«Ξημερωσε η χαραυγη και πηραμε τη Θρακη» 92 χρονια απο τα Ελευθερια της Θρακης (1920-2012)

«Ξημέρωσε η χαραυγή και πήραμε την Θράκη». Είναι ο πρώτος στίχος από το τραγούδι που τραγουδούσε ο προελαύνων ελληνικός στρατός τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Μαΐου, όταν εισήρχετο νικητής και απελευθερωτής στην ιστορική πόλη της Κομοτηνής. Ο εφιάλτης της βουλγαρικής κατοχής είχε τελειώσει.

Η μαρτυρική και αιματόβρεχτη περιοχή της Θράκης μας, η οποία στο ιστορικό διάβα των αιώνων απετέλεσε το μήλο της έριδος ανάμεσα σε δύο μνηστήρες, τους Οθωμανούς και τους Βουλγάρους, υπέμεινε δύο αιώνες περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της Ελλάδας, συνολικά δηλαδή 6 αιώνες, από το 1360/70 μέχρι και το 1920, την τυραννική δουλεία και τον αλλόφυλο κατακτητή.

Α΄ και Β΄ Βουλγαρική κατοχή της Θράκης

Λίγο πριν αλλά κυρίως μετά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου οι Βούλγαροι εισέρχονται σταδιακά στην ενδοχώρα του σημερινού Ν. Ροδόπης (τότε Καζάς Γκουμουλτζίνας), όπως και στους δύο όμορους νομούς Ξάνθης και Έβρου, προβαίνοντες σε κάθε είδους βαρβαρότητες εναντίον του χριστιανικού και μουσουλμανικού στοιχείου της περιοχής. Έτσι συντελείται η α’ βουλγαρική κατοχή της Θράκης, η οποία όμως διήρκησε ελάχιστους μήνες (τέλη 1912-Ιούλιος 1913).
Τα ξημερώματα της 14ης Ιουλίου του 1913, και αφού από την προηγούμενη μέρα οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Κομοτηνή και τις πέριξ περιοχές του Ν. Ροδόπης, το 1ο Τάγμα του Συντάγματος Κρητών υπό τον Ίλαρχο Κατεχάκη εισέρχεται στην πόλη της Κομοτηνής, όπου οι κάτοικοί της «… χριστιανοί και μουσουλμάνοι υπεδέχθησαν μετ’ απεριγράπτου ενθουσιασμού τον απελευθερωτήν ελληνικόν στρατόν. Οι άνδρες, συν γυναιξί και τέκνοις, ανεξαρτήτως θρησκεύματος εξήλθον μετά ελληνικών σημαιών, όπως υποδεχθώσι τον προελαύνοντα στρατόν…».
Το όνειρο 6 αιώνων για την απελευθέρωση της Θράκης ήταν πλέον πραγματικότητα, που όμως δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ και ο εφιάλτης της βουλγαρικής κατοχής έμελλε τάχιστα να επιστρέψει και να επισκιάσει την πολύπαθη θρακική γη. Οι διαπραγματεύσεις της ειρήνης στο Βουκουρέστι θα αποδεικνύονταν οδυνηρές για την Θράκη. Τούτο συνέβη με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου σύμφωνα με την οποία η Θράκη περνούσε υπό το κράτος της Βουλγαρίας. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η σημείωση στο προσωπικό ημερολόγιο του αδελφού του Ίωνος Δραγούμη, στο οποίο έγραφε: «… Λυπούμαι για την Θράκη… και για τόσα άλλα ελληνικά μέρη, που τα ποτίσαμε με τόσο αίμα, για να τα αφήσουμε στους Σέρβους και τούτοι να τα χαρίσουν με την πρώτη στους Βουλγάρους…».
Οι κάτοικοι της Κομοτηνής, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, όταν πληροφορήθηκαν ότι η πατρίδα τους παραχωρήθηκε στους Βουλγάρους, κατελήφθησαν από άφατη απελπισία και τρόμο. Το άκουγαν και δεν το πίστευαν. Και όταν πείστηκαν, απέστειλαν τηλεγράφημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, υπογεγραμμένο από τους τοπικούς θρησκευτικούς ηγέτες και των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων, ζητώντας την απόδοση και ενσωμάτωση της Θράκης στον εθνικό κορμό της Ελλάδας. Μάταια όμως. Η Θράκη ανήκε πλέον στην Βουλγαρία και έτσι από τον Οκτώβριο του 1913 άρχιζε η β’ βουλγαρική κατοχή, η οποία διήρκησε 6 συναπτά έτη και έμελλε να αποδειχθεί χειρότερη και βαναυσότερη από την πρώτη τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους μουσουλμάνους της περιοχής.

Ο Στίλπων Κυριακίδης για τους εξευτελισμούς και τις βαναυσότητες χριστιανών και μουσουλμάνων

Ο αείμνηστος φημισμένος Κομοτηναίος πανεπιστημιακός Στίλπων Κυριακίδης στο αξιόπιστο ιστορικό πόνημά τους: «Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι», που εκδόθηκε το έτος 1919, αναφέρεται στους εξευτελισμούς και τις βαναυσότητες που υπέστησαν αρχικά οι μουσουλμάνοι τους οποίους οι Βούλγαροι εβάπτιζαν βιαίως σε κρύο και ζεματιστό νερό και δημοσίως, ενώ τα τεμένη τους τα είχαν μετατρέψει σε στάβλους, αχυρώνες και στρατώνες. Οι δε κλοπές, καταστροφές, βιασμοί και πάσης φύσεως ατιμώσεις ήταν καθημερινό μαρτύριο».
Ο Στίλπων Κυριακίδης ανάλογες λεπτομερείς αναφορές κάνει στο ιστορικό πόνημά του και για τα πάθη και μαρτύρια που υπέμειναν και οι χριστιανοί της Κομοτηνής και του Ν. Ροδόπης, καθώς και εκείνοι των όμορων νομών Ξάνθης και Έβρου. Το μένος μάλιστα των Βουλγάρων ήταν μεγαλύτερο εναντίον των Ελλήνων χριστιανών σε σχέση με τους αλλοθρήσκους μουσουλμάνους.

Ο μητροπολίτης Μαρωνείας Νικόλαος για τα μαρτύρια των χριστιανών

Ειδικότερα όμως για τα μαρτύρια των χριστιανών του Ν. Ροδόπης κρίνω λίαν αναγκαίο και σκόπιμο να αναφέρω τα όσα λεπτομερώς καταγράφει σε δύο επιστολές του ο τότε μητροπολίτης Μαρωνείας Νικόλαος (1902-1914), ο οποίος σε αυτές διατραγωδεί τα πάθη του ποιμνίου του στην μητρόπολη Μαρωνείας και μεταξύ άλλων αναφέρει υπηρεσιακά στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε’ και την αγία και ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου τα εξής: «… Οι Βούλγαροι απαγορεύουν την βάπτιση των Ελληνοπαίδων ή την τέλεση εξοδίου ακολουθίας για τους νεκρούς Έλληνες, εάν οι συγγενείς τους δεν απαρνηθούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεν προσχωρήσουν στην σχισματική και αντικανονική βουλγαρική εξαρχία. Η προς τον εκβιασμό τούτο άρνηση των συγγενών έχει ως συνέπεια τα νήπια να παραμένουν αβάπτιστα και οι νεκροί θα θάπτονται άνευ της νενομισμένης εξοδίου ακολουθίας και άνευ συνοδείας ιερέως.
Δέχονται να τελέσουν τα ιερά μυστήρια και τις ιεροπραξίες στις εκκλησίες μας, τις οποίες, όπως τα σχολεία μας, έχουν καταλάβει με την βία των όπλων, εάν παρίσταται βουλγαροεξαρχικός και όχι Έλληνας πατριαρχικός ιερέας. Οι διδάσκαλοι και οι ιερείς μας έχουν εκτοπιστεί βιαίως και όσοι παραμένουν υπομένουν τα πάνδεινα. Αλλάσσουν τα ονόματα των Ελλήνων για να τους εκβουλγαρίσουν, τελούν τις θείες λειτουργίες στην βουλγαρική γλώσσα χωρίς να μνημονεύουν το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχου και γενικότερα πιέζουν τους Έλληνες με απειλές, ξυλοδαρμούς και άλλα μέσα να ομιλούν την βουλγαρική γλώσσα για να τους εκβουλγαρίσουν.
Έφθασαν μάλιστα μέχρι του σημείου να απαλείψουν τις ελληνικές επιγραφές από τις εικόνες των Αγίων και από τους σταυρούς των τάφων στα χριστιανικά κοιμητήρια και να τις αντικαταστήσουν με βουλγαρικές. Βιασμοί, κλοπές, πυρπολήσεις, καταστροφές, ξυλοδαρμοί, απειλές, ατιμώσεις και εξευτελισμοί είναι το καθημερινό μαρτύριο του πατριαρχικού ποιμνίου της επαρχίας Μαρωνείας…».

Παλιννόστηση και αποκατάσταση των εκτοπισθέντων Ελλήνων από τους Βουλγάρους

Τα παραπάνω φρικτά και πρωτοφανή μαρτύρια που υπέμειναν οι χριστιανοί του Ν. Ροδόπης από τους ομοδόξους Βουλγαροεξαρχικούς συνεχίστηκαν μέχρι και τον Οκτώβριο του 1919, οπότε η Δυτική Θράκη βρέθηκε υπό Διασυμμαχική Διοίκηση, στην πραγματικότητα υπό γαλλική στρατιωτική κατοχή με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φρανσαί ντ’ Εσπεραί. Εν τω μεταξύ η Ξάνθη είχε ήδη απελευθερωθεί τον Οκτώβριο του 1919 και σε λίγους μήνες επρόκειτο και οι όμοροι νομοί Ροδόπης και Έβρου να γευθούν τη χαρά και να αναπνεύσουν τον ζωογόνο αέρα της ελευθερίας.
Την περίοδο εκείνη εστάλη στην έδρα της Διασυμμαχικής Διοικήσεως, την Κομοτηνή, ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβερνήσεως ο έμπιστος άνθρωπος του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χαρίσιος Βαμβακάς, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Μαρωνείτη στην καταγωγή αρχιμ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, ο οποίος υπήρξε ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην χηρεύουσα τότε μητρόπολη Μαρωνείας. Οι δύο αυτοί ευφυείς και ικανοί άνδρες επέτυχαν το ακατόρθωτο, την παλιννόστηση και αποκατάσταση στις πατρογονικές τους εστίες των χιλιάδων εκτοπισθέντων από τους Βουλγάρους Ελλήνων, την επιστροφή και απόδοση των εκκλησιών και των σχολείων στους χριστιανούς, καθώς και των τεμένων στους μουσουλμάνους, που είχαν καταλάβει βιαίως οι Βούλγαροι.
Ο Χ. Βαμβακάς σε άριστη συνεννόηση με τον Ελ. Βενιζέλο επέτυχαν τελικώς να αποδοθεί και ενσωματωθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Έτσι την 13η Μαΐου του 1920 ο ελληνικός στρατός υπό τον διοικητή Ζυμβρακάκη έλαβε την διαταγή να κατευθυνθεί στην πόλη της Κομοτηνής ώστε την 14η Μαΐου να βρίσκεται στην πρωτεύουσα του Ν. Ροδόπης.

Ο Αντώνιος Ρωσίδης για τη νύκτα της 13ης ξημερώματα 14ης Μαΐου

Εν προκειμένω, χαρακτηριστική είναι η καταγραφή και περιγραφή των όσων συνέβησαν στην Κομοτηνή εκείνη την νύκτα της 13ης ξημερώματα 14ης Μαΐου 1920, όπως μας τα διασώζει με την γραφίδα του ο αείμνηστος Αντώνιος Ρωσσίδης στο «Χρονικό της απελευθερώσεως», όπου γράφει: «Η ευφρόσυνη είδηση της αποφάσεως των συμμάχων μας για την κατάληψη της Δυτ. Θράκης από τον ελληνικό στρατό έκανε φτερά και έγινε αμέσως γνωστή στους κατοίκους της. Στην Κομοτηνή, κατά την παραμονή της εισόδου του στρατού μας, όλοι ήξεραν ότι πλησιάζει η ώρα και μία ανείπωτη συγκίνηση και λαχτάρα ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Οι παλαιοί Κομοτηναίοι συγκλονίζονται όταν αναπολούν τις αξέχαστες εκείνες ώρες.
Εκείνη την αξέχαστη νύκτα… κανένας δεν κοιμήθηκε. Όλη η πόλη έμοιαζε σαν να αγρυπνά σε ολονυκτία ακολουθία. Από βραδύς και όλη την νύκτα, άνδρες και γυναίκες πηγαινοέρχονταν, και με επικεφαλής τον δημαρχεύοντα Απόστολο Σούζο, προετοίμαζαν την υποδοχή του στρατού… τα συνεργεία που στήθηκαν σε κεντρικά σπίτια, έκοβαν και έραβαν ασταμάτητα ελληνικές σημαίες. Και άκουγες παντού γέλια, ευχές και χαρούμενα τραγούδια. Και όταν οι πρώτες ηλιαχτίδες της 14ης Μαΐου του 1920 φώτισαν τον καταγάλανο ουρανό όλη η πόλη βρέθηκε να πλέει στα γαλανόλευκα. Και ο λαός της Κομοτηνής ξεχύθηκε να προϋπαντήσει τους ελευθερωτές του με αλαλαγμούς και επιφωνήματα χαράς…».
Η ιστορία της Θράκης, της λεγόμενης Ροδοπαίας ή Αιγιακής Θράκης, είναι μία Οδύσσεια που έφθασε στο αίσιο τέλος της την 14η Μαΐου 1920. Στην Οδύσσεια αυτή οι Ελληνοθράκες πολλές φορές υπέμειναν…, καταστροφές, κατακτήσεις και εκπατρισμούς, αλλά και επίμονες και επίπονες απόπειρες από Οθωμανούς και Βουλγάρους να απαρνηθούν και αποκηρύξουν την αυτοσυνειδησία, την ιδιοπροσωπεία και την εθνική τους ταυτότητα.
Ο λαός όμως αυτός άνθεξε και αντιστάθηκε. Έτσι και σώθηκε. Διετήρησε την ρωμιοσύνη και την ορθόδοξη πίστη του, τα ακατάβλητα φιλοπατριαρχικά του αισθήματα και εν γένει τα ζώπυρα του γένους του. Οι Θράκες τάχθηκαν από την ιστορία να είναι οι ακρίτες διγενείς της Ελλάδος, οι πρόμαχοι της πατρώας ελληνικής γης. Το γνωρίζουν και σήμερα καλά οι Ελληνοθράκες και «ουδ’ επ’ ελάχιστον κινούν από του χρέους». Πορεύονται στο διάβα του χρόνου και στα γυρίσματα της ιστορίας έτοιμοι πάντα για νέους θρακικούς αγώνες.
Παρήλθαν 92 συναπτά έτη από την ανοιξιάτικη εκείνη Πέμπτη, της 14ης Μαΐου του 1920, και το τραγούδι: «Ξημέρωσε η χαραυγή και πήραμε την Θράκη», που τραγουδούσε ο προελαύνων ελληνικός στρατός στους δρόμους της Κομοτηνής ακόμη αντηχεί…
Όντως ξημέρωσε η χαραυγή της ελευθερίας και σώθηκε η Θράκη. Χρέος όλων ημών των επιγενομένων είναι τώρα και πάντοτε να μην επιτρέψουμε σε κανέναν και έναντι οιουδήποτε τιμήματος να μετατρέψει αυτή την χαραυγή της ελευθερίας σε νύκτα δουλείας και τυραννίας για τους Θράκες.

Αδιάψευστες γραπτές μαρτυρίες

Δύο επιστολές του Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου Σακκόπουλου (1902-1914) για τις βουλγαρικές θηριωδίες στο Νομό Ροδόπης

Πρώτη επιστολή

Η πρώτη επιστολή του Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό τον Ε΄ και την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου εστάλη στις 11 Δεκεμβρίου του 1913 και έχει ως εξής:
«…Παναγιώτατε Δέσποτα …γνωρίζω τη υμετέρα Παναγιότητι και τη περί Αυτήν Αγία και Ιερά Συνόδω τα εξής:
Αφού εξεδίωξαν (οι Βούλγαροι) εκ Γκιουμουλτζίνης τον πρωτοσύγκελλόν μου κ. Νικόλαον, απέστειλαν και ενεκαθίδρυσαν εκεί Βούλγαρον σχισματικόν μητροπολίτην, τον τέως Αχρίδων Βόριν, ος και ελειτούργησεν εν τω εκεί μητροπολιτικώ ναώ της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τον εκεί εναπολειφθέντα ορθόδοξον ιερέα ο ρηθείς σχισματικός αρχιερεύς έπαυσε και απηγόρευσεν αυτώ πάσαν ιεροπραξίαν. Συνεπεία τούτου αβάπτιστα μεν μένουσι τα τυχόν γεννώμενα ορθόδοξα βρέφη, ακήδευτοι δε οι τυχόν αποθνήσκοντες ομογενείς. Πράγματι δε συνέβη ν’ αποθάνωσιν εκεί εσχάτως τέσσερες ομογενείς, ων της νενομισμένης εκκλησιαστικής κηδείας απαγορευθείσης, εκομίσθησαν ούτοι άνευ του ορθοδόξου ιερέως εις το νεκροταφείον και ενταφιάσθησαν άνευ τινός επικηδείου ευχής ως άπιστοι και ασεβείς.
Μη ανεχόμενοι δε οι Βούλγαροι την εκεί παρουσίαν ελληνορθόδοξων, έστω και ολιγίστων, απεδίωξαν προ δέκα περίπου ημερών τους εγκριτοτέρους των ολιγίστων ομογενών, ήτοι τους κ.κ. Αθ, Καστάνια, Κ. Μαλιόπουλον, Γεώργιον Ουζούνογλου, Γ. Ματσόπουλον, ιατρόν, και άλλους, αφού προηγουμένως έδειραν ανηλεώς και εκακοποίησαν πολλούς εξ αυτών, απαγορεύσαντες την μετ’ αυτών αναχώρησιν των συζύγων των, ας εκράτησαν παρ’ εαυτοίς δι’ ους αυτοί επιδιώκουσι σκοπούς.
Τοιαύτα, Παναγιώτατε Δέσποτα, τα νέα κατορθώματα των Βουλγάρων εν τη ταπεινή επαρχία μου. Διατελώ δε μετά σεβασμού κατασπαζόμενος την Παναγίαν Αυτής Δεξιάν. Της υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός και όλως πρόθυμος. + Ο Μαρωνείας Νικόλαος».

Δεύτερη επιστολή

Η δεύτερη επιστολή του μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ και την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου εστάλη στις 5 Φεβρουαρίου του 1914. Η δεύτερη επιστολή έχει ως εξής:
«Αναίρεσις Διαψεύσεως. Το βουλγαρικόν τηλεγραφικόν πρακτορείον δια τηλεγραφήματος αυτού της 30 Ιανουαρίου ε.ε. εκ Σόφιας διαψεύδει τα εν προηγουμένη εκθέσει μου περί βιαιοπραγιώντων Βουλγάρων κατά των Ελλήνων γεγραμμένα.
Εν πρώτοις εκ του τρόπου της διαψεύσεως εξάγεται ότι τα διαψευδόμενα είναι αληθή. Λέγει λ.χ. ότι ο επίτροπός μου δεν εξεδιώχθη, διότι είχε την πρόνοιαν να φύγη μόνος του εγκαίρως. Ομολογεί άρα, ότι, εάν δεν έφευγε μόνος του ο επίτροπός μου θα εξεδιώκετο. Επίσης λέγει, ότι οι Έλληνες οι μη θέλοντες να συμμορφωθώσι με τους πολιτικούς βουλγαρικούς νόμους, εύρον το μέσον της διεξαγωγής των θρησκευτικών τελετών δι’ Ελλήνων ιερέων. Ομολογεί άρα, ότι οι Βούλγαροι δια των πολιτικών νόμων των απαγορεύουσι τοις ελληνορθοδόξοις την ελευθέραν εξάσκησιν των θρησκευτικών αυτών τελετών δια των ομοδόξων αυτοίς ιερέων.
Ακολούθως παρατηρητέον τα εξής εις μίαν εκάστην των έξ (6) παραγράφων της διαψεύσεως.

1) Ο εν Γκιουμουλτζίνη επίτροπός μου αρχιμανδρίτης Νικόλαος, ο τοσαύτα υποστάς δεινοπαθήματα κατά την δίμηνον εν Βουλγαρία αιχαμαλωσίαν του μετά των λοιπών εκ της επαρχίας μου υπερεκατόν ομήρων άμα τη επανόδω των βουλγαρικών αρχών εις Γκιουμουλτζίναν κατ’ αρχάς μεν επί εξ (6) ημέρας εν καιρώ νυκτός εφρουρείτο δι’ ισχυράς στρατιωτικής ζώνης, είτα δε πληροφορηθείς παρά τινος αυτονομιστού Τούρκου, ότι ο Βούλγαρος νομάρχης διέταξε την σύλληψιν και φυλάκισίν του, ηναγκάσθη να φύγη κρυφίως. Τούτο δε βεβαίως είναι πολλώ χείρον της απελάσεως.

2) Ουδείς Έλλην ιερεύς του Θρακικού τμήματος της επαρχίας μου, υπήρξε ένοχος ποινής τινός ή καταδιώξεως. Και όμως απαξάπαντες οι Έλληνες ιερείς της τη Γκιουμουλτζίνης και των πέριξ χωρίων απηλάθησαν δια του εξευτελεστικωτέρου και βαναυσοτέρου τρόπου.

3) Αρνείται το βουλγαρικόν Πρακτορείον ότι έμειναν νεογνά αβάπτιστα και ενεταφιάσθησαν νεκροί ακήδευτοι. Και όμως θετικώταται πληροφορίαι προγενέστεραί τε και νεώτεραι βεβαιούσιν ότι ουκ ολίγα ορθόδοξα βρέφη έμειναν και μένουν αβάπτιστα, καίπερ αφικόμενα εις ηλικίαν πέντε ή έξ μηνών, τέσσαρες δε ορθόδοξοι αποθανόντες, ότε ευρίσκετο έτι εν Γκιουμουλτζίνη ορθόδοξος ιερεύς, μη επιτραπείσης της κηδείας αυτών δια τούτου, εδέησε να ενταφιασθώσιν ως άπιστοι άνευ ιερέως και άνευ επικηδείου ευχής. Ουχ ήττον υπάρχουσι και παραδείγματα ομογενών, οίτινες υπείκοντες εις απειλάς και πιέσεις των βουλγαρικών αρχών, ενέδωκαν μετά την απέλασιν πάντων των Ελλήνων ιερέων, ώστε δια σχισματικών ιερέων να βαπεισθώσι τα τέκνα των και να κηδευθώσι οι νεκροί των.

4) Επίσης αρνείται το βουλγαρικόν Πρακτορείον, ότι εξεδιώχθησαν Έλληνες εκ Γκιουμουλτζίνης και διατείνεται ότι πολλοί απήλθον εκουσίως ίνα παρουσιάσωσιν εαυτούς ως θύματα. Αλλ’ ερωτώ: Είναι ή δεν είναι αληθές ότι εκτός της απελάσεως πάντων των Ελλήνων ιερέων και διδασκάλων εξεδίωξαν αι βουλγαρικαί αρχαί τους κ.κ. Αθ. Καστάνιαν, Κων/νον Μαλλιόπουλον, Γ. Ουζούνογλου, Γ. Ματσόπουλον, ιατρόν, και άλλους περί τους τριάκοντα Έλληνες; Εάν δε και τινές απήλθον εκουσίως, όπερ δεν αρνούμαι, ούτοι βεβαίως έφυγαν όχι δια να παραστήσωσιν εαυτούς ως θύματα, όπερ είναι γελοίον και να το φαντασθή τις, αλλά διότι, μη ανεχόμενοι τας εκ μέρους των Βουλγάρων ύβρεις και περιφρονήσεις και καταπιέσεις, προετίμησαν εγκαταλείποντες τας οικίας των και άπασαν την ακίνητον και κινητήν περιουσίαν των να εκπατρισθώσι και να διάγωσιν εν πενία και στερήσει, αναπνέοντες μόνον την ζείδωρον αύραν της ελευθερίας αντί να στενάζωσιν υπό τον αφόρητον ζυγόν των Βουλγάρων.

5) Κηρύττονται μύθοι αι περί κακώσεων και δαρμών κατηγορίαι. Εν τούτοις αυτά τα γεγονότα επιβεβαιούσι περιτράνως την καταγγελίαν, ή μάλλον υπερακοντίζουσιν αυτήν. Οι δαρμοί και αι κακώσεις των Ελλήνων δια μόνον τον λόγον, ότι είναι Έλληνες, ευρίσκονται εις την ημερησίαν διάταξιν. Δεν αρκεί ότι μας αφήρεσαν οι Βούλγαροι πάσας ανεξαιρέτως τας εκκλησίας και σχολάς, απαλείψαντες τας ελληνικάς αυτών επιγραφάς, δεν αρκεί ότι απεδίωξαν πάντας ανεξαιρέτως τους Έλληνας ιερείς και διδασκάλους, αλλ’ απηγόρευσαν αυστηρώς και την χρήσιν της ελληνικής γλώσσης. Εντεύθεν δε οι εναπομείναντες ολίγιστοι Έλληνες, είτε διότι ομιλούσιν ελληνιστί, ως αγνοούντες την βουλγαρικήν, είτε διότι δεν φοιτώσιν εις τους ναούς, εν οις λειτουργούσι σχησματικοί ιερείς, δέρονται και μαστιγούνται ανηλεώς μέχρις αίματος και ρίπτονται εις τας φυλακάς.

6) Ισχυρίζεται το βουλγαρικόν πρακτορείον, ότι η τιμή των ελληνίδων γυναικών εξησφαλίσθη τελείως. Κατά πόσον ο ισχυρισμός ούτος είναι βάσιμος αποδεικνύεται εκ των εξής: Εν Μαρωνεία μεν Βούλγαρος αξιωματικός απήτησε παρά του μουχτάρη Θεοδοσίου την εις αυτόν προσαγωγήν της ελληνίδος διδασκαλίσσης. Τούτου δε μη προβάντος εις τοιαύτην άτιμον πράξιν, έδειρεν αυτόν ανηλεώς και μικρού δειν εν τω ακρατήτω θυμώ του θα έσφαζεν αυτόν ως αρνίον. Μόλις δε και μετά βίας ηδυνήθησαν οι ομογενείς να φυγαδεύσωσιν εκ Μαρωνείας την διδασκάλισσαν, ίνα διαφύγη τον της ατιμώσεως κίνδυνον. Εν Γκιουμουλτζίνη δεν την μεν χήραν Θρασυβούλου Αστρείδου και την θυγατέραν αυτής, επανελθούσας εκ Δράμας, συλλαβόντες οι Βούλγαροι δεν επέτρεψαν αυταίς να μεταβώσιν εις την οικίαν των, αλλά τας εκράτησαν ολόκληρον νύκτα, ουχί βεβαίως προς ασφάλειαν της τιμής των. Εις οικίαν δε ομογενούς τινός, έχοντος άγαμον θυγατέρα, εισελθών νύκτωρ Βούλγαρος αξιωματικός και φιλοξενηθείς δια της βίας, ακολούθως εν καιρώ του ύπνου επεχείρησε να εκβιάση την θύραν του δωματίου, εν ω έμενον ο οικοδεσπότης και η θυγάτηρ του, ίνα διακορεύση αυτήν, ότε ηναγκάσθη ο πατήρ να φυγαδεύση την κόρην του δια του παραθύρου εις την οδόν, χρησιμοποιήσας προς τούτο ως κλίμακα μακράν ξυλίνην θήκην άρτων, την κοινώς λεγομένην πινακωτήν… Ταύτα επί του παρόντος εξ ασφαλεστάτων πηγών, προς διάψευσιν της προτέρας επί των γραφομένων μου διαψεύσεως του βουλγαρικού πρακτορείου…

+ Ο Μαρωνείας Νικόλαος».

Όλα τα παραπάνω, που τόσο αναλυτικά περιγράφει ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μαρωνείας Νικόλαος, συνεχίζονταν μέχρι και το 1920, οπότε απελευθερώθη η Δυτική Θράκη, και ενετάχθη στον εθνικό κορμό της μητρός Ελλάδος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.