ΒΙΑ-ΖΩ-ΜΑΙ (+Gallery)

Μια συγκλονιστική παράσταση συνειδητοποίησης και σπουδής στην παθητική αποδοχή της καθεστηκυίας βίας - Από τη θεατρική ομάδα «Δύο βήματα μπροστά»

Μια υποδειγματική παράσταση-παρουσίαση, όπως την ονομάζουν οι συντελεστές της- τριών θεατρικών κειμένων που σημάδεψαν την ιστορία των σύγχρονων γραμμάτων, είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν οι κομοτηναίοι το τριήμερο που μας πέρασε.
 
Την παρουσίαση επί σκηνής τριών εξαιρετικών κειμένων, εκ των οποίων το πρώτο ήταν η «Πυριτιδαποθήκη» του Ντέγιαν Ντουκόφσκι, που προέκυψε μετά τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας κι ήταν αφετηριακό κείμενο της νέας εποχής που εισέρχονταν ο κόσμος με τις επιχειρούμενες αλλαγές στο γεωπολιτικό πεδίο των Βαλκανίων.
 
Το δεύτερο ήταν τα «Φτερά Μπεκάτσας» του Θανάση Βαλτινού που εστιάζει και φωτίζει τη βία που «κουρνιάζει» στο πρωταρχικό κύτταρο, όπως ομολογείται, της πυρηνικής οικογένειας, όταν το αρσενικό και το θηλυκό αποφασίζουν στο πάγιο παιγνίδι της υπεροχής να καταξεσκίσει ο ένας τον άλλον, με τη γυναίκα υποτελή να αντιγυρίζει, εμμονικά προσηλωμένη, την εισπραχθείσα βία αιώνων.
 
Το τρίτο κείμενο ήταν το κλασικό πλέον «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη που αναφέρεται στην πορεία προς το θάνατο, την πλήρη εξαφάνιση που πορεύεται χρόνια τώρα η χώρα μας.
 
Τρία σπουδαία κείμενα αποκαλυπτικά της βίας που εισπράττει ακίνητος, ο σύγχρονος παθητικοποιημένος άνθρωπος, και παρουσίασε η ομάδα «Δύο βήματα μπροστά» μετά από άπειρες ώρες εργασίας, με εργαλεία το λόγο, την κίνηση, τη χειρονομία, την έκφραση, τη μουσική, το φωτισμό, όλα αυτά που συναποτελούν τα εργαλεία της τέχνης του θεάτρου, η οποία σαφώς στις μέρες μας βιάζεται επίσης συνεχώς όταν τίθεται στην υπηρεσία της επιβίωσης.
 
Ό,τι κυρίως μας υπενθύμισε η παράσταση-παρουσίαση που ενορχήστρωσαν από κοινού ο Ηρακλής Τζαφέτας και τα μέλη της ομάδας «Δύο βήματα μπροστά» Ελίνα Ζωιτάκη, Μαρία Καραμάνη, Μαρία Παπαποστόλου, Λήδα Μανούσου-Αλεξίου, Μυρτώ Μπαλάση, Βικτώρια Σπυρέλλη, Βικτωρία Καριπίδου, Αγγελική Καρατέγου, Ελένη Ποποβίδου, Λάμπρος Οικονομίδης, Παναγιώτης Μπλέτσας, ήταν ότι το θέατρο όταν δεν καμώνεται το θέατρο για να βγάζει φράγκα ή όταν δεν καμώνεται το θέατρο για να «ξύσει την ψώρα» φαντασιοκόπων, είναι τρομακτικό εργαλείο συνειδητοποίησης και απελευθέρωσης από μηχανισμούς καταστολής και ελέγχου της ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, εξ ου και είναι μέγιστο εκπαιδευτικό εργαλείο.
 
Απελευθερωτικό θέατρο, εξ ου και επαναστατικό ως ρηξικέλευθο σε σχέση με τα ειωθότα, με βάση όλα εκείνα τα προτάγματα που έφερε στο προσκήνιο ο Μάης του ’68 και θεωρητικοί όπως ο Έριχ Φρομ, ο Μαρκούζε, ο Βίλχελμ Ράιχ, που εστίαζαν στο φόβο μπροστά στην ελευθερία και στους μηχανισμούς καθυποταγής του ανθρώπου.
 
Απελευθερωτικό που επικεντρώνεται στην προσωπική απελευθέρωση και εξακτινώνεται στο κοινωνικό, όταν οι θεατές «φρίττουν» απ’ όσα ρεαλιστικά αναπαρίστανται στη σκηνή, κι αφορούν στις καθημερινές δόσεις βίας που εισπράττεται από παντού. Βία στη φύση, στα γήπεδα, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στη γραφειοκρατία, στην πραγματικότητα του θανάτου, στην καθημερινότητα που μας περιβάλλει επιβάλλοντας μεθόδους ελέγχου και επιτήρησης, με αποκορύφωμα τη σκηνή με το on/off του υπολογιστή και της κάμερας και την καμία δυνατότητα διαφυγής του ατόμου.
 
Μια παράσταση βίαιου, συνειδησιακά απελευθερωτικού θεάτρου που χειροκροτήθηκε μανιωδώς από το κοινό που την παρακολούθησε κατακλύζοντας το χώρο του ΔΗΠΕΘΕ.
 
Εν κατακλείδι, μια παράσταση σοκ στην τακτοποιημένη και απολύτως ευθυγραμμισμένη στην politically correct καθημερινότητα πόλη μας…
 
Υ.γ.: Με την αφορμή της παράστασης φιλοξενούμε κατωτέρω μικρό απόσπασμα από το αφήγημα του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1978, και παρουσίασε στη σκηνή με πυρετώδη ένταση η Ελίνα Ζωϊτάκη, ως ένσταση –κραυγή προς τη βία και την απόγνωση που εγκαθιστά στις ζωές μας σήμερα η Ελλάδα- χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
 
Στο απόσπασμα έχουν προστεθεί υπότιτλοι για λόγους ευκολίας στην ανάγνωση …Εξ αυτού του λόγου εκ προοιμίου συγγνώμη…

Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»* «Μισώ αυτή τη χώρα Μου έφαγε τα σπλάχνα Μου τα ’φαγε Τη μισώ Ναι, τη μισώ, τη μισώ»

…] Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σ’ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σ’ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων…
 
Ποτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη… να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της…
 
Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλ’ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα ’χεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ.
 
Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. 

«Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα»

Εγώ δε θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. 

«Κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή»

Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα ’χει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απ’ όπου θα ’τρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ’χει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απ’ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ’χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μ’ έχει ξεπατώσει, μ’ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει… κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων… κι όλο νιώθω στον τράχηλό μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της… η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… 

«Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει»

Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μ’ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απ’ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μ’ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μ’ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει… δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το παλιογύναικο. Ένα θα ’θελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω. 

«Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είν’ όλοι τους γουρούνια»

Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είν’ όλοι τους γουρούνια, από ποιον ν’ αρχίσω και σε ποιον να τελειώσω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα, για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη σφαγή… αχ, πώς αντέχουμε δω μέσα, πώς δε μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή αγχόνη… με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της που βγάζουν επίσημους λόγους σ’ επίσημες τελετές μπρος σ’ επίσημους μαχαιροβγάλτες… 

«Μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα…»

Ο κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων κι ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ αρχίδια, μας λιώνεις, μωρή, μας στραγγίζεις, μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν τη μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, τη ζαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακό χρόνο να ’χει, δεν αντέχω πια τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απ’ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γι’ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια…
 
Δεν είμαι πια γυναίκα… Ούτε κι εσύ πια είσαι άντρας… Μας τα πήρε όλ’ αυτή… Τι θα μείνει όμως απ’ αυτήν χωρίς εμάς;
 
Τι θα είν’ αυτή όταν δεν θα ’χει μείνει τίποτ’ από μας; Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα…»
 
*Δημήτρης Δημητριάδης, «Πεθαίνω σαν χώρα», Eκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2010

“Adelante” σημαίνει «εμπρός»*

Από το 2005 λειτουργεί και δραστηριοποιείται στην Κομοτηνή ο ελεύθερος κοινωνικός χώρος “Adelante”. Ελεύθερος γιατί ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει, όχι ως θεατής αλλά ως οργανικό κομμάτι αυτού, στη συνδιαμόρφωση της λειτουργίας του. Κοινωνικός γιατί είναι ανοιχτός στην κοινωνία, με την έννοια ότι αποτελεί μια δομή που φέρνει τον κόσμο σε αλληλεπίδραση, προτάσσοντας έναν τρόπο ζωής και κοινωνικοποίησης συλλογικό και εκ διαμέτρου αντίθετο από τον κυρίαρχο. Αυτή ακριβώς η ανάγκη για συλλογική ζωή ώθησε στη δημιουργία του “Adelante”.
 
Στην πράξη, η συνδιαμόρφωση αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την αμεσοδημοκρατική διαδικασία της εβδομαδιαίας διαχειριστικής συνέλευσης, στην οποία οι συμμετέχοντες αποφασίζουν για τα σχετικά με τη λειτουργία του χώρου. Με αυτόν τον τρόπο οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς περιορισμούς, έξω από ιδεολογικά θέσφατα και αυθεντίες. Η αυτοοργάνωση και η αυτοδιαχείρηση παίρνουν μορφή στην πράξη και αποδομείται η έννοια της ιεραρχίας. Με τη συμμετοχή στον χώρο η ανάθεση εξαλείφεται και το άτομο αναλαμβάνει προσωπικές ευθύνες, δρα, δημιουργεί και εν τέλει μέσω της συλλογικής ζωής και δράσης γίνεται κύριος του εαυτού του.
 
Στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο “Adelante” στεγάζονται πέραν της διαχειριστικής, δύο ακόμη πολιτικές συνελεύσεις: της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης και των Αυτόνομων Σχημάτων (σχήμα παρέμβασης στα πανεπιστήμια). Οι συνελεύσεις είναι ανοικτές για όποιον/-α επιθυμεί να συμμετάσχει. Παράλληλα, στο χώρο δραστηριοποιούνται διάφορες δομές και ομάδες όπως: το θεατρικό εργαστήρι «Δύο βήματα μπροστά», ομάδα χορού, σεμινάρια πολεμικών τεχνών, κ.α. Υπάρχουν επίσης: βιβλιοπωλείο, δανειστική βιβλιοθήκη και έκθεση πολιτικής αφίσας. Επιπλέον, συχνά οργανώνονται στο χώρο πολιτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ, ενώ καθημερινά ο χώρο λειτουργεί ως μπαρ.
 
“Adelante” σημαίνει «εμπρός». Η ύπαρξή του ενυλώνει το όραμά μας για μια ελεύθερη κοινωνία, που αντιτίθεται στην κυρίαρχη δομή που αναπαράγει σχέσεις εξάρτησης, ιεραρχίας και ανταγωνισμού και επανανοηματοδοτεί τις αξίες του ελεύθερου λόγου και του δημόσιου χώρου.
 
* Το κείμενο που διανεμήθηκε στους θεατές και ενημέρωνε για τον κοινωνικό “Adelante” 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.