Της ποιησης

Requiem (για ένα σπάνιο άνθρωπο και εκλεκτό φίλο)
Της χαιρέκακης Μοίρας τα γιγάντια κύματα
Κατ’ επάνω του πέφτουν με λύσσα κι ορμή
Κι ο αγέρας τριγύρω σφυρίζει και στη δίνη του
Παίρνει κάθε ελπίδα στερνή.
 
Αφρισμένη η αρμύρα της πληγωμένης ψυχής του
Τον αβάσταχτο πόνο θεριεύει
Και στα χείλη του φέρνει
Μια γεύση από τον Άδη πικρή.
 
Το κατάρτι της βάρκας του γέρνει.
Τα νερά πλημμυρίζουν το δαρμένο σκαρί.
Μάταια ζητά κάποιο χέρι
Να κρατηθεί στη ζωή.
 
Στον ουρανό σηκώνει τα χέρια,
Και σ’ Εκείνον, που τα πάντα θωρεί,
Ψελλίζει με σβησμένη φωνή:
«Γιατί Θεέ μου, γιατί…;»
Και η απάντηση ποτέ δεν θα ‘ρθει…
Κι αν κάπου υπάρχει το θαύμα,
Αργεί να φανεί.
 
Βουλιάζει το σώμα, σπαρταράει η ψυχή.
Είναι της ζωής η ανάποδη όψη.
Κι όμως η κακιά του η Μοίρα
Χωρίς οίκτο βραδύνει το νήμα να κόψει.
 
Μπροστά στην άνιση μάχη,
Με γενναιότητα πατά την σκανδάλη…
 
Στον αιθέρα οδεύει το στερνό της ψυχής του
Παλλόμενο κύμα,
Και το σώμα στον άγνωστο Κτίστη
Γυρίζει συντρίμμια.
 
Όταν φθάνει στα άκρα
Και έχεις τα «κότσια»
Κόβεις μόνος το νήμα.
Η ζωή είναι «κατάντια»
Ανώφελο κτήμα.
 
Στις συνάξεις μας η θέση του μένει κενή,
Με την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει εκεί.
Κολακεύοντας την ματαιοδοξία μας
Προσφέρουμε ένα λουλούδι και δάκρυ μαζί.

 

*Ο Κώστας Κοτσίρος είναι τ. Διευθυντής της Περιφέρειας ΟΤΕ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.