Στον ισκιο της μουριας της γιαγιας μας, εγω η Nursen, εγω ο Θοδωρος
Κατέβηκε από το αγροτικό αυτοκίνητο η Νουρσέν (Nursen), ανήσυχη, ανυπόμονη, προβληματισμένη και αναστατωμένη. Προχώρησε με την παρέα της στην ανηφορική πλαγιά, παρέα η κόρη της Πινάρ, ο γιος της Κενάν, νεαροί τους φίλοι και ο ιερέας του χωριού, που λίγο νωρίτερα τους φίλεψε στην εκκλησία ποντιακά εδέσματα.
―Αυτό, είπε ο Θόδωρος, που γνώριζε τον τόπο, είναι το Σεβεντικλή και έδειξε στη Nursen τα χαλάσματα, μια συστάδα πέτρες, υπόλοιπα από θεμελίωση παλιών σπιτιών. Εδώ έμειναν οι πόντιοι πρόγονοί μου, από το 1923 μέχρι το 1955, που χτίστηκε το νέο μας χωριό, η Επτάλοφος.
Άκουγε και κοίταζε γύρω γύρω δακρυσμένη η Νουρσέν, τον έρημο τόπο και ξαφνικά,το βλέμμα της σταμάτησε κάπου, το πρόσωπό της φωτίσθηκε, τα χέρια της σηκώθηκαν, σαν σε προσευχή και χωρίς να το θέλει, φώναξε δυνατά στον ουρανό, να αντιλαλήσει η φωνή της στην ερημιά, να μεταφερθεί στο σύμπαν, να ακούσει η γιαγιά της, εκεί, στον ουρανό που βρίσκεται, να χαρεί, να αναπαυτεί η ψυχή της.
―Η μουριά της γιαγιάς μου!!!!!! Ήρθα γιαγιά, είμαι μπροστά στη μουριά σου.
―Ποια μουριά, ρώτησε ο Θόδωρος απορημένος, αυτή; Αυτή είναι η μουριά μας, εδώ ήταν το παλιό το σπίτι μας, εδώ γεννήθηκα, στο χαμηλό σπιτάκι με τους δύο οντάδες, το μικρό κουζινάκι και τη μεγάλη και μοναδική μουριά, στη μέση της αυλής.
―Αυτή είναι η μουριά της γιαγιάς μου, επανέλαβε δακρυσμένη και πάλι η Nursen, από εδώ έφυγε με την οικογένειά της το 1923 για την Τουρκία.
Η παρέα κοντοστάθηκε και παρακολουθούσε το διάλογο. Συζητώντας, με θέμα τη μουριά, προχώρησαν και βρέθηκαν κάτω από τη σκιά της γέρικης μουριάς.
―Αχ αυτή η μουριά, είναι σα να μεγάλωσα και έζησα μαζί της, είπε η Noursen και συνέχισε την αφήγηση.
«Είχαμε μια μουριά, στη μέση της αυλής μας στην Πατρίδα, στο Σεβεντικλή του Κιλκίς, έλεγε η γιαγιά μου η Χούρη, τέτοια μούρα δεν είχε καμιά άλλη στο ντουνιά, κόκκινα, μεγάλα, γλυκά σαν μέλι.Τρώγαμε και τα χείλη μας κοκκίνιζαν, τα δάχτυλά μας μαύριζαν, κάναμε και πετιμέζι. Κάτω στη μουριά καθόμασταν τις ζεστές ώρες της ημέρας, είχαμε κούνιες για τα παιδιά, που κρέμονταν από τα κλαδιά της, εκεί κάτω βελονιάζαμε τα καπνά και ξεκουραζόμασταν. Η γιαγιά μου η Hari Hanum, που την αποκαλούσαν HoruIntze, παντρεύτηκε το 1900 τον Riza και απόκτησαν μία κόρη. Ο παππούς χάθηκε στον πόλεμο της Υεμένης το 1914 και η γιαγιά παντρεύτηκε τον κατά πολύ μεγαλύτερό της δάσκαλο και Χότζα, τον Mustafa Cokkadar (Hotza), που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και απέκτησαν άλλα τρία παιδιά. Ο γιος τους, ο μικρός Riza», είπε η Nursen, «είναι ο πατέρας μου. Ποτέ δεν τον θυμήθηκα, όσο ζούσε, να κάθεται, πάντα δούλευε από τα ξημερώματα, μέχρι τα μεσάνυχτα, όπως έκαναν όλοι οι πρόσφυγες.
Ζούσαν ευτυχισμένοι στο Σεβεντικλή του Κιλκίς, έλεγε η γιαγιά, ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι και καλλιεργούσαν πολλά και καλά καπνά. Το χωριό ήταν μακριά από το Κιλκίς, χρυσάφι ήταν το χώμα, με κήπους και οπωροφόρα δένδρα, καρύδια, σταφύλια, δαμάσκηνα, καΐσια, ακόμη και κράμπερι (κράνα). Γλυκό νερό παίρνανε, με τις στάμνες, τις κανάτες και τα μπακίρια, από το μεγάλο ρέμα, που ήταν έξω από το χωριό και τα λιγοστά πηγάδια.
Αχ, πόσο ήθελε η γιαγιά μου να πάει στο χωριό της, να περπατήσει, να χαρεί την πατρίδα της. Ήταν θρησκευόμενη γυναίκα, την αγαπούσα πολύ γιατί μαζί της μεγάλωσα.
Στο Σεβεντικλή βρέθηκαν οι πρόγονοί μας περίπου το 1500 μΧ, όταν οι Οθωμανοί τους μετακίνησαν από την Κόνια της Ανατολίας, στα Βαλκάνια, για να εποικήσουν τις νέες κατακτήσεις τους. Έζησαν εκεί 500 χρόνια, δούλεψαν, πρόκοψαν, πολλαπλασιάστηκαν και θεωρούσαν πάντα το Σεβεντικλή πατρίδα τους. Εκεί άφησαν τη μισή καρδιά τους και το πιο οδυνηρό, τους νεκρούς προγόνους τους.
Κοντινά τους χωριά ήταν το Acolovasi, Alour, Rahmanli, και δυο ώρες μακριά το Kilkisli. Συγγενείς είχαμε στο Karamatli και το Girnalli.
Μετά τους βαλκανικούς και το μεγάλο πόλεμο δεν είχε πλέον ειρήνη, καθημερινές ήταν οι επιδρομές από συμμορίες και έπρεπε να προστατέψουν τις περιουσίες, τις οικογένειες και τα κορίτσια τους.
Αποφασίσθηκε από τους μεγάλους η ανταλλαγή, έτσι άφησαν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, για τις οποίες πότε δεν αποζημιώθηκαν και με τα αμάξια ή πεζοί, βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Λίγο πριν φύγουν για τη Θεσσαλονίκη, στο χωριό έφθασαν οι Έλληνες από την Τουρκία και έζησαν αρκετό καιρό μαζί, μοιράζοντας τις κάμαρες. Οι Έλληνες δεν γνώριζαν τουρκικά, ούτε και εμείς ελληνικά.
Μετά από πολλές ημέρες, απίστευτες ταλαιπωρίες, κρύου, πείνας και δυστυχίας, τούς παρέλαβε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης το πλοίο της Καλής Ελπίδας, «UMIΤ», το έλεγαν, ήταν 7 Δεκεμβρίου 1923. Τους αποβίβασε στην καραντίνα της Τούζλας, ύστερα από ολιγοήμερο ταξίδι. Σε αυτό, το χωρίς γυρισμό ταξίδι πέθανε και το ένα αδελφάκι τους.
Λίγη η βοήθεια από το κράτος, ψωμί με το δελτίο, τα παιδιά αρρώστησαν, έτρωγαν ελιές που έβρισκαν στα χωράφια πιστεύοντάς ότι είναι μαύρα δαμάσκηνα. Εγκαταστάθηκαν μετά την εικοσαήμερη καραντίνα σε σπίτια που άφησαν οι Έλληνες, όταν και εκείνοι έφυγαν πρόσφυγες για την Ελλάδα. Πρώτη φορά έβλεπαν θάλασσα, φοβόντουσαν και νόμιζαν ότι θα τους αρπάξει τις παραθαλάσσιες περιουσίες που τους έδωσαν, γι΄ αυτό πολλοί έφυγαν προς τα υψώματα της Γιάλοβας και της Προύσας.
Η γιαγιά έφερε και τα χαρτιά της περιουσίας, πίστευε ότι θα επιστρέψουν κάποτε. Τρία στρέμματα ήταν η πρώτη βοήθεια, δύο ζώα και ένα άροτρο. Με αυτά άρχισε ο αγώνας της ζωής.
Οι ντόπιοι τούρκοι δεν τους καλοδέχθηκαν, λεηλατούσαν ό,τι άφησαν οι Έλληνες, σπίτια και κτήματα. Γιουρούκους Kilkisi, μας έλεγαν υβριστικά, πρώτη φορά ακούγαμε τη λέξη «γιουρούκος».
Στην Τουρκία οι Σεβεντικλήδες εγκαταστάθηκαν το 1923 στην περιοχή Ταρ της Τούζλας, κοντά στο τζαμί και το ταχυδρομείο. Μέχρι το 1956-1957 έρχονταν στην Τούζλα οι Έλληνες, όσοι έφυγαν το 1923 στη Κωνσταντινούπολη, μέναμε μαζί στο σπίτι, αλλά μετά σταμάτησαν να έρχονται, έφυγαν οι περισσότεροι για την Ελλάδα».
****
Δεν την διέκοψε ο Θόδωρος, ο Χαράλαμπος μετάφραζε και άκουγε με προσοχή, μόνο όταν σταμάτησε ανακουφισμένη την αφήγησή της η Nursen, την κοίταξε δακρυσμένος και είπε:
«Τόση ώρα σε ακούω αγαπητή Nursen και νομίζω ότι ακούω τη γιαγιά μου, κάτω από αυτή τη μουριά, της γιαγιάς σου, όπως λες. Κάτω από αυτή τη μουριά μεγάλωσα κι εγώ, με τη γιαγιά μου να μου αφηγείται τα δικά της βιώματα. Αν αλλάξουμε το Σεβεντικλή της Ελλάδας με τη Γιάντζουλη του Πόντου, (Yaycili-Baidarli, Resadiye) τότε όλα τα άλλα είναι ίδια. Όταν πλέον δεν υπήρχε ειρήνη στον Πόντο, όταν έγιναν καθημερινές οι επιδρομές από τις ληστοσυμμορίες, όταν έπρεπε οι άνδρες, με τα όπλα να προστατέψουν τις περιουσίες, κυρίως όμως τις γυναίκες τους, ήλθε αναγκαστικά η ώρα της υποχρεωτικής ανταλλαγής.
Τέσσερις μέρες και νύχτες έκαναν στον δρόμο, τέλος Νοεμβρίου 1922, για να φθάσουν στο λιμάνι της Ορντού (Ordou). Πλοία περνούσαν συνεχώς γεμάτα από απελπισμένους Πόντιους Έλληνες, πέρασαν άλλες είκοσι ημέρες αναμονής, ώσπου η γιαγιά μου η Παρέσα να μπει με την οικογένειά της στο ισπανικό πλοίο «Σάντα Έλενα» για το, χωρίς γυρισμό, ταξίδι. Το ίδιο δρομολόγιο, οι ίδιες ταλαιπωρίες, οι ίδιοι θάνατοι στα πλοία, η καραντίνα στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, η μικρή βοήθεια του κράτους, η στέγαση στα φτωχόσπιτα των τούρκων προγόνων σας στο Σεβεντικλή και τους γύρω μαχαλάδες. Ευτυχώς μετά το 1956 συγκεντρώθηκαν όλοι σε ένα μεγάλο χωριό την Επτάλοφο».
*****
Λίγες πέτρες, μια μουριά, που στα μάτια της εγγονής φάνταζε παραμύθι, μια μουριά που έθρεψε και στη σκιά της φιλοξένησε γενεές ανθρώπων, έμελλε να γίνει η αιτία γνωριμίας, εκμυστήρευσης διηγήσεων, αναμνήσεων, πόνων, παραπόνων και αποκαλύψεων, που μετέφεραν οι δυστυχείς πρόσφυγες στη νέα γενεά. Όταν κάθονται όμως στο ίδιο τραπέζι, τα ίδια συναισθήματα νοιώθουν. Ίδιος πόνος, ίδιες συνθήκες, αίσθηση αδικίας, αναζήτηση αιτίων, αναζήτηση θυτών από τα θύματα. Μετοικήσαντες,ανταλλαγέντες, πρόσφυγες, όπως κι αν τους ονόμασαν, ανεξάρτητα εθνικότητας, τα ίδια αισθήματα κουβαλούν, με πρωτεύον τη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ.
―Χαρήκαμε τόσο πολύ που γνωριστήκαμε. Καλό ταξίδι για την πατρίδα σου Nursen
―Σε ευχαριστώ αδελφέ Θόδωρε, περιμένω να ανταμώσουμε στη δική σου Γιάντζουλη-Yasili, το χωριό της γιαγιάς σου, κάτω από το δένδρο που φαίνεται στη φωτογραφία, να συνεχίσουμε τη συζήτηση.
Υ.Γ.: Το κείμενο περιέχει διασκευασμένα αποσπάσματα συνεντεύξεων της Nursen Temizel από το βιβλίο της: “MUBADELENIN 100 YILY, 1923-2023, IZ BIRAKAN GÖCLER”( 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ, 1923-2023, ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΗΝΟΥΝ ΙΧΝΗ).
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.