Της ηθικης, της μοναξιας και της αγαπης

Της Φωτεινής Ναούμ*

Είχε πολλούς τρόπους. Να μιλήσει για τη μοναξιά. Μπορούσε να ξεκινήσει με το μι. Όχι σαν νότα, αλλά σαν γράμμα. Του έλεγαν πως ήταν όλο πρόστυχος, και πίσω από κάθε αρχή έβρισκε μια ιστορία βρόμικη να διηγηθεί. Κάπνιζε πάντα το τσιγάρο άφιλτρο και κάθε που του τη βάραγε με αυτά που του έλεγαν, έφτυνε τον καπνό με αηδία στον αέρα. Πάντα σεκλετισμένος ήτανε. Έσμιγε τα φρύδια σφιχτά το ένα πάνω στο άλλο. Όλα του, διπλά, να ανταμώνουνε τα ήθελε. Λυπόνταν το συκώτι, την καρδιά, τη σπλήνα. Τα χέρια ήταν από τα πιο τυχερά, κι εκείνα εκεί, τα ανάμεσα στα πόδια. Αμελέτητα τα έλεγε.

Η ώρα ήταν τώρα δώδεκα παρά, νυχτερινή. Δυο ώρες μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Δέκα νταν γυρνούσε στην πόρτα το κλειδί. Τα πήγαινε καλά με τους νόμους. Τους μετρούσε.

«Η κοινωνία μας τείνει να στρατιωτικοποιηθεί», του είπε στο τηλέφωνο η Έλσα. Τη γούσταρε. Μάλλον παραπάνω από την Ελένη και τη Μαρία. «Αναφορά. Δίνουμε αναφορά πού είμαστε, πού κατευθυνόμαστε, πόση ώρα απουσιάζουμε».
Αν δεν σκεφτόταν τα υγρά χείλη της, μπορεί και να το είχε κλείσει. Αρκετά όσα βίωναν. Δεν του χρειαζότανε και να τα ακούει. Γενικά ήταν απρόθυμος. Από την καραντίνα και έπειτα, ήθελε να πάψει να ακούει. Του την έδιναν οι ήχοι. Και όσο του την έδιναν, τόσο έσκαγε πάνω του φλυαρία από παντού.

Φορτώθηκε την τηλεόραση στα χέρια και την κατέβασε με τα πόδια απ’ τον τέταρτο. Την έριξε στον κάδο. Χαλασμένη είναι, μουρμούρισε λες και όφειλε να αιτιολογήσει την κίνηση του στα  μάτια πίσω από τις κουρτίνες. Μια χαρά έπαιζε. Αυτός δεν την άντεχε. Ούτε τα πάνελ, ούτε τις ειδήσεις, ούτε τα ψυχαγωγικά της. Και το κινητό του το κοπάνησε με ένα σφυρί, φορές εφτά, μέχρι να το διαλύσει. Ένα σταθερό κράτησε, να τον βρίσκει καμιά γυναίκα στις κάψες της ή η μάνα του άμα της είχε λείψει.

«Όχι. Δεν πιστεύω πως ο ιός ήταν φτιαχτός. Απλά βολεύει. Βολεύει με τη ευκαιρία της πανδημίας να μελετηθούν αντιδράσεις σε ομάδες μεγάλων πληθυσμών. Να γίνει ‘κανα πείραμα. Μια έξτρα απαγόρευση. Μια έξτρα ψήφιση. Ένα νέο μέτρο, ποιος θα αντιδράσει».

Άφησε το τηλέφωνό του ανοιχτό να κοιτάει στο ταβάνι. Όχι πως δεν του φαινόταν ενδιαφέροντα τα όσα έλεγε, μόνο που δεν είχε πια κεφάλι. Ή μάλλον δεν είχε μυαλό μέσα στο κεφάλι.

«Έλσα, φοράς ακόμη τις νύχτες εκείνες τις κάλτσες, ξέρεις, τις νάιλον, τις ψηλές;»
Χαχανητό. Τάχα αμήχανο, στην πραγματικότητα ναρκισσιστικό. Ο άντρας χαμογέλασε στο σκοτάδι. Από το ρολόι του τοίχου ακουγόταν αυτό το ρυθμικό τικ τακ που έπρεπε να πάψει. Είχε αναγκάσει να πάψουν όλοι οι ήχοι, εκτός απ’ αυτόν. Αν το έσπαγε, θα ήταν σαν να ξερίζωνε από το σπίτι την καρδιά του.

«Ξέρεις, εσύ μπορεί να το γελάς, να μην σε νοιάζει αλλά…», συνέχισε η Έλσα, «μπαίνουμε σε νέα είδη κοινωνιών. Θυμάσαι τις ταινίες…;».

«Θυμάμαι τα μπούτια σου, τη ρόμπα που ξέχασες επίτηδες εδώ. Την έπλυνα, πάει καιρός. Φρόντισε να περάσεις να την πάρεις».

Η Έλσα δεν απάντησε τίποτα. Είχε βρει άλλον, το ήξερε και ήθελε να τη φέρει σε μια μικρή άβολη στιγμή. Όλα εύκολα της ήτανε μέχρι τότε.

«Με θεωρείς τελείως ανήθικη, έτσι;» τον ρώτησε κι ακόμη κι η φωνή της είχε πάρει τόνο αμυντικό, μουλωχτά επιθετικό.

«Δεν είμαι ο κατάλληλος να μιλήσεις μαζί του για ηθική».

«Ναι, ξέρω. Έλεγες πάντα πως την φτιάχνουν έτσι ώστε να επικρατήσει η κοινή λογική. Που δεν είναι καθόλου κοινή. Κι άρα πρέπει να μιλάμε μόνο για τη λογική της ηθικής».

«Ακριβώς. Σκέψου απλά, πως στις μέρες μας όποιος έχει άλλη οπτική, άλλη ηθική, είναι φασίστας».

Την άκουσε να ανάβει τσιγάρο. Τη φαντάστηκε να σταυρώνει τα πόδια της και να φυσάει τον καπνό ντουγρού στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.  Το στόλιζε κάθε χρόνο με μικρές χάρτινες σακούλες από τα ψώνια του έτους και με δεκάδες αποδείξεις από τα μαγαζιά.

«Δίκιο έχεις που να σε πάρει Πετρή! Έχουμε χάσει το μέτρο. Δεν μπορείς να πεις έναν μαύρο μαύρο, μια πόρνη πόρνη, έναν χοντρό χοντρό. Φοβόμαστε ακόμη και τις λέξεις. Τις φοβόμαστε πιο πολύ από τον εαυτό μας».

Ο Πέτρος χαμογέλασε και έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Το τράβηξε από την πρίζα. Η μητέρα του ποτέ δεν θα τηλεφωνούσε τόσο αργά. Ακόμη κι αν πάθαινε κάτι τώρα, μέχρι να την ανακαλύψουν, να την πάνε στο κέντρο υγείας, να τον βρουν, να τον ειδοποιήσουν, θα πέρναγαν κάμποσες ώρες, πολύ πιθανόν και μέρες.

Κάποια άλλη, μπορεί να νόμιζε πως έπαθε ανακοπή κι έκλεισε έτσι απότομα. Η Έλσα όχι. Ήταν από τις γυναίκες ή μάλλον η γυναίκα που θα μπορούσε ας πούμε να είχε παντρευτεί, αν δεν έβλεπε ξεκάθαρα πόσο δυστυχισμένη θα ήταν μέσα σ’ έναν γάμο, με τον ίδιο άντρα εσαεί, με πεθερικά και παιδιά. Ας το έκανε το έγκλημα με κάποιον άλλον.

Φόρεσε τον ναυτικό μάλλινο σκούφο του και έριξε ένα τζάκετ στους ώμους. Πιάστηκε από τα κάγκελα του μπαλκονιού, σαν να αγνάντευε από το βαπόρι τη θάλασσα και έψαξε τα άστρα.

Ένας σκύλος αλυχτούσε παρά πέρα, ύστερα ξεκίνησαν άλλοι δυο. Ποτέ δεν θα το βούλωναν τα πλάσματα του κόσμου. Κι η Έλσα του μιλούσε για λογική και ηθική, τη στιγμή που το μόνο που θα έπρεπε να την απασχολεί θα ήταν πώς να βρεθούν να κάνουν έρωτα.

Άναψε ακόμη ένα. Κοιτούσε τα φωτάκια που αναβόσβηναν από το απέναντι διαμέρισμα. Συνειρμικά σκέφτηκε την κατανάλωση ρεύματος. Θυμήθηκε πως έκανε αίτηση να αλλάξει πάροχο. Θα έφευγε από τη ΔΕΗ. Όπως θα έφευγε μια μέρα από τη ζωή. Ρούφηξε ένα τρίτο τσιγάρο. Ξημέρωναν μάλλον Χριστούγεννα.

*Η Φωτεινή Ναούµ γεννήθηκε στην Κοµοτηνή, όπου ζει και εργάζεται. Έχει εκδώσει έξι βιβλία. Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κύφαντα σε δεύτερη έκδοση —η πρώτη ήταν το 2013 από τις εκδόσεις Πολύτροπον— η νουβέλα της «Ο διαχειριστής». Προηγούμενα  έργα της είναι τα μυθιστορήματα: «Υγρή Πόλη»,  εκδόσεις Διόπτρα(2017), «Χωρίς παρελθόν», εκδόσεις  Α.Α.Λιβάνη(2014), «Αποκαΐδια και βατόμουρο γλυκό», εκδόσεις Α.Α.Λιβάνη(2013) και «Το κορίτσι με τα κόκκινα παπούτσια», Εκδοτική Θεσσαλονίκης (2010). Κατά καιρούς, αρθρογραφεί σε εφηµερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Τα τελευταία έξι χρόνια συντονίζει οµάδες δηµιουργικής γραφής και έχει δική της ραδιοφωνική εκποµπή µε θέµα το βιβλίο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.