Γραμματα στην Ασπα – 12

Παγωμένη πόλη

Κομοτηνή, 31-12-2015
 
Χιλιολατρεμένη μου,
Παγωμένη η Κομοτηνή, στις πρώτες ώρες της τελευταίας μέρας του ’15. Με κάθε έννοια. Άδεια τα σοκάκια.
Μόλις γύρισα σπίτι. Έβαλα ένα Jameson, χωρίς πάγο. Διαβάζω ποιήματα απ’ τον Vitezslav NEZVAL.

«… Αγαπητή εργάτρια, μηχανή που φτιάχνει το καπέλο, /μη ρωτάς πια, πόσο κοστίζουν αυτά τα ρούχα.
Αφού το ύφασμα το ύφαινες, το ρούχο το ‘ραψες, έχεις δικαίωμα να το φορέσεις. /Πλέον και ο τσαγκάρης δε θα περπατάει ξυπόλητος στη χιονιά.
Τα μετάξινα πουκάμισα θα μας κάνουν να πετάμε στον αέρα σαν τα πουλιά./ Μη νομίζεις πως θα μείνουν στα λόγια, ό,τι και να συμβεί θα γίνουν αυτά.
Περίμενε να’ ρθεί εκείνη η μέρα και να σωθούμε απ’ όλα τα παράσιτα, / να δεις πως θ’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο, διαβάζοντας ποιήματα.
Όταν θα ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους οι κλέφτες, έναν άλλο κόσμο θα χτίσουμε /Η ζωή, να δεις τότε τη σημαίνει, η ζωή.»
Βάζω άλλο ένα Jameson και αράζω δίπλα στο παράθυρο. Κοιτάζω τις λάμπες του σοκακιού.
Αυτοί τη στιγμή, εκατοντάδες άνθρωποι κοιμούνται στο δρόμο. Αυτή τη στιγμή εκατοντάδες άνθρωποι πίνουν σαμπάνια στα τζακούζι. Αυτοί τη στιγμή εκατοντάδες μετανάστες και πρόσφυγες παγώνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή τη στιγμή εκατοντάδες «αιρετοί» χορεύουν στα μπουζούκια.
Οι δύο κόσμοι. «Τα δύο άκρα»! «Είσαι καλό παιδί ρε Μουσταφά, αλλά είσαι ακραίος» μου έλεγε τις προάλλες ένας μικροαστός γραφειοκράτης.
Ναι. Μικροαστοί νοικοκυραίοι, αυτοί δηλαδή που είναι ανάμεσα «στα δύο άκρα», τους «από πάνω» και τους «από κάτω». Και «γλείφουν» τους πρώτους και πιέζουν τους τελευταίους. Αυτοί δηλαδή που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα πέρα από την οικογένειά τους, το μεροκάματό τους, την «ασφάλειά» τους… και δόξα τω Θεώ!
Και δυστυχώς πέρασαν αυτή τη σάπια νοοτροπία τους και σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της νεολαίας. Της εργαζόμενης, άνεργης, εργαζόμενης στα πεντάμηνα και βάουτσερ νεολαίας.
Σαπίλα. Αδιαφορία.
Θυμάμαι το αγαπημένο μου ποίημα του Ataol Behramoğlu:
 
Καμένη έκταση
 
Το να ζεις σ’ αυτή την καμένη έκταση
κάθε μέρα ξαναπεθαίνοντας
                                                       
αιχμάλωτος στο χέρι του βάρβαρου
γινόμενος θύμα του αγράμματου
 
αναπνέοντας με δυσκολία
στην ατμόσφαιρα μολυσμένη από ψέμα
 
υποστηρίζοντας την αλήθεια
ξέροντας πως πολλές φορές οδηγεί στη μοναξιά
 
γεμίζοντας με οργή καθώς βλέπεις
τον δειλό, τον αποστάτη, τον σιωπηλό
 
μαζεύονται οι νεκροί φίλοι
έρχεται ο καθένας από κάπου
 
μ’ αγκαλιάζει ο Metin Altıok
«Μη δίνεις σημασία» μου λέει χαμογελαστός
 
«Το να ζεις σ’ αυτή την καμένη έκταση είναι καθήκον
να ζεις, μένοντας άνθρωπος».

 
Ναι, συντρόφισσα. Είναι καθήκον μας, χρέος μας να μείνουμε άνθρωποι ενάντια σ’ αυτή τη σαπίλα και να αγωνιζόμαστε για την ανατροπή, την επανάσταση, έναν κόσμο άλλο, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο όμορφο.
Βλέπω «συνθήματα» που έχω σημειώσει στο τετράδιό μου, προφανώς σε μια στιγμή που κάναμε «χαβαλέ» με φίλους:
–          Το Jameson τελείωσε και η μπύρα με φουσκώνει,
–          Δεν έχει μάθει ν’ αγαπά, γι’ αυτό και είναι μόνη,
–          Και άλλη μια χρονιά κάπου εδώ τελειώνει…
… Μ. Γ. Δ.
 
Δικός σου,
ΜουΤσο 

Ρόνι Μαργκούλιες

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ 

Αν μπορώ να τη ξεχάσω

Πρώτα τα μάτια της είδα:
περίπλοκα σαν αγκύλη,
φορτωμένα σαν τα σύννεφα στον ορίζοντα,
βροντερά και σκοτεινά.
 
Πρώτα τα μάτια της είδα:
μια απέραντη ακρογιαλιά θυμήθηκα
και τα νερά που τους βράχους
μετατρέπουν σε χαλίκια.
 
Σωστά, γνωριστήκαμε μετά, κάναμε έρωτα
και δεκαέξι χρόνια έχουν περάσει απ’ τη στιγμή εκείνη.
 
Πόσα είδα, έζησα, ξέχασα.
Όμως πρώτα τα μάτια της είδα
 
και αν μπορώ να τη ξεχάσω μια μέρα
τα μάτια της θα είναι, ξέρω, το τελευταίο που θα ξεχάσω. 

Στο δωμάτιό μου       

Καμιά βραδιά καθώς κάθομαι μόνος,
μου τρίζει τα κόκαλα η αίσθηση της μοναξιάς,
μου ‘ρχεται ν’ ανοίξω την πόρτα και να φωνάξω: «Υπάρχει κανείς;»
 
Ενώ ένα άλλο βράδυ στο ίδιο δωμάτιο, μπορώ να πω:
είναι φίλοι μου όλοι αυτοί που περνάνε απ’ το σοκάκι
είναι συγγενείς μου εμένα όλοι οι άνθρωποι.
 
Όμως ούτε το ένα είναι σωστό, στην πραγματικότητα, ούτε το άλλο
σαν να παρουσιάζεται η σχέση μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας,
ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους κάμποσες φορές κάθε μέρα. 

Αντίφαση

Ούτε η σχέση μας ήταν σαν σχέση, ούτε ο χωρισμός μας σαν χωρισμός.
 
Όταν χωρίζαμε ήμουνα σίγουρος ότι θα την ξαναδώ.
Ήξερα, όπως ξέρω τ’ όνομά μου, πως θα μιλάει συνέχεια για μένα.
 
Ενώ όταν ήμασταν μαζί, κάθε ευτυχία παρείχε μια υποψία,
λες και κάθε της χαρά ήταν μια ερώτηση, υπαινικτική κάθε της λέξη.
 
Όταν χωρίζαμε καταλάβαινα πως είναι ένα ακατάληπτο πράγμα η Έλσα.
Καμιά δε μπορεί να γεμίζει το χώρο που έχει εκκενώσει.
 
Όταν ήμασταν μαζί όμως, κάθε πράγμα που έβρισκα μυστήριο, γινόταν καθημερινότητα
ήθελε να μοιάσει τη μοναδικότητά μας σ’ αυτή των άλλων.
 
Όταν χωρίζαμε ζούσα την αγάπη μου συνειδητά.
Ερχόταν μετά και ήθελε να την αγαπώ σαν οποιαδήποτε άλλη.
 
Ούτε μπορέσαμε να ήμαστε μαζί, ούτε να χωρίσουμε σαν άνθρωποι.
Αλλά αυτός ο χωρισμός είναι τελευταίος. Δεν έχει συνέχεια. Έχει τελειώσει.
 
Αν και με σκέφτεται πού και πού. 

Κόρακες

Το οινοποιείο του Τάκη.
Γκρεμίστηκε. Εγκαταλείφθηκε. Ακατοίκητο.
Οι τοίχοι του πεσμένοι, τα δοκάρια σάπια.
Σηκώθηκε και έφυγε ο Τάκης,
μαζεύοντας όσα μπορούσε να κουβαλήσει.
Χρηστάκη λένε, Κωστάκη, ποιος ξέρει
πώς είναι τα κρασιά του;
 
Ένας γέρος κόρακας προσγειώθηκε στη σκεπή του.
Ήρθε και ένας ακόμα δίπλα του.
Έμειναν λίγο, κοιτάχτηκαν,
φτερούγησαν και έφυγαν μετά.
«Μάταια» είπα από πίσω τους
«μην κοιτάτε έτσι. Έφυγε ο Τάκης».
Σήκωσα το ποτήρι μου:
 
«Μεταξύ μας,
δεν θα ξαναγυρίσει πια».
 
 
*Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι ποιητής, διδάκτωρ οικονομολογίας και δημοσιογράφος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.