Ιβάιλοβγκραντ της Βουλγαρίας. Συνηγορεί, εκτός των γραπτών πηγών, αντιμήνσιο του μητροπολίτου Λιτίτζης, το οποίο φυλάσσεται στο νέο ναό του οικισμού και φέρει την επιγραφή:

† ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΟΝ ΤΟΥ/ ΤΕΛΕΙΣΘΑΙ ΕΝ ΑΥΤΩ ΤΑΣ ΘΕΙΑΣ ΚΑΙ/ ΑΝΑΙΜΑΚΤΟΥΣ ΘΥΣΙΑΣ/ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΛΙΤΙΤΖΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΩΘ ΑΥΓΟΥΣΤΩ ΚΓ (δηλαδή 23 Αυγούστου 1809).

Το στοιχείο αυτό, πιθανότατα, δίνει τη χρονολογία της πρώτης ανακαίνισης του ναού.

Κατά το 19ο αιώνα βρίσκουμε τον οικισμό να υπάγεται πολιτικά στον καζά της Αδριανουπόλεως, με πληθυσμό 180 Έλληνες κατοίκους το 1877, 55 ελληνικές οικογένειες και «σχολή» με 10 μαθητές το 1883.

Ο παλαιός ενοριακός ναός είναι κτισμένος στο ανατολικό άκρο του οικισμού. Τα στοιχεία δείχνουν ότι παλαιόθεν ετιμάτο στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Εντούτοις, φώλλα, δηλαδή νόμισμα της τοπικής κοινότητας και εκκλησίας από ευτελές μέταλλο, η οποία βρέθηκε κατά τις εργασίες αποκατάστασης του ναού κάτω από το δάπεδο του γυναικωνίτη και μπορεί να χρονολογηθεί κατά την περίοδο 1880-1912, φέρει σφυρήλατα τα αρχικά ΑΘ. Το γεγονός αυτό επαναφέρει την παλαιά παράδοση περί αρχικής απόδοσης του ναού στον Άγιο Αθανάσιο, η οποία θα είχε επιβιώσει, παράλληλα με την επίσημη λατρεία του Αγίου Νικολάου.

Κατά τη δεκαετία του ’50 ισχυρές αστοχίες ανάγκασαν στην προσωρινή παύση της λειτουργίας του ναού. Παρά τη λήψη μέτρων, τα προβλήματα παρέμεναν και αυξάνονταν ταχέως. Στα 1967 ανεγέρθηκε ο νέος ναός στο κέντρο του οικισμού, πάντοτε στο όνομα του Αγίου Νικολάου, ο οποίος λειτουργεί από τότε ως ενοριακός. Μετά την παύση της λειτουργίας του παλαιού ναού, τα προβλήματα σε αυτόν πολλαπλασιάστηκαν και οι αστοχίες ήταν προϊούσες.

Συγγενικοί ναοί στη διασυνοριακή περιοχή

Το γεγονός ότι οι δύο πρώτες φάσεις του ναού δεν διακρίνονται ευκρινώς, δυσχεραίνει τη διαγραφή της ιστορίας του κτιρίου. Συνεπώς, η ανίχνευση παράλληλων περιπτώσεων στην ευρύτερη διασυνοριακή περιοχή είναι αυξημένης σημασίας.

Ναοί ισόγειοι, χαμηλοί, κάποτε εν μέρει θαμμένοι στη γη, ταπεινοί, δίχως παράθυρα, αλλά κάποτε μόνο με μικρούς φεγγίτες στη στέγη, ήταν η επικρατούσα μορφή κατά την οθωμανική περίοδο μέχρι και το 18ο αιώνα. Επρόκειτο για κτίσματα δίχως κωδωνοστάσιο ή εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, λιτά εσωτερικά, δομημένα με ευτελή υλικά δόμησης. Η μορφή τους ανταποκρινόταν στις τότε απαιτήσεις, όχι μόνο επειδή έτσι το όριζε ο κατακτητής, για να μη προκαλεί ο ραγιάς, αλλά και λόγω της εξαιρετικής οικονομικής στενότητας και των περιορισμένων μέσων των υπόδουλων χριστιανών.

Τέτοιοι ναοί δεν σώζονται πολλοί σε αριθμό. Εντούτοις, στην περιοχή του κεντρικού Έβρου, επί του Ερυθροποτάμου και σε μία ακτίνα λίγων χιλιομέτρων, διατηρούνται τρεις από αυτούς, κατάγραφοι, με θαυμάσιες τοιχογραφίες. Αυτοί είναι οι ναοί του Αγίου Αθανασίου Μεταξάδων, του οποίου οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στα 1696/97, η Αγία Παρασκευή Παλιουρίου, από τα τέλη του 17ου ή τις αρχές του 18ου αιώνα και ο Άγιος Αθανάσιος Αλεποχωρίου, του οποίου η αφιερωτική επιγραφή δίνει ως έτος ανέγερσης το 1729. Στην ομάδα αυτή μπορεί να ενταχθεί ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Ντόλνο Λούκοβο, σε απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων από τους υπόλοιπους αλλά στη βουλγαρική πλευρά, που χρονολογείται στα 1806.

Προχωρώντας βαθύτερα, στη Βουλγαρία, συναντάμε και άλλους ναούς της κατηγορίας αυτής, οι οποίοι χρονολογούνται στο 17ο αιώνα, όπως οι ναοί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο μοναστήρι του Καρλούκοβο (1602) και του Αγίου Νικολάου στο χωριό Μαρίτσα ή στο 18ο αιώνα, όπως οι ναοί της Αναλήψεως και του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στην πόλη Αχτοπόλ (Αγαθούπολις), όπως και άλλοι. Στην ομάδα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει η α΄ φάση του ναού της Παταγής.

Ένας άλλος ναός που παρουσιάζει ομοιότητες με το δικό μας είναι εκείνος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Λευκίμης, 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Σουφλίου, στον οποίο, επίσης, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις φάσεις και ανοικτή στοά στο δυτικό του τμήμα.

Από τους ναούς των αρχών του 19ου αιώνα, όταν αρχίζουν να αυξάνονται οι διαστάσεις, να ανοίγονται παράθυρα, να τίθενται λιτά διακοσμητικά εξωτερικά στοιχεία κ.λπ., συναντάμε στο νότιο, κυρίως, Έβρο παραδείγματα, όπως στους παλαιούς ναούς της Μελίας και του Άβαντα ή στην περιοχή του Ιβάιλοβγκραντ, το ναό της Αγίας Κυριακής, στην Μανδρίτσα (1816).

Τέλος, η φάση του 1852 μπορεί να μελετηθεί με μεγαλύτερη ευκρίνεια, καθώς η θρησκευτική αρχιτεκτονική της περιόδου είναι ευρύτερα γνωστή τόσο από τα ίδια τα μνημεία που σώζονται στη Βουλγαρία και την Ελλάδα όσο και από τις γραπτές πηγές.

Μετά την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του οθωμανικού κράτους στα 1826 και τα αποτελέσματα του ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829), ήδη πριν από το Τανζιμάτ, δηλαδή το σύνολο των μεταρρυθμιστικών μέτρων που λαμβάνει η Υψηλή Πύλη ανάμεσα στο 1839 και το 1856, τα πράγματα τροποποιούνται άρδην. Έτσι, ως άμεση συνέπεια των ευνοϊκών συνθηκών, ήδη από τη δεκαετία του ’30, εκεί όπου οι όροι και τα μέσα των κοινοτήτων το επιτρέπουν, οι παλαιοί ταπεινοί ναοί αντικαθίστανται από νέους, μνημειακούς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, σε μία εξελιγμένη μορφή της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής, εκτός από κάποιες θολοσκέπαστες βασιλικές και ελάχιστους δίκλιτους ναούς. Στην περιοχή του Έβρου είναι δεκάδες οι ναοί που σώζονται, από τους οποίους δίκλιτος είναι, πλην της Παταγής, μόνον ο Άγιος Δημήτριος της Κυανής (1868). Στη νοτιοανατολική Βουλγαρία συναντάμε, ιδίως στην περιοχή του Χάσκοβο, πολλούς ναούς, τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία. Τέτοιοι είναι ο Άγιος Αθανάσιος στο Μπελοπόλιανε, το παλαιό ελληνικό Ακ-Αλάν (1838), ο οποίος είναι κεραμοσκέπαστος και όχι ξυλόστεγος, οι ναοί των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λούτζα (1835), του Αγίου Δημητρίου στην Μανδρίτσα (1835), του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Γκουγκούτκα (1838), του Αγίου Γεωργίου στο Καμίλσκι Ντολ (1835-1843) και, πλησιέστερα χρονικά στην τρίτη φάση του ναού της Παταγής, οι ναοί του Αγίου Νικολάου στη Χούχλα (1855-1858), του Αγίου Δημητρίου στο Σβιράτσι (1859) και του Αγίου Αθανασίου στο Γκορνοσέλτσι (1859).

Στην ίδια περίοδο ανήκει και ο ναός της Παναγίας, της πόλης Χάσκοβο (1832-1835), ένας από τους μεγαλύτερους τρίκλιτους ξυλόστεγους ναούς ολόκληρης της περιοχής, ο οποίος αποτέλεσε ως δυνατό αντικείμενο παρέμβασης, το αντίστοιχο της Παταγής στο πρόγραμμα Interreg IIIA – Ελλάδα – Βουλγαρία, Phare CBC.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.