«Το Αθωο»: Ενα κινηματογραφικο μυθιστορημα, ωδη στη διαφορετικοτητα

Βασιλική Ηλιοπούλου, «Το Αθώο», Δέσποινα Γιαννοπούλου (επιμ.), εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2023, σ. 376.

«Σκαρφαλώνοντας λέξεις»

Η Βασιλική Ηλιοπούλου μάς ήταν γνωστή από παλιά, ως διακεκριμένη σκηνοθέτρια ταινιών, κυρίως τη δεκαετία του ’90. Οι πιο γνωστές της ταινίες ήταν το «Πέρασμα» (1989) και «Με μια κραυγή» (1995) –και οι δυο με πολλές διακρίσεις. Νομίζω πως από τότε ακόμα τη σεναριογράφο και σκηνοθέτρια Ηλιοπούλου την απασχολούσαν, με έναν τρόπο, παρόμοιες θεματικές με αυτές που πραγματεύεται και στα βιβλία της. Μας σύστηνε και τότε έναν προσωπικό, δικό της κινηματογραφικό κόσμο. Σκληρό, άγριο, περιθωριακό, αλλά με πρόσωπα που τα φώτιζε η ανθρωπιά και η συγκίνηση, ακόμα κι αν ήταν χαμένα στους προσωπικούς τους λαβύρινθους.

Έτσι είναι και οι συγγραφικοί της κόσμοι. Το 2000 εγκαταλείπει τον κινηματογράφο, για να αφοσιωθεί στη συγγραφή και μας συστήνεται με τη νουβέλα της «Η Λιούμπα και άλλα αρώματα» (εκδ. Εστία), ένα υπόδειγμα συγγραφής γραπτού κειμένου, στο οποίο, με μια γραφή τρυφερή και δηκτική, ανάλαφρη και σαρκαστική, αποτυπώνει τις λεπτές σχέσεις ανάμεσα σε μια ξένη γυναίκα, τη Λιούμπα και ένα εντεκάχρονο κορίτσι. Ύστερα, επανέρχεται δυναμικά το 2009 με το μυθιστόρημα «Σμιθ» (εκδ. Πόλις), που αποσπά και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Ένα βιβλίο που μας δείχνει τι σημαίνει μετεμφυλιακό κλίμα αστυνομοκρατίας και οικογενειάρχης με αριστερό παρελθόν. Ένα βιβλίο που αναρωτιέται τι γίνεται με τις εκκρεμότητες που κουβαλάμε.

Με έναν τρόπο, κατά τη γνώμη μου, η Βασιλική Ηλιοπούλου θέτει αυτά τα ερωτήματα και στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Το Αθώο». Ένα μυθιστόρημα από πολλές απόψεις «κινηματογραφικής» γραφής, καταγγελτικό με έναν τρόπο υποδόριο, δυστοπικά περιγραφικό, κι εντέλει μια ωδή στη διαφορετικότητα.

Η Βασιλική Ηλιοπούλου, κατά προσωπική της δήλωση, ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για την αθωότητα και την ενοχή, για τη δικαιοσύνη και την εκδίκηση.  Η υπόθεση, όπως παρουσιάζεται στο οπισθόφυλλο, είναι η εξής:

Η Εύα, έχοντας χάσει τα δύο πιο αγαπημένα της πρόσωπα στη ζωή, τη μητέρα της και την αδερφή της, μεγαλώνει σε Ίδρυμα από την ηλικία των έξι. Χρόνια αργότερα, ο θάνατος του άντρα της στέκεται η αφορμή ώστε να επιστρέψει στο νησί της και να συναντήσει ξανά πρόσωπα και μέρη των παιδικών της χρόνων. Η μοναδική της έγνοια είναι να μάθει τι πραγματικά συνέβη στη μικρή της αδερφή, πριν αυτή εξαφανιστεί από προσώπου γης. Σε έναν τόπο άγριας ομορφιάς, αλλά και αφιλόξενο τώρα πια, όπου νεκρά πουλιά ξεβράζονται στην παραλία, μαυροκόρακες πετούν πάνω από απότομους γκρεμούς και φαράγγια, παιδιά εξαφανίζονται μυστηριωδώς, όπου ντόπιοι γνωρίζουν αλλά δεν μιλάνε και δυνατοί άνεμοι σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, η Εύα προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια και να μάθει επιτέλους την αλήθεια. Εξάλλου, σύμφωνα με το πώς εκείνη αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της, καθετί που ανοίγει πρέπει και να κλείνει, ό,τι αρχίζει πρέπει και να τελειώνει.

Κι όλα αυτά θα μπορούσαν να παραπέμψουν και σε ένα λογοτέχνημα αστυνομικής πλοκής, αν αυτό το βιβλίο δεν είχε τις ιδιαιτερότητές του. Ας τα πάρουμε όλα από την αρχή. Η Εύα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, δεν είναι ένα συνηθισμένο 20χρονο κορίτσι. Η Εύα είναι ένα φοβισμένο, ενοχικό, χωρίς πρωτοβουλίες πλάσμα, που κάποτε υπήρξε το μαύρο πρόβατο του νησιού, γιατί ήταν διαφορετική. Ζούσε κοντά σε μια «καθυστερημένη» αδελφή και σε μια μάνα που ήταν κι αυτή διαφορετική  –ξενομερίτισσα και κοκκινομάλλα–, η οποία, μετά τον χαμό της κόρης της Ειρήνης, αυτοκτόνησε. Έτσι, η Εύα αναγκάζεται να κλειστεί στο ορφανοτροφείο, γιατί δεν υπάρχει κανείς να τη φροντίσει, ένα παιδί κι αυτή που, όπως καταγράφεται, είναι Π.Ι., δηλαδή περιορισμένων ικανοτήτων. Η Εύα, λοιπόν, είναι από μόνη της μια ανοιχτή πληγή που αιμορροεί και ψάχνει απαντήσεις για να επιβιώσει. Λόγω των συνθηκών που μεγάλωσε, έχει ασκηθεί στη σιωπή και την παρατήρηση κι έχει μια αγαθότητα στον τρόπο που σκέφτεται κι αντιλαμβάνεται τον κόσμο ή εκφράζεται. Δεν ξέρει πολλά, αλλά ακούει προσεκτικά και προσπαθεί να μην της ξεφεύγει τίποτα. Είναι ψύχραιμη και μεθοδική με τον δικό της τρόπο, επίμονη και ανυποχώρητη στον στόχο της. Δεν έχει φίλους, δεν έχει τίποτα κοινό με τους συνομήλικούς της, μιλά σε όλους με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι απογυμνωμένη από κάθε είδους κοινωνικούς αντιπερισπασμούς.

Η Εύα, με αφορμή τον θάνατο τού κατά πολύ μεγαλύτερου συζύγου της, Χρύσανθου Μορρέ, του ανθρώπου που τη δέχτηκε στα 6 της στο Ίδρυμα (λογιστής του Ιδρύματος), αλλά κι αυτού που στα 17 της την πήρε από εκεί και την παντρεύτηκε, επιστρέφει στο νησίτης για να βρει την αλήθεια της. Ο τόπος στο μυθιστόρημα είναι, ούτως ή άλλως, ο άλλος πρωταγωνιστής. Ένας τόπος άγριος, σκληρός, πέτρινος (παραπέμπει σε κυκλαδίτικο νησί), που πουλιά νεκρά ξεβράζονται, κρωξίματα γλάρων σχίζουν την ησυχία της νύχτας και κοράκια επισκέπτονται την ενδοχώρα. Που ζητά την  τουριστική ανάπτυξη, υποβαθμίζοντας άκριτα το φυσικό περιβάλλον. Ένας ανατριχιαστικός, γκροτέσκος κόσμος, ένα νησί περίκλειστο κι ασφυκτικό με κατοίκους οπισθοδρομικούς, τοπικούς άρχοντες διεφθαρμένους, ένα νησί στο οποίο κυριαρχεί η βία κι ο φόβος, που εξαφανίζονται αναίτια παιδιά, αλλά τα στόματα μένουν ερμητικά κλειστά. Ένα νησί, μια ελληνική επαρχία, με ιδεοληψίες, βουτηγμένη στην υποκρισία, την επιλεκτική σιωπή, τη στοχοποίηση όποιου δεν μοιάζει με τους άλλους.

Η Εύα, όμως, είναι αποφασισμένη. Πρέπει να κλείσει τους λογαριασμούς της, όχι απαραίτητα για να εκδικηθεί (πράγμα που μένει έωλο στο τέλος του βιβλίου, έγκειται στην αναγνωστική ματιά του καθενός), αλλά γιατί μέσα στο μυαλό της όλα πρέπει να είναι τακτοποιημένα σε κουτάκια, για να είναι ήσυχη. Και γιατί θεωρεί ότι στη ζωή απλά πρέπει να ακολουθείς την αλληλουχία των γεγονότων. Έτσι, η αθωότητά της έχει μια τεράστια δύναμη. Η Εύα, με την έκκεντρη σκέψη και την καθαρότητα στα λόγια, στέκεται απέναντι στους «φυσιολογικούς» ανθρώπους με τα αληθοφανή ψέματα και τις ανομολόγητες αλήθειες κι αποκαλύπτει τελικά εκείνη που αφορά στην αδελφή της χωρίς να την εκβιάζει.

«Το Αθώο» είναι ένα βιβλίο που διερευνά ζητήματαόπως η απώλεια και το τραύμα, η απόδοση ευθυνών, η ενοχή, η συγχώρεση κι η εξιλέωση, οι πάσης φύσεως εγκλεισμοί, το στίγμα του διαφορετικού, η διαρκής αναζήτηση για τις ρίζες που μας κρατούν συνδεδεμένους με το παρελθόν, και πάνω απ’ όλα η ανάγκη για αποδοχή, αγάπη, δικαιοσύνη.

Ένα μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα της πρωταγωνίστριάς του, ένα μυθιστόρημα υδαρές που αλλάζει σχήματα, που τα λόγια είναι λίγα και βγαίνουν δύσκολα από τα στόματα. Όμως, οι σιωπές είναι εκκωφαντικές, γιατί λένε πολλά περισσότερα. Ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί για τους ήρωές του, ενίοτε χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω και βγάζει στο φως τα χειρότερα ανθρώπινα σκοτάδια.

«[…] Η Εύα σκεφτόταν “Τίποτα δεν γίνεται χωρίς λόγο. Γιατί να γίνει άμα δεν υπάρχει λόγος;” Ο Μορρές έτριψε τα μάτια του. “Πού θες να ξέρω;” μουρμούρισε. “Ο άνθρωπος είναι θηρίο”».

*Η Ρένα Σαμαρά-Μάινα είναι φιλόλογος, διοργανώνει και συντονίζει τη Λέσχη Φιλαναγνωσίας Κομοτηνής και επιμελείται τη ραδιοφωνική εκπομπή «Με αφορμή ένα βιβλίο», στην ΕΡΤ Κομοτηνής. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους. Ο τίτλος της στήλης, «Σκαρφαλώνοντας λέξεις», προέρχεται από τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη, «σκαρφαλώνοντας λέξεις με μια ανεμόσκαλα».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.