Ταξιδι στην Κιουταχεια

Τι χαμπέρια από την Πόλη;

Κιουτάχεια, μια πόλη της Τουρκίας, που σε πολλούς μπορεί να μη λέει κάτι το όνομά της, σε άλλους όμως ξεσηκώνει μνήμες από διηγήσεις, από οικογενειακές ιστορήσεις, από αναφορές παππούδων και γιαγιάδων για την πατρίδα που έχασαν. Η Κιουτάχεια έμεινε στην ιστορία για τη μάχη που δόθηκε στις 2 Ιουλίου του 1921. Στη μνήμη όμως των ανθρώπων που κατάγονται από εδώ, το όνομά της έχει συνδεθεί με την οικογενειακή τους ιστορία. Δεν είναι λίγες φορές που πολλοί από τους απογόνους εκείνων που εκδιώχθηκαν μετά την πτώση του μετώπου και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, επιστρέφουν αναζητώντας αυτό το ανεξήγητο και απροσδιόριστο, που τους συνδέει με την περιοχή αυτή της Μικρασιατικής χερσονήσου.

Αυτό το κάτι, που σαν μαγνήτης τραβά στη γη των προγόνων, αναζητήσαμε κι εμείς. Σε ένα ταξίδι επιστροφής κι όχι νέου προορισμού, σε μια μεταφυσική αναζήτηση όσων μας συνδέουν με τη ρίζα μας, που τα πλοκάμια της φτάνουν μέχρι την περιοχή της Κιουτάχειας, στην απαρχή της Ανατολίας.

Αρχές Μαΐου κι η άνοιξη μπήκε για τα καλά. Μέρες λαμπερές και ζεστές μας περίμεναν στην πόλη που κατακλύζονταν από τρεχούμενα νερά, πλατάνια που πύκνωναν τις φυλλωσιές τους και ακακίες που σκόρπιζαν τη μοσχοβολιά των ανθών τους. Στη σκιά του καταπράσινου βουνού Πορσούκ η Κιουτάχεια, τα αρχαίο Κοτύαιον, υπήρξε σταθμός πάνω στους δρόμους του εμπορίου, που ένωναν την ανατολή με τη δύση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Αυτό όμως που αναζητούσαμε ήταν τα σπαράγματα του ρωμαίικου παρελθόντος, αυτού που άφησαν πίσω οι δικοί μας άνθρωποι. Τα σημάδια πάνω στο χάρτη τα γνωρίζαμε. Η γειτονιά, η εκκλησία, τα νεκροταφεία. Όμως οι πόλεις δεν είναι μόνο τα κτίσματα, είναι κυρίως οι άνθρωποι. Αυτοί λένε τις ιστορίες, αυτοί ανακαλούν μνήμες. Αυτοί μπορούν να γίνουν οδηγοί και συνοδοιπόροι. Κι αυτούς ακριβώς βρήκαμε.

Πρώτα σε μια επίσκεψη στο Valilik, στη Νομαρχία, όπου αφού μας επιβεβαίωσαν πως στον πόλεμο τα αρχεία της πόλης κάηκαν στην περίοδο του πολέμου, προθυμοποιήθηκαν να μας βοηθήσουν να βρούμε τρόπο να επισκεφτούμε τη μοναδική εναπομείνασα εκκλησία, αυτή των Ταξιαρχών. Ο μουχτάρης, ο πάρεδρος, της γειτονιάς όχι απλώς θα μας βοηθούσε την επόμενη μέρα αλλά θα αναλάμβανε και τη μεταφορά μας.

Κι όπως λένε, ρωτώντας πας στην Πόλη! Συνεχίζοντας την αναζήτηση συναντήσαμε τυχαία στο δρόμο τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Πολιτισμού και Τουρισμού της Νομαρχίας Κιουτάχειας, τον  Zekeriya Bey,ο οποίος ανέλαβε προσωπικά την ξενάγησή μας στην πόλη της Κιουτάχειας γνωρίζοντάς μας τους συνεργάτες του στα Μουσεία, στις πολιτιστικά κέντρα στις βιβλιοθήκες αλλά και στα ιστορικά τεμένη. Παλιά κονάκια, που αναστηλώνονται από το Δήμο κι άλλους φορείς στεγάζουν ιδρύματα με εκπαιδευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό έργο, θρησκευτικοί χώροι, μουσεία.  Από το Μουσείο-Βιβλιοθήκη Λογοτεχνίας «Εβλιά Τσελεμπή», στο Ιστορικό Μουσείο της Πόλης, στο Ulu camii, στον τεκέ των Μεβλεβί αλλά και στο Πράσινο τζαμί. Σαν φίλοι που είχαν να βρεθούν χρόνια, οι κουβέντες με τον Zekeriya Bey είχαν πάντα αναφορές στους Ρωμιούς που έφυγαν, στην πόλη που συνεχώς αλλάζει, στις προσπάθειες διατήρησης της παλιάς πόλης και των κτισμάτων της.

Κι αν η περιήγηση αυτή είχε ενδιαφέρον, το μυαλό μας ήταν στην επομένη και στην ανάβασή μας στον Γενί Μαχαλά, στη γειτονιά των Ρωμιών, των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Ο Μουχτάρης ήρθε το επόμενο πρωί στην ώρα του και με το αυτοκίνητό του μας ανέβασε κατευθείαν στο Ναό του Αρχαγγέλου. Είχε φροντίσει να ανοίξει την παλιά σιδερένια πόρτα και να δημιουργήσει ένα μικρό διάδρομο ανάμεσα στα χόρτα και τα δέντρα που είχαν μετατρέψει τον αυλόγυρο σε μία μικρή ζούγκλα.

-Κι εμείς ανταλλάξιμοι είμαστε, είπε και η ματιά του είχε κάτι το ακόμα πιο οικείο. Από την περιοχή της Θεσσαλονίκης, πρόσθεσε και πέρασε πρώτος τη βαριά πόρτα που με το ζόρι άφηνε ένα μικρό πέρασμα.

Αν κάτι μπορεί να χαρακτηρίσει μια κοινωνική ομάδα είναι οι ναοί της και τα σχολεία της. Σ’ αυτά καθρεπτίζονται οι βλέψεις και οι ελπίδες, η δύναμη και η δυναμική της. Μέσα από τους ναούς και τα σχολεία μπορεί να ανακαλύψει κανείς το παρελθόν, την κουλτούρα αλλά και την πορεία που θέλει να χαράξει η ομάδα αυτή. Κι οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας είχαν ρίζες βαθιές, παρελθόν αιώνων, είχαν πλούτο και δύναμη, είχαν γνώση και βλέμμα προς το μέλλον. Γι’ αυτό τα σχολειά τους ήταν περίφημα και οι εκκλησιές τους λαμπρές. Σαν κι αυτή που με βήματα προσεχτικά  και βλέμματα εκστασιασμένα ανακαλύπταμε  τις στιγμές αυτές. Ανάμεσα σε κρεμασμένα δοκάρια, ξεχαρβαλωμένα ταβάνια και εκθεμελιωμένα πατώματα, σαπισμένα από την υγρασία κουφώματα και ξεφτισμένους σοβάδες ήταν αδύνατο να κρυφτεί η μεγαλοσύνη ενός ναού που αποτέλεσε για δεκαετίες κόσμημα και στολίδι της πόλης και των Ρωμιών που την κατοικούσαν.

Στις τρεις κόγχες του ιερού της τώρα φωλιάζουν αγριοπερίστερα ενώ από τα ανοίγματα της οροφής μπαίνει ανεμπόδιστη η βροχή κι ο ήλιος. Στα κλίτη της φυτρώνουν αγριόδεντρα ενώ στο σολέα τυμβωρύχοι  άνοιξαν λαγούμια αναζητώντας κρυμμένους θησαυρούς. Μάρτυρας περιόδων δόξας, ευμάρειας και αισιοδοξίας, ο ναός αυτός στέκει ακόμα όρθιος έστω και λαβωμένος. Ο κ. Μουσταφά, ο Μουχτάρης της γειτονιάς, αναζητά μαζί με εμάς την αιτία αυτής της καταστροφής. Αδιαφορία, έλλειψη γνώσης, μισαλλοδοξία, διαβάθμιση προτεραιοτήτων, μεταφορά ευθυνών, τι από όλα αυτά ή ίσως όλα αυτά μαζί οδηγούν πάντα στην καταστροφή.

Πονάει η ψυχή μας, χάνεται η ιστορία της γειτονιάς, συμφώνησε κι ο κ. Χουσεΐν, που δε θέλησε να χάσει την ευκαιρία να δει κι εκείνος εκ των έσω την εκκλησία των Ρωμιών της γειτονιάς του. Ανταλλάξιμος και αυτός από την περιοχή της Έδεσσας, ξέρει τι θα πει να αναζητάς την πατρίδα των προγόνων σου. Έφτασε κι ο ίδιος μέχρι τα σύνορα της Ελλάδας με τη Β. Μακεδονία αναζητώντας το χωριό του παππού του.

Ξαναβγήκαμε το ίδιο προσεχτικά αφήνοντας πίσω μας της ερειπωμένη εκκλησία των Ταξιαρχών, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Μήνα, όπως μαρτυρούν οι τρεις κόγχες του ιερού της. Οι περαστικοί της γειτονιάς σταμάτησαν να γνωρίσουν τους επισκέπτες από την Ελλάδα. «Να έρχεστε, να επισκέπτεστε την εκκλησία σας, την εκκλησία μας. Να έρχεστε για να μαθαίνουν και οι πιο νέοι την ιστορία μας. Να έρχεστε και να κάνετε και λειτουργία». Σ’ αυτή τη δύσκολη, όπως ομολογούν, γειτονιά πρέπει να ζωντανέψουνε οι μνήμες και να ανοίξουν οι δρόμοι.

Ο κ. Μουσταφά επέμενε να γνωρίσουμε τη μητέρα του, που μιλούσε μια άλλη γλώσσα από την πατρίδα που ήρθε, από την Ελλάδα. Μας υποδέχτηκε στο σπίτι, κλασική γερόντισσα, με το μαντήλι και το μπαστούνι της.

«Εμείς για τους ντόπιους, όταν ήρθαμε από τη Θεσσαλονίκη, ήμασταν Έλληνοι, έτσι μας φωνάζαν» λέει και στο μυαλό μας ήρθε το δικό μας «Τουρκόσποροι». Η κυρία Νεντιμέ δεν ήξερε ελληνικά, ήξερε όμως μια σλαβική γλώσσα, makedoncka τα έλεγε,  και προσπαθούσε να θυμηθεί λέξεις ρωτώντας μας αν καταλαβαίναμε. Δυσκολεύεται πια να περπατήσει, έχασε και το φως της, όμως θα έβαζε λέει φτερά στα πόδια της, αν κάποιος της έλεγε πως θα την πήγαινε στο χωριό των γονιών της, στην Αλμωπία.

Κι όσο κρατούσε η κουβέντα, η νύφη της  ετοίμασε το τραπέζι. Ό,τι βρέθηκε στο σπίτι, λέει κι αναρωτιέται αν μοιάζουν τα φαγητά μας. Τραχανάς κόκκινος, πιλάφι και κοτόπουλο κοκκινιστό, πράσινη σαλάτα και αϊράνι. Τι να πούμε;  Τι να απαντήσουμε; Πώς τα φαγητά μας είναι ίδια, οι καημοί και οι λαχτάρες μας ταυτίζονται, πώς οι ζωές μας έχουν παράλληλες πορείες, πώς πιο πολλά μας ενώνουν παρά μας χωρίζουν;

Η νινέ Νεντιμέ επέστρεψε από την προσευχή της και εμείς της φιλήσαμε το χέρι που το άπλωσε λες με ευγνωμοσύνη για να μας αποχαιρετήσει. Είπε πως ήταν ευγνώμων που η ζωή μάς έφερε στο σπίτι της κι ευχαρίστησε το Θεό γι’ αυτό.

Βγήκαμε στο δρόμο και πήραμε την κατηφόρα προς το κέντρο. Δεν ήθελα τίποτε περισσότερο από το να περιδιαβώ στα σοκάκια, να κοιτώ και να πλάθω εικόνες. Στην Κιουτάχεια φτάνει ένα κομμάτι από τις ρίζες της ζωής μας. Τα κλαδιά μας μπορεί να απλώνονται σε άλλους ουρανούς, από εδώ όμως αντλούν ακόμα χυμούς.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.