ΤΑ ΣΚΑΛΑΚΙΑ[1]

Αφήγημα του συγγραφέα Σαΐτ Φαΐκ Αμπασίγιανικ (Sait Faik Abasıyanık) με τίτλο Yüksekkaldırım.

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 17 Αυγούστου του 1947 στο περιοδικό Yedigün, τεύχος 754, με τον τίτλο «Daimi Bir Seyir Yeri: Yüksekkaldırım».

Η μετάφραση έγινε από το κείμενο που περιέχεται στη συλλογή Havuz Başı (1952), İstanbul: Yapı Kredi Yayınları, 2011, 17 έκδοση, σ. 42-47.

Η μετάφραση από τα τουρκικά έγινε από τον Γιώργο Σαλακίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Οθωμανικής και Τουρκικής Γραμματείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή.

Τις Κυριακές με τις ζέστες του καλοκαιριού η Ιστάνμπουλ ερημώνει. Τρεις τέσσερεις κουρασμένοι διασχίζουν νωχελικά το Πέραν, πέντε έξι παιδιά χώνονται στους κινηματογράφους. Ροδοκοκκινισμένες από τη ζέστη δυο μαυροφορεμένες μαντάμ[2]  βγαίνουν από την εκκλησία κι επιστρέφουν σπίτι τους. Δυο συνταξιούχοι, παρατημένοι από τα εγκόσμια, μισοκοιμούνται πίσω από τα τζάμια ενός καφενείου…

     Τις Κυριακές έτσι είναι η Ιστάνμπουλ, αλλά, ελάτε, εγώ θα σας πάω σε ένα διασκεδαστικό μέρος. Θα μου πείτε, να αφήσουμε τις βουτιές στα δροσερά και καταγάλανα νερά στις παραλίες, τον υπνάκο κάτω από τα πεύκα, και να πάμε πού; Σωστό είναι αυτό! Σωστό, αλλά είναι τις ώρες αυτές κι ένα μέρος στην Ιστάνμπουλ, όπου τριγυρνάνε στρατιώτες που πεθύμησαν το χωριό τους, τσιράκια, ζυμωτές, μάγειρες από τα βάθη της Ανατολίας, άφραγκοι που δεν μπόρεσαν να πάνε στις παραλίες, Στανμπουλιώτες που δεν τους λένε τίποτα οι παραλίες και τα πεύκα ή τα βαρέθηκαν. Εκεί μπορεί κανείς ν’ ακούσει τραγούδια δωρεάν. Εκεί οι παγωμένες λεμονάδες δεν κοστίζουν 75, αλλά 7,5 γρόσια. Το παγωτό βύσσινο καϊμάκι, που στο Πέραν δεν μπορείς να το βρεις με λιγότερο από μισή λίρα, εκεί στοιχίζει δέκα γρόσια σε πιατάκι σχήματος καϊκιού.

     Άλλες μέρες στο πρώτο σας βήμα θ’ ακούσετε Μουνίρ Νουρεττίν, στο δεύτερο Τίνο Ρόσσι, μη τυχόν και κάνετε άλλο βήμα! Μην κουνηθείτε!  Αλλιώς η Σαφιέ Αϊλά και ο Μπινγκ Κρόσμπι θα φωνάξουν μες στ’ αυτιά σας. Κι η παραμικρή κίνηση του δεξιού αυτιού σας θα γυρίσει ένα κουμπί του ραδιοφώνου στο μυαλό σας. Μια κυρία της οποίας δεν αναγνωρίζετε τη φωνή θα πει: «Δεν βρίσκεται φάρμακο για το λαβωμένο μου στήθος»[3]. Αν συνεχίσετε, το «Δεν βρίσκεται φάρμακο για το λαβωμένο μου στήθος» θα σταματήσει και στη θέση του θ’ ακούσετε να παίζει μια πλάκα του Χαφίζ Μπουρχάν που έχει μείνει από τον καιρό του Νώε. Ακόμη δυο βήματα και μια άλλη φωνή είναι σίγουρο ότι θα ερωτευτεί τη λάμψη της ομορφιάς σας!

     Μη δίνετε σημασία, προχωρήστε… Φτάνει η μουσική ευωχία! Τώρα βρίσκεστε μπροστά σ’ ένα χαριτωμένο καφενείο. Έχετε αφήσει πίσω σας όλους τους ήχους του γραμμόφωνου. Πάνω σε άσπρο ύφασμα, ζωγραφισμένα με κίτρινη, κόκκινη και μωβ μπογιά από πρωτόγονο ζωγράφο, θα δείτε μια φώκια, μια παγονησίδα, κι ένα αναποδογυρισμένο εσκιμώικο καΐκι. Κάτω από τη φωτογραφία κάνει μπαμ μια όμορφη αγγελία με μικρά και μεγάλα γράμματα.

     Θαλάσσιο τέρας που πιάστηκε στις Βόρειες Παγωμένες Θάλασσες!

Δύο μέτρα ύψος – 270 κιλά βάρος. Ένα σώμα με τρεις ουρές!!!… Έχει δυο χέρια. Τρία δάχτυλα πάνω στα δυο της χέρια!… Δέκα νύχια σε δέκα δάχτυλα;;; Ένα ανθρωπόμορφο τέρας(!) Στρατιώτες: πέντε γρόσια (εφτά τελείες η μία δίπλα στην άλλη). Πολίτες: 10 γρόσια (κόμμα) ορίστε. Δείτε το με τα μάτια σας – Ορίστε κύριοι, ορίστε!.. Ολοζώντανο (θαυμαστικό).

     Στη μέση του καφενείου ένα στεγνό σιντριβάνι! Τσαγοπότηρα με λεπτή μέση μοσκοβολάνε δυνατό τσάι –αυτό το μικρό καφενείο φημίζεται για το τσάι του. Δυο τρεις φιγουρατζήδες παίζουν Αβησσυνία. Στ’ αριστερά υπάρχει ένας τετράγωνος χώρος καλυμμένος με μια μισοτελειωμένη κουνουπιέρα, γεμάτος κασκόλ και υφάσματα. Από εκεί ακούτε μια μικρούτσικη φώκια να ξεφωνίζει σαν παιδί. Επειδή δεν ήρθαν ακόμη τα ψάρια από την ψαραγορά, η Μαρίκα πεινάει! Ένας χοντρός άντρας παίρνει τα δέκα σας γρόσια. Αξίζει να δώσει κανείς δέκα γρόσια για να δει τη φώκια. Όταν εκείνα τα μεγάλα, όμορφα, στρογγυλά μάτια κοιτάξουν μέσα στα μάτια σας, θα την αγαπήσετε αμέσως τη Μαρίκα!

     Ο Χαϊντάρ Εφέντη, ο ιδιοκτήτης της Μαρίκας, είναι και φιγουρατζής και ανοιχτόκαρδος και του αρέσει να κερνάει. Λέει:

—Ορίστε!

Εσείς πείτε και ρωτήστε:

—Γεια σου, Χαϊντάρ Εφέντη. Τι ψάρι είναι αυτό;

—Φίλε μου, αυτό δεν είναι ψάρι, αυτό είναι κάτι σαν άνθρωπος. Η φωνή του είναι σαν του ανθρώπου. Έχει δάχτυλα. Έχει νύχια. Έχει μαστούς. Απ’ όλα έχει. Δεν κάνει αυγά, όπως τα ψάρια. Γεννάει, φίλε.

—Πώς το λένε, Χαϊντάρ Εφέντη;

—Φώκια τη λένε, φιλαράκο. Την κυνηγάνε στις βόρειες θάλασσες. Οι Αμερικανοί τις έχουν στα σπίτια τους, όπως έχουν τις γάτες και τους σκύλους.

—Εσύ στη βόρεια θάλασσα την έπιασες;

—Για να σου πω την αλήθεια, δεν την έπιασα εγώ. Την έπιασαν ψαράδες στην Καραμπίγκα.[4] Ποιος ξέρει, ίσως η καημένη έχασε τον δρόμο της. Εγώ την αγόρασα για την Έκθεση της Σμύρνης. Μπας και κερδίσουμε πέντε δέκα φράγκα. Την είχα βαφτίσει Μαρίκα. Ύστερα την έκανα μουσουλμάνα και την είπα Κυρία Μερτζάν.

—Το Μαρίκα, Χαϊντάρ Εφέντη, είναι όνομα που ταιριάζει απόλυτα σε φίλο. Μακάρι να μην το άλλαζες.

—Τι να κάνω; Αυτός είναι ο δικός μου φίλος. Όταν την πήρα, για είκοσι μέρες δεν έβαλε τίποτα στο στόμα της. Ακόμη και μπαρμπούνια της έδωσα, ούτε που τα κοίταξε. Τώρα όμως άνοιξε η όρεξή της, δεν χορταίνει η μαυρομάτα μου. Την προσέχω σαν τα μάτια μου, φίλε. Κάθε μέρα ρίχνω δυο καλούπια πάγο στο νερό της. Την αγόρασα πριν τρεις μήνες από την ψαραγορά. Εννιακόσια τόσα πεντόγροσα έσκασα.

Από τη μια έψαχνε την απόδειξη από την ψαραγορά κι από την άλλη με προσκαλούσε μέσα να δω τη φώκια λέγοντας:

—Για τ’ όνομα του Θεού, να σε κεράσω ένα τσάι, αδερφέ! Ορίστε, πάμε μέσα.

Με την ανάποδη του χεριού μας παραμερίζουμε την κουρτίνα και μπαίνουμε μέσα. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα τεράστιο ξύλινο σεντούκι του οποίου το εσωτερικό είναι καλυμμένο με λαμπερό τσίγκο. Μόλις βλέπει το αφεντικό της η φώκια αρχίζει να φωνάζει.

—Τούμπα, κορίτσι μου, τούμπα!

—Θηλυκιά είναι;

—Θηλυκιά, αδερφέ.

Ακριβώς τότε έφτασε ένα καλάθι με τεράστιους, ολόφρεσκους κολιούς.

—Άντε, κορίτσι μου, τούμπα! Τούμπα, κορίτσι μου! Χωρίς τούμπα δεν σου δίνω, άντε!

Η φώκια, που μας κοίταζε με τα έξυπνα, στρογγυλά, γλυκά μάτια της, πήρε μια γρήγορη ανάσα από τη μύτη της που αποτελούνταν όλο κι όλο από δυο τρύπες. Έπειτα ξαναγύρισε στο μέρος της.

—Άντε, μια τούμπα ακόμη!

—Παρατήρησέ την, αδερφέ, πώς καθαρίζει το ψάρι…

Η φώκια έπιανε τον κολιό από την κοιλιά, τον βουτούσε στο νερό, τον κουνούσε μέχρι να βγουν τα έντερα και το αίμα του κι έπειτα τον κατάπινε αμάσητο. Έκανε μια τούμπα ακόμη. Μετά ακόμη μια τούμπα, ακόμη ένα ψάρι. Ακόμη μία φορά… Ακόμη μία φορά… Από εφτά κιλά ψάρια μόνο δυο τρία ψάρια έμειναν μέσα στο καλάθι. Ο Χαϊντάρ Εφέντη:

—Όλη την ψαραγορά να της δώσεις, αδερφέ, θα τη φάει. Πού να σου μείνουν λεφτά έτσι; Με κατέστρεψες, κορίτσι μου!..

Έβγαλε το πορτοφόλι του και μπροστά στα μάτια μου έσκασε του ψαρά εφτάμιση χαρτονομίσματα. Συγχρόνως φώναξε του φίλου του:

—Άντε, φώναξε λίγο, Αρναούτη!

Τώρα ο φίλος του έκοβε βόλτες μπροστά στο καφενείο και φώναζε:

—Ζωντανό… Ολοζώντανο!

Τέρας της θάλασσας!

Δυο μέτρα ύψος!

270 κιλά βάρος!

Κάνει τούμπες σαν τους ακροβάτες!

Εδώ είναι το τέρας που βλέπετε στο σινεμά και μένετε έκπληκτοι!

Ζωντανό, ολοζώντανο!

Όταν βγαίνετε από το καφενείο, τα γραμμόφωνα αρχίζουν πάλι. Να και ο πλανόδιος που λέει την τύχη! Τρία περιστέρια, βαμμένα το ένα κόκκινο, το άλλο πράσινο και το άλλο καφέ, κι ένα μικροσκοπικό κουνέλι των Νησιών… Περιμένουν όλα μαζί να τραβήξει κάποιος κλήρο και να φάνε κι αυτά κάτι. Άντε, ας τραβήξουμε κι εμείς έναν κλήρο. Άσχημα τα πράγματα:

     «Άδικα ελπίζετε. Η τύχη σας δεν ευνοεί τον έρωτα. Δεν σας αγαπάει. Αλλά μη στενοχωριέσαι, αν χάνεις στον έρωτα, θα κερδίσεις αλλού. Θα πάρεις από κάπου ένα μεγάλο ποσό…»

     Τι να τα κάνω τα λεφτά εγώ; Μια μαυρίλα σκεπάζει το μέσα μου. Να πάρει η ευχή, πολύ στενοχωριέται ο άνθρωπος! Τι τον τράβηξα αυτό τον κλήρο;

     Τώρα βρισκόμαστε μπροστά στον άντρα που μπορεί ν’ ανάψει φωτιά με νερό, με σάλιο, με λεμονάδα, με παγωτό, με μήλο, με πεπόνι και καρπούζι. Σταθείτε! Γύρω μας βρίσκονται κάθε είδους άνθρωποι: Στρατιώτες, πολίτες, παιδιά, παλικάρια, άντρες, γυναίκες, γέροι, άνθρωποι από το Μπέιπαζαρ, το Εσκίσεχιρ, τα Άδανα, το Έρζουρουμ, το Μπόλου, τη Σμύρνη, το Ντάνταϊ, το Ακτσάκοτζα, το Μάναβγκατ, το Χαϊράμπολου, το Μούντουρνου… Οι πιο αγαθοί άνθρωποι από όλες αυτές τις περιοχές βρίσκονται εδώ. Ο άντρας μιλάει συνεχώς:

—Προσοχή, παρακαλώ. Ας πούμε ότι είστε στο χωριό και συναντάτε στο χωράφι τον Αχμέτ Αγά. Βλέπετε ότι ο Αχμέτ Αγά πεθύμησε να φάει ένα ψητό καλαμπόκι. Θέλησε ν’ ανάψει φωτιά. Δεν έχει σπίρτα. Βγάζει το τσακμάκι του και τσάκα τσούκα, τσάκα τσούκα! Το φιτίλι δεν παίρνει με τίποτε φωτιά. Μήπως πήρε υγρασία; Πηγαίνεις δίπλα στον Αχμέτ Αγά.

—Τι έχεις, βρε Αχμέτ Αγά;

—Έχεις σπίρτα, γιε μου; Είπα να ψήσω ένα καλαμπόκι. Δεν παίρνει φωτιά το αναθεματισμένο! Τσάκα τσούκα, τσάκα τσούκα!..

—Σπίρτο δεν έχω, Αχμέτ Αγά, αλλά εσύ σάλιο δεν έχεις στο στόμα σου;

Ο Αχμέτ τον κοιτάει παράξενα κι αναρωτιέται μήπως του ’στριψε.

—Άσε με, αν αγαπάς τον Θεό σου! Είμαι που είμαι μέχρι εδώ.

—Μα το Θεό, σοβαρά μιλάω.

—Έχω, λοιπόν. Και τι μ’ αυτό;

—Αφού έχεις σάλιο, τι πολεμάς τσάκα τσούκα;

—Γιε μου, μη με κάνεις να βρω το μπελά μου, αν αγαπάς το Θεό σου…

—Αχμέτ Αγά, τι μου δίνεις, αν ανάψω φωτιά με το σάλιο σου;

—Τρελάθηκες, βρε;

—Όχι… Σοβαρά, τι μου δίνεις;

—Σου δίνω ό,τι θέλεις, βρε!

—Μου δίνεις ένα τσουβάλι καλαμπόκια;

—Δυο θα σου δώσω, βρε!

Εσείς γυρνάτε την πλάτη σας και βάζετε μέσα σ’ ένα χαρτί ένα κομματάκι από αυτό το υλικό είτε με το νύχι σας είτε με την άκρη του σουγιά σας.

        —Για φτύσε πάνω σ’ αυτό, Αχμέτ Αγά…

Ο Αχμέτ Αγά λοιπόν φτύνει με κρότο, όπως εγώ ‘χχχ…φτου’…

     Ο άντρας έφτυσε. Μέσα στο χαρτί που κρατούσε στο χέρι του υπήρχε ένα σκουρόχρωμο υλικό που αναμφίβολα είχε μέσα του υδράργυρο. Το υλικό αυτό πρώτα έλαμψε σαν γυαλί κι έπειτα βγήκε καπνός. Και στο τέλος άστραψε μια φλόγα.

    Αγοράστε ένα κομμάτι από το υλικό που ανάβει φωτιά με το σάλιο και συνεχίστε το δρόμο σας. Υπάρχουν κι άλλα να κάνετε στα Σκαλάκια! Να, τώρα βρίσκεστε μπροστά στο κατάστημα σκοποβολής. Πρέπει οπωσδήποτε να ρίξετε και σεις μια φορά. Ας ρίξουμε κι εμείς κάνα δυο φορές. Διότι στον τοίχο υπάρχει η εξής επιγραφή:

     «Συμπατριώτη, το μεγαλύτερο καθήκον σου είναι η σκοποβολή.»

     Είναι ντροπή να μην ρίξετε. Μια άλλη πινακίδα λέει:

     «Κυρίες και κύριοι, μάθετε σκοποβολή!»

     Και μια άλλη:

     «Δέκα γρόσια, είτε εκραγεί είτε δεν εκραγεί η ατομική βόμβα…»

     Εσείς θα φταίτε αν δεν την κάνετε να εκραγεί. Από εκεί συνεχίζετε στο «διασκεδαστικό και κερδοφόρο παιχνίδι του μπιλιάρδου». Η γόησσα με τα μάγουλα βαμμένα με κόκκινο χαρτί Νεστλέ, τα βαμμένα μάτια και τα μαύρα φρύδια, μέχρι να σας δώσει τις μπάλες του μπιλιάρδου, σας κοιτάζει μες στα μάτια και χαμογελάει. Μόλις πάρετε τις μπάλες χάνετε, θαρρείς, την ελκυστικότητά σας. Τώρα βλέπετε την τσαχπίνα να κάνει τα γλυκά μάτια σε κάποιον άλλον και θλίβεστε. «Έτσι είναι αυτός ο κόσμος», λέτε…

     Έτσι είναι ο κόσμος, ρε πατριώτη, αλλά έχει κι η άπιστη το δίκιο της: Πρέπει να βγάλει το ψωμί της, τι να κάνει;

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

Ο Σαΐτ Φαΐκ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Τούρκους συγγραφείς. Γεννήθηκε τον Νοέμβρη του 1906 και έχασε τη ζωή του από φυσικά αίτια τον Μάιο του 1954. Παρά τις αρχικές του σπουδές στα οικονομικά, την ενασχόλησή του με τη διδασκαλία τουρκικών και την αποτυχημένη καριέρα του ως επαγγελματίας, καλλιέργησε το φυσικό του τάλαντο και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή από το 1934. Ορισμένα από τα λογοτεχνικά του έργα είναι τα διηγήματα: “Semaver” 1936, “Sarnıç” 1939, “Şahmerdan” 1940, “Alemdağ’da Var Bir Yılan” 1953, “Az Şekerli” 1954 κ.ά., καθώς και τα μυθιστορήματα “Bir Takım Insanlar” 1944, “Kayıp Aranıyor” 1953 κ.ά.  Ο Σαΐτ Φαΐκ με τον θάνατό του, το 1954, κληροδότησε την περιουσία του στο Σχολείο Darüşşafaka, το οποίο διατηρεί το σπίτι του στο Μπουργάζ ως Μουσείο Σαΐτ Φαΐκ.

Ο Γιώργος Σαλακίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Οθωμανικής και Τουρκικής Γραμματείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και χρόνιος μελετητής των Οθωμανικών Σπουδών. Είναι επίσης κάτοχος ΜΑ στις Οθωμανικές Σπουδές του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilian του Μονάχου και Διδάκτορας του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το ερευνητικό του ενδιαφέρον εκτείνεται σε διάφορους τομείς, με σημαντικότερους την έρευνα οθωμανικών και σουλτανικών εγγράφων, αλλά και την ιστορική εξέταση περιοχών επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με βάση τις διασωζόμενες οθωμανικές πηγές. Ενδεικτικά, εξέδωσε το 2004 τη μελέτη του με τίτλο «Η Λάρισα (Yenişehir) στα μέσα του 17ου αιώνα» (εκδ. Σταμούλης Αντ.), ενώ το 2005 εξέδωσε τη μελέτη του «Τα σουλτανικά έγγραφα της βιβλιοθήκης 1721-1729» (εκδ. Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης). Επίσης, έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει σε διεθνή και εγχώρια συνέδρια, ενώ ένας ακόμη σημαντικός κλάδος ενασχόλησής του είναι οι μεταφράσεις.


[1] Έτσι ονομάζουν οι Ρωμιοί της Πόλης το Yüksekkaldırım -αυτός είναι ο τίτλος του πρωτοτύπου-, τον δρόμο που συνδέει τον Γαλατά με το Πέραν ή Μπέιογλου.

[2] Ο όρος σημαίνει την αστή χριστιανή.

[3] Ο πρωτότυπος τίτλος αυτού του αγαπημένου τραγουδιού της έντεχνης τουρκικής μουσική είναι Olmaz ilaç sine-i sadpareme.

[4] Πόλη στα δυτικά της θάλασσας του Μαρμαρά.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.