Το χρεος μας: Παλη για ενα καλυτερο μελλον

Γράμματα στην Άσπα – 17

Κομοτηνή, 25-03-2016
 
Καλή μου,
Η κατάσταση της χώρας μας, μου θυμίζει την ιστορία με τον Νασρεντίν Χότζα:
Μια μέρα, είχε πεθάνει ο γείτονας του Χότζα και καθώς σήκωσαν το φέρετρο να τον πάνε στο νεκροταφείο η γυναίκα του μακαρίτη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει:
«Που πας; Εκεί που πας ούτε φαί έχει, ούτε ρεύμα έχει, ούτε νερό έχει!..»
Σαν άκουγε αυτά ο Χότζα, γύρισε στην γυναίκα του και είπε:
«Γυναίκα, κλείδωσε τη πόρτα, σε μας τον φέρνουν το νεκρό!»
 
Εθνική επέτειος σήμερα. Σημαίες. Στολές. Γαλανόλευκες αυταπάτες. «Η Ελλάδα δε πεθαίνει ποτέ!» Και η γνωστή καραμέλα: «Πολύ σύντομα βγαίνουμε στις αγορές!»
Οι σημαίες ψηλά. Τα κεφάλια κάτω. Οι «επαναστάτες» της πλάκας, μας βρίζουνε, επειδή… τους διώχνουμε απ’ τις πορείες και δεν τους επιτρέπουμε να σηκώσουν τα πολύχρωμα πανό τους με υπογραφή του κόμματος τους – ναι, του κόμματος αυτού που κόβει συντάξεις, βάζει φόρους, δίνει άδειες για την εξόρυξη χρυσού, πνίγει παιδιά στο Αιγαίο.

Οι «επαναστάτριες» του εκφυλισμού μάς κατηγορούν για τραμπουκισμό και ότι «καπελώνουμε» τους αγώνες που ‘δωσαν – και μάλιστα μάς ρωτάν αν ξέρουμε προς τα πού πέφτει η Κάκαβος… αυτές που όταν πηγαίναμε εμείς στο βουνό δεν ερχόταν επειδή είχαν καπνίσει μπάφους όλο το βράδυ και κάνανε παρτούζες και δε μπόρεσαν να ξυπνήσουν. (Είπαμε, με μέτρο. Γιατί ο πολύς ο μπάφος καίει τον εγκέφαλο!)

Και την ώρα που σκεφτόμουν όλα αυτά, ήρθε ο Λέων. «Σύγκρουση, μικρέ» μου λέει, «συνέχισε τη σύγκρουση». Κοιτάζει τα βιβλία πάνω στο γραφείο. «Όπα! Τι έγινε; Ξαναπιάσαμε τον Πουλιόπουλο. Και Ένγκελς! Σωστό σε βρίσκω!»
«Πάντα. Ήρθες να βγούμε, να πιούμε κάνα τσίπουρο ή θα τη κάνεις;»
«Πάμε να πιούμε καμιά βότκα, σε πεθύμησα.»
Πάμε στο στέκι μας. «Μ’ άρεσε αυτή η βότκα της πόλης σας», μου λέει, «και είναι και φτηνή.» Χαμογελάω. «Ε, άλλη μια αιτία να μας επισκέπτεσαι πιο συχνά.» Τσουγκρίζουμε.

Χτυπάω το ποτήρι στο τραπέζι μετά το τσούγκρισμα. Και του εξηγώ. «Το τσίπουρο ή η ρακί, πίνετε μαζί με κάποιον. Ή/και για κάποιον. Όταν αυτός ο “κάποιος” λείπει απ’ το τραπέζι, τσουγκρίζεις και με το τραπέζι».
«Καμιά φορά, δεν εκτιμάμε εμείς οι άνθρωποι αυτό που έχουμε. Ξεχνάμε πως κάποια πράγματα είναι δώρα της ζωής σε μας και αν τα χάσουμε δε θα τα ξαναέχουμε. Και όταν τα χάνουμε –και αφού κάνουμε πεντακόσιες χιλιάδες λάθη ενδιάμεσα– καταλαβαίνουμε την αξία τους. Εσείς ας πούμε, οι Έλληνες πολίτες, έχετε το κλίμα σας, τις παραλίες σας, τη “μάνα γη” σας. Αλλά αντί να τα υπερασπίσετε, κλείνετε το μάτι στις πολυεθνικές να έρθουν να σας τα καταστρέψουν. Και όταν θα τα καταφέρουν, θα κλαίγεστε.»

«Ισχύει. Μια παρόμοια ιστορία είχα ακούσει σε μια τουριστική περιοχή λίγο έξω απ’ την Ιζμίρ. Έγινε έκρηξη μέσα στη θάλασσα, από τα απόβλητα των εταιριών εξόρυξης χρυσού. Και φοβόμουν να μπω στη θάλασσα.»

«Γι’ αυτό, λοιπόν, ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει τη κάθε του μέρα σαν να ‘ναι η τελευταία. Να κάνει τον απολογισμό του κάθε βράδυ, όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι και να ρωτά τον εαυτό του: Τι έκανα για την ανθρωπότητα σήμερα, τι έκανα για τους καταπιεζόμενους ανθρώπους, τι έκανα για τους ανθρώπους που μ’ αγαπούν, τι έκανα για να αφήσω ένα καλλίτερο μέλλον στις επόμενες γενιές;».
Ξανατσουγκρίζουμε. Ανάβω ένα τσιγάρο. Στο απέναντι τραπέζι το λούμπεν προλεταριάτο. Μισο-σουρωμένοι, μισο-μαστουρωμένοι. Με τζαμαϊκανά τισέρτ και σκισμένα τζιν. Κάθονται και βρίζουν τα κόμματα και τους «αλήτες» πολιτικούς που μας φέρανε σ’ αυτό το χάλι. Σε λίγο θα σουρώσουν τελείως και θα αρχίσουν να γίνονται ενοχλητικοί.

«Όταν μεγαλώνεις με τις παπαρολογίες αυτές που μαθαίνεις στο σχολείο», λέει ο Λέων, «και αρνείσαι συνεχώς να ανοίξεις κανένα βιβλίο να διαβάσεις… όταν δεν έχεις μάθει να κάνεις αυτοκριτική και σου φταίνε πάντα οι άλλοι, καταντάς έτσι. Πρέπει να τους “κράζουμε” για να συνέλθουν, να σηκωθούν απ’ το τραπέζι και να κάτσουν να σκεφτούν. Αλλιώς θα καταντήσουν χειρότεροι νεοδημοκράτες!»
Γελάμε. Το αλκοόλ ρέει. «Αν τα ξύδια ήταν ταξίδια, θα είχαμε κάνει τη γύρα όλου του κόσμου» έγραφε ένα σύνθημα σ’ ένα τοίχο. Εμείς πράγματι ταξιδεύουμε και συζητάμε για τη κατάσταση του κόσμου: απ’ τη Συρία μέχρι την Ουκρανία, απ’ τη Τουρκία μέχρι τη Κούβα.
«Οι άνθρωποι, σύντροφε μου, δε πρέπει να νοσταλγούν το παρελθόν» λέει φεύγοντας ο Λέων, «αλλά να παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον. Venceremos!»
 
Δικός σου,

ΜουΤσο 

Αταόλ Μπεχράμογλου

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ 
 
Τα μωρά δεν έχουν έθνη*

Πρώτη φορά μακριά απ’ τη πατρίδα μου έζησα αυτό το συναίσθημα
Τα μωρά δεν έχουν έθνη
Με τον ίδιο τρόπο πιάνουν τα κεφάλια τους
Κοιτώντας εκφράζουν την ίδια περιέργεια
Ίδιο τόνο έχουν οι φωνές τους όταν κλαίνε
 
Τα μωρά είναι της ανθρωπότητας μας ο ανθός
Τα πιο τρυφερά νεογέννητα τριαντάφυλλα
Ένα ξανθό κομμάτι του φωτός είναι κάποια
Κάποια είναι κατάμαυρες ρώγες σταφυλιού
 
Πατεράδες μην τα βγάλετε απ’ το μυαλό σας
Μανάδες προστατέψτε τα μωρά σας
Αν κάποιος μιλήσει για πόλεμο
Κάντε τον να σωπάσει, μην τον αφήνετε να μιλήσει
 
Ας τ’ αφήσουμε να μεγαλώσουν με πάθος
Ν’ αναπτυχθούν σαν δενδρύλλια
Ούτε δικό σου ούτε δικό μου, δεν είναι κανενός
Είναι όλου του πλανήτη αυτά
Κόρες οφθαλμού όλης της ανθρωπότητας
 
Πρώτη φορά μακριά απ’ τη πατρίδα μου έζησα αυτό το συναίσθημα
Τα μωρά δεν έχουν έθνη
Τα μωρά είναι τα λουλούδια της ανθρωπότητας μας
Και η μοναδική ελπίδα του μέλλοντος μας
 
* Το ποίημα γράφτηκε το 1980, όταν ο ποιητής ήταν εξόριστος στην Ελλάδα. 

Τζαν Γιουτζέλ

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ 

Αλλαγή

Ένα λεπτό μακρύ ζώο
Χτυπιόταν
Χτυπιόταν
Χτυπιόταν στις πέτρες
Βαριόταν ή
Μήπως ψυχορραγούσε;
Όχι κύριε μου,  μού είπε ο άνθρωπος δίπλα μου
Αλλάζει πουκάμισο το φίδι.
Ξέρουμε λίγο πολύ απ’ αυτά
Κι εμείς κάποτε είχαμε αλλάξει τάξη.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.