Β.Δαλκαβουκης: «Η κοινωνια μας μαθαινει οτι εχει γινει μαστορας στο να επιβιωνει και μπορει να ελισσεται μεσα απο τις πολιτικες και οικονομικες συμπληγαδες»
Ο καθηγητής του ΤΙΕ/ΔΠΘ, για τη νέα του μονογραφία «Η ουτοπία του κηπουρού»
«Οι αυτοπαραγωγοί, αυτοί που κάνουν τη δική τους παραγωγή, οπωσδήποτε έχουν στο μυαλό τους μια ουτοπία δική τους»
Μπορούν οι κήποι που καλλιεργούν κάτοικοι στα χωριά του Ζαγορίου να μας πουν κάτι για τον καπιταλισμό και τις κρίσεις του; Η νέα μονογραφία του καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Βασίλη Δαλκαβούκη με τίτλο «Η ουτοπία του κηπουρού», όχι μόνο ισχυρίζεται πως ναι, αλλά μας προσφέρει και μια διεισδυτική ματιά τόσο στο θεωρητικό πλαίσιο του οικονομικού μοντέλου που κυριαρχεί από τον 18ο αιώνα στον δυτικό πολιτισμό όσο και την κριτική που διατυπώθηκε.
Πρόκειται για μια έκδοση επίκαιρη αφού είναι δραστική στην εποχή της, για τα όσα συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζουν να συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία, από την επέλαση των απανωτών κρίσεων. Είναι όμως και διαχρονική, αφού ρίχνει φως σε μια παραδεδομένη πρακτική που είναι οικεία στους αγροτικούς πληθυσμούς της υπαίθρου του τόπου μας. Με τα εργαλεία της εθνογραφίας ο συγγραφέας εστιάζει στους κήπους που καλλιεργούν με σκοπό την αυτοκατανάλωση άνθρωποι στα χωριά του Ζαγορίου. Δίνει φωνή στους ερασιτέχνες κηπουρούς και ρίχνει φως με τον ερευνητικό του φακό σε μια από τις πρακτικές εκείνες που ανέπτυξαν άνθρωποι που είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται την περίοδο τη κρίσης.
Με αφορμή τη νέα έκδοση της μονογραφίας του, που σημειωτέον είναι ελεύθερα προσβάσιμη ηλεκτρονικά, συνομιλήσαμε με τον Καθηγητή, ένα πρωϊνό του Φεβρουαρίου στη συχνότητα του Ράδιο Παρατηρητής για τον καπιταλισμό και τις κρίσεις του…, αλλά και τους αυτοπαραγωγούς που ανακαλύπτουν ξανά παραδοσιακές πρακτικές προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες των καιρών.
Βασίλης Δαλκαβούκης, αυτοπροσώπως όμως…
«Οι κρίσεις είναι επαναλαμβανόμενες∙ οι παραδοσιακές, οι παλιές κοινωνίες, οι παλιές γενιές το ξέρανε αυτό και προετοιμάζονταν»
ΠτΘ: κ. Δαλκαβούκη το βιβλίο σας καταπιάνεται με τις κρίσεις στον καπιταλισμό…
Β.Δ.: Η κρίση, έτσι όπως τουλάχιστον η βιβλιογραφία την προσδιορίζει –γιατί εγώ δεν έχω κάνει σπουδές στα οικονομικά– είναι ένα φαινόμενο δομικό του καπιταλιστικού συστήματος, του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, όπως λέμε. Η κρίση είναι ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται, άρα είναι μια διαρκής διαδικασία, είναι μια διαδικασία που έχει τα πάνω και τα κάτω της. Επομένως να αντιμετωπίζει κανείς την κρίση με αφορισμούς και με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ή να αναζητά τις απαντήσεις στο τι δεν κάναμε καλά στην Ελλάδα ή στην Τουρκία ή στην Πορτογαλία ή στη Γαλλία, κλπ, έχει την αξία του, αλλά χάνει το μεγάλο πλαίσιο. Το μεγάλο πλαίσιο είναι ότι οι κρίσεις είναι επαναλαμβανόμενες. Οι παραδοσιακές, οι παλιές κοινωνίες, οι παλιές γενιές το ξέρανε αυτό και προετοιμάζονταν. Είχαν έναν τρόπο δηλαδή να είναι πάντα έτοιμοι για τις δυσκολίες.
Οι κρίσεις δεν εμφανίζονται όμως πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Μπορεί να είναι πόλεμος, μπορεί να είναι πανδημία, μπορεί να είναι οικονομική κρίση, μπορεί να είναι μεγάλα ποσοστά ανεργίας. Το ζητούμενο λοιπόν για την κοινωνία, γιατί εκ μέρους της κοινωνίας είναι γραμμένο αυτό το βιβλίο και προς την κοινωνία απευθύνεται, είναι πώς μαθαίνουμε από την κοινωνία ότι αντιμετωπίζεται μια κρίση.
Τα ερωτήματα αρχικά ήταν «τι τελικά είναι η κρίση και γιατί η κρίση δεν μας επηρέασε όσο αναμενόταν να μας επηρεάσει;»
ΠτΘ: Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα;
Β.Δ.: Αυτό το βιβλίο έχει δυο αφετηρίες. Η πρώτη αφετηρία είναι η εξής: γιατί στην Ελλάδα η κρίση δεν είχε τελικά την ένταση που όλοι περιμέναμε; Είχε ένταση, αλλά όχι την ένταση που περιμέναμε όλοι. Η δεύτερη έχει να κάνει με το πεδίο όπου δουλεύτηκε αυτό το βιβλίο και από όπου άντλησε υλικό και είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου το Ζαγόρι. Οι τουρίστες που έρχονται στο Ζαγόρι μας ρωτάνε: τι παράγετε εδώ; Η απάντηση είναι «τίποτε», ωστόσο θα έπρεπε να συμπληρώνει κανείς « τίποτε για την αγορά». Το Ζαγόρι είναι ένας άγονος τρόπος, ορεινός. Σήμερα έχει την τουριστική του ανάπτυξη. Παλιότερα είχε πολύ μεγάλη νομαδική κτηνοτροφία, σήμερα όμως δεν έχει. Επομένως τι παράγει σήμερα για την αγορά; Τίποτε. Ο τουρισμός δηλαδή είναι τίποτε; Είναι τίποτε με την έννοια ότι είναι υπηρεσία. Ανήκει στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, που, όπως ξέρουμε όλοι, είναι ο πιο ευαίσθητος και ο πιο ευάλωτος σε περιόδους κρίσης. Αυτές οι δυο αφετηρίες λοιπόν με οδήγησαν στο να συνδέσω το ένα, τι τελικά είναι η κρίση και γιατί η κρίση δεν μας επηρέασε όσο αναμενόταν να μας επηρεάσει και δεύτερον, τι συμβαίνει στο Ζαγόρι και μπορεί να μας δώσει απαντήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτά τα δυο ερωτήματα δουλεύονται πολλά χρόνια. Το υλικό αυτής της δουλειάς υπερβαίνει τη δεκαετία.
Περί των όρων «ηθική», «άτυπη» και «ανθρώπινη» οικονομία
ΠτΘ: Ποιο το περιεχόμενο των όρων «ηθική», «άτυπη» και «ανθρώπινη» οικονομία που χρησιμοποιείτε στο βιβλίο;
Β.Δ.: Χρησιμοποιώ τρεις όρους στο βιβλίο που είναι δόκιμοι βιβλιογραφικά, τους όρους «ηθική οικονομία», «άτυπη οικονομία» και «ανθρώπινη οικονομία». Ηθική οικονομία είναι ένας όρος που τον εισηγήθηκε ο Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον, ένας εμβληματικός βρετανός ιστορικός της μαρξιστικής σχολής, μαζί με τον Χομπσμπάουμ και άλλους ιστορικούς. Είπε ότι διαπιστώνει ότι ο 17ος αιώνας στην Αγγλία είναι μια εποχή μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Δηλαδή μια εποχή μετάβασης από μια παραδοσιακή μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, σε μια νεωτερική μορφή της κοινωνίας και της οικονομίας. Εκεί ο Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον διαπιστώνει ότι το πλαίσιο προστασίας που είχε διαμορφωθεί εθιμοτυπικά, εθιμικά, μεταξύ αρχόντων και αρχομένων, καταστρέφεται στο πλαίσιο της ανόδου της αστικής τάξης στη Βρετανία. Παρότι αυτό έχει περιγραφεί σαν μια προοδευτική διαδικασία, εκεί οι άνθρωποι, που βρίσκονταν εκτός πλαισίου προστασίας από το παλιό παραδοσιακό φεουδαρχικό εθιμικό πλαίσιο, αντιδρούσαν και αυτή η αντίδραση είχε ηθικό χαρακτήρα. Δηλαδή αντιλαμβάνονταν ότι δεν τηρούνται τα συμπεφωνημένα από τους άρχοντες. Έχουμε ταραχές για την τιμή του ψωμιού, για το αλεύρι, κλπ. Αυτό ο Τόμσον το ονόμασε «ηθική οικονομία». Δηλαδή μια οικονομία που βασίζεται σε δεσμεύσεις ανάμεσα σε άρχοντες και αρχομένους και όταν αυτές δεν διατηρούνται οι αρχόμενοι έχουν το δικαίωμα να προστατεύσουν τα κεκτημένα τους. Η ηθική οικονομία έχει χρησιμοποιηθεί και σε πολλά άλλα πλαίσια αλλά εκεί παρήχθη σαν έννοια, σαν όρος.
Η «άτυπη οικονομία» είναι ένας όρος που τον εισηγήθηκε ο Κιθ Χαρτ, ένας ανθρωπολόγος της οικονομικής ανθρωπολογίας. Μέσα από τη μελέτη του στην Γκάνα, διαπίστωσε πώς οι άνθρωποι επιβιώνουν μέσα σε ένα πλαίσιο «εκσυγχρονιστικό», πώς ενώ καταστρέφονται από αυτό το «εκσυγχρονιστικό» πλαίσιο, καταφέρνουν να επιβιώνουν μέσα από παράλληλες διαδικασίες, οι οποίες δεν είναι καταγεγραμμένες ή δεν μπορούν να μετρηθούν με όρους οικονομικούς, όπως το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, κλπ. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να είναι μικρέμποροι, μικροαπατεώνες, να κάνουν τρεις και τέσσερις συμπληρωματικές δουλειές, να κάνουν μεροκάματα όποτε βρίσκουν, μεσιτείες, να έχουν και τον μπαξέ τους έξω από την παράγκα που ζουν στις μεγάλες παραγκουπόλεις του νότου, κλπ. Αυτόν τον τρόπο επιβίωσης ο Χαρτ τον ονόμασε «άτυπη οικονομία» στην αρχή, έναν κάπως ουδέτερο και μάλλον επιτιμητικό όρο, επειδή σκόπευε να συνομιλήσει με τους οικονομολόγους. Να τους πει ότι αυτό το σύμπαν που δεν μπορείτε να το μετρήσετε όχι μόνο υπάρχει, αλλά είναι και αποτελεσματικό για την επιβίωση. Αργότερα ο ίδιος άνθρωπος με άλλους συνεργάτες, αφού απελπίστηκε από τις προσδοκίες του με τους οικονομολόγους, το ονόμασε «ανθρώπινη οικονομία». Δηλαδή τι κάνει ο φουκαράς ο άνθρωπος για να επιβιώσει μέσα στους μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς των κέντρων. Ο Χαρτ λέει ότι η οικονομία της αυτορυθμιζόμενης αγοράς, στην πραγματικότητα είναι μερκαντιλισμός. Δηλαδή είναι προστατευτική εμπορική δραστηριότητα προς συγκεκριμένες εκδοχές των οικονομικών υπέρ του κεφαλαίου. Αυτό το πλαίσιο ηθική, άτυπη, ανθρώπινη οικονομία, εγώ το πήρα να το δω στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης. Τι συμβαίνει στην ελληνική κρίση και μάλιστα τι συμβαίνει σε μια τυπική ελληνική επαρχία, όπως είναι τα Γιάννενα.
Εκδοχές εξόδου από την κρίση – «Η αυτοπαραγωγή ως πρακτική ήταν αόρατη, δεν την ήξερε, δεν την είχε επισημάνει κανένας∙ έχει όμως πολύ μεγάλη εμβέλεια στην ελληνική κοινωνία και, όπως φαίνεται, και ρίζες»
ΠτΘ: Μιλήσαμε για την κρίση. Με την έξοδο από την κρίση όμως τι γίνεται; Αναφέρεστε σε δύο εκδοχές…
Β.Δ.: Η κρίση έχει δυο εκδοχές εξόδου. Η μια είναι η τυπική έξοδος που μας λέει η τυπική οικονομία. Δηλαδή πρέπει να αναπτυχθούμε, να γίνουμε ανταγωνιστικοί, να γίνουμε πιο ευέλικτοι εργασιακά, γιατί το εργασιακό κόστος είναι μεγάλο, να εξειδικευτούμε στα προϊόντα εκείνα τα οποία μπορούν να είναι ανταγωνιστικά, κλπ. Αυτή όλη η διαδικασία δεν λαμβάνει υπόψη της ορισμένα πράγματα, όπως τις σχέσεις κέντρου-περιφέρειας. Η Ελλάδα νομισματικά είναι στο κέντρο της οικονομίας, έχει ευρώ. Οικονομικά και παραγωγικά όμως δεν είναι. Και όποιος λέει το αντίθετο κάνει σαν τη στρουθοκάμηλο.
Ένα δεύτερο ζήτημα συνδέεται με τις κεντρικές αποφάσεις των οργάνων στα οποία συμμετέχει και η χώρα μας. Για παράδειγμα, με τη Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική –η οποία είναι νέα κάθε φορά όταν έρχεται–, η Ελλάδα και οι χώρες όπως η Ελλάδα έχουν χάσει πλήρως την αυτοτέλεια του προγραμματισμού τους. Αρκεί να δούμε στη Θράκη πόσες μεγάλες επιχειρήσεις και πόσες μεγάλες δραστηριότητες της μεταπολεμικής περιόδου, έχουν εξαφανιστεί χωρίς να έχουν αντικατασταθεί από κάτι ή στα Γιάννενα που, όπως μαθαίνω, θέλουν να κάνουν μια μίνι Silicon Valley.
Από την άλλη, αυτή η διαδικασία μας έχει βάλει σε μια αυτοενοχοποίηση. Ψάχνουμε να βρούμε τι δεν κάναμε καλά. Και δεξιοί και αριστεροί κοινωνικοί επιστήμονες και οικονομολόγοι, λένε ότι η ευθύνη για την κρίση είναι η υπολειτουργικότητα, η πολυσθένεια. Πρέπει να κάνουμε μια δουλειά, όχι πολλές. Όσο κάνουμε πολλές δουλειές, τόσο περισσότερο εντείνουμε την ολοκλήρωση αυτής της καπιταλιστικής διαδικασίας, την ολοκλήρωση της διαδικασίας εισόδου μας στην αγορά.
Η αριστερά εκδοχή έχει πολλές εκφάνσεις. Έχει από τον κρατισμό, που έχει δοκιμαστεί, μέχρι το άλλο άκρο αυτού του εκκρεμούς, που είναι η κατάργηση του κράτους και η απελευθέρωση. Όλα αυτά συζητούνται αλλά συζητούνται χωρίς την κοινωνική συμμετοχή. Η κοινωνία τι μας μαθαίνει για το πώς δρα απέναντι σε αυτή την πρόκληση; Τι είναι αριστερά για την κοινωνία; Όχι για την πολιτική προβολή πάνω στην κοινωνία. Η κοινωνία εδώ μας μαθαίνει ότι έχει γίνει μάστορας στο να επιβιώνει και μπορεί να ελίσσεται μέσα από αυτές τις πολιτικές και οικονομικές συμπληγάδες και μπορεί να τα καταφέρνει με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς τους τρόπους που είδα εγώ στο βιβλίο, είναι η άτυπη αυτοπαραγωγή των κήπων. Δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο μας κληροδοτήθηκε στο παρόν μια πρακτική αυτοκατανάλωσης και αυτοπαραγωγής από τις προηγούμενες γενιές, η οποία στη δική μας γενιά φάνηκε πάρα πολύ χρήσιμη στη δεδομένη στιγμή. Ήταν αόρατη αυτή η πρακτική, δεν την ήξερε κανένας, ούτε την είχε επισημάνει κανένας ποτέ. Αυτή η πρακτική όμως είναι και εκτεταμένη, έχει πολύ μεγάλη εμβέλεια στην ελληνική κοινωνία και έχει, όπως φαίνεται, και ρίζες.
Τα 30 κιλά ντομάτες το χρόνο ανά κάτοικο του νομού Ιωαννίνων και η «αποανάπτυξη» –
«Αποανάπτυξη» δεν σημαίνει απουσία ανάπτυξης αλλά επαναπροσδιορισμό αναγκών και προσαρμογή της παραγωγής σε αυτό που θα καθορίσουμε συνολικά ως κοινωνία»
ΠτΘ: Το βιβλίο σας χρησιμοποιεί τα εργαλεία της εθνογραφίας, της αυτοεθνογραφίας, έχει όμως και ποσοτικά δεδομένα…
Β.Δ.: Οι συνάδελφοι ανθρωπολόγοι που τους έστειλα το βιβλίο να δουν πριν πάρει την οριστική του μορφή, μου πρότειναν να μην μετράω, γιατί αυτό είναι μια πρακτική έξω από τη συνήθη πρακτική της εθνογραφίας. Δηλαδή δεν έχει σημασία το να μετράς.
Υπάρχει ένα τυπικό εργαλείο να μετράμε την άτυπη οικονομία. Το λένε system of national accounts. Είναι ένα διεθνές εργαλείο στον οποίο έχουν συμφωνήσει τα έθνη-κράτη να προσαρμόζονται για να μπορούν να γίνουν συγκρίσεις. Αυτό το system of national accounts ανανεώνεται από καιρού εις καιρόν. Εγώ είδα τις δυο τελευταίες εκδοχές του. Η μία είναι του ’93 και η άλλη του 2004. Εκεί η άτυπη οικονομία απασχολεί κεφάλαια στο system of national accounts και καταγράφει την αγωνία των οικονομολόγων για το πώς θα καταγράψουμε την άτυπη οικονομία για να την ενσωματώσουμε σε ένα σχεδιασμό οικονομικό. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι να υπολογίσεις την περίπτωση της παραγωγής των κήπων, είναι να μετράς μερίδες. Δηλαδή πόσες μερίδες βγάζει.
Η παραγωγή των κήπων είναι μια παραγωγή που δεν μπορεί να μπει στην αγορά ώστε να τη μετρήσουμε σε τιμές. Επομένως είναι άχρηστος αυτός ο τρόπος υπολογισμού για την άτυπη οικονομία. Αυτό που είναι χρήσιμο, είναι τι μερίδες βγάζω. Δηλαδή μια τυπική οικογένεια πόσες μέρες του χρόνου καλύπτει τη διατροφή της από μια τέτοια δραστηριότητα, η οποία δραστηριότητα είναι συμπληρωματική με τη συλλεκτική οικονομία. Όλη αυτή η διαδικασία μπορεί να μετρηθεί μόνο με αυτόν τον τρόπο. Επίσης μπορεί να μετρηθεί από το μέτρο που μπορούν να μας δώσουν οι γεωπόνοι. Με υπολογισμούς βρήκα ότι αναλογούν 30 κιλά ντομάτες τον χρόνο ανά κάτοικο του νομού Ιωαννίνων. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η άτυπη αυτή παραγωγή, που δεν υπάρχει πουθενά, μόνο ως απόδειξη για τα φυτώρια ή τα σπόρια των γεωπόνων, στην πραγματικότητα μπορεί να καλύψει ή θα μπορούσε να καλύψει, μια κατανάλωση στο επίπεδο του τοπικού.
Όλο αυτό το μέτρημα δείχνει το μέτρο της αποχής από την αγορά. Η καθολική αποχή από την αγορά δεν μπορεί να συμβεί. Η αγορά σαν θεσμός δεν μπορεί να καταργηθεί, διότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια εποχή που οραματίζονταν οι αναρχικοί του 19ου αιώνα. Έχει τελειώσει αυτή η ιστορία οριστικά και αμετάκλητα. Μπορεί όμως να είναι μια μετρημένη συμμετοχή στην αγορά. Αυτό που λέμε «ολιγάρκεια», αυτό που λέμε «συμμετοχική διαδικασία στην παραγωγή και την κατανάλωση», αυτό που εν τέλει πολιτικά το λέμε «αποανάπτυξη». Η έννοια της αποανάπτυξης μπορεί μέσα από αυτή τη διαδικασία, όπου ο καθένας από μας παράγει μικρότερο ή μεγαλύτερο τμήμα της καταναλωτικής του ανάγκης σε αυτού του τύπου τα πράγματα, να λειτουργήσει ανταλλακτικά, γιατί δεν μπορούμε να παράγουμε όλοι όλα. Η αποανάπτυξη δεν σημαίνει απουσία ανάπτυξης. Σημαίνει επαναπροσδιορισμό αναγκών και προσαρμογή της παραγωγής σε αυτό τον τρόπο αναγκών που θα καθορίσουμε συνολικά ως κοινωνία.
«Οι άνεργοι δεν βάζουν κήπο∙ βάζουν κήπο οι άνθρωποι που προσπαθούν να συμπληρώσουν ένα εισόδημα ή να εμβαπτιστούν στην εντοπιότητα»
ΠτΘ: Όταν κουβεντιάζετε με τους κηπουρούς που καλλιεργούν ρωτάτε γιατί παράγουν. Καλλιεργούν ως αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση; Καλλιεργούν για να κάνουν οικονομία στο σπίτι; Καλλιεργούν για την υγεία τους;
Β.Δ.: Κανένας άνθρωπος από τους πληροφορητές μου δεν παραδέχτηκε ότι το κάνει από ανάγκη. Ένας από τους λόγους που μπήκα στην αυτοεθνογραφία ήταν για να διαχειριστώ εγώ τη δική μου ανάγκη, γιατί κι εμένα οι μισθοί μου έπεσαν, κι εμένα τα έξοδά μου ανέβηκαν, κι εγώ πήγαινα στο σούπερ μάρκετ και έμενα με το στόμα ανοιχτό κάθε εβδομάδα, οπότε είπα «εδώ κάτι άλλο γίνεται». Δεν το παραδέχτηκαν οι άνθρωποι και είναι λογικό. Όμως ανέδειξαν μια σειρά από λόγους που δείχνει ότι το φαινόμενο των άτυπων οικιακών κήπων, δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι ένα φαινόμενο ολικό. Είναι ένα φαινόμενο στο οποίο η μνήμη του παρελθόντος ζωντανεύει. Έχω πληροφορία από συγκεκριμένο πληροφορητή μου που λέει ότι εγώ αυτό το κάνω για να τιμάω τη μνήμη του πατέρα μου, γιατί όταν πέθανε ο πατέρας μου ρήμαξαν όλα και εγώ είπα δεν θέλω να τα βλέπω έτσι. Θέλω να τα βλέπω όπως τα είχε ο πατέρας μου. Ένα δεύτερο κομμάτι είναι η εμβάπτιση στην εντοπιότητα. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών των κήπων γίνεται από ένα κοινωνικό υποκείμενο, από μια ομάδα ανθρώπων που ο Στάθης Δαμιανάκος τους έλεγε «αστοχωρικούς». Δηλαδή δεν κατοικούν ούτε στο χωριό ούτε στο άστυ. Κατοικούν μεταξύ χωριού και άστεως, και είτε μεταφέρουν την πρακτική του χωριού στο άστυ, όπως η γιαγιά που ζει στα Γιάννενα αλλά βάζει κήπο στα παρτέρια της πολυκατοικίας, είτε ένας άλλος πληροφορητής μου πυροσβέστης, ο οποίος παίρνει μαζεμένα τα ρεπό του από την Πυροσβεστική και πετάγεται στο χωριό για να κλαδέψει, να σκάψει, κλπ.
Είναι μια σχέση συμπληρωματική. Κι αυτό είναι κρίσιμο να το καταλάβουμε. Δεν ζει κανείς με τον κήπο. Γι’ αυτό και οι άνεργοι δεν βάζουν κήπο. Βάζουν κήπο οι άνθρωποι που προσπαθούν μέσα από αυτή τη διαδικασία να συμπληρώσουν ένα εισόδημα, να εμβαπτιστούν στην εντοπιότητα, δηλαδή να νοιώσουν ότι είναι μέλη της κοινότητας, και δεν πάνε μόνο για γάμους, κηδείες και μνημόσυνα στο χωριό. Πάνε για να έχουν μια λειτουργική σχέση με το χωριό τους. Εν τέλει είναι άνθρωποι που αγαπούν τη διαδικασία αυτή. Για κάποιους έχει πολιτική διάσταση αυτή η διαδικασία. Είναι οι τρεις βασικοί λόγοι που κάνουν αυτή τη διαδικασία λειτουργική. Δεν έχουν συνείδηση της πολιτικής εμβέλειας που αυτή μπορεί να έχει. Δηλαδή δεν είναι πολιτικό υποκείμενο οι κηπουροί. Είναι κοινωνικό υποκείμενο.
Το θέμα είναι πώς τους προσεγγίζουμε πολιτικά. Οι ανθρωπολόγοι συζητούν με όρους εξέγερσης αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι έτσι. Υπήρξε μια εποχή, το κίνημα της πατάτας, οι δημοτικοί λαχανόκηποι, όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, οι οποίες ξεφούσκωσαν και δεν είχαν διάρκεια, διότι επιχειρήθηκε να τους προσδώσουμε πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία αποδείχτηκε ότι δεν είχαν.
«Μου άρεσε που ο Μπάουμαν όρισε τον νεωτερικό άνθρωπο ως ουτοπία του κηπουρού∙ ως άνθρωπο δηλαδή που προσπαθεί να αναδιατάξει τον κόσμο, να τον φτιάξει, να τον οργανώσει όπως τον έχει στο κεφάλι του»
ΠτΘ: Γιατί ονομάσατε το βιβλίο σας η «Ουτοπία του κηπουρού»;
Β.Δ.: Στο βιβλίο κάνω πολύ συχνά αναφορά στον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, που είναι ένας εξαιρετικός διανοητής της μετανεωτερικότητας ή της ύστερης νεωτερικότητας, όπως τη λένε. Ο Μπάουμαν κάπου σε ένα βιβλίο του κάνει μια προβολή και λέει, στην προ-νεωτερική εποχή ο άνθρωπος λειτουργούσε ως θηροφύλακας. Δηλαδή προσπαθούσε να διατηρήσει αυτά που έχει. Επομένως, όταν κάποιος λειτουργεί συντηρητικά με τη λογική του «να κρατήσω αυτά που έχω, δεν χρειάζεται να τα επεκτείνω, χρειάζεται να τα διατηρήσω», τότε αυτός είναι σαν τον θηροφύλακα, που προσπαθεί να φυλάξει το «έχειν» του. Αυτή είναι η ουτοπία του θηροφύλακα.
Ο νεωτερικός άνθρωπος είναι σαν τον κηπουρό, λέει ο Μπάουμαν, δηλαδή προσπαθεί να αναδιατάξει τον κόσμο, να τον φτιάξει, να τον οργανώσει όπως τον έχει στο κεφάλι του. Αυτός είναι ο κηπουρός. Επομένως, αυτή η νεωτερικότητα είναι η ουτοπία του κηπουρού. Το πρόβλημα είναι η μετανεωτερική συνθήκη, η συνθήκη του κυνηγού, έτσι τη λέει ο Μπάουμαν. Τι κάνει ο κυνηγός; Κυνηγάει. Όταν τελειώσουν τα θηράματα και εξαντληθούν δεν σκοτίζεται πολύ, πάει να κυνηγήσει παραπέρα, σε ένα άλλο πεδίο, που θα βρει καινούργια θηράματα, κλπ. αυτή είναι η ουτοπία του κυνηγού. Επομένως στην πραγματικότητα, η δική μου ουτοπία δεν είναι τίποτε από τα τρία, είναι κάτι από τα δύο πρώτα, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ που ο Μπάουμαν όρισε τον νεωτερικό άνθρωπο ως ουτοπία του κηπουρού. Το έβαλα κι εγώ γιατί δεν είμαι ακριβώς νεωτερικός κηπουρός, ούτε είναι ακριβώς νεωτερικοί κηπουροί με την έννοια του Μπάουμαν, οι αυτοπαραγωγοί αυτοί που κάνουν την αυτοπαραγωγή τους. Αλλά οπωσδήποτε έχουν στο μυαλό τους μια ουτοπία δική τους.
Ελεύθερα προσβάσιμο το βιβλίο σε ηλεκτρονική έκδοση
Όποιος θέλει να διαβάσει το βιβλίο δεν χρειάζεται να το αγοράσει, κι αυτός είναι, επίσης, ένας τρόπος εναλλακτικού αντίδωρου του επιστήμονα συγγραφέα προς την κοινωνία. Μπορεί να μπει στην ιστοσελίδα του τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας, να κατεβάσει το βιβλίο, να το χρησιμοποιήσει, να το διαβάσει, να το στείλει όπου θέλει. Δεν έχει συγγραφικά δικαιώματα, έχει μόνο πνευματικά δικαιώματα. Βρίσκεται αναρτημένο στην ιστοσελίδα του Εργαστηρίου Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: https://he.duth.gr/erg_laog/Outopia-e-book_.pdf
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.