Τελικα ειναι πιο ευκολο να κανεις το κακο κρυμμενος πισω απο τον Θεο;
«Σκαρφαλώνοντας λέξεις»
O Sebastian Barry γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου “Booker” για τα μυθιστορήματα «Μακριά, πολύ μακριά» (Πόλις, 2007) και «Η μυστική γραφή» (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία “Costa Book of the Year” και “James Tait Black Memorial”. Το 2011, το βιβλίο του «Εις γην Χαναάν» (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου “Booker”. Το μυθιστόρημά του «Μέρες δίχως τέλος» (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα “Costa Book Award for Novel 2016”, “Costa Book of the Year 2016” και “Walter Scott Prize 2017”. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των “Booker 2017”. Τον Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (“Laureate for Irish Fiction”). Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του «Χίλια φεγγάρια (2020)», η συνέχεια του «Μέρες δίχως τέλος».
Αυτό είναι ένα σύντομο βιογραφικό του Sebastian Barry για όσους ενδεχομένως δεν έχουν διαβάσει άλλα έργα του. Αν δεν τον έχετε διαβάσει, σας συστήνω ανεπιφύλακτα τη «Μυστική Γραφή», ένα βιβλίο-επίτευγμα συναρπαστικής μυθοπλασίας και ποιητικής κατάδυσης στο μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής, από τα σπουδαιότερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας.
Θαρρώ, βέβαια, πως στη χώρα μας έγινε ιδιαίτερα γνωστός κι αγαπητός από τα έργα του «Μέρες δίχως τέλος» και «Χίλια φεγγάρια». Στο πρώτο καταφέρνει ένας Ιρλανδός να γράψει ένα επικό στη σύλληψή του, αλλά συγκριτικά συνοπτικό σε έκταση κι επίσης σκληρό βιβλίο για την Αμερικανική Ιστορία, το οποίο όμως ο αναγνώστης δεν το ξεχνά, όχι λόγω του θέματος, αλλά εξαιτίας του γοητευτικότατου αφηγητή του. Το μυθιστόρημα είναι τοποθετημένο στην Αμερική κατά τα μέσα του 19ου αιώνα: μια δυνατή ιστορία δύο ανδρών που ζουν κάποιες από τις πιο κρίσιμες στιγμές στην ιστορία της Αμερικής. Στο δεύτερο, το οποίο είναι εν πολλοίς η φιλόδοξη συνέχεια του «Μέρες δίχως τέλος», ο Barry μας αφηγείται την ιστορία της Γουινόνα, μιας νεαρής Ινδιάνας που γλιτώνει από τη σφαγή της φυλής της και, υιοθετημένη από τον Τζον Κόουλ και τον Τόμας ΜακΝάλτι, μεγαλώνει στο χάος της μετεμφυλιακής Αμερικής. Σε αυτό το χωροχρονικό πλαίσιο η νεαρή Γουινόνα αναζητά την ταυτότητά της και το δίκιο της. Γιατί η ιστορία που έχει ν’ αφηγηθεί, η ιστορία της νεαρής ζωής της, είναι η ιστορία όχι ενός αλλά πολλών εγκλημάτων. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά εγκλήματα: ένας βιασμός, ένας λυσσασμένος ξυλοδαρμός, ένας φόνος. Είναι και τα δημόσια εγκλήματα: η τρομερή γενοκτονία, η συγκάλυψη της βίας, η παρανομία του νόμου.
Κι έρχεται τώρα με το νέο του βιβλίο, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου, «Τον καιρό του Θεού», να μας αποδείξει για μια ακόμα φορά ότι είναι γνήσιος απόγονος των μεγάλων βάρδων της πατρίδας του. Γιατί όντως ανήκει στη λαμπρή ιρλανδική παράδοση, στην ιρλανδική λογοτεχνία, που είναι τόσο ακμαία κι επιδραστική.
Η υπόθεση του βιβλίου, όπως περιγράφεται στο οπισθόφυλλο, είναι η εξής: «Ο Τομ Κετλ, ένας χήρος αστυνομικός, μετά τη συνταξιοδότησή του μετακομίζει σ’ ένα ήσυχο χωριό με θέα τη θάλασσα της Ιρλανδίας. Η γαλήνη της νέας του ζωής ωστόσο διακόπτεται απότομα όταν δύο πρώην συνάδελφοί του εμφανίζονται με ερωτήσεις για μια παλιά υπόθεση. Μια υπόθεση που δεν έπαψε ποτέ να τον απασχολεί. Ταυτόχρονα, η νέα του γειτόνισσα, μια μυστηριώδης νεαρή μητέρα, ζητά ξαφνικά τη βοήθειά του και τότε ο Κετλ βρίσκεται μπλεγμένος στον σκοτεινό λαβύρινθο ενός παρελθόντος που πίστευε πως είχε ξεπεράσει».
O Sebastian Barry, με τον λυρισμό της γραφής του, καταφέρνει να περάσει ήπια στον αναγνώστη θέματα που κανονικά εγείρουν έντονο προβληματισμό και αγανάκτηση, όπως η παιδεραστία, η σεξουαλική παρενόχληση, η διαφθορά του κλήρου στην Ιρλανδία, η ενδοοικογενειακή βία, η απόδοση ή όχι τελικά της δικαιοσύνης και η «νομιμοποίηση» συνεπακόλουθα της αυτοδικίας, χωρίς όμως να χάνουν καθόλου από τη σημαντικότητά τους. Ένα βιβλίο που ξεδιπλώνει τα τραύματα της ιρλανδικής κοινωνίας μέσα από τη θολή ματιά ενός χήρου συνταξιούχου, ενός ανθρώπου παροπλισμένου πια λόγω της ηλικίας του, με στρεβλή ή ανεπαρκή μερικές φορές μνήμη, ίσως στις απαρχές της άνοιας, ενός ανθρώπου που αναμετριέται κι αυτός με τους δαίμονες του παρελθόντος του.
Με μια αφήγηση κάθε άλλο παρά γραμμική (μάλλον οι ανάδρομες και πρόδρομες αφηγήσεις του προσομοιάζουν περισσότερο σε εσωτερικό μονόλογο ή ροή συνείδησης, γραμμένο όμως σε γ΄ πρόσωπο, κατά τον τρόπο που έγραφε ο James Joyce, που δίνει το δικαίωμα της απόστασης από τα γεγονότα), ο Barry καταφέρνει μέσα από τις θολές αναμνήσεις του Τομ Κετλ και τις μεγάλες ή μικρές ιστορίες που εμφιλοχωρούν στην κύρια αφήγηση, να φωτίσει όλες τις πτυχές των χαρακτήρων του βιβλίου του.
Με εξαιρετικές συγγραφικές τεχνικές, ο Sebastian Barry κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον εισαγάγει βαθιά στην ιρλανδική κοινωνία που ακόμα και σήμερα προσπαθεί να επουλώσει τις χαίνουσες πληγές του παρελθόντος της. Ο Barry, μέσω του Τομ, ανοίγει τις επιφανειακά επουλωμένες πληγές, αυτές που νομίζεις πως έχουν κλείσει, αλλά χρειάζεται κάτι λίγο για να ξύσει το κακάδι και να αρχίσει πάλι να τρέχει πύον. Κι ενώ η θεματική του Barry είναι προσφιλής στους Ιρλανδούς συγγραφείς (ξαναδιαβάσαμε, για παράδειγμα, το ίδιο θέμα στο «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» της Keegan Claire), εδώ ο συγγραφέας εκκινεί από κάτι χιλιοειπωμένο, από κάτι εγκληματικό και ασύγγνωστο, μία τραγωδία διαρκείας και το ερώτημα που θέτει είναι: πώς λειτουργεί αυτό το τραύμα στους ανθρώπους που υπέστησαν τη φρίκη στη διάρκεια του χρόνου. Ακόμα κι αν προσποιήθηκαν πως προχώρησαν τη ζωή τους, η εμπειρία τους ήταν πάντα μια ξεχασμένη νάρκη σε παροπλισμένο ναρκοπέδιο, αρκούσε μόνο να την πατήσεις κατά λάθος για να εκραγεί. Και τελικά, αναρωτιέται ο συγγραφέας, το παρελθόν επηρεάζει το παρόν; Ξεφεύγει κανείς στ’ αλήθεια ποτέ από τους δαίμονές του; Κι ενώ το θέμα του είναι τόσο σκληρό, ποτέ δεν γίνεται σκοτεινό, πεσιμιστικό ή και πεισιθάνατο –οι λυρικές περιγραφές του Barry ισοσταθμίζουν αυτήν τη σκληράδα κι ανασυνθέτουν την ομορφιά του ιρλανδικού τοπίου, της θάλασσας, της εξοχής.
Εξίσου σημαντικά με το κεντρικό είναι και τα θέματα που τίθενται για την απώλεια του συντρόφου, τον θάνατο, τα γηρατειά, τη μνήμη, την πατρίδα. Η ιστορία της πατρίδας του, της Ιρλανδίας περνά και διαπλέκεται με τις ιστορίες των ηρώων του∙ η αντιπαλότητα ανάμεσα σε προτεστάντες και καθολικούς, η μετανάστευση των Ιρλανδών, η βομβιστική επίθεση που συνέβη στις 17 Μαΐου 1974, όταν η παραστρατιωτική ομάδα «Εθελοντική Δύναμη του Όλστερ» ανατίναξε τρία αυτοκίνητα στο Δουβλίνο, σκοτώνοντας 33 ανθρώπους –κυρίως γυναίκες– με φρικτό τρόπο. Για όλα μιλάει ο Barry, με ένα υψηλό επίπεδο γραφής, με ευαισθησία στην προσέγγιση των ηρώων του, με το ταλέντο να σας πάρει από το χέρι και να σας ταξιδέψει. Καλές αναγνώσεις.
*Η Ρένα Σαμαρά-Μάινα είναι φιλόλογος, διοργανώνει και συντονίζει τη Λέσχη Φιλαναγνωσίας Κομοτηνής και επιμελείται τη ραδιοφωνική εκπομπή «Με αφορμή ένα βιβλίο», στην ΕΡΤ Κομοτηνής. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους. Ο τίτλος της στήλης, «Σκαρφαλώνοντας λέξεις», προέρχεται από τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη, «σκαρφαλώνοντας λέξεις με μια ανεμόσκαλα».
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.